Tuesday 12 May 2009

Ανάμεσα στις ράγες και τη βροχή

Όταν το φως μέσα στο βαγόνι έσβησε ξαφνικά, ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και να ανεβαίνει στον οισοφάγο. Τα χέρια του υπέκυψαν στο τρέμουλο που τα απειλούσε από την στιγμή που μπήκε στο τρένο, ενώ ένα λεπτό φιλμ ιδρώτα εμφανίστηκε στο μέτωπό του. Η διακοπή ρεύματος δεν κράτησε πάνω από σαράντα δευτερόλεπτα, ήταν, όμως, αρκετή για να του ανακατέψει το στομάχι και να τον φέρει στα πρόθυρα της λιποθυμίας.
Τελικά, το ρεύμα επέστρεψε και ο συρμός άρχισε να κινείται αργά, προκαλώντας του μηδαμινή ανακούφιση και μία ακόμα αναγούλα. Κοίταξε τις μακριές σταγόνες που χαράκωναν τα βρώμικα τζάμια και προσπάθησε να πλησιάσει το πρόσωπο του στο μισάνοιχτο παράθυρο, ώστε να μυρίσει τη βροχή. Ήλπιζε, μάταια όμως, πως θα τον έκανε να ξεχάσει την διαπεραστική οσμή όλων αυτών των ανθρώπων, που καθόταν βαριά πάνω στο δέρμα του, όλων αυτών των ανθρώπων που έτρωγαν, γέλαγαν δυνατά, μίλαγαν ασταμάτητα και τον κοιτούσαν στα μάτια με αδιακρισία. Έπρεπε να κατέβει στον επόμενο σταθμό, παρόλο που ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι του. Αναλογιζόταν πόσο λάθος είχε κάνει να δεχτεί την πρόταση του εκδότη του να γράψει ένα σπονδυλωτό, εμπορικό και οπωσδήποτε ανούσιο, μυθιστόρημα με τίτλο Ιστορίες βαγονιών ή κάτι τέτοιο, ενώ τα λίγα λεπτά που τον χώριζαν από την επόμενη στάση του φαινόταν αιώνας. Όσες φορές είχε δοκιμάσει να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, προκειμένου να «συλλέξει υλικό», είχε αναγκαστεί να κατέβει στα μισά της διαδρομής, ή και νωρίτερα. Μπαϊλντισμένος, σκεφτόταν με εκνευρισμό, που άγγιζε τα όρια της απέχθειας, την προοπτική να καθίσει να γράψει, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε με απογοήτευση ότι οι κρίσεις πανικού, που τόσο σκληρά είχε αγωνιστεί να νικήσει πριν δύο χρόνια, είχαν κάνει θριαμβευτική επιστροφή. Το θέμα δεν το είχε λύσει, απλά το είχε προσπεράσει, όπως τόσα άλλα, επιλέγοντας να χρησιμοποιεί ταξί.
Καθώς στεκόταν μπροστά στην πόρτα με τα γόνατα κομμένα, έτοιμος να πεταχτεί έξω, και στρέφοντας νευρικά το κεφάλι δεξιά-αριστερά, πρόσεξε στο πίσω μέρος του βαγονιού εκείνον τον τύπο με τα μωβ γυαλιά. Τον έβλεπε συχνά μέσα στο τρένο, καθόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο με μία πλαστική, παραφορτωμένη σακούλα ανάμεσα στα πόδια του κι ένα τετράδιο στα χέρια να σημειώνει με ταχύτητα. Θα έπρεπε να είναι περίπου συνομίλικός του και του έδινε μία ακαθόριστη εντύπωση φυγάδα, όχι όμως κυνηγημένου. Ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει ούτε ματιά, ο τύπος φαινόταν απορροφημένος σε όσα έγραφε. Αυτός, από την άλλη, ίδρωνε παλέυοντας να διατηρήσει τις αισθήσεις του, οπότε δεν είχε περιθώριο για παρατηρήσεις, όσο για επαφές ούτε λόγος.
Βγαίνοντας, επιτέλους, από το βαγόνι, πήρε μία βαθιά αναπνοή γεμίζοντας τα πνευμόνια του με τον ψυχρό και υγρό αέρα, ενώ τα πόδια του πατούσαν με σιγουριά στο στέρεο τσιμεντένιο έδαφος. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να περπατάει βιαστικά προς το σπίτι. Έφτασε μετά από τρία τέταρτα της ώρας, κατάκοπος και μουσκεμένος, είχε ξεχάσει την ομπρέλα του, αναθεματίζοντας την τύχη και την ανάγκη του, όμως, αισθητά άδειος και γαληνεμένος. Έπρεπε να πιάσει αμέσως δουλειά, γιατί αυτή η πορεία μέσα στη βροχή τον είχε οδηγήσει σε μία παράδοξη κατάσταση ευεξίας και ετοιμότητας. Άνοιξε, λοιπόν, τον κομψό φορητό υπολογιστή, που είχε πρόσφατα αγοράσει με τα χρήματα της προκαταβολής του καταραμένου βιβλίου των βαγονιών, και άρχισε να γράφει, ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε δίνοντας του κουράγιο να συνεχίσει να πατάει τα γυαλιστερά πλήκτρα (:)

(«) Ο βαθύς αναστεναγμός που άφησες, μόλις ένιωσες το τρένο να κινείται ανακοίνωσε την μεγάλη σου ανακούφιση στους επιβάτες που κάθονταν σε αρκετά κοντινή απόσταση, ώστε να σε ακούσουν. Αυτό το τράνταγμα του βαγονιού πριν ξεκινήσει ο συρμός ήταν το σύνθημα να χαλαρώσεις και να βολευτείς με περισσότερη άνεση στο πλαστικό κάθισμα, αφού η ενοχλητική αναμονή είχε τελειώσει. Με το τετράδιο στο χέρι, τα μάτια ορθάνοιχτα και τα αυτιά τεντωμένα ετοιμάστηκες να εντοπίσεις, να αρπάξεις, να καταγράψεις ο,τιδήποτε συμβεί, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να σε φέρει λίγο πιο κοντά σε αυτό που καταδιώκεις εδώ και δύο χρόνια. Αλήθεια, έχουν περάσει κιόλας δύο χρόνια από τότε που άφησες πίσω σου αυτό που οι άλλοι θα αποκαλούσαν «ζωή σου» και ήρθες σε αυτήν την πόλη κρυφά σαν κλέφτης, η φωτογραφία σου πάνω από τη λέξη «αναζητείται» με κεφαλαία γράμματα, φιγουράρει σε όλους τους σταθμούς του τρένου, αλλά και σε στάσεις λεωφορείου και τρόλλεϋ, καθώς και πιάτσες ταξί. Παράτησες δουλειά και οικογένεια, γιατί ήθελες να αποτινάξεις όλα τα βαρίδια, ώστε να καταφέρεις επιτέλους να πεις, όλα όσα πασχίζεις να βγάλεις από μέσα σου χρόνια τώρα, να κατακτήσεις αυτό το μαγευτικό πράγμα που λέγεται ανθρώπινη καθημερινότητα και να γράψεις, επιτέλους, το βιβλίο, που ονειρεύεσαι από έφηβος, για να μην πούμε από παιδί.
Το γνώριζες, βέβαια, ότι σε κάθε εμπνευσμένη προσπάθεια υπάρχουν απώλειες. Η «εξορία» σου προέκυψε κάπως δύσκολη. Οι συνεπιβάτες σου έγιναν απόλυτα αναγκαίοι. Ο χρόνος που είσαι αναγκασμένος να περνάς έξω από τα βαγόνια, αφού, ατυχώς, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος δεν λειτουργεί ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, έχει καταντήσει μαρτυρικός. Η ακινησία του δαπέδου του σπιτιού σου αβάσταχτη. Η ησυχία που επικρατεί στα δωμάτια ανυπόφορη. Κάθε νύχτα, ανεξαιρέτως, την περνάς αδημονώντας να ακούσεις τους επιβάτες του συρμού να τιτιβίζουν γύρω σου και να νιώσεις το ρυθμικό, πραγματικά αρμονικό τράνταγμα του τρένου. Έτσι, κάθε πρωί, λίγο μετά τις πέντε, περιμένεις με ανυπομονησία στο σταθμό, πανέτοιμος, με τα εφόδια σου -φαγώσιμα, νερό, κάποια ρούχα και βιβλία- τοποθετημένα τακτικά σε μία πλαστική σακούλα. Πάντα κάθεσαι δίπλα στο παράθυρο, ώστε να μπορείς να τοποθετείς τα τεκτενόμενα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, ώστε να μην παρασύρεσαι στο μικρόκοσμό τους. Παραμένεις εκεί, μέχρι το βράδυ, όταν τα τρένα κλείνονται στο γκαράζ. Οι μόνες στάσεις που επιτρέπεις στον εαυτό σου είναι οι απολύτως απαραίτητες, για να ικανοποιήσεις τις φυσικές σου ανάγκες, πράγμα ιδιαίτερα ενοχλητικό όταν έχεις καταφέρει να πιάσεις μία καλή θέση.
Η εργασία σου, παρόλα αυτά, δεν σημειώνει την πρόοδο που υπολόγιζες. Αν και έχεις γεμίσει με σημειώσεις δεκάδες τετράδια, αυτό το κάτι που αναμένεις, δεν έρχεται. Ξέρεις, όμως, πως είναι εκεί, σε περιμένει, αδημονεί να το φτάσεις. Αυτές τις σκέψεις, που σε βασάνιζαν σήμερα, αργά το απόγευμα, διέκοψε το καμπανάκι που ήχησε δυνατά, όταν είδες πάλι εκείνον τον ψηλό άντρα με τα μαύρα μαλλιά. Όπως και τις άλλες φορές έμοιαζε αλαφιασμένος, στεκόταν όρθιος, ίδρωνε και αναστέναζε. Το ότι υπέφερε όντας μέσα στο βαγόνι σου φαινόταν από τις νευρικές ματιές που έριχνε γύρω, τον τρόπο που άλλαζε το κέντρο βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, και το τρέμουλο των χεριών του. Έξω έβρεχε και ο επίμονος ήχος που κάνουν οι σταγόνες της βροχής στη λαμαρίνα δε σε άφηνε να συγκεντρωθείς ολοκληρωτικά στον στοιχειωμένο αρχάγγελο που στεκόταν μπροστά στην πόρτα του βαγονιού. Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά του νοτισμένου αέρα που σε αρρώσταινε. Πάντως, όταν τελικά ο συρμός σταμάτησε και εκείνος όρμησε έξω, ήταν αδύνατο να κατανικήσεις τη μανία που σε οδήγησε να αρπάξεις το τετράδιο και να αρχίσεις να γράφεις σαν δαιμονισμένος. (»)

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής,
Μεταίχμιο, Μάιος 2009

No comments:

Post a Comment