Wednesday 28 October 2020

Τσεσμέ, 10 Αυγούστου 2018

Σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Καθισμένη σε αυτό το πολυσύχναστο καφενείο της προκυμαίας, νιώθω μέσα μου βαθιά την βεβαιότητα πως το να σου γράψω είναι το μόνο πράγμα που επιθυμώ να κάνω αυτή τη στιγμή. Εδώ, στο σιδερένιο τραπεζάκι με τον τούρκικο καφέ να αχνίζει μπροστά μου. «Δεν λέγεται τούρκικος, ελληνικό τον λέμε» μουρμούριζες. Με επιμονή, χωρίς να σε κουράζει η επανάληψη, αφού εγώ εσκεμμένα δεν διόρθωσα ποτέ την φράση αυτή.

Η ιεροτελεστία του μεσημεριανού καφέ. Tότε που δούλευες στο νοσοκομείο βραδινή βάρδια και ξύπναγες μεσημέρι, την ώρα που γύρναγα από το σχολείο. Ερχόμουν να σε φιλήσω, μύριζες τσιγάρο. Μου έδινες πάντα λίγο ψωμί βουτηγμένο στον καφέ σου. Ένα μουσκεμένο κομμάτι ψίχας, το κλειδί του κόσμου σου, που τότε έμοιαζε αχανής, δίχως τέλος. Μέχρι που μπήκα στην εφηβεία και με κάποιο ανεξήγητο τρόπο απέκτησα δυσανεξία στον τούρκικο καφέ. Δυσανεξία μέχρι ναυτίας, την οποία μάλλον ποτέ δε σου ανέφερα, γιατί εσύ εν τω μεταξύ είχες φύγει από το νοσοκομείο για να ανοίξεις δικό σου ιατρείο.

Τα ωράριά μας αλλάξανε, δούλευες πολύ για να φέρνεις χρήματα στο σπίτι, δε σε έβλεπα παρά αργά το βράδυ, όταν γύριζα από το φροντιστήριο. «Καλώς το παιδάκι μου». Πάντα ήμουν το «παιδάκι», αφού το όνομα που μου δώσατε δεν κατάφερες ποτέ να το ξεστομίσεις. Πίστευα πως το έβρισκες άσχημο, ενοχλητικό στην ακοή. Προσπάθησα να το αλλάξω επιβάλλοντας με μεγάλο κόπο κι επιμονή ταιριαστή με την δική σου ένα υποκοριστικό που δεν άρεσε καθόλου στη μαμά. Όταν κατάλαβα ότι το πρόβλημά σου δεν ήταν το όνομα, αλλά το πρόσωπο από το οποίο προερχόταν είχαν περάσει αρκετά χρόνια. Το υποκοριστικό μου ήταν πλέον καθιερωμένο, αποδεκτό από όλους συμπεριλαμβανομένης και της μαμάς, η οποία λάτρευε το πρόσωπο που μου είχε χαρίσει το όνομά μου.

Ήταν τότε που είχα αρχίσει να διακρίνω τα όρια του κόσμου σου. Με αυξανόμενη σαφήνεια. Ολοένα και πιο κλειστά, με κάθε κοίταγμα πιο στενά. Όταν καθόμασταν κάποια βράδια για φαγητό, ας πούμε, κι έχοντας πιει λίγο παραπάνω (πάντα λίγο, ποτέ πολύ) άρχιζες τα σχέδια για το ταξίδι που θα έκανες στη Μικρά Ασία, «Μικρασία» έλεγες. Έβλεπα τα μάτια σου να γυαλίζουν καθώς ιστορούσες πως θα πήγαινες να προσκυνήσεις τη γη των προγόνων σου και χαμήλωνα το βλέμμα γιατί ντρεπόμουν. Για λογαριασμό σου. Ήξερα τις κουβέντες σου λέξη-λέξη, μπορούσα να τις προβλέψω με ακρίβεια κόματος. Που θα πηγαίνατε με τον ξάδελφο σου τον Μάκη και θα βρίσκατε το πατρικό του πατέρα σου στην Κάτω Παναγιά, την εκκλησία του χωριού που παντρεύτηκε όλο το σόι σας, τα χωράφια σας, ίσως και την ψαρόβαρκα του παππού σου. Βρίσκοντας αυτήν την ονειροπόληση αφόρητη, τις πιο πολλές φορές σε διέκοπτα, ενώ οι υπόλοιποι μας παρακολουθούσαν. Η μαμά γελούσε, σχεδόν ξεκαρδιζόταν που θιγόσουν τόσο απροκάλυπτα. Μου απαντούσες με λόγια γεμάτα φαρμάκι που είχαν να κάνουν με το πόσο σεβασμό έτρεφα για τις ρίζες. Από αυτήν την ιστορία ξεκίνησαν οι καυγάδες μας. Από τότε που σου έλεγα, καμιά φορά ουρλιάζοντας, πόσο εύκολο θα ήταν να περάσεις τον δρόμο, για να μπεις στο πρακτορείο ταξιδίων που ήταν σχεδόν απέναντι από το σπίτι μας.

Τελικά το πρακτορείο έκλεισε το 2005, τρία χρόνια πριν πεθάνεις, χωρίς ποτέ να διαβείς το κατώφλι του. Ούτε καν απ’ έξω δεν πέρναγες, άλλαζες πεζοδρόμιο όταν έπρεπε να πας προς εκείνη την κατεύθυνση. Κάτω από τα σύννεφα που μαζεύονται γοργά και κλείνουν τον ορίζοντα νιώθω το βάρος της συνειδητοποίησης πως χειροκροτώ αυτήν την αναμφίβολα αμετακίνητη στάση σου. Την παραδέχομαι. Την προτιμώ από την πεποίθηση ότι θα πήγαινες τελικά στη Μικρά Ασία, ότι το είχες πάρει απόφαση, αλλά σε πρόλαβε το επεισόδιο. Το πείσμα σου, όπως είχα βαφτίσει την ανικανότητά σου να παίρνεις αποφάσεις, με έσωσε από δεκάδες, εκατοντάδες ίσως, άυπνες νύχτες. Την συστηματική ανικανότητά σου, σαν μια αρρώστια που σε βρήκε λίγο μετά τα σαράντα.

Μα ούτε αρρώστια δεν μπορεί να το πει κανείς. Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει, αλλά δε σηκώνομαι ακόμα. Θέλω να σου πω ότι ξέρω. Εγώ, που πλήρωσα δεκαπέντε ευρώ, μπήκα στο καΐκι και σε μισή ώρα βρέθηκα εδώ. Εγώ, που ήρθα για διακοπές στο νησί κι είπα να περάσω απέναντι, μια σύντομη εκδρομή. Έτσι, απλά. Χωρίς σκέψη και πρόγραμμα. Το αποφάσισα χθες βράδυ (καλά που είχα φέρει μαζί μου το διαβατήριο). Εγώ είμαι αυτή που το αποφάσισε και ξέρω. Δε θα πάω να ψάξω τα πατρογονικά σου, ούτε θα αναζητήσω τα διάφορα που μου έλεγες. Θα μείνω εδώ, με το φλιτζάνι στο χέρι, να χαζεύω τη βροχή. Με την πλάτη στραμμένη στην μικρή παραθαλάσσια πόλη, ξέρω.


 

No comments:

Post a Comment