Έντεκα και κάτι, πρωί Κυριακής. Πάνω από
έναν δρόμο άδειο ο αέρας φέρνει αδέσποτες
ψιχάλες, λεπτές σαν χάδι.
Ο καφές κρυώνει στο μεγάλο φλιτζάνι,
όπως πάντα, μα εσχάτως άνευ ζάχαρης.
Έτσι συμβαίνει συνήθως, μα γίνεται
αποδεκτό μόνον υπό την προϋπόθεση να
έχεις γλυκαθεί στη ζωή επαρκώς.
Αναμφίβολα, όλα γίνονται για
να οδηγηθείς εκεί, εφόσον
καταφέρεις να αφεθείς στο ρεύμα.
Στην ισορροπία, αυτή είναι ο
σκοπός, όχι του σχοινοβάτη στο τσίρκο,
αλλά της ζυγαριάς, της πλάστιγγας όπως
λένε. Ισορροπία ίσον αυτοπραγμάτωση.
Εγώ, βεβαίως, που είμαι Καρκίνος με
ωροσκόπο Λέοντα ουδέποτε ταίριαξα με
Ζυγό.
Μόνη εξαίρεση ο Τάκης, ο οποίος κατά τα
άλλα δεν πρέπει να εξαιρεθεί. Λόγω
αυταρέσκειας, κυρίως.
Συμπέρασμα: είναι ανώφελο να αντιστρατεύεσαι
τα αστέρια, ούτε αυτά στον ουρανό, ούτε
κι εκείνα στο στομάχι.
Φοβερή περίπτωση ο Τάκης.
Τον
γνώρισα
με μαλλιά ξανθά,
ως τους ώμους. Σε τούτη τη φωτογραφία
κανείς από τους δύο μας δεν έχει
συμπληρώσει τα είκοσι. Δεκαπέντε χρόνια
αργότερα κουρεύτηκε. Ουδεμία ομοιότης
με τον Σαμψών.
Εν πάσει περιπτώσει, με κοντά
ή μακριά μαλλιά, ο Τάκης δεν μπόρεσε να
ξεφύγει από τον έρωτα που τον κατέτρωγε.
Αυτόν του εαυτού, το μέγα πάθος.
Να αφεθείς. Μια κουβέντα είναι. Αλήθεια,
πότε σταματά η προσπάθεια;
Είναι μοιραίο να υπάρχει ένας στόχος.
Κι εργαζόμαστε, εργαζόμαστε…
Ερώτηση: Η ανάπαυλα, είναι κάτι υπαρκτό;
Όταν πήγαινα στο σχολείο ήμουν καλή
μαθήτρια, είχα έναν στόχο.
Αργότερα απέκτησα περισσότερους.
Αυξάνονταν σαν τα ζιζάνια στα παρτέρια
της πλατείας.
Κατάρτιζα σχέδια, τις
περισσότερες φορές με συντροφιά. Αρχές
καλοκαιριού, λίγο μετά τη δύση του ηλίου,
με ένα ποτήρι κρασί ανά χείρας. Πρόσωπα
γελαστά και μπράτσα μπλεγμένα μπροστά
στο φακό. Τον κράταγε κάποιος άγνωστος
περαστικός. Το τελευταίο μάθημα της
εξεταστικής περιόδου είχε δοθεί. Ο Τάκης
δεν είχε έρθει.
Οι φορές που έλειπε ήταν πολλές, κάτι
σαν συνεχόμενη απουσία.
Όλη η ιστορία μια αναχώρηση θα μπορούσε
να πει κανείς, εγώ όχι.
Η ορολογία φέρει βαριές αποσκευές. Με
πείσμα αρνούμαι να τις κουβαλήσω.
Είναι μια συνήθεια
που απέκτησα πολλά χρόνια πριν, να
αρνούμαι. Ό,τι πήγαινε να μου φορτωθεί
το έστελνα στην ευχή του Θεού. Απλώς μία
συνήθεια.
Την
υιοθέτησα ένα απόγευμα, στην κουζίνα.
Η αποκάλυψη άστραψε πίσω από την
κατεβασμένη τέντα. Έτρωγα
μια φέτα ψωμί που είχε αλείψει με βούτυρο
η μαμά.
Ακόμη ένα συμπέρασμα: η εξαίρεση που
γίνεται κανόνας μπορεί να κρατηθεί
μοναχά από τα άκρα, πάγος-λαύρα.
Είναι τα χρόνια που σε κάνουν να παινεύεις
αυτό που μια ζωή απαξίωνες, την περίφημη
μέση οδό, ε;
Πάγος-λαύρα ο Τάκης, το μέσο
ανύπαρκτο. Εδώ, στα γενέθλιά του,
ακτινοβολεί ψυχρό φως μέσα σε αφόρετο
πουκάμισο. Δώρα αμέτρητα, διαλεγμένα
ενδελεχώς μέχρι χρώματος κορδέλας
πακέτου. Μπλε
ουλτραμαρίν, τυρκουάζ του ουρανού,
σμαραγδί, γαλάζιο, λευκό του πάγου. Στην
πίσω επιφάνεια της φωτογραφίας κάποιος,
ίσως ο ίδιος, έγραψε «Σεπτέμβριος
‘97»,
τρεις μήνες πριν φύγει για πάντα.
Η προσπάθεια δεν
σταματάει ποτέ, αναμφίβολα.
Πεποίθηση: θα
προσπαθήσω, κι έπειτα θα ξαποστάσω, ένα
είδος ανταμοιβής, μια απόλαυση.
Μα
δεν σταματάς, ακόμα κι αν δεν υπάρχει
λόγος προσπάθειας, τον οποίο κάποιος
θα έλεγε «αντικειμενικό»,
όχι εγώ. Σαν τα παιδιά που δεν κατάφεραν
ποτέ να έρθουν.
Πάντοτε θα υπάρχει
μία κοπέλα με εκφραστικά μάτια, σχεδόν
άγνωστη, που θα σε κοιτάξει βουρκωμένη.
Αλλά και κάποια γνωστή, επιστήθια φίλη, που
θα αφήνει το σπλάχνο της στην αγκαλιά
σου με απερίγραπτη ευκολία. Κι εμπιστοσύνη
βεβαίως.
Κάποιες στιγμές
η φιλία γίνεται πιο δυνατή από τη
μητρότητα κι η μητέρα εκτινάσσεται για
λίγο στους ουρανούς σπρωγμένη από τα
προωθητικά αέρια της ανωτερότητάς της.
Όπως
εκείνον τον Σεπτέμβριο, στον θερινό
κινηματογράφο της γειτονιάς, η Μαρία με
κίτρινο βαμβακερό, η κόρη της στα κόκκινα
κι εγώ με μπεζ λινό. Μας είχε φωτογραφήσει
ο διπλανός. Εκείνη του το είχε ζητήσει.
Σαν να την έχω μπροστά μου να χαμογελά
αφοπλιστικά δείχνοντας στον άνδρα ποιο
κουμπί έπρεπε να πατήσει. Λίγο πριν
ξεκινήσει η Μπλε
ταινία.
Σκέψη: ίσως με τους
ομοίους σου τα πάντα είναι πιο εύκολα,
η ζωή.
Έτσι έκανα κι
εκείνο το ταξίδι. Και ως καθυστερημένη
συμμόρφωση στη μητρική συμβουλή.
Η μαμά, που εδώ
μισοκλείνει τα μάτια στην αντηλιά, έλεγε
πετυχημένα αστεία. Συχνά τραγουδούσε.
Κάνε κάτι καλό για
τον εαυτό σου, έλεγε. Μην περιμένεις
τους άλλους.
Κάνε
κάτι. Ας πούμε, ένα
ταξίδι, όσο γίνεται πιο μακρινό. Να έχεις
να θυμάσαι.
Τον
τέλειο κώνο του Φουτζιγιάμα στη βροχή
και τα ρουθούνια γεμάτα από την οσμή
των βρεγμένων ρούχων μας. Την
ομπρέλα στο ένα χέρι και τη φωτογραφική
μηχανή στο άλλο. Την παρέα.
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που έχει
σημασία είναι να γνωρίζεις πότε είναι
η τελευταία φορά. Αν πρόκειται για αυτήν
δηλαδή. Να μπορείς να εκτιμήσεις το
βάρος της περίστασης.
Όταν ξέρεις ότι είναι η
τελευταία φορά, όλα είναι διαυγή και
στιλπνά, σαν ορεία κρύσταλλος. Γλιστρούν,
καταπίνονται.
Όπως στην φωτογραφία με το
Φούτζι και αυτή τη γνώση να ξεχειλίζει
από τα χαμογελαστά χείλη μας. Μια κάποια
σοφία που οδηγεί στον εξευγενισμό της
μορφής. Αυτή είναι η αιτία της τόσης
ομορφιάς μας, παρά τα κολλημένα από τη
βροχή μαλλιά και τα περασμένα χρόνια.
Υπαρκτή για κάποιους μόνο, η τελευταία
φορά που καταφτάνει αθόρυβη, απρόβλεπτη,
συχνά μασκαρεμένη, έχει εκτόπισμα
αντιστρόφως ανάλογο. Συχνά απλωμένο
σαν χαλί-διάδρομος, για δεκαετίες.
Το ύπουλο της φύσης
της σταλάζει δηλητήριο με αναδρομική
δράση.
Ήσουν τάχα ποτέ
σε θέση να γνωρίζεις ότι εκείνη τη στιγμή
μιλούσες
στο τηλέφωνο με τη μαμά, γευμάτιζες
με τους κουμπάρους, φορούσες
το εμπριμέ φουστάνι, ακουμπούσες
τη σκούπα στη γωνία, έκλεινες το παράθυρο
για τελευταία φορά;
Τα κουφώματα της
απέναντι μονοκατοικίας σφραγίστηκαν
τρία χρόνια πριν. Πίστεψα πως ήταν για
τελευταία φορά, μα ο ανηλεής αέρας της
χτεσινής βραδιάς κατάφερε να ανοίξει
ένα από τα ξύλινα παντζούρια. Ο μοναχικός
εσταυρωμένος στον λευκό τοίχο δείχνει
την κρεβατοκάμαρα.
Ο χτύπος του ξύλου
είναι το σινιάλο. Με τις φωτογραφίες
στην τσέπη και το μισοάδειο φλιτζάνι
στο χέρι, κλείνω την μπαλκονόπορτα. Η
βροχή έχει σταματήσει.