Tuesday 14 April 2009

Σάββατο, 21 Φεβρουαρίου 2009, παραμονή της Απόκρεω



Όπως κάθε τέτοιο Σάββατο του χρόνου, μπήκα από την μπροστινή πόρτα, γύρω στις έξι παρά, το απόγευμα. Είχε σχεδόν βραδιάσει και έβρεχε. Το σπίτι ήταν μισοσκότεινο, εκτός από ένα φως που άναβε στο βάθος. Προσπέρασα το σαλόνι με τα σκονισμένα έπιπλα και τη νοτισμένη ατμόσφαιρα για να ακολουθήσω το διάδρομο, που οδηγούσε στην κουζίνα.

Εκεί συνάντησα τη μητέρα μου, όρθια μπροστά στην ηλεκτρική κουζίνα. Την ώρα που μπήκα στο δωμάτιο, με το ένα χέρι γύριζε το διακόπτη του μεγάλου ματιού και με το άλλο κράταγε την μέση της. Έπειτα, τοποθέτησε μία μεγάλη κατσαρόλα στο μάτι και έριξε λίγο λάδι, τρεις κουταλιές της σούπας το υπολόγισα. Πήγα κοντά της και ακούμπησα τα χέρια μου τους ώμους της, αλλά εκείνη συνέχισε απτόητη να μαγειρεύει. Έπιασε να ψιλοκόβει το κρεμμύδι, όχι σε ξύλο παρακαλώ, αλλά στον αέρα πάνω από την κατσαρόλα, όπου είχε πια κάψει το λάδι, κι εγώ στάθηκα αρκετά δευτερόλεπτα κολλημένη πίσω της, να μυρίζω το γλυκό άρωμα του σαμπουάν της καθώς ανακατευόταν με την οσμή του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού.

Έμεινα αρκετή ώρα εκεί. Καθισμένη δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κοιτούσα αφηρημένα τα πλακάκια στο πάτωμα. Με τα χρόνια είχαν χάσει την αρχική τους λάμψη, και όσο κι αν είχε προσπαθήσει η μητέρα μου με διάφορα καθαριστικά να τα κάνει να γυαλίσουν, δεν είχε καταφέρει σχεδόν τίποτα. Είχαν παλιώσει αρκετά. Τα συμμετρικά τους σχέδια, σχηματοποιημένους ρόδακες σε κεραμιδί και σπασμένο πράσινο, τα ήξερα απέξω, τόσες φορές που τα σχεδίασα με το χέρι μου, όταν παιδί έπαιζα στο πάτωμα, δίπλα σε εκείνη, όσο μαγείρευε. Όπως ακριβώς έκανε και τώρα, αν και με πιο αργό ρυθμό. Είχε την πόρτα της αυλής ανοιχτή, κατά την πάγια συνήθεια της, για να μην τσικνίσει το σπίτι και άκουγα την βροχή να χτυπάει με δύναμη την κουρελιασμένη τέντα μας. Το κρύο και η υγρασία δεν μας ενοχλούσαν. Απολάμβανα τις αγαπημένες μου μυρωδιές, το βρεγμένο χώμα και το τσιγαρισμένο κρεμμύδι και τη θαύμαζα να ανακατεύει γρήγορα τον κιμά, περασμένο μόνο μία φορά από τη μηχανή παρακαλώ, που είχε προσθέσει.

Αφού είχε ρίξει το πιπέρι, και πάνω που άπλωνε το χέρι της να πιάσει το αλάτι, άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει και μετά από λίγο να κλείνει, αλλά εκείνη δεν έδειξε να το πρόσεξε καθόλου. Βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο και το κεφάλι του πατέρα μου ξεπρόβαλε στην πόρτα. -Τι γίνεται; ρώτησε σε μέτρια ένταση για να λάβει μόνο ένα κούνημα του κεφαλιού ως απάντηση. -Έφερα γιαούρτι και ψωμί, πρόσθεσε και ακούμπησε μία νάιλον σακούλα πάνω στο τραπέζι. Αμέσως μετά βγήκε από το δωμάτιο και σε λίγο ακούστηκε ο βόμβος της τηλεόρασης, ήταν η ώρα των ειδήσεων, τις οποίες εκείνος ποτέ δεν έχανε. Χωρίς να το θέλω, η αιώνια ερώτηση ήρθε πάλι στο μυαλό μου: πως θα ήταν οι ζωές μας, αν οι γονείς μου είχαν κάνει ένα δεύτερο παιδί.

Στον κιμά, η μητέρα μου έριξε ψιλοκομμένη φρέσκια ντομάτα και δύο μεγάλες κουταλιές πελτέ αραιωμένες σε χλιαρό νερό. Ταυτόχρονα έβαλε αλατισμένο νερό να βράσει σε μία βαθιά κατσαρόλα. Όταν έριξε τα μακαρόνια, βεβαιώθηκα για αυτό που είχα υποθέσει από την αρχή, ότι δηλαδή έφτιαχνε το αγαπημένο μου φαγητό, μακαρόνια με κιμά, και με πλημμύρισε μία οδυνηρή νοσταλγία. Ταυτόχρονα, όμως, προβληματίστηκα, αφού ήξερα πως, καθώς ήταν διαβητική, εκείνη δεν θα έτρωγε, ενώ στον πατέρα μου δεν πολυάρεσαν τα ζυμαρικά. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, να διαβάσω το μυαλό της, εξασκώντας αυτό το υπέροχο, αλλά συχνά και βασανιστικό προνόμιο που μου είχε δοθεί αμέσως μετά το θάνατό μου. Βέβαια, πάντα με τα συγγενικά ή πολύ κοντινά πρόσωπα ήταν πιο δύσκολο και χρειαζόταν πολύ περισσότερη εξάσκηση, απ’ ότι με τους απλούς φίλους και γνωστούς.

Είχε ήδη σουρώσει τα μακαρόνια, όταν κατάφερα να διακρίνω κάτι στην υγρή και θολή δίνη της σκέψης της, που με τραβούσε μέσα της όπως ο μαγνήτης το σίδερο. Την είδα την να βγαίνει από την κουζίνα και μετά από λίγο άκουσα να ανοίγει την πόρτα του δωματίου του πατέρα μου και να λέει: -Έφτιαξα μακαρόνια με κιμά. Να σου βάλω; -Όχι, έχω φάει, απάντησε εκείνος. Χωρίς σχόλιο έκλεισε την πόρτα του. Τα βήματα της στο διάδρομο δεν την έφεραν πίσω στην κουζίνα, όπου βρισκόμουνα, έτοιμη να την αγκαλιάσω, να την ευχαριστήσω, που φέτος, δέκα χρόνια μετά, είχε αποφασίσει να φτιάξει μακαρόνια με κιμά αντί για κόλλυβα. Πήγε στο δωμάτιο της να ξεκουραστεί, αποκαμωμένη από την προσπάθεια του μαγειρέματος. Είχα στήσει αυτί, αφουγκραζόμουν προσεκτικά τις κινήσεις της, κι έτσι άκουσα τον ανεπαίσθητο αναστεναγμό που άφησε, καθώς ξάπλωνε. Ταυτόχρονα, με τα χέρια χωμένα μέσα στην κατσαρόλα, προσπαθούσα, έσπαγα το κεφάλι μου, πάσχιζα, παρακάλαγα, αγωνιζόμουνα να βρω ένα τρόπο να βάλω στο στόμα μου και να γευτώ τα μακαρόνια της μαμάς μου

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο, Απρίλιος 2009

Βροχή από τον Μάνο Χατζιδάκι

No comments:

Post a Comment