Wednesday 9 March 2022

Μικρή βαλίτσα

Στην είσοδο του χωριού τράβηξε την προσοχή μου ένα χωράφι με ανθισμένες αμυγδαλιές και σκέφτηκα ότι δεν είχα ξαναπάει ποτέ χειμώνα. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στον αμαξιτό. Με τα σακ-βουαγιάζ στους ώμους πήραμε το ανηφορικό λιθόστρωτο που έβγαζε στο σπίτι. Φυσούσε ένας τσουχτερός αέρας που έδιωξε μεμιάς τη νύστα του ταξιδιού. Μας υποδέχτηκε η αδελφή της μητέρας μου που ζούσε μόνιμα στο χωριό κι είχα να τη δω πάνω από τέσσερα χρόνια. Καθίσαμε στη σάλα και μας έφτιαξε καφέ. Έφερε και κάτι λουκούμια περγαμόντο που ήταν λίγο σκληρά. Ο παππούς κοιμόταν.

Το επόμενο πρωί πετάχτηκα να πάρω ψωμί κι ο φούρναρης με θυμήθηκε. Με ρώτησε πώς έβλεπα τα πράγματα με τον παππού κι εγώ του απάντησα άσχημα. Ανασήκωσε τους ώμους, μεγάλοι άνθρωποι, τι να κάνουμε, είπε. Βγήκα από τον φούρνο, με τη φρατζόλα κάτω από τη μασχάλη, την ώρα που πέρναγε από το στενό. Χωρίς να το σκεφτώ, κοντοστάθηκα να του μιλήσω, μα δε με είδε. Συνέχισε να περπατάει, με ένα ογκώδες σακίδιο στους ώμους. Έτσι όπως στεκόμουν καταμεσής του δρόμου, ένιωσα ότι αυτή του η συμπεριφορά δεν ήταν ειλικρινής· ότι στην πραγματικότητα με είχε πάρει το μάτι του. Πείσμωσα και δεν τον φώναξα. Την ώρα που γύρισα, ο παππούς είχε πιάσει κουβέντα με τη μητέρα μου και την αδελφή της. Μπήκα στην κάμαρα του και τον βρήκα ανακαθισμένο στο κρεβάτι. Γκρίνιαζε που ακόμα δεν είχαν φροντίσει το θέμα του συμβολαιογράφου. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Είπε ότι είχα γίνει κοπελάρα, ίδια η γιαγιά μου. Άπλωσε τα χέρια προς το μέρος μου, σαν μωρό παιδί. Έσκυψα και τον φίλησα στο μάγουλο. Η βροχή χτυπούσε απαλά το τζάμι.

Ξαναείδα τον Αντώνη, όταν πήγα στην καφετέρια με την ξαδέλφη μου. Περασμένες εννέα, βράδυ Παρασκευής, μα το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο. Έπαιζε δυνατά Σκόρπιονς, που τους αγαπούσε φανατισμένα ο ιδιοκτήτης. Εκείνος έπινε μπίρα στο μπαρ, παρέα με άλλους δύο που δεν τους ήξερα. Είπα στον σερβιτόρο να του πάει μια μπίρα κερασμένη από μένα. Ένα τέταρτο αργότερα ήρθε στο τραπέζι μας. Τι κάνει ο παππούς σου, ρώτησε. Χάλια, απάντησα και κούνησε το κεφάλι χωρίς να πει κάτι άλλο. Απόμεινε να στέκεται εκεί, μπροστά μου, αμίλητος. Ούτε η ξαδέλφη μιλούσε. Τόση ήταν η βουβαμάρα, που δεν το πολυσκέφτηκα. Είπα πως θα πέρναγα την επόμενη μέρα από το μαγαζί να τα λέγαμε. Ξανακούνησε το κεφάλι του, το πήρα για συναίνεση κι έκοψα, κι εγώ, την κουβέντα. Χαιρέτησε με την παλάμη του τεντωμένη σαν φαντάρος και γύρισε στην παρέα του. Εμείς μετά από μισή ώρα, το πολύ, φύγαμε. Δυσκολεύτηκα να επιστρέψω γιατί οι πλάκες γλιστρούσαν με το ψιλόβροχο και δεν φόραγα σωστά παπούτσια. Ο παππούς είχε πάθει κρίση δύσπνοιας. Τον βρήκα με μάσκα οξυγόνου και κλειστά μάτια.

Ξεκίνησα αργά το απόγευμα, γιατί η μητέρα μου είχε ζητήσει να τη βοηθήσω με διάφορες δουλειές, επειδή περίμεναν τον γιατρό. Στα μισά του δρόμου σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε κλείσει τόσο αργά που ήταν. Ο ήλιος δεν είχε πάρει ακόμα να δύει, αλλά είχε συννεφιά κι ήταν σκοτεινά. Μέχρι να φτάσω δεν είχα κατασταλάξει αν προτιμούσα να βρω το μαγαζί κλειστό ή το αντίθετο. Τελικά ήταν ανοιχτά. Μπήκα χτυπώντας τα πόδια μου στο τσιμέντο, πιο δυνατά από το φυσικό μου. Βγήκε από την πορτούλα με ένα πλαστικό μπιτόνι στο χέρι. Δεν ξαφνιάστηκε στο ελάχιστο. Λες κι ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο να βγει από την αποθήκη και να με πετύχει ανάμεσα στα βαρέλια. Παράγγειλε καφέδες από δίπλα. Καθίσαμε πίσω από τον πάγκο και μου είπε ότι έψαχνε να βρει βοηθό. Οι δουλειές του είχαν πάρει τα πάνω τους. Είχε επεκταθεί εκτός νομού. Έδειξα μεγάλο ενθουσιασμό, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα. Μου τα είχε προλάβει η ξαδέλφη μου. Εσύ πώς τα περνάς μπουμπούκι μου, ρώτησε. Του είπα για το πτυχίο και τη δουλειά. Είπα και για τον αρραβώνα. Α, μα εσύ πήρες μεγάλη φόρα, φώναξε και σηκώθηκε από την καρέκλα για να με συγχαρεί επίσημα, διά χειραψίας. Έτσι όπως μου έσφιγγε το χέρι γερμένος προς τα εμπρός, στα ρουθούνια μου ήρθε μυρωδιά ιδρώτα και καπνού. Έκλεισα τα μάτια, σαν από ρεφλέξ, μα τα άνοιξα ξανά γρήγορα. Αν δεν αρρώσταινε ο παππούς σου, δεν θα μάθαινα ποτέ τις χαρές σου ρε μπουμπού, είπε χωρίς να μου αφήσει το χέρι. Αυτή η ξαδέλφη σου τίποτα δε λέει, σκέτη σφίγγα, παραπονέθηκε.

Σε μένα όμως η Πίτσα τα έλεγε όλα. Ό,τι γινόταν κι ό,τι λεγόταν. Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου διηγιόταν πως τον κουβέντιαζαν όλοι· πως το πήγαινε καρφί για γεροντοκόρος και τσάμπα έφτιαχνε περιουσία. Κι ότι οι μόνες γυναίκες που πλησίαζε ήταν οι εκδιδόμενες του Νεοχωρίου. Άφησα το σχόλιο για την ξαδέλφη να πέσει κάτω κι απάντησα πως είχα κανονίσει να κατέβω αυτό το καλοκαίρι, παππούς-ξεπαππούς. Θα τα μάθαινε τα νέα μου αργά ή γρήγορα άρα. Μου είπε πως είχε κι αυτός πλάνα για το καλοκαίρι. Λογάριαζε να πάρει έναν καινούριο θραυστήρα, φοβερό μηχάνημα, μου τον έδειξε και στο κομπιούτερ. Έπειτα έπιασε να μου λέει για τις ποικιλίες που θα έβαζε την επόμενη χρονιά. Μόλις τέλειωσα τον καφέ, σηκώθηκα να φύγω. Μου γέμισε ένα δίλιτρο μπουκάλι να το πάω στον αρραβωνιάρη, να δει τι κρασί βγάζει ο τόπος μου και μου έδωσε ξανά το χέρι. Τον χαιρέτησα και κατηφόρησα τον δρόμο. Δε με ενοχλούσε το μουσκεμένο πλακόστρωτο, παρόλο που κουβάλαγα το μπουκάλι στην πλαστική σακούλα. Είχα φορέσει μποτάκια και μπορούσα να περπατάω όσο γρήγορα ήθελα.

Στο σπίτι, η μητέρα γέμιζε μια μικρή βαλίτσα με σώβρακα, φανέλες και πιτζάμες. Η θεία μίλαγε δυνατά στο τηλέφωνο. Ο γιατρός είχε διατάξει να μεταφερθεί ο παππούς στο νοσοκομείο εσπευσμένα.

No comments:

Post a Comment