Wednesday, 29 April 2020

April, Sara Teasdale (1915)

The roofs are shining from the rain.
The sparrows tritter as they fly,
And with a windy April grace
The little clouds go by.
 
Yet the back-yards are bare and brown
With only one unchanging tree—
I could not be so sure of Spring
Save that it sings in me.
                                                                                        (from the collection  Rivers to the Sea, 1915)
 
 

Monday, 27 April 2020

Βροχή δωματίου, Αργύρης Χιόνης (1983)

Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο.
Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω.
Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών.
Είσαι τρελό, του φώναξε, 

πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου;
Είναι βροχή δωματίου

(Από τη συλλογή Λεκτικά Τοπία, 1983) 

Βροχή Δωματίου

Saturday, 18 April 2020

Έρημος σαν τη βροχή, Νίκος Καρούζος (1962)

Διαβαίνω αγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿όνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής
έδειξα τα πτηνά διχάζεται ο δρόμος
η αλήθεια φαρδαίνει πάντα την ορμή.
Κ᾿ η μοίρα των άστρων
θα είναι τέφρα θα είναι μία μεγάλη πυρική
τώρα μαθαίνω το αίμα μου
δίχως τους δροσερούς υάκινθους
τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού σαν ειδοποίηση
μὲ κρίνους
έχοντας τὸ σακούλι τ᾿ αναστεναγμού
κι όλο πηγαίνω
πηγαίνω
στις
πηγές.

(από τη συλλογή Η έλαφος των άστρων, 1962)
 
 


 

Sunday, 12 April 2020

Δώδεκα κοχύλια, Αργύρης Χιόνης (1966)

Άντρας γυμνός αυτός ο βράχος,
με τα σγουρά της ήβης θαλασσόχορτα
παιχνίδι του νερού (ΑΝΔΡΑΣ)
Τη νύχτα, στην αγκαλιά του ύπνου,
σαν πυρωμένα σίδερα
σβήνουνε τα κορμιά (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ) 
Σύννεφα σκότωσαν τον ήλιο
κι ύστερα κλάψαν το χαμό του (ΒΡΟΧΗ)
Κρατούσα κάποτε ένα μήλο
κι ένα μαστό γυναίκειο. 
Τώρα τα χέρια μου αναπαύονται
σ’ ένα άλλο μουσείο (ΑΓΑΛΜΑ)
Τώρα που η μοναξιά με γύμνωσε
έλα και ντύσε με φωνή αγαπημένη (ΠΡΟΣΕΥΧΗ) 
Όταν σου ζήτησα νερό δεν δίψαγα·
η πεθυμιά μου ήταν της προσφοράς την προθυμία
ν' απολαύσω (ΚΕΡΔΟΣ) 
Δεν κοιταχτήκαμε
τα μάτια μας στο ίδιο όνειρο ήταν ανοιχτά·
συναντηθήκαμε (ΦΙΛΙ) 
Δεν θέλω γάλα αγαπημένη· 
μια φέτα δωσ’ μου ουρανό 
στον ήλιο βουτηγμένη (ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΟΣ) 
Ήταν παρθένα η σιωπή του.
Έτσι, όταν άνοιξε πρώτη φορά το στόμα
δεν βγήκε λόγος, μα ένας κρίνος (ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ)
Οι καμινάδες χέρια ικεσίας
στο Θεό της σιωπής·
η πολιτεία προσεύχεται μες στη νύχτα (ΣΤΙΓΜΗ)
Γλυκιά, δειλινή ρέμβη
στα σκαλοπάτια του φθινοπώρου,
κρατώντας στα χέρια, αργοπορημένο πουλί,
ένα καλοκαιριάτικο συναίσθημα (ΕΚΛΕΙΨΗ)
Κι όταν μας βρήκε η νύχτα
να τραγουδάμε ακόμη τις χάρες του ήλιου,
ζήλεψε και μας πετροβόλησε μ’ άστρα (ΤΡΙΖΟΝΙ)

(από τη συλλογή Απόπειρες Φωτός, 1966)










Tuesday, 31 March 2020

Ρυονοσούκε Ακουτάγκουα, Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου, 1927

Βάδιζε στην άσφαλτο μούσκεμα απ' τη βροχή. Σωστός κατακλυσμός. Μέσα στον αγέρα έπιασε τη μυρωδιά του πανωφοριού του, που ήταν φτιαγμένο από καουτσούκ.
Και τότε, είδε τα καλώδια του τραμ πάνω απ' το κεφάλι του να βγάζει κάτι μαβιές σπίθες· ένιωσε κάτι παράξενο. Η τσέπη του πανωφοριού του προστάτευε το χειρόγραφο ενός έργου που σκόπευε να δημοσιεύσει στο μικρό τους περιοδικό. Περπατώντας στη βροχή, κοίταξε άλλη μια φορά ψηλά τη γραμμή του τραμ.
Τα σύρματα συνέχιζαν να βγάζουν δυνατές σπίθες. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα που να το επιθυμεί τόσο πολύ σε αυτήν τη ζωή· αλλά εκείνες τις μαβιές σπίθες -εκείνα τα αγρίως τικτόμενα άνθη της φωτιάς- θα έδινε και τη ζωή του για να μπορούσε να τις κρατήσει στα χέρια του.

Ρυονοσούκε Ακουτάγκουα, Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου, 1927
(μτφρ. Α. Κορρέ για τις εκδόσεις Κοβάλτιο, 2018)


Sunday, 29 March 2020

Άρχισε μια σιγανή βροχή..., Μανώλης Αναγνωστάκης (1951)

Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…
Γ. Κ.

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ. 
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα  
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο 
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—  
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια. 
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα 
—Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—  
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά 
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως  
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.  
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα 
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα 
Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι  
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι  
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής 
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
 
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος. 
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.

Εποχές  3 (α' έκδοση 1951)

 

Sunday, 29 September 2019

Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Άιλαντ (Μόντοκ), Max Frisch (1975)

Όχι, λέει εκείνος, είμαι μια χαρά.

Η βροχή δεν τον ενοχλεί. Χαίρεται κάθε παρόν. Τώρα το πηγαινέλα των υαλοκαθαριστήρων. Δίνει προσοχή στα πάντα, όσα υπάρχουν για να δεις. Δεν θέλει αναμνήσεις. Θέλει τη στιγμή. Το τοπίο, τώρα, αυτήν τη στιγμή είναι μάλλον βαρετό· το κοιτάζει όμως. Βλέπει το πόδι της στο πεντάλ του γκαζιού, ένα παπούτσι λίγο φθαρμένο, το δεξί της χέρι στο τιμόνι, ένα λεπτό χέρι, το πηγαινέλα των υαλοκαθαριστήρων. Δεν του λείπει τίποτα· νιώθει ευγνωμοσύνη για το Σαββατοκύριακο αυτό, που δεν έχει τελειώσει ακόμα.
 
Max Frisch, Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Άιλαντ (Μόντοκ), 1975
(μτφρ. Σ. Τριανταφύλλου για τις εκδόσεις Μελάνι, 2004)

Thursday, 22 August 2019

Hotel Savoy, Joseph Roth (1956)

Κάτι εορταστικό πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Αν χτυπούσαν οι καμπάνες, κανείς δεν θ' απορούσε.
Αν ξαφνικά κάποιος με γέμιζε δώρα, δεν θα μου φαινόταν παράξενο. Τέτοιες μέρες έπρεπε να παίρνει κανείς δώρα.
Κι όμως – έξω έβρεχε. Μία ψιλή βροχή, φορτωμένη καρβουνόσκονη. Επίμονη, ασταμάτητη βροχή, κρεμόταν πάνω από τον κόσμο σαν ασάλευτη κουρτίνα. Οι άνθρωποι τσούγκριζαν τις ομπρέλες τους, είχαν σηκωμένους τους γιακάδες των παλτών τους.
Τέτοιες βροχερές μέρες η πόλη παρουσιάζεται με το πραγματικό της πρόσωπο. Η βροχή είναι η στολή της. Είναι μια πόλη βροχερή, μια πόλη απαρηγόρητη.
Τα ξύλινα πεζοδρόμια σαπίζουν, τα σανίδια τους τρίζουν όταν τα πατάς, σαν βρεμένες τρύπιες σόλες.
Ο κίτρινος, νωθρός πολτός στα αυλάκια αραιώνει και κυλάει λίγο πιο ζωηρά.
Κάθε στάλα βροχής κουβαλάει μέσα της χιλιάδες κόκκους καρβουνόσκονη, που πιάνονται και μένουν πάνω στα πρόσωπα και στα ρούχα των ανθρώπων.
Αυτή η βροχή τρυπώνει μέσα κι από τα πιο χοντρά πανωφόρια. Στον ουρανό είχαν γενική καθαριότητα και πετούσανε τις βρομιές τους στη γη.

Joseph Roth, Hotel Savoy, 1956
(μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα, 2017)

Thursday, 15 August 2019

Ουάινσμπεργκ, Οχάιο, Sherwood Anderson (1919)

Έβρεχε το βράδυ που συναντήθηκαν· ήταν μια σιγανή Οκτωβριανή βροχή. Η νύχτα θα έπρεπε κανονικά να είχε φεγγάρι, καθαρό ουρανό και τσουχτερή παγωνιά, αλλά δεν ήταν έτσι. Έβρεχε και μικρές λακούβες γυάλιζαν κάτω από τις λάμπες της Οδού Μέην. Στα σκοτεινά δάση, πέρα από το Φέαρ Γκράουντ, τα μαύρα δέντρα έσταζαν. Τα φύλλα τους στοιβάζονταν στις ρίζες που εξείχαν από το έδαφος. Οι πίσω κήποι των σπιτιών στο Ουάινσμπεργκ ήταν γεμάτοι πατατιές. Όσοι ετοιμάζονταν για βραδινή έξοδο το μετάνιωναν κι έμεναν μέσα. Ο Τζωρτζ Ουίλλαρντ περιφερόταν μέσα στη βροχή· ήταν χαρούμενος που έβρεχε. Έμοιαζε με τον Ήνοκ Ρόμπινσον που έβγαινε τα βράδια από το δωμάτιό του και περιφερόταν στους δρόμους. Μόνο που ο νεαρός είχε μεγαλώσει και δεν θεωρούσε ανδρικό να κλαίει και να σαχλαμαρίζει κανείς. Εδώ κι ένα μήνα η μητέρα του ήταν σοβαρά άρρωστη, γεγονός που του προξενούσε μελαγχολία, δίχως όμως να είναι η κύρια αιτία της. Σκεφτόταν τον εαυτό του και τέτοιες σκέψεις πάντα προκαλούν θλίψη στους νέους.

