Tuesday, 31 March 2009
-26.9679ο/ 038.8037ο
Πέντε η ώρα, το πρωί. Ο «Alessandro Volta», φορτωμένος ζάχαρη και βαμβάκι, έπλεε στα ανοιχτά του Μαπούτο με ανατολική κατεύθυνση για Περθ. Είχε τελειώσει τη βάρδια του πριν μία ώρα. Ξαπλωμένος στην στενή κουκέτα της καμπίνας του προσπαθούσε να κοιμηθεί. Η βροχή, που ξεκίνησε γύρω στις τρεις, είχε δυναμώσει. Σφυροκοπούσε τα καταστρώματα και κροτάλιζε πάνω στις λαμαρίνες. Όλο το πλοίο βούιζε και ήταν αδύνατο να βρει κανείς ησυχία. Το κορμί του κατάκοπο, όμως το μυαλό του ήταν διαυγές, σα να είχε μόλις ξυπνήσει. Τις τελευταίες μέρες τον βασάνιζε ένας επίμονος πονοκέφαλος, αλλά και κάτι οικογενειακές σκοτούρες σχετικά με ένα ζήτημα, που είχε πληροφορηθεί πρόσφατα. Έμεινε ακίνητος, προσπαθώντας να συγκεντρώσει την προσοχή στην αναπνοή του και να διώξει μακριά τις σκέψεις.
Μισοκοιμόταν, όταν άκουσε χτύπημα στην πόρτα του. Ήταν ο λοστρόμος, που του έλεγε ότι τον ζητάει ο καπετάνιος στη γέφυρα. Βρίζοντας από μέσα του, σηκώθηκε και φόρεσε βιαστικά το πουκάμισο, που είχε απλώσει στην ράχη της καρέκλας πριν ξαπλώσει, ένα μάλλινο πουλόβερ και τα παπούτσια του.
Ανέβηκε τη σκάλα και βγήκε στο κύριο κατάστρωμα, όπου τον υποδέχτηκε μία δυνατή ριπή βροχής. Διένυσε την υπόλοιπη απόσταση ως τη γέφυρα τρέχοντας. Όταν μπήκε στην καμπίνα είδε τον καπετάνιο, τον πρώτο μηχανικό και δύο ναύκληρους να στέκουν γύρω από μία καρέκλα. Καθισμένος εκεί, μούσκεμα ως το κόκκαλο, τυλιγμένος σε μία κουβέρτα ήταν ο νέγρος θερμαστής του πλοίου. Είχε τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, οι ώμοι του καμπουριασμένοι και έτρεμε σα να κρύωνε. Οι αξιωματικοί είχαν ύφος κουρασμένο, και η ανακούφιση όλων, όταν είδαν τον Νίκο να μπαίνει, ήταν φανερή.
Με ουδέτερη φωνή, ο καπετάνιος του εξήγησε ότι είχαν βρει τον Γουίλλη, έτσι λεγόταν ο θερμαστής, σκαρφαλωμένο στην κουπαστή του κατώτερου καταστρώματος, κοντά στην σκάλα του μηχανοστασίου, έτοιμο να βουτήξει στη θάλασσα. Ευτυχώς, έτυχε να περνάει ο πρώτος μηχανικός μαζί με ένα ναύτη και έτρεξαν να τον συγκρατήσουν. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν πάλι μαστουρωμένος και δεν καταλάβαινε τι έκανε. Ξαφνιασμένοι συνειδητοποίησαν ότι ο θερμαστής αντιστεκόταν, δεν ήθελε να κατέβει από το παραπέτο και τους έσπρωχνε πέρα με δύναμη. Έτσι μεγαλόσωμος και χειροδύναμος που ήταν ο αράπης, μετά βίας τον κατάφεραν, αν και ήταν δύο. Ο καπετάνιος ζήτησε από το Νίκο, που ήξερε καλά αγγλικά και είχε παρτίδες με τον θερμαστή, να του κάνει μια σύσταση, φοβόταν πως την επόμενη φορά δεν θα τον προλάβαιναν. Θα πνιγόταν και θα είχαν μπλεξίματα με το σωματείο.
Πλησίασε και έκανε νόημα στους άλλους να πάνε πιο πέρα. Ο καπετάνιος του έριξε ένα βαριεστημένο βλέμμα και απομακρύνθηκε μαζί με τους άλλους τρεις, αλλά δεν έφυγαν από τη γέφυρα. Καθώς έσκυβε και πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, άκουσε τον Γουίλλη να λέει σιγανά, όμως με φωνή που παλλόταν από ενθουσιασμό:
«Μετά το τέλος της βάρδιας, όπως πάντα, ανέβηκα στο κατάστρωμα να καπνίσω. Μόλις που χάραζε. Είχα γύρει στην κουπαστή και απολάμβανα το τσιγάρο μου με κλειστά μάτια, μου αρέσει ο θόρυβος της βροχής στη θάλασσα, όταν ξαφνικά νόμισα ότι άκουσα άλογο να χλιμιντρίζει. Άνοιξα τα μάτια σαστισμένος και αντίκρισα ένα μαύρο φτερωτό πουλάρι, με το τρίχωμα του βρεμένο να γυαλίζει σαν την πίσσα. Κάλπαζε δίπλα στο καράβι σαν αέρας, ίσα που ακουμπούσε το νερό με τα μακριά του πόδια, με το κεφάλι γυρισμένο προς εμένα. Πιο πίσω πέταγαν δύο γυναίκες με μεγάλες σκουρόχρωμες φτερούγες και σώμα ψαρίσιο από τη μέση και κάτω. Είχαν μακριά μαλλιά που ανέμιζαν πίσω τους πλοκάμια και τα κορμιά τους, ολόλευκα, έλαμπαν σαν τον φώσφορο μέσα στη βροχή. Τα στήθια τους ελεύθερα ανεβοκατέβαιναν με την άγρια κίνηση των φτερών. Τα μάτια τους αναμμένα κάρβουνα, η φλόγα τους έφτανε μέχρι το κατάστρωμα. Η μία έδειξε με το χέρι της προς τη μεριά μου και το άλογο πλησίασε την κουπαστή, πέταγε πιο αργά, έτσι που έμοιαζε να μένει ακίνητο, παρεκτός το ρυθμικό τίναγμα των φτερών του. Ξαφνικά ήθελα να το καβαλικέψω, να αρπάξω τη σγουρή χαίτη και, με τις δύο ξωτικές πλάι μου, να ορμήσω πάνω από τη θάλασσα, ώσπου να φτάσω στο Τουλεάρ και ακόμα παραπέρα. Και εκεί που έκανα να ανέβω στην κουπαστή, για να πηδήσω στη ράχη του αλόγου, τους ένιωσα να με τραβάνε. Πάλεψα αλλά δεν κατάφερα να τους ξεφύγω. Με έσυραν στο κατάστρωμα. Όταν ξανακοίταξα προς τη θάλασσα, το φτερωτό άλογο και οι γοργόνες δεν υπήρχαν πουθενά. Άκου Νίκο, το ξέρω, θα ξανάρθουν. Ξέρω τι θες να μου πεις αλλά άστο καλύτερα, μόνο παρακάλεσε τον καπετάνιο, να μη με σταματήσουν ξανά. Μισή ώρα προσπαθώ να του εξηγήσω, αλλά δε λέει να με καταλάβει. Όπως και να ’χει, εγώ τον τρόπο θα τον βρω».
Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο,Μάρτιος 2009
Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, του Νίκου Καββαδία, μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο και τραγουδισμένο από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment