Monday, 27 April 2009
Ιστορία σε τέσσερις σκηνές με βροχή
[σκηνή πρώτη, κρεβατοκάμαρα της Μάντυ σε διαμέρισμα στην γωνία της 87ης με την λεωφόρο Amsterdam στο Upper West Side, φωτισμός από τα αμπαζούρ στα κομοδίνα, απαλός ήχος βροχής στα τζάμια των παραθύρων]
Σκυμμένη πάνω από το συρτάρι με τα εσώρουχα και κρατώντας στο χέρι μία μωβ μεταξωτή κιλότα, άκουσε την πόρτα της εισόδου να ανοιγοκλείνει και τα βήματα του Τζον στο διάδρομο. Η ώρα ήταν οκτώμισι το βράδυ. Έξω έριχνε μία χλιαρή βροχή, πράγμα πολύ συνηθισμένο το Μάιο στη Νέα Υόρκη. Η Μάντυ έστρωσε το μπουρνούζι πάνω της, κλάσματα του δευτερολέπτου πριν εκείνος μπει στο υπνοδωμάτιο. Τον ένιωθε να στέκεται αδρανής στην είσοδο, καθώς είχε γυρισμένη την πλάτη της στην πόρτα. Έτσι, δεν είδε το χαμόγελο στο πρόσωπό του, αποτέλεσμα μίας εξαιρετικά αποδοτικής ημέρας στο γραφείο, να παγώνει. Έφερα κινέζικο από το take-away που σου αρέσει. Ξέχασα πως είναι Πέμπτη σήμερα. Κάθε Πέμπτη, εδώ και τέσσερις μήνες, η Μάντυ έβγαινε μόνη της, δηλαδή χωρίς αυτόν, πιθανόν με κάποιες φίλες της, αλλά ο Τζον είχε αποφύγει να μάθει λεπτομέρειες. Έριξε μία ματιά στο αμάνικο μπλε ελεκτρίκ φόρεμα που είχε κρεμάσει στην πόρτα της ντουλάπας. Εκείνη, καθισμένη στο κρεβάτι, φόραγε τις λεπτές κάλτσες της. Ναι αγαπούλα, θα βγω. Άφησε μου λίγο chow mein, αν θες. Εντάξει γλυκιά μου, απάντησε εκείνος, ενώ παρακολουθούσε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη να χώνει το στήθος σιλικόνης στην αριστερή άδεια θήκη του μωβ σουτιέν, που ταίριαζε με το απειροελάχιστο κιλοτάκι που φόραγε. Δεκατρία χρόνια μαζί, πάντα ερεθιζόταν όταν την έβλεπε γυμνή, ακόμα και μετά τη μαστεκτομή, που είχε κάνει πριν ένα χρόνο περίπου, αν και η περίπτωση ήταν τόσο δύσκολη που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν ανάπλαση στήθους. Η Μάντυ δεν τον πρόσεχε, για την ακρίβεια δεν είχε γυρίσει ούτε μία φορά να τον κοιτάξει, αφοσιωμένη στο ντύσιμο και το μακιγιάζ της. Δεν την πλησίασε, γιατί ήξερε πως θα έβαζε τις φωνές, πρόσεχε, θα μου τσαλακώσεις το φόρεμα, θα μου χαλάσεις τα μαλλιά, και άλλα παρόμοια. Παρόλα αυτά, έμεινε στην κρεβατοκάμαρα, βολεμένος στην άκρη του κρεβατιού. Όταν ολοκλήρωσε την ετοιμασία της, του έστειλε ένα φιλί από μακριά, αγαπούλα να ξαπλώσεις, μη με περιμένεις, και έφυγε βιαστική. Τα στιλέτο τακούνια της Μάντυ ηχούσαν ακόμα στο παρκέ του διαδρόμου, όταν ο Τζον έριχνε το φαγητό, έτσι όπως ήταν στη συσκευασία του, στον σκουπιδοτενεκέ.