Sherwood Anderson, Ουάινσμπεργκ, Οχάιο, 1919
(μτφρ. A. Αποστολίδη για τις εκδόσεις Μέδουσα, 1991)

Sunday, 28 July 2019

Something strange across the river, Nagai Kafu (1937)

A man in a white half-jacket ran barreling down the street and ducked into an oden shop, hollering “It’s gonna pour!” as he pushed back the curtain. A secondlater the aproned women and people passing in the streets fell into an uproar rushing into shops and under cover. I had only a moment to wonder what the fuss was about before a sudden wind blew heavily down the street, carrying signs and fabrics with it. There was a sudden, great cacophony of things crashing to the ground. All the papers and garbage of the town were swept up in the sudden gust and rushed down the street like a monster. Shortly after came a sharp flash of lightning, a strobe in the distance, then the soft, rolling thunder came, and finally the heavy, large drops of rain. It had been so clear all day, only to change in an instant.
   A habit has come to me over the years. I never leave the house without an umbrella. No matter how clear the sky may have looked when I stepped from my house, it was the rainy season and so, in keeping with my custom, I was carrying both an umbrella and a handkerchief that day. I was not surprised by the sudden downpour. I simply opened my umbrella and looked out at the sky and town from under its lip. I was making my way down the street, among the crashing globes of rain, when suddenly, from behind me, “Good sir! Won’t you let me under there?” A woman, her neck powdered pure white, thrust her head under my umbrella. The scent of oil made clear that her high, Japanese-styled chignon had been freshly dressed. It was decorated with thin cords of silver. I recalled passing a hairdresser’s shop, its glass doors had stood open.
   The wind howled and brought sheets of rain down the street. There was something pitifully tragic about the thin silver cord coming loose from her neatly tied bun, so I held out my umbrella to her and said, “Go on—I’m in a suit so it doesn’t matter if I get wet.”
   In truth, I was embarrassed to be seen sharing an umbrella with her there, in the light of the shops for all to see. 
 “Oh? Thank you! It’s just over there,” she said taking the handle of the umbrella. She rolled up the bottom of her robe and sleeves from the pooling puddles of rain.
Something strange across the river, Nagai Kafu 1937
(μτφρ. G. Anderson για τις εκδόσεις One Piece Books, 2013)



 

Friday, 19 July 2019

Ψαράς της Ισλανδίας, Pierre Loti (1886) Β'

... Καταρρακτώδης βροχή, κάτω από βαρύ και κατάμαυρο ουρανό – η Ινδία. Δεν είχε προλάβει να πατήσει το πόδι του σ' αυτή τη χώρα ο Συλβέστρ κι έτυχε να τον επιλέξουν στο πλοίο για να συμπληρώσει τον εξοπλισμό ενός φαλαινοθηρικού.
Μέσα από τα παχιά φυλλώματα, δεχόταν τη χλιαρή βροχή και κοίταζε γύρω του πρωτόφαντα πράγματα. Όλα ήταν εκπληκτικά πράσινα· τα φύλλα των δέντρων έμοιαζαν με γιγάντια φτερά, οι περαστικοί είχαν μεγάλα βελούδινα μάτια που έμοιαζαν να κλείνουν υπό το βάρος των βλεφάρων τους. Ο αέρας που έσπρωχνε αυτή τη βροχή μύριζε μόσχο και λουλούδια.

Pierre Loti, Ψαράς της Ισλανδίας, 1886
(μτφρ. I. Μποτουροπούλου για τις εκδόσεις Στερέωμα, 2019)


Saturday, 13 July 2019

Ψαράς της Ισλανδίας, Pierre Loti (1886)

Έξω, πρέπει να υπήρχε η θάλασσα και η νύχτα, η ατέλειωτη θλίψη σ' αυτά τα μαύρα και βαθιά νερά. Ένα μπρούτζινο ρολόι, κρεμασμένο στον τοίχο, έδειχνε έντεκα, έντεκα το βράδυ σίγουρα· και από το ξύλινο ταβάνι ακουγόταν ο θόρυβος της βροχής.
Συζητούσαν πολύ χαρούμενα μεταξύ τους ζητήματα γάμου – αλλά χωρίς να λένε ατιμίες. Όχι, ήταν σχέδια για όσους ήταν ανύπαντροι, ή αστείες ιστορίες που συνέβησαν στον τόπο τους στη διάρκεια γαμήλιων τελετών. Καμιά φορά, πετούσαν ανάμεσα σε γέλια κάποιο λιγάκι τολμηρό υπαινιγμό στην ηδονή του έρωτα. Αλλά ο έρωτας, όπως τον εννοούν άνδρες βρεγμένοι ως το κόκκαλο, είναι πάντα κάτι υγιές, και μέσα στην ωμότητά του παραμένει σχεδόν αγνός.

Pierre Loti, Ψαράς της Ισλανδίας, 1886
(μτφρ. I. Μποτουροπούλου για τις εκδόσεις Στερέωμα, 2019)

Monday, 8 July 2019

Στην ίδια πόλη υπό βροχή, Paco Ignacio Taibo II (1989)

Ο Έκτορ παραδέχτηκε την ήττα του και πήγε στο γραφείο του να δει τη βροχή καθισμένος στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα.
Έβρεχε με ιδιαίτερη μανία, ο άνεμος κοπανούσε πάνω στο παράθυρο το νερό που θαρρείς και θα έσπαγε το κρύσταλλο. Ο δρόμος ήταν άδειος, τα αυτοκίνητα είχαν παραδοθεί στην ανελέητη επίθεση της μπόρας. Κατά κάποιο τρόπο ο Έκτορ το απολάμβανε, ενώ άναβε το χιλιοστό τσιγάρο του. Η βροχή σε κλείνει μέσα στον εαυτό σου, δημιουργεί μια πυκνή κουρτίνα «απ' έξω», σε καλεί στην υπομονή και στο τζάκι, στη μοναξιά και το διάβασμα, στις ευχάριστες αναμνήσεις.

