Κουρέλια («κουρελαρίες») την άκουγα κάποτε να αποκαλεί τα έτοιμα ρούχα, αυτά που θα αγόραζε κάποιος από ένα κατάστημα νεωτερισμών ή μια συνοικιακή μπουτίκ. Σε τέτοια μέρη πηγαίναμε για τα δικά μου ψώνια. Αλλά ακόμη και σε ένα πολυκατάστημα μπορούσε να ξετρυπώνει μοναδικά κομμάτια, τουλάχιστον έτσι μου φαίνονταν όταν, μετά από ενδελεχή εξέταση των ραφιών, μου τα έφερνε στο δοκιμαστήριο. Τα φόραγα και, όταν δεν της άρεσαν, με άφηνε να περιμένω με την πωλήτρια («τι ήσυχο το κοριτσάκι σας»), όσο έκανε ακόμα έναν γύρο στα ράφια. Ποτέ δε φύγαμε με άδεια χέρια.
Με εξαίρεση κάτι μακό ρόμπες, που φόραγε τα τελευταία καλοκαίρια, η ίδια δεν έβαλε ποτέ έτοιμο ρούχο. Όχι τόσο γιατί τα θεωρούσε κατώτερης ποιότητας, όσο γιατί ισχυριζόταν ότι είχε μια ανατομική ασυμμετρία. Αναγκαζόταν να ράβεται διότι η τάλια της, έλεγε, ήταν κοντή και τα έτοιμα δεν της έρχονταν. Κι όμως, ακόμη και μετά τα εβδομήντα, το σώμα της ήταν καλοσχηματισμένο. Η τάλια ήταν πρόσχημα, ο στόχος ήταν τα ρούχα της να μην έχουν όμοια τους.
Την συνόδευα ανελλιπώς στη μοδίστρα, η οποία ήταν πάντοτε η ίδια. Την έλεγαν Σία. Πηγαίναμε στην Ευελπίδων, όπου έμενε με τη γριά μάνα της, σε ένα δυάρι. Παντού είχε κρεμάστρες με ρούχα σε διάφορα στάδια ολοκλήρωσης. Μου χάριζε περισσεύματα υφασμάτων και κριτίκαρε τις επιλογές των πελατισσών της («κοίτα ένα τσίτι που πήγε κι αγόρασε, κοτζάμ δικαστίνα»), χωρίς να νοιάζεται για τη γνώμη μας. Όταν της πήγαμε το ύφασμα του ταγιέρ που της φόρεσαν στην κηδεία, η Σία είπε ότι ήταν ψόφιο στα χρώματα, ταιριαστό σε πιο μεγάλη γυναίκα, αλλά εξαιρετικής ποιότητας.
Όσο κράταγε η πρόβα, εγώ χάζευα περιοδικά μόδας κι άκουγα τις κουβέντες τους. Μα η πιο αγαπημένη μου στιγμή ήταν όταν πηγαίναμε, με ένα δείγμα υφάσματος, στα κουμπάδικα της Αιόλου. Διακόπτοντας την ονειροπόληση που μου προκαλούσε το κροτάλισμα των κουμπιών στα χαρτονένια κουτιά, με ρώταγε αν συμφωνούσα με αυτά που είχε διαλέξει. Έλεγε πως είχα ωραίο γούστο. Όταν μπήκα στη σχολή και κατέβαινα καθημερινά στο κέντρο, με έστελνε να της πάρω μόνη μου κουμπιά.
Για το ταγιέρ με τα ψόφια χρώματα διάλεξα επτά απλά ημισφαιρικά κουμπιά από σεντέφι, υπόλευκα. Όταν της τα έδειξα, είπε πως ούτε η ίδια δεν θα έβρισκε τόσο ταιριαστά («διάνα, μωρό μου»). Είχε δίκιο. Διότι το σημείο τήξης του σεντεφιού δεν ξεπερνά τους εκατόν τριάντα βαθμούς Κελσίου. Το κροτάλισμα των κουμπιών μέσα στην τεφροδόχο θα ήταν αναμφίβολα ένας εξαιρετικά ανατριχιαστικός ήχος για τα ανθρώπινα αυτιά.
No comments:
Post a Comment