[σκηνή δεύτερη, ταξί με νοτιο-ανατολική κατεύθυνση, τα φώτα του δρόμου, ο απαλός ήχος της βροχής στα τζάμια]
Καθώς η κίνηση στο κέντρο είναι συνήθως σχετικά περιορισμένη τα βράδια της Πέμπτης, το ταξί διέσχιζε με άνεση τη λεωφόρο Broadway. Η Μάντυ κρύωνε αρκετά μέσα στο αυτοκίνητο με τα υγρά καθίσματα. Σφίχτηκε μέσα στο λεπτό πανωφόρι, αλλά όχι πολύ, για να μην τσαλακώσει το φουστάνι της. Ο οδηγός, σιωπηλός, ανέδιδε δυνατή μυρωδιά κάρυ. Έτσι της άρεσαν οι ταξιτζίδες την Πέμπτη το βράδυ, σιωπηλοί. Στο πεζοδρόμιο δύο γυναίκες μίλαγαν με ένταση, καυγάδιζαν δηλαδή, και οι δύο ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, ενώ ο άντρας που στεκόταν ανάμεσα τους και κράταγε και τις δύο από τη μέση, κοιτούσε τα παπούτσια του.
[σκηνή τρίτη, Thom Bar στο Soho, χαμηλός φωτισμός από απλίκες τοίχου, «Hung up in your love» του Barry White και άλλα soul κομμάτια της δεκαετίας του 1970]
Υπήρχε αρκετός κόσμος στο μπαρ εκείνη την Πέμπτη, αλλά όχι τόσος, ώστε η κατάσταση να είναι ασφυκτική για την Μάντυ, που είχε αναπτύξει μία κάποια αγοραφοβία μετά την επέμβαση. Η μουσική ήταν ευχάριστη και η ατμόσφαιρα σχετικά δροσερή, γεμάτη από αρώματα, ακριβά και φτηνά, και πολυάριθμες φωνές. Καθισμένη σε ένα ψηλό σκαμνί στο μπαρ, έπινε αργά, απολάμβανε θα λέγαμε, ένα μαρτίνι. Απέναντι της, ένας πανύψηλος νέγρος, σαραντάρης, με τεράστιες πλάτες και σινιέ κοστούμι έπινε ουίσκι με σόδα. Οι ματιές που αντάλλασσαν μέσα από τους καπνούς των τσιγάρων τους, που έσμιγαν στον αέρα πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν ιδιαίτερα εύγλωττες, πράγμα που θα παραδεχόταν ο καθένας, ακόμη και αν δεν τους γνώριζε προσωπικά. Όταν, μετά από ένα τέταρτο, ο άνδρας της έστειλε ένα κερασμένο ποτό, η Μάντυ πήρε το τσαντάκι και το ποτήρι της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, προκειμένου να καθίσει στο άδειο σκαμπό που, ω του θαύματος, είχε μόλις αδειάσει δίπλα του. Η συζήτηση που ξεκίνησαν ήταν ιδιαίτερα χαμηλόφωνη, τόσο που ούτε ο καλοβαλμένος μεσήλικας, προφανώς μεγαλοεπιχειρηματίας Ασιατικής καταγωγής και μοναχικός, δίπλα στην Μάντυ, δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει. Το μόνο που άκουσε τελικά αυτός ο τύπος ήταν τα δυνατά γέλια τους, πέντε λεπτά πριν εγκαταλείψουν το μπαρ, για να βγουν στη βροχερή νύχτα του Soho.
