Thursday, 19 March 2009

Βροχερές συνωμοσίες, Άντα (Φεβρουάριος 2009)



Έβρεχε ασταμάτητα από το πρωί. Το λεωφορείο άφαντο. Και όταν ήρθε, προχώρησε εκατό μέτρα και μετά σταμάτησε. Κίνηση-απίστευτη κίνηση. Τα πάντα και οι πάντες κολλημένοι και η μούρη μου κολλημένη στο τζάμι να κοιτάει τη βροχή. Νεύρα-πολλά νεύρα. Και ώρα χαμένη-πολύ ώρα. Σχεδόν δύο ώρες όρθια και στριμωγμένη. Το κινητό να χτυπά ασταμάτητα. Φίλοι αργόσχολοι, φίλοι αργοπορημένοι και πελάτες βιαστικοί. Πόσα και τι να πει κανείς πια; Τα χθεσινά νέα είναι ήδη παλιά. Έχουν φύγει από το πρωί με mail ή με γραπτό μήνυμα και έχουν βγει και σε blog. Τα ξέρει η κολλητή σου και ο κουνιάδος της συννυφάδας σου.

Η Κηφισίας ατελείωτη. Και η υπομονή όλων άρχισε να εξαντλείται. Κάπου στη συμβολή με την Πανόρμου, οι ηλικιωμένοι έκαναν την αρχή. «Φταίει η κυβέρνηση», είπε ένας. «Όχι η αντιπολίτευση», είπε ένας άλλος. Ένας τρίτος επικαλέστηκε οργανωμένο σχέδιο των Εβραίων. Δεν κρατήθηκα, χαμογέλασα. Ένας όμορφος νεαρός, που στεκόταν απέναντί μου με κοίταξε διερευνητικά. Έσκυψα και του ψιθύρισα: «Την ώρα που οι ρουκέτες πέφτουν βροχή στο Νότιο Ισραήλ, ισραηλινοί επιστήμονες, κατόπιν εντολών του πρωθυπουργού τους, στέλνουν ρουκέτες βροχής στην Αθήνα». Τζίφος. Το αστειάκι δεν έπιασε. Ο τυπάκος συνέχισε να με κοιτά απορημένος. Κρίμα! Και εγώ πίστευα ότι θα μου ζητούσε το τηλέφωνό μου. Γιατί να μην κρατώ το στόμα μου κλειστό; Γιατί να λέω πάντα αυτό που σκέπτομαι και όχι να σκέπτομαι πριν μιλήσω;

Στο ύψος της Φιλοθέης ένα αυτοκίνητο είχε πέσει σε μία κολώνα. Η κίνηση των οχημάτων είχε σταματήσει. Ένα αυτοκίνητο της πυροσβεστικής, ένα νοσοκομειακό και ένα αυτοκίνητο της τροχαίας ήρθαν από το αντίθετο ρεύμα, το οποίο –παραδόξως– ήταν άδειο. «Η παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία εμφάνιζε κενά». Όχι αυτό δεν το φώναξα, μόνο το σκέφτηκα.Μετά το ΥΓΕΙΑ η ταχύτητα αυξήθηκε και η ένταση χαλάρωσε. Όχι για πολύ. Στο Μαρούσι οι συνθήκες χειροτέρεψαν. Η βροχή άρχισε να γίνεται πιο έντονη και η ορατότητα μειώθηκε δραματικά. Μόνο στο φως της αστραπής έβλεπες λίγα μέτρα μακρύτερα, ενώ τα νερά άρχισαν να κατεβαίνουν σαν ποτάμι. Οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν από τα πεζοδρόμια και όλα τα οχήματα που ήταν εκείνη την ώρα στο δρόμο ακινητοποιήθηκαν.

Δεν θα έφτανα ποτέ στην Κηφισιά, το πήρα πλέον απόφαση. Δεν υποφέρω από κλειστοφοβία ή αγοραφοβία, αλλά η ατμόσφαιρα μέσα στο λεωφορείο είχε γίνει αφόρητη. Κατέβηκα στην επόμενη στάση. Αν και κοντά σε κεντρική πλατεία του Μαρουσιού, παντού ερημιά. Ένα περίπτερο με μία νάιλον τέντα γύρω του έδειχνε να προσφέρει προσωρινό καταφύγιο. Κάποιος άλλος είχε μάλλον κάνει νωρίτερα την ίδια σκέψη. Ένας ομορφούλης, μεγαλόσωμος, κατάμαυρος και μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο σκύλος είχε αράξει και αυτός κάτω από την τέντα. Τα καστανά ματάκια του είχαν ένα λυπημένο-σχεδόν φοβισμένο βλέμμα. «Μπόρα είναι, θα περάσει φίλε, μην ανησυχείς», φώναξα δυνατά για να ακουστεί η φωνή μου την ώρα που βρόνταγε και άστραφτε ο ουρανός. Ο σκυλάκος δεν φάνηκε να πείθεται και άρχισε να με κοιτάει και αυτός με ένα απορημένο βλέμμα, σχεδόν ίδιο με αυτό του πρώην συνεπιβάτη μου. «Δεν πάνε όλοι να πνιγούν σήμερα», έβρισα από μέσα μου αγανακτισμένη. Άνοιξα την ομπρέλα μου με θάρρος, πίστη και τόλμη και άρχισα να περπατώ με κατεύθυνση προς τον σταθμό του τρένου. Τουλάχιστον τα τρένα δεν σταματούν με την βροχή. Εκτός βέβαια αν τα σαμποτάρει κάποιος.
-Ποιος; Οι Εβραίοι!!!

No comments:

Post a Comment