 Paco Ignacio Taibo II, Στην ίδια πόλη υπό βροχή, 1989
(μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλου για τις εκδόσεις Άγρα, 2007)
 



Thursday, 11 April 2019

Η χαμένη γειτονιά, Patrick Modiano (1984)

Έφτασα στην άκρη της πλατείας Κονκόρντ, που την αυλάκωναν με βραδύτητα νεκροφόρας ζωηρόχρωμα τουριστικά πούλμαν. Τα φανάρια και τα συντριβάνια με τα φωτεινά νερά, μ' έκαναν να κλείνω τα μάτια. Δεξιά, πάνω στο κιγκλίδωμα του Κεραμεικού, κυλούσαν σκιές: το βαποράκι του Σηκουάνα. Οι προβολείς του διαπερνούσαν τις φυλλωσιές των δέντρων, από την άλλη πλευρά της λεωφόρου Σανς Ελυζέ, κι εγώ ήμουν ολομόναχος μέσα σ' έμα θέαμα ήχου και φωτός που δινόταν σε μια νεκρή πόλη. Μα υπήρχαν στ' αλήθεια επιβάτες μέσα στα πούλμαν αυτά και πάνω στο κατάστρωμα αυτού του βαποριού;
Μια αστραπή έλαμψε στον ουρανό, πάνω απ' τον Κεραμεικό, κι ακούστηκε μετά το απόμακρο τροχαλητό της βροντής. Έχωσα ανάμεσα στο σακκάκι και στο πουκάμισό μου το ντοσιέ που μου είχε δώσει η Γκίτα Βατιέ κι έμεινα εκεί, καθιστός σ' ένα πάγκο, περιμένοντας τις πρώτες σταγόνες της βροχής.

Patrick Modiano, Η χαμένη γειτονιά, 1984
(μτφρ. Μπάμπη Λυκούδη για τις εκδόσεις Χατζηνικολή, 1986)

Monday, 1 April 2019

Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ, Γιόζεφ Ροτ (1932)

Την εβδομάδα που τους έμενε ως τη γιορτή δεν έβρεξε. Οι γιρλάντες έμειναν στις θέσεις τους, το ίδιο και τα λαμπιόνια. Κάποιες φορές μακρινές βροντές τρόμαξαν τον υπαξιωματικό και τους τέσσερις άντρες που φυλούσαν σκοπιά στην άκρη του δάσους, παραμονεύοντας τον ορίζοντα προς τα δυτικά, απ' όπου περίμεναν τον ουράνιο εχθρό. Κάποιες φορές μια αδύναμη αστραπή φώτιζε την γκρίζα ομίχλη του σούρουπου και τα σύννεφα που πύκνωναν γύρω από τον κόκκινο ήλιο την ώρα της δύσης του.
Μακριά απο δω, σαν σε κόσμο άλλο, οι καταιγίδες ξεσπούσαν. Στα βουβά πευκοδάση, έτριζαν οι στεγνές βελόνες κι οι ξεραμένες φλούδες των κορμών. Κουρασμένα και νυσταγμένα σφύριζαν τα πουλιά. Το μαλακό αμμώδες έδαφος ανάμεσα στις ρίζες έκαιγε. Και μπόρα δεν ήρθε. Οι γιρλάντες έμειναν στις θέσεις τους.
Γιόζεφ Ροτ, Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ (1932),
μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2009)

Saturday, 24 November 2018

Σιγανή Βροχή, Ναγάι Καφού (1918)

Σα να 'χε αρχίσει ομως πάλι να βρέχει. Δεν ακούγονταν οι σταγόνες, αλλά ο χαρακτηριστικός ήχος της ομπρέλας που ανοίγει μαζί με τον ήχο των παπουτσιών που φόρεσε η υπηρεσία για να πάει να ρίξει το γράμμα και αυτός που έκανε η χαμηλή πόρτα του κήπου ανοίγοντας, έφθασαν στ' αυτιά μου ανακατεμένοι με τις φωνές των εντόμων, θλιμμένοι και μοναχικοί. Μια βροχή αθόρυβη και λεπτή σαν ομίχλη. Επειδή η υγρασία μιας φθινοπωρινής βραδιάς με ψιλή βροχή μπορεί να είναι χειρότερη και απ' αυτήν της περιόδου των βροχών, αφού σκάλισα τη φωτιά μέσα στο δίσκο με τα σύνεργα του καπνίσματος και έκαψα φάρμακο για να κρατήσω τα έντομα μακριά απ' τις φωτογραφίες κι απ' τα χαρτιά, έβγαλα απ΄ το ντουλάπι ένα κουτί από ξύλο παυλωνίας και έκλεισα μέσα το σαμισέν. Με την ευκαιρία έβγαλα έξω και ένα ψάθινο κουτί όπου φύλαγα όλα τα γράμματα των φίλων και ξεχώρισα ένα πάκο με γράμματα από τον κύριο του Σαϊσεντό. Δεν υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που ζει μόνος, μια βροχερή βραδιά.
Ναγάι Καφού, Σιγανή Βροχή (1918)
μτφρ. Παναγιώτη Ευαγγελίδη για τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (1990)


Wednesday, 10 October 2018

Νυχτερινές ικεσίες, Santiago Gamboa (2012)

Σήμερα ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Τα νερά του ποταμού αναδεύονται αγριεμένα, έτοιμα να καταπιούν τις βάρκες και τα κανό που τολμούν να τα διαπλέουν. Αυτό είναι το θέαμα που βλέπω απ' το παράθυρο του δωματίου μου, στον δέκατο τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου «Οριεντάλ», στον ουρανοξύστη Σάνγκρι Λα, που το όνομά του σημαίνει «παράδεισος», αλλά εμένα μου φέρνει στον νου άλλα πράγματα: «μοναξιά», ίσως, ή απλώς «αναμονή». Έχει νυχτώσει πια και πίνω ένα τζιν με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, βλέποντας το τοπίο, το παραμορφωμένο απ' το νερό: τον ποταμό Τσάο Πραγιά, τα φώτα της Μπανγκόκ, τους γαλαζωπούς ουρανοξύστες, τα σύννεφα που φωτίζονται από τους κεραυνούς, τη βαρβαρότητα της μητρόπολης. 
Με το που ανοίγω το κλιματιστικό, απ' τις γρίλιες του αναδίδεται μια έντονη μυρωδιά υγρασίας και σκουριάς μαζί. Τι ώρα να 'ναι; Κοντεύει οκτώ. Σε λίγο θα κατέβω για το δείπνο και ύστερα θα πιο κι άλλα τζιν. Παρά την ηλικία μου (πρόσφατα έκλεισα τα σαράντα πέντε), πιστεύω ακόμα στην τύχη, στη ζαριά που παίζει κανείς βγαίνοντας τη νύχτα, να βρει ένα μπαρ σε μια ξένη πόλη – μια περιπέτεια που την αντιμετωπίζουμε όλο και πιο αδέξια καθώς περνά ο καιρός και γι' αυτό, με τα χρόνια, κάποιοι προτιμούν να έχουν το μπουκάλι τους κοντά στον καναπέ και την τηλεόραση. Εγώ, πάλι, όχι. Προτιμώ να περιπλανηθώ στην πόλη – αρνούμαι να κοιμηθώ, χωρίς να το έχω αποπειραθεί.
Santiago Gamboa, Νυχτερινές ικεσίες (2012),
μτφρ. Βασιλικής Κνήτου για τις εκδόσεις Πόλις (2015)


Wednesday, 1 August 2018

Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δικιά σου, Flanery O' Conor (1948)

Ο κύριος Σίφτλετ ταράχτηκε τόσο πολύ, που για καμιά τριανταριά μέτρα συνέχισε να οδηγεί με την πόρτα ανοιχτή. Ένα σύννεφο, σα γογγύλι, ακριβώς στο χρώμα του καπέλου του παιδιού, είχε κατέβει μπροστά στον ήλιο, κι ένα άλλο, ακόμα χειρότερο, είχε κουρνιάσει πίσω απ΄ το αυτοκίνητο. Ο κύριος Σίφτλετ ένιωσε λες και θα τον έπνιγε όλη η σαπίλα του κόσμου. Σήκωσε το χέρι του και το άφησε να πέσει στο στήθος του. “Ω Κύριε!” προσευχήθηκε, “ελθέ και σώσον την γην από των μιασμάτων”.
Το γογγύλι συνέχισε να κατεβαίνει αργά. Μετά από μερικά λεπτά, ένας κεραυνός ξέσπασε πίσω του σα διαβολικό γέλιο, και εκρηκτικές στάλες βροχής μεγάλες σαν καπάκια, έπεσαν στο παρμπρίζ του κυρίου Σίφτλετ. Πάτησε βιαστικά το γκάζι και με το κομμένο χέρι του κρεμασμένο από το παράθυρο, προσπάθησε να προλάβει την καταιγίδα που κάλπαζε και να φτάσει πρώτος στο Μομπίλ.
Flanery O' Conor, "Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δικιά σου" (1948),
από τη συλλογή Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος,
μτφρ. Ρένας Χατχούτ για τις εκδόσεις Γράμματα (1986)

Sunday, 4 March 2018

Creedence Clearwater Revival, Have You Ever Seen The Rain? (1970)

Have you ever seen the rain?

Αγαπημένη, Toni Morrison (1987)

Έβρεχε.
Φίδια βγήκαν από τα κοντόφυλλα πεύκα και τα βρομόχορτα.
Έβρεχε.
Τα κυπαρίσσια, οι κίτρινες λεύκες, οι φλαμουριές κι οι φοίνικες έγειραν κάτω από πέντε μέρες βροχής χωρίς αέρα. Ως την όγδοη μέρα τα περιστέρια είχαν γίνει άφαντα, ως την ένατη είχαν χαθεί ακόμα και οι σαλαμάντρες. Οι σκύλοι κατέβασαν τ' αυτιά τους και κοίταζαν πάνω από τις πατούσες τους. Οι άνδρες δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Το κλείσιμο της αλυσίδας ήταν αργό, το πρωινό εγκαταλείφθηκε, ο χορός έγινε αργό σύρσιμο στο χυλό της χλόης και την ασταθή γή.
Αποφάσισαν να τους κλειδώσουν όλους στα κουτιά τους μέχρι να πάψει ή τουλάχιστον να μειωθεί, ώστε ο λευκός να μπορεί να περπατήσει, διάολε, χωρίς να μουσκέψει τ' όπλο του και τα σκυλιά να πάψουν να τρέμουν. Η αλυσίδα περάστηκε σε σαράντα έξι κρίκους από το καλύτερο σφυρήλατο σίδερο της Γεωργίας.
Έβρεχε.
Toni Morrison, Αγαπημένη (1987)
μτφρ. Έφης Καλλιφατίδη για τις εκδόσεις Νεφέλη (1989)

Wednesday, 21 February 2018

Το κάλπικο ζύγι, Joseph Roth (1937)

Για πρώτη φορά εδώ και πολλές εβδομάδες, εκείνο το πρωί ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Όταν ο επιθεωρητής βγήκε με τη σούστα από την αυλόπορτα του καπηλειού, ο ήλιος ανέτελλε στον ουρανό κόκκινος και μικρός σαν πορτοκάλι. Στον αέρα πλανιόταν κιόλας η γλυκιά και νοτερή μυρωδιά της πολυαναμενόμενης μπόρας. Ένα απαλό αεράκι χάιδευε τον Άιμπενσυτς στο πρόσωπο. Παρόλο που είχε περάσει όλη τη νύχτα μπεκροπίνοντας, ένιωθε φρέσκος σαν έφηβος, ελαφρύς σαν πούπουλο. Ήταν λες και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ζήσει τίποτε ακόμη, απολύτως τίποτε· λες και η ζωή του μόλις άρχιζε.
Είχε κάνει σχεδόν μία ώρα δρόμο, όταν μεσοστρατίς άρχισε να ψιχαλίζει. Η βροχή ολοένα και δυνάμωνε, ποτίζοντας γενναιόδωρα την διψασμένη γη. Η πλάση ολόκληρη φάνηκε να υποκλίνεται στην ευεργετική νεροποντή. Οι φλαμουριές στην άκρη του δρόμου έγειραν τις φυλλωσιές τους. Οι ιτιές που στεφάνωναν τα μονοπάτια στον βάλτο του Ζουμπρόβκα έμοιαζαν σχεδόν να έχουν ορθωθεί και να αναριγούν φιλήδονα κάτω από την ζεστή καλοκαιρινή μπόρα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο τόπος αντήχησε από το τραγούδι των πουλιών, που τόσο είχε νοσταλγήσει ο επιθεωρητής. Πιο δυνατά απ' όλα τα πουλιά κελαηδούσαν τα κοτσύφια. Του φάνηκε παράξενο και ασυνήθιστο να σφυρίζουν, να κελαηδούν και να τιτιβίζουν τα πουλιά μες στη βροχή. Ίσως την καλωσορίζουν όπως εγώ, σκέφτηκε. Κι όμως, τι δουλειά έχω εγώ να καλωσορίζω μια μπόρα; Τι με νοιάζει εμένα η βροχή; Άλλος άνθρωπος φαίνεται νά 'γινα σε τούτα τα μέρη! Μα τον Θεό, τι με νοιάζει η βροχή; Τι με νοιάζουν τα πουλιά;
Joseph Roth, Το κάλπικο ζύγι (1937),
μτφρ. Ηλιάννας Αγγελή για τις εκδόσεις Άγρα (2017)

Friday, 9 February 2018

Κίνκας Μπόρμπα, Machado de Assis (1891)

Εκείνη τη στιγμή, η βροχή σταμάτησε λίγο, και μια ηλιαχτίδα κατάφερε να περάσει την ομίχλη –μια απ' αυτές τις βρεγμένες αχτίδες που μοιάζουν σαν να βγαίνουν από μάτια που έχουν κλάψει. Η Σοφία νόμισε πως θα μπορούσε επιτέλους να βγει· ανυπομονούσε να δει κόσμο, να περπατήσει, να τινάξει από πάνω της αυτήν την αθυμία, και ήλπισε πως ο ήλιος θα στέγνωνε τη βροχή και θα βασίλευε πάλι στον ουρανό και τη γη· αλλά το μέγα άστρο κατάλαβε ότι ήθελε να το μεταμορφώσει σε φανάρι του Διογένη κι είπε στην βρεγμένη του αχτίδα: “Γύρνα, γύρνα πίσω σε μένα, αγνή κι αγαθή αχτίδα· δεν θα την οδηγήσεις εκεί που θέλει η επιθυμία της. Ας αγαπάει, αν της αρέσει· ας απαντάει στα ερωτικά σημειώματα –αν της στέλνουν και δεν τα καίει–, αλλά μην της χρησιμεύεις εσύ για πυρσός, φως δικό μου, παιδί των σπλάχνων μου, αχτίδα, αδέρφι των αχτίδων μου”.
Κι η αχτίδα υπάκουσε, γύρισε στην κεντρική εστία, λίγο τρομαγμένη απ' την αυστηρότητα του ήλιου που έχει δει τόσο πράγματα συνηθισμένα και ασυνήθιστα. Τότε τα σύννεφα άπλωσαν πάλι ένα πυκνό και πιο σκούρο πέπλο, και η βροχή ξανάρχισε να πέφτει ραγδαία.
Machado de Assis, Κίνκας Μπόρμπα (1891)
μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα για τις εκδόσεις Gutenberg (2017)

Thursday, 18 January 2018

Συννεφιασμένη Κυριακή

Σαν σήμερα, πριν από 34 χρόνια έφυγε ο μεγάλος Τσιτσάνης, δεν ήταν Κυριακή, σίγουρα ήταν συννεφιασμένη
https://www.youtube.com/watch?v=yuTWdVn0kn8


Monday, 15 January 2018

just rain

anime, rain, and gif image

Οι Καλοί, Hannah Kent (2016)

Έγινε μία παύση κι ύστερα η αίθουσα ξέσπασε. Φωνές δυνατές. Αγριεμένες.
Η Νανς σωριάστηκε στο πάτωμα, τα πόδια της λύγισαν από την ξαφνική ανακούφιση. Έκλεισε τα μάτια. Η φασαρία γύρω της, που τράνταζε τον ζεστό πνιγερό αέρα, δεν ήταν παρά μια ξαφνική νεροποντή. Μια καλοκαιρινή βροχή που πέφτει πάνω στις πευκοβελόνες τις ξερές από τη ζέστη, πάνω στα στεγνά φύλα που έχουν αρχίσει να μαραίνονται πάνω στις βελανιδιές και τις κλήθρες. Η ευλογία των φορτωμένων σύννεφων πάνω στο δάσος. Και το γλυκό γλουγλούκισμα του νερού που κυλάει σε μύρια ρυάκια προς το ποτάμι. 
Η Νανς ξανάνοιξε τα μάτια της, όταν την σήκωσαν όρθια για να τις ξεκλειδώσουν τις αλυσίδες. 
Hannah Kent, Οι Καλοί (2016) 
 μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου για τις εκδόσεις Ίκαρος (2017)

Tuesday, 26 September 2017

Η Φεγγαρόπετρα, Wilkie Collins (1868)

Όταν έφτασα στην ακρογιαλιά, τα σύννεφα μαύρισαν κι άρχισε να πέφτει βροχή, σχηματίζοντας μεγάλα άσπρα παραπετάσματα νερού καθώς φυσούσε ο αέρας. Άκουσα τη θάλασσα να ξεσπά στην ξέρα μπροστά στο στόμιο του κόλπου. Λίγο παρακάτω συνάντησα το αγόρι που έψαχνε για καταφύγιο στα πόδια των αμμόλοφων. Τότε είδα την αγριεμένη θάλασσα. Τα κύματα να πέφτουν πάνω στην ξέρα και τη βροχή να ανεμίζει σαν ρούχο πού 'χε ξεφύγει πάνω από το νερό· είδα την κιτρινωπή αγριάδα της παραλίας όπου στεκόταν ένα μόνο πρόσωπο, μια μαύρη φιγούρα, η φιγούρα του αρχιφύλακα Καφ.
Wilkie Collins, Η φεγγαρόπετρα (1868), 
μτφρ. Τάσου Δαρβέρη για τις εκδόσεις Μέδουσα (1991)

Thursday, 31 August 2017

So many ways to begin, Jon McGregor (2006)

Perhaps it was raining when she got off the bus, but she was already feeling better, just standing by the side of the road and breathing in the wet air. Everything feeling familiar at last. The loose chippings of the tarmac beneath her feet. The walled-in tree where the bus was turning around. The frosted glass window of the stop on the other side of the road. The boxes of vegetables on a trestle table outside the grocers. The noticeboard by the bus stop behind her.
The bus turned its circle and drove back up the hill, and the place was quiet except for the water running along the gutter into the drain, a steady slurping gurgle, the same song of streams and ponds and falling water that she'd always known and grown up with. She looked at the wet grey veils of the sky, smiling for the first time in weeks, months, wiping the dampness from her face. I don't mind a bit of rain, she said, beneath her breath, and picked up her suitcase.
Jon McGregor, So many ways to begin (2006)

Salonica after the storm (1960s), J. Kyriakides


Wednesday, 26 July 2017

Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, Stephan Zweig (1927)

Όλο το βράδυ ο αέρας είχε φέρει πάνω από τη θάλασσα βαριά, πυκνά ανοιξιάτικα σύννεφα, ένιωθες στα πνευμόνια σου, στην καρδιά σου ότι ο ουρανός είχε κατέβει χαμηλά και σε πίεζε – ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν μερικές σταγόνες και πολύ σύντομα μια καταρρακτώδης βροχή που, παρασυρμένη από τον αέρα, έσκαγε με δύναμη στο χώμα. Ασυναίσθητα κατέφυγα στο πρόστεγο ενός περιπτέρου και, παρόλο που άνοιξα την ομπρέλα μου, οι ριπές του ανέμου μού έβρεχαν τα ρούχα. Μέχρι ψηλά στο πρόσωπό μου και στα χέρια μου ένιωθα να με πιτσιλάει η παγωμένη λάσπη, από τις σταγόνες που έσκαγαν με θόρυβο στο χώμα.
Αλλά -και ήταν τόσο φρικτό το θέαμα, που ακόμα και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, στην ανάμνησή του νιώθω ένα κόμπο στον λαιμό- μέσα σε εκείνη τη νεροποντή ο δύστυχος άντρας έμεινε να κάθεται ασάλευτος στο παγκάκι, ούτε που κουνήθηκε. Από τις μαρκίζες έπεφτε και κελάρυζε το νερό, από την πόλη ακούγονταν άμαξες να βροντούν, φιγούρες με τα παλτά ανασηκωμένα πάνω από το κεφάλι έτρεχαν δεξιά κι αριστερά· κάθε ζωντανό πλάσμα έσκυβεε φοβισμένο το κεφάλι, προσπαθούσε να κρυφτεί, να δραπετεύσει, αναζητούσε καταφύγιο, σε ανθρώπους και ζώα ένιωθες τον φόβο μπροστά στο καταρρακτώδες αυτό στοιχείο της φύσης – μονάχα εκείνο το ανθρώπινο κουβάρι στο παγκάκι δε σάλευε και δεν κουνιόταν.
Stephan Zweig, Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας (1927),
από το Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ - Εννέα ιστορίες,
εισαγωγή - ανθολόγηση - μετάφραση Γ. Λαγουδάκου για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2015)

Wednesday, 17 May 2017

Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου, Thomas Wolfe (1929)

Φαινότανε, αλήθεια, πως ο πατέρας είχε δίκιο και πως ο ουράνιος Νεφεληγέτης, που τόσο συχνά εξυμνείται, που οι σύγχρονοι μας πικρόχολοι τον έχουν αποκαλέσει κάποιες φορές “ο προαιώνιος γελωτοποιός”, είχε στρέψει το θυμό του κατά του πεπρωμένου τους.
Άρχισε να βρέχει – μια βροχή αδιάκοπη, σαν χείμαρρος, κατακλυσμιαία, έπεσε στους αχνισμένους λόφους, πνίγοντας το χορτάρι και τις φυλλωσιές πάνω στις πλαγιές, προκαλώντας ένα κατρακύλισμα ρευστοποιημένης γης πάνω σ' έναν συνοικισμό, μεταμορφώνοντας μικρά ποταμάκια των βραχιασμένων βουνών σε μιαν αφρισμένη αναταραχή από κίτρινα νερά. Αυτοί οι δίχως προηγούμενο καταρράχτες υποσκάψανε τις κίτρινες όχθες, ανασκάψανε τις πλαγιές των λόφων. Ρουφήξανε τις απότομες κατωφέρειες κάτω από τις σιδηρογραμμές, αφήνοντας τες κρεμασμένες στις αέρινες τραβέρσες τους, δρασκελίζοντας μια ξεκοιλιασμένη ρεματιά.
Η πλημμύρα έφτασε στο Άλταμοντ. Τα νερά κατέβηκαν συγκλίνοντας από τους λόφους, ξεχείλισαν αφρισμένα το ποταμάκι πέρ' από τις όχθες του σαν ένας πλατύς καταστροφικός Μισισιπής. Ρημάξανε τα χθαμαλά του ποταμού, παρασύρανε σιδερένια και ξύλινα γεφύρια σαν να 'τανε φύλλα, καταστρέψανε τα σπίτια των σιδηροδρομικών και όλους όσοι έμεναν σ' αυτά.
Η πόλη κόπηκε από κάθε επικοινωνία με τον κόσμο. Στο τέλος της τρίτης εβδομάδας, καθώς τα νερά αποσύρονταν πια στην κοίτη τους, ο Χιου Μπάρτον κι η γυναίκα του, ζαρωμένοι και άκεφοι μέσα στην μεγάλη Μπουίκ, ξεκίνησαν μέσ' από τις πλημμυρισμένες δημοσιές, αργοσύρθηκαν με την ψυχή στο στόμα πάνω από ασταθή πλωτά γεφύρια, αντιμετωπίζοντας την ακαταμάχητη οργή των νερών για ν' αποτελειώσουν τον μήνα του μέλιτος που είχε αρχίσει με τόσο κακούς οιωνούς.
Thomas Wolfe, Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου  (1929),
μτφρ. Κοσμά Πολίτη για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2017)

Thursday, 10 November 2016

Homo Faber, Max Frisch (1957)

Στην επιστροφή μας τότε δεν είχαμε κάνει απολύτως κανένα σταθμό, εκτός από τη νύχτα, επειδή ήταν πολύ σκοτεινιά για να προχωρήσουμε – δεν είχε φεγγάρι. Έβρεχε. Η βροχή γουργούριζε όλη νύχτα, βούιζε σαν κατακλυσμός, η γη έβγαζε ατμούς μπροστά στους προβολείς, μια χλιαρή και βαριά βροχή. Τι βλέπαμε στο φως των προβολέων; ακίνητα φυτά, ένα συνονθύλευμα από ρίζες που έβγαιναν απ' το χώμα, και γυάλιζαν στα φανάρια μας σαν εντόσθια. Χαιρόμουν που δεν ήμουν μόνος μ' όλο που δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, αν έβλεπες το πράγμα αντικειμενικά· το νερό έτρεχε. Δεν κλείσαμε μάτι. Καθόμασταν όπως στην σάουνα, δηλαδή χωρίς ρούχα· τα βρεγμένα ρούχα ήταν ανυπόφορα πάνω στο σώμα. Κι όμως, όπως έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου, δεν ήταν παρά νερό, δεν υπήρχε λόγος να αηδιάζω. Καθώς ξημέρωνε, η βροχή σταμάτησε, ξαφνικά, όπως κλείνει κανείς το ντους· αλλά τα φυτά έσταζαν, δεν σταμάτησε του γουργουρητό, οι σταγόνες. Ύστερα το ξημέρωμα! Ούτε ίχνος δροσιάς· το πρωινό ήταν καυτό, αχνιστό, ο ήλιος γλοιώδης όπως πάντα, τα φύλλα γυάλιζαν, κι εμείς ήμασταν βρεγμένοι από τον ιδρώτα, τη βροχή και το λάδι, γλιστεροί σαν νεογέννητα.
Max Frisch, Homo Faber (1957),
μτφρ. Σώτης Τριανταφύλλου για τις εκδόσεις Πατάκη (2000)

Thursday, 26 May 2016

Rain, Raymond Carver (1985)

Woke up this morning with
a terrific urge to lie in bed all day
and read. Fought against it for a minute.

Then looked out of the window at the rain.
And gave over. Put myself entirely
in the keep of this rainy morning.

Would I live my life all over again?
Make the same unforgivable mistakes?
Yes, given half a chance. Yes.

[from the collection Where water comes together with other water]