Sunday 12 April 2020

Δώδεκα κοχύλια, Αργύρης Χιόνης (1966)

Άντρας γυμνός αυτός ο βράχος,
με τα σγουρά της ήβης θαλασσόχορτα
παιχνίδι του νερού (ΑΝΔΡΑΣ)
Τη νύχτα, στην αγκαλιά του ύπνου,
σαν πυρωμένα σίδερα
σβήνουνε τα κορμιά (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ) 
Σύννεφα σκότωσαν τον ήλιο
κι ύστερα κλάψαν το χαμό του (ΒΡΟΧΗ)
Κρατούσα κάποτε ένα μήλο
κι ένα μαστό γυναίκειο. 
Τώρα τα χέρια μου αναπαύονται
σ’ ένα άλλο μουσείο (ΑΓΑΛΜΑ)
Τώρα που η μοναξιά με γύμνωσε
έλα και ντύσε με φωνή αγαπημένη (ΠΡΟΣΕΥΧΗ) 
Όταν σου ζήτησα νερό δεν δίψαγα·
η πεθυμιά μου ήταν της προσφοράς την προθυμία
ν' απολαύσω (ΚΕΡΔΟΣ) 
Δεν κοιταχτήκαμε
τα μάτια μας στο ίδιο όνειρο ήταν ανοιχτά·
συναντηθήκαμε (ΦΙΛΙ) 
Δεν θέλω γάλα αγαπημένη· 
μια φέτα δωσ’ μου ουρανό 
στον ήλιο βουτηγμένη (ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΟΣ) 
Ήταν παρθένα η σιωπή του.
Έτσι, όταν άνοιξε πρώτη φορά το στόμα
δεν βγήκε λόγος, μα ένας κρίνος (ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ)
Οι καμινάδες χέρια ικεσίας
στο Θεό της σιωπής·
η πολιτεία προσεύχεται μες στη νύχτα (ΣΤΙΓΜΗ)
Γλυκιά, δειλινή ρέμβη
στα σκαλοπάτια του φθινοπώρου,
κρατώντας στα χέρια, αργοπορημένο πουλί,
ένα καλοκαιριάτικο συναίσθημα (ΕΚΛΕΙΨΗ)
Κι όταν μας βρήκε η νύχτα
να τραγουδάμε ακόμη τις χάρες του ήλιου,
ζήλεψε και μας πετροβόλησε μ’ άστρα (ΤΡΙΖΟΝΙ)

(από τη συλλογή Απόπειρες Φωτός, 1966)










No comments:

Post a Comment