Sunday, 11 September 2011

Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι, Georges Simenon (1940)-Β΄

Έτσι, όσο ήταν εκείνος στο κρεβάτι, μες τον ιδρώτα του, να κοιμάται όπως ένα τεράστιο τριχωτό ζώο... Κοίταξε απ' το παράθυρο τον γκρίζο ουρανό, την ερημιά του λιθόστρωτου δρόμου, μια γαλατού που περνούσε με μια σακούλα στο κεφάλι, μια ομπρέλα που έστριβε στη γωνία και τις πέτρες των σπιτιών που είχαν τεράστιους υγρούς λεκέδες.
'Ηταν ένας καιρός βουβός, ακόμη πιο θλιβερός απ' τον συνηθισμένο καιρό των πρώτων ημερών του Νοεμβρίου, που είναι μεν σκοτεινός, αλλά φυσάει. Σκέφτηκε τους καινούριους δρόμους, εκεί, στη γειτονιά του νεκροταφείου. Αλήθεια πως λεγόταν ο δρόμος; Οδός Ερνέστ Βουαβενόν! Ούτε καν το όνομα κάποιου φημισμένου ντόπιου, αλλά του οικοπεδούχου!
Όσο εκείνος ήταν βυθισμένος στον ύπνο, οι άνθρωποι που είχαν σηκωθεί πρωί θα είχαν γίνει μουσκίδι γιατί οι περισσότεροι πήγαιναν με ποδήλατο στη δουλειά τους στο κέντρο της πόλης.

Georges Simenon, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940),
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2011)

Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι, Georges Simenon (1940)

Και όμως, εκείνο το βράδυ, όλα έμοιαζαν να είναι στη θέση τους, και το γεγονός ότι έβρεχε έκανε τα πράγματα να δείχνουν ακόμη πιο στάσιμα. Φθινοπωρινά πρωτοβρόχια· εκτός από κάποια ερωτευμένα ζευγαράκια, κανείς άλλος δεν πλησίαζε το ταμείο του κινηματογράφου της οδού Ντ' Αλλιέ. Η ταμίας ήταν κάτι περισσότερο από εκνευρισμένη επειδή παρέμενε, για το τίποτα, εγκλωβισμένη μες το γυάλινο κλουβί της, όπου πάγωνε βλέποντας τη βροχή να πέφτει μπροστά από τους λαμπτήρες της φωτεινής επιγραφής.
Το Μουλέν ήταν ακριβώς το Μουλέν των πρώτων ημερών του Οκτωβρίου. Στις τραπεζαρίες των ξενοδοχείων Παρίσι, Ντωφέν, Αλλιέ έτρωγαν εμπορικοί αντιπρόσωποι το μενού της ημέρας και τους σέρβιραν κοπέλες με μαύρα φορέματα, μαύρες κάλτσες και λευκές ποδίτσες. Στο δρόμο, πότε πότε περνούσε ένα αυτοκίνητο, που ποιός ξέρει που πήγαινε, ίσως στη Νεβέρ ή στην Κλερμόν, μπορεί και στο Παρίσι.
Τα ρολά των μαγαζιών ήταν κατεβασμένα, ενώ οι επιγραφές τους λούζονταν στο νερό της βροχής-το τεράστιο κόκκινο καπέλο του καταστήματος Μπλυσέ, το γιγαντιαίο χρονόμετρο του Τελλιέ, ακριβώς δίπλα απ' το επίχρυσο κεφάλι αλόγου, του κρεοπωλείου.
Το σφύριγμα που ακούστηκε πίσω απ' τα σπίτια ήταν απ' το ωτομοτρίς του Μονλυσόν, που μετά βίας είχε δέκα επιβάτες.
Στη Νομαρχία παρετίθετο δείπνο για είκοσι άτομα, ήταν αυτό που το ονόμαζαν μηνιαίο δείπνο, και παρευρίσκονταν ανελειπώς οι ίδιοι προσκεκλημένοι.
Σπάνια έβλεπε κανείς παράθυρα με ανοιχτά παντζούρια και ανθρώπους να κάθονται με το φως αναμμένο. Τα βήματα, όταν ακούγονταν στους δαιδαλώδεις δρόμους, που γυάλιζαν από τη βροχή, ήταν μουλωχτά, σαν κάποιου που ντρέπεται.

Georges Simenon, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940),
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2011)

Friday, 20 May 2011

Rain in Constantinople






Ο κάμπος στις φλόγες, Juan Rulfo (1953)

Πέφτει μια σταγόνα νερό, χοντρή, μεγάλη, τρυπάει το χώμα κι αφήνει ένα σημάδι σαν φτυσιά. Μόνη της πέφτει. Εμείς ελπίζουμε να συνεχίσουνε να πέφτουν κι άλλες. Δε βρέχει. Τώρα άμα κοιτάξεις τον ουρανό βλέπεις το φορτωμένο σύννεφο να τρέχει πέρα μακριά, με βιάση. Ο άνεμος που έρχεται από το χωριό το παρασέρνει σπρώχνοντάς το πάνω στους γαλάζιους ίσκιους των βουνών. Και τη σταγόνα που έκανε το λάθος κι έπεσε την καταπίνει η γη και την εξαφανίζει μέσα στη δίψα της. 
Ποιος διάολος έκανε τόσο μεγάλο αυτό τον κάμπο; Σε τι χρησιμεύει, ε;
Αρχίσαμε ξανά να περπατάμε. Είχαμε σταματήσει για να δούμε τη βροχή. Δεν έβρεξε. Και τώρα ξαναρχίζουμε να περπατάμε. Κι εγώ σκέφτομαι πως έχουμε περπατήσει πιο πολύ από το δρόμο που 'χουμε αφήσει πίσω μας. Αυτό σκέφτομαι. Ίσως αν έβρεχε να σκεφτομουν άλλα πράγματα. Στο κάτω κάτω, εγώ το ξέρω, πως από τότε που 'μουνα παιδί δεν έχω δει ποτέ βροχή στον Κάμπο, αληθινή βροχή θέλω να πω.
Juan Rulfo, O κάμπος στις φλόγες (1953),
μτφρ. Ε. Γιαννοπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη (2007)

Saturday, 19 February 2011

There ain't no love in the heart of the city [ή ό,τι είναι να καεί, είναι σα να έχει ήδη καεί]

Ακούω τη βροχή που χτυπά το τζάμι. Μισοσκόταδο. Μίλα μου. Ανατριχιάζω σύγκορμη, αγάπη μου. Να ακούω τη φωνή σου. Βαθιά, δυνατή, παραπονιάρικη. Στα δυνατά ακόρντα του Τζον. Τινάζεις την ξανθιά σου χαίτη και σβήνω. Κάν’ το ξανά. Σε κοιτάζω. Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά. Δεν τα κλείνω καθόλου. Με πονάνε. Σε λατρεύω. Θέλω να γίνω το παιχνίδι σου. Μωρό μου. Στα χέρια σου. Να με κάνεις ό, τι θέλεις. Να σε περιμένω στο καμαρίνι. Να έρχεσαι ξαναμμένος, λουσμένος στον ιδρώτα. Να λάμπεις. Να μιλάς δυνατά. Να γελάς με εκείνη τη λυσσασμένη που σου έδειχνε τα βυζιά της όλο το βράδυ. Να σου βάζω δυνατά ποτά. Να μου δίνεις να πιω από το ποτήρι σου. Να με φιλάς πολλή ώρα. Να σου χτυπάνε την πόρτα, και να αδιαφορείς. Από το διάδρομο να ακούγεται φασαρία. Άνθρωποι πολλοί. Ανυπόμονες γυναικείες φωνές. Να με σφίγγεις, να με δαγκώνεις, να με γδέρνεις. Να με χαϊδεύεις. Να με κρατάς στην αγκαλιά σου σα μωρό. Να με κοιτάς με υγρά μάτια. Να μου τραγουδάς ψιθυριστά. Να βλέπω το δέρμα σου να στραφταλίζει κάτω από τα δάχτυλα μου. Σ’ αγαπώ. Που είσαι τώρα;

Σέρνεται, ένα κουβάρι από σάρκες χωρίς κόκκαλα, ναι, σέρνεται, κυλιέται χάμω, απόψε που βρέχει δυνατά, δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, τα νιώθει σαν πέτρες, βαρίδια μεγάλα σαν βουνά, ασήκωτες κοτρώνες, τεράστια μπλοκ, δεν μπορεί καθόλου να τα κουνήσει, είναι υπερβολικά βαριά, σέρνεται σαν το σκουλίκι, το γυμνοσάλιαγκα, το φίδι το κολοβωμένο, σέρνεται στο πάτωμα, στριφογυρίζει, το σώμα του κυρτώνει και μετά τεντώνεται απότομα, σαν το σκουλίκι, το βρωμοσκούλικο, εκεί, στα νερά και τους εμετούς, εκεί σέρνεται, με τα μάτια κλειστά, σάλια στα μάγουλα, στόμα φαρμάκι, δηλητήριο, ξινίλα κάθε φορά που καταπίνει τον μπαγιάτικο αέρα, μόνο να σέρνεται μπορεί, με τα βλέφαρα πρησμένα από τα κλάμματα, τα μαλλιά μουσκεμένα, τις μακριές μπούκλες σαν γλιτσιασμένα φύκια κολλημένα στο μέτωπο, το λαιμό, τους ώμους, να σέρνεται ακούγοντας τον θόρυβο που κάνει το ιδρωμένο κορμί του καθώς τρίβεται στο γυαλισμένο παρκέ, θόρυβο ενοχλητικό, θόρυβο αηδιαστικό, θόρυβο διαπεραστικό τόσο που δεν τον αφήνει να ακούσει τα τηλέφωνα που χτυπάνε μανιασμένα εδώ και μισή ώρα, κουδουνίζουν σαν τρελλά, χαλάνε τον κόσμο, όμως και να τα ακούσει, δεν θα μπορέσει να απαντήσει, θα είναι εντελώς αδύνατο, παντελώς απίθανο, αφού η φωνή του έχει σβήσει, έχει αφανιστεί, έχει κυλήσει ορμητικά στο στομάχι από τον γδαρμένο του λάρυγγα και τα γεμάτα πολύχρωμα τατουάζ μπράτσα του δεν έχουν τη δύναμη να σηκώσουν το ακουστικό, είναι νεκρά, κείτονται παραλυμένα, απλωμένα στα πλάγια, σαν ξεσκισμένα σεντόνια, κλαριά ξεβρασμένα από την θάλασσα σε μια γυμνή ακτή μέσα στον άγριο χειμώνα.

Το χάλι που είχε προχτές, όταν ήρθε να τον βάψω, μα το Χριστό, δεν το έχω ξαναδεί. Το πετσί του ξερό και κίτρινο σαν του χτικιάρη, οι μαλλούρες του σαν άχυρα, τα χέρια να τρέμουνε συσπασιόν. Εντάξει, πολλές φορές μου έρχεται φτιαγμένος, όλο χαζόγελα και τραγουδάκια, να παραπατάει και να μου χώνει δεκαδόλαρα στην κωλότσεπη να του κάνω τη μούρη πιτσούλα,  να τον βλέπουν οι μουνίτσες να λυσσάνε. Την τελευταία φορά, όμως, ήταν σκατά. Δεν του έπαιρνες κουβέντα, σκέτη μούγκα, τα μάτια του βασιλεμένα, ούτε έβλεπε τι έκανα, ούτε κοίταζε τη φάτσα του στον καθρέφτη καθόλου. Εγώ το έπιασα ότι ο τύπος ήταν αλλού, η φάση είχε χοντρύνει. Αυτός ο άλλος, τι φρούτο να είναι άραγε; Δεν πιστεύω να είναι κανένας ξενέρωτος φλώρος, και μου τα πρήξει; Δεν ξέρεις τι έχω τραβήξει με δαύτους αδερφάκι μου, ο ένας το κοντό του, ο άλλος το μακρύ του. Ούτε γκόμενες να ήτανε. Με αυτόνα τα είχαμε βρει, ήξερα τι ήθελε, ήταν κουλαριστό άτομο, δε με ζάλιζε. Κρίμα από το θεό, όμως, είναι και ταλεντάρα, η φωνή του χώνεται στα σώψυχά σου, αφού κι εμένα που έχω φάει τις συναυλίες του στη μάπα τόσους μήνες, ώρες-ώρες μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο.

Φρονώ πως ουδέν νόημα ευρίσκεται εις το να περιπλέκωμεν την κατάστασιν τοιουτοτρόπως. Ειλικρινώς, αδυνατώ να κατανοήσω την επιμονήν υμών. Κατ’ εμέ το θέμα θεωρείται λήξαν. Δεν αντιλαμβάνομαι ποίος ο λόγος της περαιτέρω εμβαθύνσεως, όπως θα έλεγε και ο καλλίκωμος αοιδός, τον οποίον υποστηρίζετε με τόσον πάθος· πάθος, το οποίον έχουν προφανώς εμπνεύσει οι περιπαθείς στίχοι του μεγάλου τούτου καλλιτέχνου. Μολονότι αντιλαμβάνομαι την δυσκολίαν, την οποίαν το αίτημά μου εμπεριέχει, ικετεύω την αγαπητήν ομήγυριν, όπως διαφοροποιηθεί των νεαρών κορασίδων, αι οποίαι ξεσχίζουν τα υποκάμισά των άμα τη εμφανίσει του υπέρτατου αστέρος. Παρακαλώ, κύριοι, καταβάλετε την μεγίστην δυνατήν προσπάθεια υπέρ της πρόοδου και ευδοκίμησεως της εταιρείας ημών, ήτις δεν αποτελεί φιλόπτωχον ταμείον ή άλλον τινά φιλανθρωπικόν φορέαν. Διά τον λόγον τούτον, προτείνω την άμεσον διακοπήν του συμβολαίου και την αντικατάστασιν του εν λόγω κυρίου υπό του νέου ερμηνευτού, δια τον οποίον ομίλησα προ ολίγου και δύναμαι να βεβαιώσω υμάς ότι θα ανταπεξέλθει υποδειγματικώς εις τας ομολογουμένως αυξημένας απαιτήσεις της θέσεως ταύτης. Πρόκειται για άτομον εξαιρετικώς ταλαντούχον, το οποίον, καίτοι τυγχάνει κώμης σαφώς αραιοτέρας, είμαι βέβαιος ότι θα κατορθώσει να διατηρήσει εαυτόν αλώβητον από πάσης φύσεως καταχρήσεις, καθώς και την Melodic Sound από οιονδήποτε διασυρμόν και δυσφήμισην. Εξάλλου, επιθυμώ να υπενθυμίσω έτι μία φοράν εις τους παρευρισκομένους ότι το πλούσιον τριχωτόν αποτελεί το πλέον ιδανικόν προσάναμμαν διά μίαν μεγαλειώδην, εξόχως φονικήν πυρκαγιάν. 

Wednesday, 2 February 2011

Night rain on Shinobashi Bridge, Kawase Hasui (1926)

[Ταξίδι]

Ακουμπώντας τους με δύναμη στην κουπαστή για ώρες πολλές, κάθε νύχτα γδέρνω τους αγκώνες μου. Να διακρίνω ένα φως στο ατελεύτητο σκότος. Ακίνητος μπροστά στο  παραπέτο, τα γόνατα αλύγιστα, μέχρι να μουσκέψει το πρόσωπό μου. Αφουγκράζομαι τον ήχο που κάνει το μελανό νερό χτυπώντας τα έξαλα του πλοίου. Τον θόρυβο των κουπιών που δέρνουν ρυθμικά τη θάλασσα, όταν πνέει ασθενής ο άνεμος. Από το αμπάρι, τα κλαύματα των βρεφών, τους αναστεναγμούς των γυναικών, τη σιωπή των ανδρών. Τα πρώτα βράδια είχα τον Μενεπτόλεμο για σύντροφο. Χωρίς να λέει πολλά λόγια, στεκόταν στο πλευρό μου καπνίζοντας την  ελεφάντινη πίπα του. Κλονισμένος από την κόπωση, τώρα περνάει τη νύχτα στο πάνω κατάστρωμα, με το χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του ξίφους στο αλαφροΰπνι.
                Από τότε που αφήσαμε πίσω μας την Κρήτη, έχω χάσει το μέτρημα πόσα μερόνυχτα πάνε, ταξιδεύουμε με ρότα ανατολική. Κάτω από τον ανέφελο ουρανό, τα βουνά της χώρας των Αμαζόνων χαράζουν τον ορίζοντα. Τα νερά εδώ μοιάζουν πιο πυκνά, σχεδόν παχύρευστα, η καρένα τα σχίζει με δυσκολία, οι ξυλοδεσιές τρίζουν, τα κατάρτια τρέμουν. Η αδυναμία να ησυχάσω προτού νιώσω γη ζεστή και στιβαρή κάτω από τις πατούσες μου κατακλύζει το νου, αλλά η ευλογημένη ημέρα που θα κατεβούμε από το καράβι απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο. Το αν είναι καλύτερα έτσι, μόνο ο Βουχέτας το γνωρίζει. Λυγερόκορμος και καστανομάλλης νέος ακόμα, είχε ταξιδέψει στην Αλάσια. Τη φωνή του λαγέτα, όμως, έχω να την ακούσω από τη μέρα του μπαρκάραμε.

Tuesday, 1 February 2011

Rain on lake, Matsue District, Kawase Hasui (1932)

[Αναχώρηση αναθεωρημένη]

Να φύγουμε, άρχοντά μου; η φωνή μου δυνατή, ασεβής στον πρεσβύτη. Ο καλόγνωμος Βουχέτας δεν έδωσε σημασία, μόνο μίλησε για τη χθεσινοβραδινή φωτιά και τον αγριεμένο λαό. Όσο μιλούσε, το σάλιο στο στόμα μου ξεραινόταν. Ψελλίζοντας, ζήτησα να μάθω πότε έπρεπε να ξεκινήσουμε. Σε ένα φεγγάρι το αργότερο, και με πόδια χωμένα σε μολύβδινες κίστες, σύρθηκα μέχρι το σπίτι. Ο ήλιος είχε πάρει να βασιλεύει. Έστειλα το σκλάβο να κοιμηθεί και ξάπλωσα. Τη στιγμή που ακούστηκε ο ισχυρός χτύπος στην θύρα, πάσχιζα να διώξω εκείνη την καταραμένη βοή που αντηχούσε στα αυτιά μου. Ήταν ο Μενεπτόλεμος, ερχόταν από του Βουχέτα. Όρμησε στο θάλαμο με τα χέρια στην κεφαλή. Βηματίζοντας ασταμάτητα σαν άλογο σε στενό αχούρι, ωρυόταν ότι ο λαγέτας τα είχε χάσει. Όταν, τελικά, σωριάστηκε στο κάθισμα εξουθενωμένος, με ρώτησε αν είχα μάθει τα νέα.
Ότι η ξηρασία είχε καταστρέψει τις σοδειές για δύο συνεχόμενες χρονιές και τα αποθέματα είχαν σχεδόν σωθεί ήταν γνωστό σε όλους. Ο τόπος δε μας χωρούσε πια. Ο άνακτας  φοβόταν τον ξεσηκωμό των γεωργών, που κόντευαν να μην έχουν να φάνε. Πολλές φορές είχαν μαζευτεί έξω από το ανάκτορο, φώναζαν πως θα το κάψουν, χιμούσαν στους άντρες της φρουράς. Έπρεπε να αραιώσουμε, για να μη φάει ο ένας τον άλλο. Έτσι, λήφθηκε η απόφαση να φύγουν μερικές οικογένειες, να βρουν μία νέα πατρίδα, να αλαφρώσει ο τόπος. Και, ίσως, από εκεί που θα πήγαιναν, να μπορούσαν να βοηθήσουν και όσους έμεναν πίσω. Πενήντα φαμίλιες θα ταξίδευαν μέχρι την Κύπρο, και άλλες τόσες στους τόπους της Μιλήτου, ανατολικά. Εμείς, έπρεπε πάμε μαζί τους συνοδεία, να τους προστατεύσουμε με το σπαθί μας, να τους οδηγήσουμε. Ήταν άνθρωποι απλοί, μόνο να οργώνουν και να σπέρνουν τη γη ήξεραν. Εμένα, τον Μενεπτόλεμο και άλλους δύο ιππείς, που δεν είχαμε οικογένειες, αποφασίστηκε να μας στείλουν στην Αλάσια. Μαζί μας θα ερχόταν και ο Βουχέτας.
Ο Μενεπτόλεμος έμεινε μαζί μου μέχρι το ξημέρωμα. Με βλέφαρα ορθάνοιχτα, περάσαμε τη νύχτα σχεδιάζοντας το ταξίδι και μοιράζοντας τις ετοιμασίες. Όταν ο σύντροφός μου σηκώθηκε να φύγει, τον συνόδευσα ως έξω. Βγαίνοντας στον περίβολο, ένιωσα ευχάριστο το ράπισμα της βροχής στο ξαναμμένο πρόσωπό μου. Από το απέναντι σπίτι ακούγονταν οι θόρυβοι των συνηθισμένων πρωινών εργασιών. Υπήρχε φως στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η όμορφη Κέρκις είχε ξυπνήσει. Ανέπνευσα βαθιά, γεμίζοντας τους πνεύμονές μου με την λησμονημένη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και προσπάθησα να μετρήσω πόσες φορές ακόμα θα έβλεπα την πρωινή αναλαμπή του λύχνου της.

Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του καθηγητού Πέρσσον και με το πρόσωπο ξαναμμένο, αποφάσισε να μην επιστρέψει στην βιβλιοθήκη, αλλά να κάνει ένα σύντομο περίπατο. Στην είσοδο του κτιρίου είδε τον Άλφρεντ, τυλιγμένο σε χοντρό πανωφόρι, όμως προσποιήθηκε πως δεν τον πρόσεξε, σπεύδοντας να κατέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πεζοδρόμιο, για να δεχτεί μία δυνατή ριπή λεπτών σταγόνων στο πρόσωπο. Κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας, έριξε μία ματιά στον γκρίζο ουρανό και, στρεφόμενος  προς τα αριστερά, άρχισε να βαδίζει κατά μήκος της Λεωφόρου της Γνώσεως με κατεύθυνση προς το κάστρο, οι θολοσκεπείς πυργίσκοι του οποίου διαγράφονταν με ακρίβεια στον χαμηλωμένο ορίζοντα. Μόλις συνάντησε τον καθεδρικό, μπήκε στον στενό πλακόστρωτο δρομίσκο που οδηγούσε στην όχθη του  Φύρις, στο τέλος του οποίου βρισκόταν η μικρή καφετερία, όπου πήγαινε μερικές φορές, πάντα μόνος, για να πάρει το μεσημεριανό του γεύμα. Μπαίνοντας στην αίθουσα, αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ ενός απομονωμένου τραπεζιού στο βάθος και ενός άλλου δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, η οποία προσέφερε την θέα του κυανόμαυρου ποταμού με τις μικρές βάρκες να κλυδωνίζονται στην ταραγμένη επιφάνειά του. Διάλεξε το πρώτο και παράγγειλε καφέ με κονιάκ δίνοντας μονολεκτικές απαντήσεις στο σερβιτόρο που επιχείρησε να πιάσει κουβέντα. Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα επανέλαβε την παραπάνω πορεία αντιστρόφως και επέστρεψε στο γραφείο του εγκαίρως για την διάλεξη του δόκτορος Μίλλερ. Παρόλα αυτά δεν παραβρέθηκε στη μικρή δεξίωση που δόθηκε προς τιμή του ομιλητή, αμέσως μετά.
Φορτωμένος χοντρά πανόδετα σημειωματάρια, γύρισε σπίτι σχεδόν μία ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο. Το σπίτι ήταν ευχάριστα ζεστό, μύριζε kroppkakor που είχε ετοιμάσει η Ίλκε για το δείπνο. Έτρωγαν πάντα στις επτά ακριβώς. Εκείνη συνήθως άλλαζε και φόραγε κάτι πιο επίσημο, πριν κάτσει στο τραπέζι. Απόψε είχε διαλέξει το πράσινο μάλλινο φόρεμα με το λευκό γιακά που της είχε χαρίσει πριν δύο χρόνια. Μόλις κάθισαν στο τραπέζι, τον ρώτησε αν θα ήθελε λίγο κρασί. Εκείνο στραφτάλιζε βαθυκόκκινο μέσα στην κρυστάλλινη καράφα, στο κέντρο του τραπεζιού. Όσο τον σερβίριζε, την ρώτησε αν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να επισκεφτεί την Κύπρο.  Άφησε το ποτήρι κάτω, αλλά με την βαριά καράφα ακόμα στο δεξί χέρι, η Ίλκε άκουσε τον Έιναρ να της λέει ότι ο καθηγητής Πέρσσον του είχε προτείνει να αναλάβει μία πανεπιστημιακή αποστολή στο νησί. Ξεκίνησε να λέει κάτι, αλλά εκείνος τη διέκοψε ζητώντας της να ξανακαθίσει, ώστε με περισσότερη άνεση να την ενημερώσει ότι τα κυπριακά αντικείμενα που είχαν κυκλοφορήσει στους κύκλους των συλλεκτών είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον, ενώ οι ανασκαφές που είχαν κάνει οι Βρετανοί είχαν δώσει μοναδικά αποτελέσματα. Την κάλεσε να αναλογιστεί την πολιτισμική πολυσυλλεκτικότητα, την χρονολογική ποικιλία, την πολλαπλότητα και την ποσότητα του υλικού και της τόνισε ότι ήταν ο μόνος στο τμήμα που ο καθηγητής θεωρούσε ικανό να φέρει εις πέρας αυτό το πραγματικά μεγαλόπνοο σχέδιο. Πρέπει να πας, είχε πει ο Πέρσσον, σε ελάχιστους αρχαιολόγους έχει δοθεί μία τόσο μεγάλη ευκαιρία. Και δεν έπρεπε, βέβαια, να ξεχνάνε την ανυπολόγιστη ώθηση που θα έδινε κάτι τέτοιο στην καριέρα του.
Τα νέα του φάνηκαν να την εντυπωσιάζουν, μιλώντας κάπως πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως ρωτούσε διάφορες λεπτομέρειες, επέμεινε ιδιαίτερα στο θέμα των ρούχων που θα έπρεπε να πάρει μαζί του, ενώ απαίτησε να της δώσει ένα ακριβέστατο χρονοδιάγραμμα του ταξιδιού, ώστε να μπορέσει να του τα ετοιμάσει όλα έγκαιρα και όπως έπρεπε. Παρόλα αυτά, δεν κατάφερε να τον ρωτήσει πόσο θα έμενε στην Κύπρο. Όταν σηκώθηκε για να του βάλει δεύτερη μερίδα, ο Έιναρ δεν πεινούσε τόσο πολύ αλλά δεν είπε τίποτα, την τράβηξε και την κάθισε στα γόνατά του. Με δάχτυλα κρύα πάνω στην κατάλευκη σάρκα του μπράτσου της και φωνή βραχνή, της είπε πως δεν είχε ακόμα καταλήξει, αφού, το καταλάβαινε και η ίδια, η απόφαση αυτή θα ήταν μία από τις πιο σημαντικές σε ολόκληρη τη ζωή του, και είχε σκοπό να την συλλογιστεί με μεθοδικότητα και ψυχραιμία.
Μετά το δείπνο, πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς κλεισμένος στο γραφείο του, διαβάζοντας για μία ακόμη φορά την αναφορά των ανασκαφών, που είχαν πραγματοποιήσει με τον καθηγητή Πέρσσον  στο πυρπολημένο μυκηναϊκό ανάκτορο της Τίρυνθας πριν πέντε χρόνια.

Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου, θολή εμφανίζεται η σκέψη πως αυτά τα κυριακάτικα πρωινά στα δροσερά σεντόνια μέχρι το μεσημέρι, με κεφάλι ελαφρά ζαλισμένο από το αλκοόλ της προηγούμενης βραδιάς, τελείωσαν πια. Με βλέφαρα ακόμα κλειστά, αφουγκράζεσαι τους θορύβους που έρχονται από την κουζίνα, νερό που τρέχει, πιατικά που χτυπάνε μεταξύ τους. Μυρίζεις ελληνικό καφέ. Κάπου πίσω σου, στο βάθος του σπιτιού, χτυπάει ένα τηλέφωνο. Δειλά ανοίγεις τα μάτια σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, τα κλειστά παντζούρια αφήνουν να περάσει μόνο μία αναλαμπή, που κάνει τις λεπτές κουρτίνες να μοιάζουν από πυκνό ατμό. Τεντώνεις χέρια και πόδια και ανάβεις το πορτατίφ. Η κίνηση σαρώνει και τα τελευταία ξέφτια του ύπνου, αλλά δε σηκώνεσαι. Χαζεύεις τους λεπτούς κόκκους σκόνης που έχουν κάτσει στο βελουδένιο κουτάκι πάνω στο κομοδίνο και αναρωτιέσαι πότε πρόλαβε να σκονιστεί από χτες το βράδυ που το ακούμπησες εκεί.
Πρέπει να ήταν περασμένες τρεις όταν γύρισες σπίτι, με το μικρό κουτί στην τσάντα σου. Μετά το πρώτο τσούγκρισμα στο παρουσίασαν τα παιδιά, να το φοράς για γούρι, να τους έχεις πάντα κοντά σου. Το κρασί έλαμπε μέσα σε ποτήρια από χοντρό γυαλί. Τρεις μέρες πριν την πανσέληνο. Τέσσερα τραπέζια ενωμένα στη μέση της μικρής ταβέρνας. Μαυρισμένα μπράτσα, χέρια μπλεγμένα. Φωνές, γέλια, καλό ταξίδι, δάκρια, τραγούδια, τα Χριστούγεννα πάλι. Στο λόφο του Στρέφη, δροσερό αεράκι. Και μυρωδιές. Μέχρι τα Χριστούγεννα, είναι τρεις μήνες, δύο εβδομάδες και τέσσερις ημέρες. Δηλαδή, τέσσερις μήνες παρά μιάμιση εβδομάδα. Σωστά;
Σωστά, και τώρα θα αφήσεις το κρεβάτι, να μαζέψεις βιβλία και σημειώσεις. Να βάλεις τη σκάλα στην ντουλάπα να πιάσεις μερικά χειμωνιάτικα, να βρεις και την ομπρέλα. Υγρασία, πολλή βροχή και τον Σεπτέμβρη, λέει, η θερμοκρασία πέφτει στους δώδεκα βαθμούς το βράδυ, μπορεί και πιο κάτω. Και τα χαρτιά της υποτροφίας, φαντάσου να μείνεις χωρίς λεφτά. Κι εκείνη την εργασία που σκέφτεσαι να δημοσιεύσεις, να τη δει ο καθηγητής. Χοντρά καλσόν, οπωσδήποτε. Και τα γάντια. Και τον κομψό σκληρό δίσκο που σου πήρε η Ελένη, να αποθηκεύεις όλα αυτά τα σπουδαία που σκοπεύεις να γράψεις. Και τη φωτογραφική μηχανή, όλο και κάπου θα πας, την εκδρομή στα Χάιλαντς την έχεις ήδη κανονίσει. Και το καρνέ με τα τηλέφωνα. Κι ένα μπρίκι για τον ελληνικό καφέ.
                Δεν κουνιέσαι όμως. Μένεις ξαπλωμένη στο αριστερό πλευρό, το δεξί χέρι απλωμένο στο κομοδίνο, τα μάτια στυλωμένα στο κουτί από το κοσμηματοπωλείο. Η βαλίτσα χάνεται μέσα στη σκιά που σχηματίζεται στη γωνία του τοίχου, πίσω από την πόρτα.

Sunday, 23 January 2011

Πέρα από το μαύρο, Hillary Mantel (2005)

Οκτώβρης: η Άλισον ταξιδεύει· είναι η πρώτη γερή κακοκαιρία του φθινοπώρου. Οι δρόμοι γεμίζουν κοτρόνες και λασπουριά, οι αποχετεύσεις σπάνε, από τα φρεάτια, τις υδρορροές, τους οχετούς ανεβαίνει το γλουγλούκισμα των νερών. Στις όχθες των ποταμών ανοίγουν χαντάκια, στεκάμενα νερά παντού, βάλτοι, βούρκος, ραγισμένες σωλήνες και ρωγμές στους μόλους, σύννεφο οι υδρατμοί πάνω από τις πλημμυρισμένες εκτάσεις που αφρίζουν. Παντού νεροφαγώματα, νεροδεσιές που υποχωρούν, νερό που τρέχει, νερό που στάζει· εκεί που η αρμύρα της φουσκοθαλασσιάς ανταμώνει ορμητική τον πηχτό βούρκο των ξεχειλισμένων βόθρων, εκεί οι ωκεανοί ανεβαίνουν, μισό μέτρο, μισό μέτρο, κι άλλο μισό μέτρο και πάει. Στον περιφερειακό, μετά τις καραμπόλες, τα αλάρμ των αυτοκινήτων αναβοσβήνουν στις βοηθητικές λωρίδες. Οι κάμερες της τροχαίας αστράφτουν στις γέφυρες, οι καθαριστήρες σουρίζουν μέσα στη νεροποντή, τα φώτα των φορτηγών που έχουν μείνει, σπαρταράνε σαν τρελά.

Hillary Mantel, Πέρα από το μαύρο (2005),
μτφρ. Α. Δημητριάδου για τις εκδόσεις Πάπυρος (2007)

Wednesday, 5 January 2011

Roads and rains, Abbas Kiarostami (1979-2007)



Wheat field in rain, Vincent Van Gogh (1889)


Το μαντήλι

Να σε φτύσουμε, να μη σε ματιάσουμε, όλοι σε ζηλεύουν, Γιάννη μου, κακοί άνθρωποι, μη δουν κανένα να χαίρεται, να πέσουνε να τον φάνε. Καμάρι του χωριού, εσύ, που κατάφερες να κάμεις το όνειρό σου αληθινό, βρήκες αυτό που ζήταγες, το κέρδισες με το σπαθί σου, όλα κι όλα, η αλήθεια να λέγεται. Θυμάμαι τότε, στο γάμο σου, τι γλέντι είχε γίνει, πως καμάρωνε ο πατέρας σου τη νύφη, δεν χόρταινε να τη βλέπει, όλοι είχατε χάσει τα μυαλά σας  με δαύτη, μόνο η μάνα σου την κοίταζε λίγο στραβά, εντάξει, οι πεθερές έτσι κάνουν πάντα με τις νυφάδες. Όλα τα παλικάρια ποθούσαν τη γυναίκα σου, σκυλιάζανε σαν την βλέπανε στο πλάι σου, τα λυγερά πόδια, τα μαλλιά ως τη μέση, μαγεύονταν με εκείνα τα μάτια, τη γλυκιά λαλιά της, αφού τέτοια ήθελες, βρε Γιάννη, πλανεύτρα, εμείς δεν ήμασταν του γούστου σου, είχαμε τρίχες στα χέρια, ελιές στα μάγουλα, χοντρά χείλια και μεγάλους κώλους. Από μικρός το έλεγες πως η γυναίκα που θα έπαιρνες θα ξεχώριζε από τις υπόλοιπες, θα ήταν το κάτι άλλο, θα την έβλεπες το πρωί που θα ξύπναγες και θα έλεγες φχαριστώ Θεέ μου, θα κάνατε παιδιά όμορφα σαν αγγέλους, ήσουνα και του λόγου σου ωραίος, ψηλός, γαλανομάτης, θα σας ζήλευε όλο το χωριό, και στα γύρω χωριά και όλος ο κόσμος. Ζήλεια ψώρα, έχουνε φαγωθεί τα καθίκια δώδεκα χρόνια τώρα, το ξέρω Γιαννάκη, κάθε βράδυ που σε βλέπουν να την περιμένεις στην εξώπορτα φουμάροντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο· δώδεκα χρόνια που σε κοιτάζουν με μισό μάτι, τα ξανθά σου μαλλιά που έχουνε μείνει τα μισά, την κοντυλένια σου μύτη που πρήστηκε από το πιοτό, τους μεγάλους σου ώμους που έχουνε γύρει μπροστά, το κορμί σου που κόντυνε μία πιθαμή. Τον σκεφτόσουνα άραγε τον φθόνο των ανθρώπων, όταν απόμενες σαν την καλαμιά στον κάμπο;

Κρυμμένος, θυμάμαι. Ψιχάλιζε. Μαύρη, η βελανιδιά. Νοτισμένο το ξύλο, μύριζε. Μέσα στην κουφάλα. Την έβλεπα. Χαμηλά πέταγε, θυμάμαι. Την γη δεν ακούμπαγε, το φόρεμα της. Με τα χέρια απλωμένα. Χαμοπέταγε. Κόμποι ασημένιοι. Οι στάλες της βροχής στα μαλλιά της. Γυαλίζανε. Σαν σέλινα ίσια, θυμάμαι. Στο βράχο έκατσε, να σιάξει το σάλι της. Έπεσε το μαντήλι. Με λίγωσε η μοσχοβολιά του. Μετάξι μαβί. Στο βρεγμένο χώμα, θυμάμαι. Εκεί. Στη μαύρη βελανιδιά δίπλα. Εκεί δίπλα.
Διάφανο, το δέρμα της. Μουδιάζανε τα χείλια μου. Σε κάθε φιλί, θυμάμαι. Η αναπνοή, μου κοβόταν. Να πάρω ανάσα, αδύνατο. Αδύνατο. Να χορτάσω, βασανιζόμουνα. Ασταμάτητα, πεινούσα. Με κομμένα πόδια, σερνόμουνα. Πάνω της τριβόμουνα. Την έγδερνα. Τη μυρωδιά της, να κουβαλάω. Με άφηνε. Πως θα της έλεγα που το είχα, νόμιζε. Στα γόνατα έπεφτε, θυμάμαι. Το ζήταγε. Γλυκόλογα. Φωνές. Κλάματα. Τον άσπρο της λαιμό, κοίταγα. Πως καμπύλωνε. Σαν του κύκνου, θυμάμαι. Στο κρεβάτι, την έσερνα. Από τα μαλλιά, όταν δεν ήθελε. Γλιστράγανε, θυμάμαι. Μες από την παλάμη μου, σαν το νερό.
Καλά καταχωνιάσει, το είχα. Ανακατωμένα συρτάρια, κάθε μέρα. Αναστάτωση παντού, θυμάμαι. Το μεσημέρι εκείνο, ήθελε. Εκείνο το μεσημέρι. Στη γιορτή, να το φορέσει. Με παρακάλεσε. Μαργαριτάρια στο πάτωμα, πέφτανε. Στις πέτρες. Από τα μάτια της, θυμάμαι. Δεν άντεξα. Που το είχα κρύψει, της είπα. Το χρώμα του νερού της λίμνης. Στα μάτια της ξανά, θυμάμαι. Τον μακρύ χιτώνα, ντύθηκε. Γαλάζιο του ουρανού, κοντά μου ήρθε. Ξέσκεπα, τα άσπρα μπράτσα. Σκοτεινιάσανε, τα μάτια μου. Στα μακριά μαλλιά, το χέρι έχωσα. Τελευταία φορά. Παγωμένο, το έβγαλα. Δώδεκα χρόνια τώρα. Τυφλός.

Αν και σπανία, η κατάστασις του κυρίου Ιωάννη Γιαννακέα διόλου ανεξήγητος είναι. Αυτό, βεβαίως, δεν ισχύει και διά την θεραπείαν του, η οποία προβλέπεται ιδιαίτερα πολύπλοκος και επίπονος, αν όχι εντελώς ανέφικτος. Ο κύριος Γιαννακέας πάσχει από βαριάς μορφής μαγειογενήν κατάθλιψιν, η οποία δεν του επιτρέπει να ικανοποιήσει τας βασικάς σωματικάς του ανάγκας, δηλαδή την λήψιν επαρκούς τροφής και ύπνου, καθώς και την φροντίδαν της προσωπικής του υγιεινής. Επιπλέον, ο ασθενής υποφέρει από πολυάριθμα συμπτώματα ψυχοσωματικού χαρακτήρος, ιδιαίτερα συνήθη σε τοιαύτες περιπτώσεις, τα οποία έχουν προκαλέσει κύφωσιν, σακχαροδιαβήτην, την  σταδιακή απώλεια της οράσεως, της ακοής και πολλών οδόντων, καθώς και σοβαρήν τριχόπτωσιν.
Τέλος, η κατάθλιψις που ταλανίζει τον κύριον Γιαννακέα είναι υπαίτιος και διά τον βαρύν αλκοολισμόν και την ιδεοληψίαν, στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν την συμπεριφοράν αυτού. Η ιδεοληψία εκδηλώνεται μέσω ισχυρών κρίσεων, τουλάχιστον άπαξ της εβδομάδος, κατά τας οποίας ο ασθενής συνομιλεί με την σύζυγον του, η οποία τον εγκατέλειψε προ δωδεκαετίας. Οι συζητήσεις αύται χαρακτηρίζονται από έντονας συναισθηματικάς διακυμάνσεις· ενίοτε ο κύριος Γιαννακέας ομιλεί μειλιχίως και τρυφερώς, ενώ άλλοτε γίνεται βίαιος και εξαιρετικώς προσβλητικός, ενώ κατ’ επανάληψιν απειλεί την σύζυγόν του με το ξέσχισμα μανδηλίου τινός. Προφανώς, πρόκειται διά το μανδήλιον, το οποίο δημιούργησε τον μαγικόν σύνδεσμον μεταξύ του ασθενούς και της εκτοπλασματικής νύμφης, την οποία είχε επιλέξει ως σύζυγον.
Βάσει της συμπτωματολογίας, την οποία εκθέσαμε παραπάνω, αλλά και της ραγδαίας επιδεινώσεως της καταστάσεως του κυρίου Γιαννακέα κατά το τελευταίον οκτάμηνον, προτείνουμε τον εγκλεισμόν του ασθενούς σε ψυχιατρικόν θεραπευτήριον, όπου θα τεθεί υπό την εικοσιτετράωρη παρακολούθησιν ειδικευμένου προσωπικού, ώστε να διερευνηθούν αι θεραπευτικαί οδοί, αι οποίαι ενδέχεται να οδηγήσουν εις την ανακούφισιν αυτού. Διότι, οφείλουμε να τονίσουμε, ότι η πλήρης θεραπεία ατόμων που πάσχουν από ασθένειες μαγικής φύσεως, αποτελεί μεγίστη πρόκλησιν διά τον οιονδήποτε ιατρόν. Είναι ευρέως γνωστόν ότι ο αγών, ο οποίος καταβάλλεται υπό της επιστημονικής κοινότητος διά τον έλεγχον και την αντιμετώπισην των μαγειογενών μικροβίων, είναι μαχροχρόνιος και ιδιαιτέρως επίπονος και τα μέχρι την σήμερον αποτελέσματα είναι σχετικά περιορισμένα. Διά τον λόγον αυτόν φρονούμε ότι η εις βάθος μελέτη της νόσου του κυρίου Γιαννακέα θα συμβάλει τα μέγιστα εις την πρόοδο της επιστημονικής ερεύνης διά την θεραπεία πάσης φύσεως μαγείας και βασκανίας.

Τον καημένο τον Γιάννη του Παπά τον έφαγε που από μικρός ζήταγε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Ήτανε χαϊδεμένος, μοναχογιός και στερνοπαίδι, τόνε κανακεύανε η μάνα και οι τέσσερις αδελφάδες του. Ήτανε και όμορφος πολύ, δύο μέτρα παλίκαρος, όλες θέλανε να τόνε πάρουνε άντρα τους. Ο Γιάννης όμως γύρευε ξωτικιά, μαγεμένη, οι άλλες δεν του κάνανε. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμιά από δαύτες, έστηνε καρτέρι δίπλα στο ποτάμι νύχτες ολάκερες, αλλά δεν τα κατάφερνε. Καθώς το ‘χε βάλει πείσμα, πήγε σε κείνη τη γριά που κάθεται στο έμπα του χωριού, που τα Μανωλάκια τήνε λένε μάγισσα. Αυτή τον ορμήνεψε να κλέψει το μαντήλι μιας από τις νεράιδες, οποιανής του άρεσε πιότερο, κι έτσι θα την έκανε δικιά του, θα τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε. Αλλά έπρεπε να προσέξει καλά μη τον γελάσει η ξωτικιά και πάρει πίσω το μαντήλι, γιατί τότε θα την έχανε για πάντα.
Ένα απόβραδο, τελειώματα του Οκτώβρη θα ‘τανε, παραφύλαγε τις ξωτικές χωμένος μέσα στην κουφάλα της μεγάλης βελανιάς, δίπλα στο γεφυράκι του Τσολιά. Διπλωμένος στα δύο, καλά-καλά δεν ανεπνούσε μη τυχόν και τον ακούσουνε. Ήτανε τυχερός, γιατί μιανής νεράιδας της έπεσε το μαντήλι, δίπλα στο δέντρο οπού κρυβόταν. Αυτός χύθηκε σαν το στοιχειό, πρόλαβε και το άρπαξε. Έτσι, τα κατάφερε, την πήγε σπίτι του και την πήρε γυναίκα του. Όσο χαρούμενος ήτανε ο Γιάννης, όσο καμάρωνε σαν το γύφτικο σκεπάρνι σαν έβλεπε τη ζήλια στα των χωριανών, τόσο εκείνη χλόμιαζε και μαραινόταν. Ήτανε πάντα πικραμένη και δεν ήθελε να στολίζεται, να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια. Το ‘βλεπε ο Γιάννης το μαράζι της γυναίκας του κι ελυπότανε πολύ, αλλά το μαντήλι δεν της το γύριζε, όσο κι αν τόνε παρακάλαγε αυτή πεσμένη στα γόνατα. Γιατί το ‘ξερε ο Γιάννης, πως άμα του ‘φευγε, εκείνος θα χανόταν. Έτσι πέρασαν πέντε χρόνια.
Μια μέρα, παραμονή της Αγια-Μαρίνας, δεν άντεξε άλλο να τη βλέπει να σπαράζει και της το ‘δωσε. Την έβαλε, όμως, να του υποσχεθεί ότι μετά το πανηγύρι θα γύριζε σπίτι. Τότες, η ξωτικιά φόρεσε ένα γαλάζιο φόρεμα γεμάτο διαμαντικά και άφησε λυτά τα μαλλιά της, που έφταναν ως το πάτωμα.  Πήγε στη γιορτή και άστραψε η πλατεία, κι έμειναν όλοι να την κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα. Μπήκε μπροστάρα στο χορό και με μια γλυκιά φωνούλα έπιασε ένα τραγούδι που ράγιζε καρδιές. Και σαν έφερε τρεις γύρους, σείστηκε, λυγίστηκε, τίναξε το μαβί μαντήλι και πέταξε στον ουρανό να βρει τις συντρόφισσές της. Από τότε, κανείς δεν την ματάδε. Κι ο Γιάννης, απόμεινε μοναχός να μαραζώνει μέρα με τη μέρα, και να γυρνάει τις ρεματιές και τις ραχούλες να την ψάχνει, δώδεκα χρόνια τώρα