[σκηνή τέταρτη, Broadway Plaza Hotel στην γωνία της 27ης με την λεωφόρο Broadway, φωτισμός από τη λάμπα του μπάνιου που μπαίνει στο δωμάτιο από μία μισάνοιχτη πόρτα, απαλός ήχος βροχής στα τζάμια των παραθύρων]
Ξαπλωμένη στο αριστερό της πλευρό, μύριζε το φτηνό μαλακτικό στα σεντόνια. Εκτός από τον πανταχού παρόντα ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής χτυπώντας στο τζάμι, η Μάντυ άκουγε τη ρυθμική ανάσα του καλοφτιαγμένου άντρα, που ήταν ξαπλωμένος πίσω της. Επρόκειτο για άνθρωπο μορφωμένο και ευγενικό, με ωραίο γούστο και καλούς τρόπους. Επίσης ευκατάστατο, πετυχημένο επαγγελματία, δυναμικό και προσφάτως χωρισμένο. Στην ουσία ήταν ένα σπάνιο άτομο, που δεν τρόμαξε, αποτροπιάστηκε, αηδίασε ή κάτι τέτοιο όταν είδε την μεγάλη ουλή, στο σημείο όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται ο αριστερός μαστός της. Όταν της έβγαλε το σουτιέν και το στήθος από σιλικόνη έφυγε από τη θέση του και έπεσε με ένα πλαφ στο κρεβάτι, δεν αντέδρασε, τουλάχιστον όχι φανερά. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από την ουλή πολλές φορές και μετά της έκανε έρωτα με τρυφερότητα και συγκρατημένο πάθος.
Το ημίωρο που την κράτησε στην αγκαλιά του μετά τη συνουσία ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με το πεντάλεπτο, κατά το οποίο οι άλλοι άντρες, που είχε γνωρίσει στο Thom, ντύνονταν βιαστικά και έφευγαν, σχεδόν τρέχοντας, αφού την είχαν πηδήξει στα γρήγορα και με όλα τα φώτα σβηστά. Φυσικά, για να ζητήσουν το τηλέφωνό της ούτε λόγος. Η Μάντυ αντιλαμβανόταν πως θα έπρεπε να εκτιμήσει αυτήν την πρωτόγνωρη ζεστασιά, αλλά έβρισκε τα χάδια του, που επικεντρώνονταν στο στενόμακρο σημάδι στο αριστερό μισό του κορμού της, για ώρα μετά την ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης, ιδιαίτερα ενοχλητικά. Ντράπηκε να πει κάτι, όμως γύρισε στο αριστερό πλευρό, ώστε να μην φτάνει το υπέροχο, στιβαρό χέρι του. Κι ενώ εκείνος έπεφτε σταδιακά σε ένα ελαφρύ ύπνο, η Μάντυ συλλογιζόταν πόσο έμοιαζε ο τρόπος που τη χάιδευε αυτός εδώ ο άγνωστος με αυτόν του Τζον. Με μία βασική διαφορά βέβαια.
Τελικά σηκώθηκε και ντύθηκε στο μισοσκόταδο, προσπαθώντας να κάνει όσο γινόταν λιγότερο θόρυβο. Καθώς έκλεινε την πόρτα του δωματίου αναρωτήθηκε αν ο Τζον θα ήταν ακόμα ξύπνιος. Λίγα λεπτά αργότερα, ενώ στεκόταν με τα πονεμένα από τα τακούνια πόδια της στο πεζοδρόμιο της Broadway ψάχνοντας ταξί και με τη βροχή, σαφώς δυναμωμένη, να της χαλάει το χτένισμα, η Μάντυ αποφάσισε ότι δεν θα άφηνε ποτέ ξανά τον εαυτό της εκτεθειμένο στην ταπείνωση του οίκτου, γνωστών και αγνώστων. Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι δε θα ξαναπήγαινε ποτέ στο Thom Bar και, έτσι, δεν θα ένιωθε ξανά την άγρια ικανοποίηση να παίρνει αυτό που της άξιζε, δηλαδή ένα περιφρονητικό αντρικό βλέμμα στο κολοβωμένο της κορμί, στη άδεια θέση, που κάποτε καταλάμβανε το αριστερό της στήθος. Όπως της έλεγε και ο Τζόννυ, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο τραγικά τελικά.
Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο, Απρίλιος 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment