Wednesday 14 October 2020

Τα βράδια μου

Προσπαθώ να το αποφεύγω, μα τις περισσότερες φορές δίχως επιτυχία. Να λέω για τη μητέρα μου εννοώ, να τα ξεκινάω όλα από εκείνη. Όπως και τώρα που θέλω να μιλήσω για τα προβλήματα που αντιμετώπιζα όλα αυτά τα χρόνια με τον ύπνο και νομίζω πως ήταν δικό της φταίξιμο. Αυτό πιστεύω πως είναι κάτι περισσότερο από μία επιφανειακή ψυχολογική προσέγγιση από πλευράς μου και αφήνω τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους.

Ως παιδί δεν είχα ποτέ ύπνο, κοιμόμουν πολύ δύσκολα κι όχι για πολλές ώρες. Δεν ξέρω γιατί γινόταν αυτό, εκείνη ποτέ δεν αναζήτησε τους λόγους, ούτε με πήγε σε κάποιο γιατρό ή παιδοψυχολόγο. Απλά το άφηνε να συμβαίνει, το δεχόταν. Τη θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, να προσπαθεί ώρες ατέλειωτες να με κοιμίσει διαβάζοντάς μου. Γερμένη στο κεφαλάρι του κρεβατιού μου, που είχε κάτι ωοειδείς απολήξεις στις τέσσερις γωνίες, κατάκοπη, με το βιβλίο ακουμπισμένο στα γόνατα να χασμουριέται. Να γουρλώνει τα μάτια της για να κρατήσει τα βλέφαρα ανοιχτά. Αυτή είναι μια από τις πιο συνηθισμένες εικόνες της νηπιακής μου ηλικίας.

Η προσπάθεια να ρυθμίσει τον ύπνο μου πρέπει να την κατέβαλε τόσο πολύ, που μέχρι να πάω στο σχολείο την είχε εγκαταλείψει εντελώς. Νομίζω ότι αυτό ήταν μία απόφαση που πήρε συνειδητά. Σταμάτησε να προσπαθεί να με κάνει να κοιμηθώ, για νανούρισμα ούτε λόγος, ήμουν πάρα πολύ μεγάλη για αυτά τα πράγματα έλεγε. Δε με ανάγκαζε να πάω στο κρεβάτι μου άσχετα αν ήταν καθημερινή ή σαββατοκύριακο. Το μόνο που έκανε ήταν να με ξυπνάει για να πάω σχολείο πριν φύγει για τη δουλειά.

Κοιμόμουν μόνο όποτε νύσταζα, αργά τη νύχτα δηλαδή, πάντα μετά τα μεσάνυχτα, καμιά φορά και το μεσημέρι ή το απόγευμα, οπότε το βράδυ ξαγρυπνούσα ακόμα περισσότερο. Οι ώρες μου ήταν ακατάστατες και μόνο το σταθερό ωράριο του σχολείου με προστάτευε από το να κάνω τη μέρα νύχτα. Τις άγρυπνες ώρες που έμενα ξαπλωμένη στο κρεβάτι τις γέμιζα διαβάζοντας. Κάθε βράδυ, από τότε που έμαθα ανάγνωση, κατέφευγα σε κάποιο βιβλίο, πάντα μυθιστόρημα. Στ’ αλήθεια δεν πέρασε ούτε μία νύχτα χωρίς να διαβάσω, έστω και μόνο μία σελίδα. Στην πραγματικότητα οι σελίδες ήταν πολύ περισσότερες, αφού δεν ήμουν ποτέ αρκετά νυσταγμένη για να σταματήσω. Κι εκείνη δεν μπήκε ούτε μία φορά στο δωμάτιό μου για να μου πει να σβήσω το φως, ότι έχω σχολείο την επομένη ή κάτι τέτοιο.

Σταδιακά η διαδικασία της βραδινής μου ανάγνωσης έγινε ιεροτελεστία, ένα είδος βίτσιου ικανό να μου στερήσει τον ύπνο, ακόμη και στις σπάνιες περιπτώσεις που νύσταζα, και να με εξουθενώσει. Στα χρόνια της εφηβείας κλεινόμουν στο δωμάτιό μου με μία σχεδόν αρρωστημένη αφοσίωση και δεν ήταν λίγες οι φορές που διαβάζοντας ασταμάτητα είχα δει το φως της αυγής στο παράθυρο. Χωρίς εκείνη ποτέ να με εμποδίσει. Κι έτσι συνέχιζα να κοιμάμαι αργά, συχνά με μάτια μουσκεμένα εξαιτίας της συγκίνησης από κάτι που είχα διαβάσει. Τα συναισθήματά μου εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες μου φαίνονταν θαυμαστά πλούσια σε σχέση την αποστασιοποίηση που ένιωθα για τις υποθέσεις της ημέρας.

Ενηλικιώθηκα χωρίς να πάψω ούτε μέρα να διαβάζω τα βράδια. Είχα φθάσει να το υπερηφανεύομαι πως δεν είχα περάσει ούτε μια νύχτα χωρίς βιβλίο. Ακόμα κι όταν δεν ήμουν μόνη, παρόλο που αυτό ήταν μια αρκετά σπάνια περίπτωση, μετά από ό,τι γινόταν, εγώ έπιανα το διάβασμα. Δεν γίνονταν εξαιρέσεις σε αυτό, εκτός από εκείνη τη φορά που είχα πιει τόσο πολύ που έπεσα στο κρεβάτι σχεδόν αναίσθητη, μια πραγματικά μελανή σελίδα στο αρχείο των αναγνωστικών επιδόσεων μου. Ήταν το στυλ μου, η υπογραφή μου, η δύναμή μου θα μπορούσε να πει κανείς, ιδίως αν αναλογιζόταν πως ζούσα με πέντε, το πολύ έξι ώρες ύπνο ημερησίως. Οφείλω να ομολογήσω, όμως, πως δεν είμαι σε θέση να αποφανθώ αν όντως διάβαζα γιατί δεν είχα ύπνο ή συνέβαινε το αντίθετο. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, η μητέρα μου δεν είχε επιχειρήσει ποτέ να πει την άποψή της πάνω στο θέμα, ούτε και να με νουθετήσει. Παρόλο που έμοιαζα με βρικόλακα.

Τελικά, μέσω μιας σειράς συγκυριών που δεν μπορώ να θεωρήσω τυχαίες, βρήκα εργασία σε ένα γραφείο που είχε την απαίτηση από εμένα να βρίσκομαι στο πόστο μου στις εννέα. Μετά από λίγο καιρό ο ύπνος μου έγινε όπως των άλλων ανθρώπων και η μητέρα μου, μέσα από ένα στόμα στολισμένο με μία νέα οδοντοστοιχία, δήλωσε πόσο χαρούμενη ήταν που είχα καταφέρει να λύσω το μεγάλο πρόβλημα της ζωής μου. Ευτυχώς, ήμουν τόσο κατάκοπη εξαιτίας της απαιτητικής δουλειάς μου, που δεν είχα τη δύναμη να της απαντήσω ότι το νέο μου πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο και ίσως άλυτο. Γιατί μου είναι αβάσταχτο να αφανίζομαι κάθε βράδυ από τον ύπνο μη έχοντας προλάβει να διαβάσω ούτε μία σελίδα από το βιβλίο του κομοδίνου.

Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι για κάποια δευτερόλεπτα πριν κοιμηθώ ο συγγραφέας του βιβλίου μου παραδίδει τη σκυτάλη και γίνομαι εγώ ο αφηγητής της ιστορίας που διαβάζω δημιουργώντας, με τα μάτια ανοιχτά, ένα υπέροχο νανούρισμα για τον εαυτό μου. Τελικά, όμως, κι αυτό προβληματικό το βρίσκω, αφού είναι εντελώς αδύνατο να καταγράψω αυτές τις ιστορίες που επινοώ και ανήκουν κατ’ αποκλειστκότητα στον κόσμο του ύπνου.

Πάντως, όταν βρέχει τα πάντα γίνονται πιο ανεκτά.


No comments:

Post a Comment