Wednesday, 11 March 2009
Ακόμα μία καλοκαιρινή νύχτα
Έκλεισε τον υπολογιστή με έναν αναστεναγμό. Η προθεσμία παράδοσης του άρθρου πλησίαζε απειλητικά και η δουλειά δεν προχωρούσε με ικανοποιητικό ρυθμό. Όμως τώρα δεν άντεχε άλλο να κοιτάει την λαμπερή οθόνη του υπολογιστή. Ο πονοκέφαλος, μία ελαφριά ενόχληση πριν μισή ώρα, τώρα σφυροκοπούσε το αριστερό μισό του μετώπου της. Έπρεπε να σταματήσει οπωσδήποτε. Επιπλέον, η ζέστη ήταν αφόρητη, παρόλο που η ώρα είχε πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Είχε τα τζάμια του παραθύρου ορθάνοιχτα, όμως ούτε η παραμικρή υποψία αέρα δεν έφθανε στο δωμάτιο. Η υγρασία, που ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα, και αυτή η βροχή που δεν ερχόταν επιτέλους έκανε τον πονοκέφαλο χειρότερο. Έσβησε τα φώτα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
Έβαλε ένα δίσκο στο μικρό στερεοφωνικό, σε κάπως χαμηλή ένταση, για να ηρεμήσει λιγάκι. Η απαλή μουσική γέμισε τον άδειο, σιωπηλό χώρο. Αυτό το δωμάτιο ήταν κάπως πιο δροσερό από το γραφείο, γιατί είχε βορινό προσανατολισμό. Πάτησε το κουμπί του ανεμιστήρα στη μεσαία κλίμακα και σκέφτηκε πόσο άδικο ήταν που δεν άντεχε τη δροσιά του κλιματιστικού, της προκαλούσε πολύ χειρότερο πονοκέφαλο από αυτόν που τη βασάνιζε τώρα.
Πήγε στην κουζίνα με μεγάλα βήματα, σαν ελατήριο, και σερβιρίστηκε ένα ποτήρι λευκό κρασί που είχε βάλει στο ψυγείο την προηγουμένη. Διάλεξε ένα ποτήρι κολονάτο, με σκούρο μπλε χρώμα, για να ομορφύνουν λίγο τα πράγματα. Γύρισε γρήγορα στο υπνοδωμάτιο και φόρεσε το νυχτικό της. Έκλεισε τη λάμπα στο κομοδίνο και ο χώρος τυλίχτηκε σε ένα μισοσκόταδο. Από το παράθυρο έμπαινε η χρωματιστή λάμψη της νέον επιγραφής από το φαρμακείο απέναντι. Στάθηκε στο παράθυρο, πίσω από τα κλειστά πατζούρια και αφουγκράστηκε την ανάσα της πόλης, που ποτέ δεν κοιμόταν: ο αέρας γύρω της ήταν γεμάτος από το γουργουρητό των κλιματιστικών στα σπίτια των γειτόνων, ενώ αυτοκίνητα πέρναγαν με μεγάλη ταχύτητα από την κοντινή λεωφόρο, κάποια με πολύ δυνατή μουσική, τις επιτυχίες του καλοκαιριού που χόρευαν όλοι στα μπαράκια και τα παραλιακά κλαμπ. Της φαινόταν παρήγορος αυτός ο θόρυβος, της κράταγε συντροφιά στα ξενύχτια της. Πήρε βαθιά ανάσα και μύρισε τη βροχή, που κάπου κοντά είχε αρχίσει να πέφτει ήδη. Η οσμή του νοτισμένου χώματος, του νερού πάνω στα σκονισμένα φύλλα είχε άμεση επίδραση στο νευρικό της σύστημα. Η πολυπόθητη ηρεμία πλησίαζε γοργά. Έμεινε να στέκει εκεί, μέχρι να ακούσει θόρυβο από τις πρώτες στάλες στα παντζούρια. Αμέσως έκλεισε τη μουσική για να απολαύσει τον αγαπημένο ήχο. Άδειασε με μια μεγάλη γουλιά το ποτήρι και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τα σεντόνια ήταν δροσερά και ευχάριστα στην αφή. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να διώξει όλες τις ενοχλητικές σκέψεις για δουλειές, γραψίματα, προθεσμίες, αλλά και άλλα πράγματα βαθύτερα, πιο στενάχωρα, που πονάγανε πολύ και για χρόνια αγωνιζόταν να μην τα σκέφτεται. Προσπάθησε να ξεχάσει τον πονοκέφαλο και ευχήθηκε να την πάρει γρήγορα ο ύπνος. Τέντωσε την σπονδυλική της στήλη σίγουρη ότι ο ήχος της βροχής θα τη νανούριζε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σύρθηκε δίπλα της αθόρυβος. Η καημένη είχε πονοκέφαλο και δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Έβαλε το χέρι του στο μέτωπο της, ήταν πολύ ζεστό. Το δέρμα της, λευκό και απαλό, ήταν ελαφρά νοτισμένο και ανέδιδε τη γλυκιά μυρωδιά του κορμιού της και ένα ίχνος από το άρωμα, που είχε φορέσει το πρωί, πριν πάει στη δουλειά. Το άρωμά της, που τον ξεσήκωνε όλα αυτά τα χρόνια, από την πρώτη στιγμή που το είχε μυρίσει πάνω της. Η αφή του δέρματός της τον έκανε να ανατριχιάσει. Κάτω από το χέρι του ένοιωσε τον παλμό της έντονο, βασανιστικό να χτυπάει στα μηνίγγια της. Ένοιωσε το αίμα της, κόκκινο και ζεστό να κυλά δυνατά στις φλέβες της. Ένοιωσε τους μύες της κάτω σιαγόνας της να σφίγγονται και να χαλαρώνουν, καθώς προσπαθούσε να χαλαρώσει το σφιγμένο της κορμί. Ένοιωθε τα οστά του προσώπου της, λεία και λαμπερά σαν φίλντισι, να δέχονται την πίεση των γλιστερών μυών της. Ένοιωσε τον εγκέφαλό της να προσπαθεί να σταματήσει να σκέφτεται, όλη την ενέργειά της να κυλά στις αύλακες και τις έλικές του βγάζοντας μικρές σπίθες.
Εν τω μεταξύ η βροχή δυνάμωνε, γέμιζε με παρηγορητικό θόρυβο το υπνοδωμάτιο. Άπλωσε την παλάμη του πάνω από τα κλειστά της μάτια και ήταν σα να τα έβλεπε ανοιχτά μπροστά του, καστανο-πράσινα με μία ανοιχτή πράσινη ζώνη γύρω από την κόρη. Τα παράθυρα της ψυχής της. Ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της απαλά, έτριψε το μάγουλο του στην θηλή του αριστερού της μαστού, που την ένιωσε να σκληραίνει, πολύ ελαφρά όμως, και αφουγκράστηκε την αναπνοή της να γίνεται ολοένα και πιο αργή, καθώς ο σωτήριος ύπνος πλησίαζε και το κορμί της χαλάρωνε σιγά-σιγά. Είχε έννοιες, στεναχώριες, τρεχάματα, προβλήματα. Βασανιζόταν που δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Η μικρή του στον κόσμο, σχεδόν μόνη της, να προσπαθεί, να δουλεύει σκληρά, να ταλαιπωρείται, να διεκδικεί, να απογοητεύεται. Σίγουρα τα κατάφερνε, όμως όλα θα ήταν πιο εύκολα αν μπορούσε να βάλει και αυτός ένα χεράκι. Του φαινόταν πως η ζωή είχε δυσκολέψει πολύ, αν και εκείνη δεν έδειχνε να παραδέχεται κάτι τέτοιο. Το τραγικό γεγονός που είχε ταράξει την κοινή τους ζωή πριν από πέντε χρόνια έδειχνε να την έχει κάνει πιο δυνατή και σκληρή. Αυτός, όμως, ήξερε την βαθιά πληγή που την είχε σημαδέψει, την ψηλαφούσε κάθε βράδυ και την έβρισκε ορθάνοιχτη. Ανασηκώθηκε στηρίζοντας το σώμα του στους αγκώνες και φύσηξε απαλά τα βλέφαρά της να τα δροσίσει. Κοριτσάκι μου, θα είμαι δίπλα σου συνέχεια...
Μέσα από αυτήν την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ένοιωσε την ατμόσφαιρα της κάμαρας να γίνεται πιο δροσερή και ευχάριστη, σχεδόν ευωδιαστή. Η μυρωδιά της βροχής είχε τρυπώσει από τα ανοίγματα των παντζουριών και της γλύκαινε την ψυχή. Το πιάσιμο ανάμεσα στους ώμους είχε υποχωρήσει και το μυαλό της ησυχάσει. Μια ευχάριστα ψυχρή αύρα δρόσισε το μέτωπο και το στήθος της. Μία πνοή ελάφρυνε τα βλέφαρά της και την έσπρωξε μαλακά στην ασυνειδησία του ύπνου. Οι ψιχάλες χτυπούσαν νανουριστικά στα ξύλινα παντζούρια. Λίγο πριν παραδοθεί στην ανυπαρξία, θυμήθηκε που της είχε πει ένα βράδυ, όταν τους είχε πιάσει μια δυνατή μπόρα, καθώς έβγαιναν από ένα θερινό σινεμά πριν από πέντε χρόνια: «Όποτε βρέχει, να ξέρεις αγαπούλα, θα είμαι μαζί σου». Ήταν μόλις δύο μήνες αφού είχαν μάθει για την αρρώστια του, και εκείνη έβαλε τις φωνές και τον διέταξε να μην ξαναπεί τέτοιες βλακείες. Είχε κρατήσει το λόγο του όλα αυτά τα χρόνια. Φυσικά, δεν τον είχε δει ποτέ. Εκτός από τη μυρωδιά και τον ήχο της βροχής, όμως, αυτήν την ώρα ένοιωθε και εκείνον ξαπλωμένο δίπλα της, να έχει μάτια, αυτιά, στόμα, μύτη και χέρια μόνο για εκείνη. Έτσι γινόταν, όποτε έβρεχε.
Crying in the Rain, A-ha (1990)
Tamaly Maak
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment