Monday, 23 March 2009

Κατάθεση



Τι να σου πω κύριε αστυνόμε, ακόμα δεν μπορώ να το χωνέψω. Όταν μου το ‘πε χτες ο Βασίλης, αυτός με το μαγαζί ηλεκτρικών δίπλα, ένα ποτήρι νερό που κράταγα μου έπεσε από τα χέρια. Είστε σίγουροι πως πρόκειται για αυτοκτονία; Αλλά τι ρωτάω, αν ήσασταν βέβαιοι, δεν θα κάνατε ανάκριση, έτσι δεν είναι;

Πότε είδα τον Δημήτρη για τελευταία φορά; Προχθές το πρωί, που πέρασε να κουρευτεί. Αρριβάρησε κατά τις 11. Θυμάμαι, η μέρα ήταν πολύ συννεφιασμένη, έβρεχε από τα ξημερώματα, και είχα ανάψει τα φώτα από νωρίς. Την ώρα που ήρθε ο μακαρίτης έριχνε καρεκλοπόδαρα. Το μαγαζί ήταν τελείως άδειο. Φορούσε κοστούμι, καπαρντίνα και ρεμπούμπλικο και κράταγε μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα, που είχε γίνει μούσκεμα, όπως και τα μπατζάκια του από το γόνατο και κάτω. «Για πού στολισμένος σαν γαμπρός μέσα στη βρόχα, ρε Μήτσο; Κάνα ραντεβουδάκι;» τον ρώτησα. Δε με είχε συνηθίσει σε τέτοιες επίσημες εμφανίσεις βλέπεις. «Πιάσε ψαλίδι και ξυράφι και άσε τις ερωτήσεις», είπε ξερά.

Παραξενεύτηκα. Ο Μήτσος ήταν ανοιχτό βιβλίο. Κάθε που ερχόταν να κουρευτεί μου έλεγε τα νέα του, χωρίς να τον ρωτήσω. Ήμασταν φίλοι, πίναμε κανένα ουζάκι που και που και τα λέγαμε. Παίζαμε και τάβλι, όταν δεν είχε δουλειά το μαγαζί. Εγώ του έλεγα τα δικά μου, τις σπουδές των παιδιών, την αρρώστια του πατέρα μου, κάτι προβλήματα που έχω με ένα σπίτι εξ αδιαιρέτου στο χωριό, τέτοια… Αυτός, πάλι, μου έλεγε τα χάλια του γιου του που φοβόταν μη παρατήσει το σχολείο και γίνει αλήτης και τη φαγωμάρα ανάμεσα στη γυναίκα και τη μάνα του. Οικονομικές δυσκολίες δεν είχε, τουλάχιστον απ’ όσο μου είδε δώσει να καταλάβω. Είχε μία επιχείρηση, εμπορευόταν κλιματιστικά χονδρική και φαινόταν να πηγαίνει καλά. Ποτέ δεν θυμάμαι να τον άκουσα να παραπονιέται για λεφτά, ενώ σχεδόν όλοι μου οι πελάτες κλαίγονται για τα φράγκα.

Έκατσε, που λες κύριε αστυνόμε, στην καρέκλα βαρύς και ασήκωτος. Λίγες κουβέντες ανταλλάξαμε όσο τον κούρευα, πιο πολύ για τον παλιόκαιρο, τους πλημμυρισμένους δρόμους, τα χαλασμένα φανάρια και τέτοια. Για το σπίτι του μιλιά. Έτσι που τον είδα, απέφυγα να του ανοίξω κουβέντα. Αν παρατήρησα τίποτα άλλο περίεργο στη συμπεριφορά του; Πρόσεξα πως κοίταγε όλη την ώρα το ρολόι του. Κάθε τρεις και λίγο το τσεκάριζε, και σκέψου πως δεν έμεινε στο κουρείο πάνω από είκοσι λεπτά σύνολο. Δεν έμοιαζε στενοχωρημένος ή νευριασμένος, όμως σίγουρα κάτι είχε στο μυαλό του, κάτι τον απασχολούσε. Μόλις τελείωσα και του είπα «με τις υγείες σου» πετάχτηκε από την καρέκλα, μου έβαλε τα λεφτά στο χέρι, φόρεσε καπαρντίνα και καπέλο, άρπαξε την ομπρέλα του και έτρεξε στην πόρτα. Μου πέταξε ένα «τα λέμε» και όρμησε στο δρόμο με γρήγορο βήμα, σχεδόν τρέχοντας. Εν τω μεταξύ να ρίχνει βροχή με το τουλούμι, καλά-καλά να μην βλέπεις μπροστά σου. Αλλά ο μακαρίτης δεν κοντοστάθηκε καθόλου. Τον παρακολούθησα πίσω από τη βιτρίνα του μαγαζιού να απομακρύνεται γρήγορα με την ομπρέλα του, μέχρι που έστριψε αριστερά στο στενό και τον έχασα από τα μάτια μου. Που να φανταστώ πως ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα.

Αληθεύει πως τον βρήκανε μέσα στο αμάξι του με μία σφαίρα φυτεμένη στον κρόταφο; Λέτε ήταν μπλεγμένος σε καμιά βρωμοδουλειά; Η μήπως κανένα γκομενιλίκι; Άντε τώρα να το πιστέψεις για τον άνθρωπο αυτόν… Πάντως, τώρα που το σκέφτομαι, θυμάμαι πως το τελευταίο εξάμηνο είχε αλλάξει μάρκα τσιγάρων, είχε αδυνατίσει πολύ και το είχε ρίξει στο ουίσκι. Δηλαδή, έπινε πολύ περισσότερο από ό,τι συνήθιζε πριν. Αυτός ο ίδιος μου το έλεγε. Βέβαια καμιά φορά το καταλάβαινα και από μόνος μου, ερχόταν εδώ αφού είχε κοπανίσει μερικά ποτηράκια. Και ώρες-ώρες, όχι συχνά όμως, ξεχνιόταν λιγάκι, αφαιρούνταν, του μίλαγες και δε σε άκουγε, σου απάνταγε μετά από μισό λεπτό. Σε βοηθάνε αυτά σε κάτι, αστυνόμε;

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο,Μάρτιος 2009

Κύριο θέμα από την ταινία The Godfather του Francis Ford Coppola. Μουσική του Nino Rota

No comments:

Post a Comment