Ακουμπώντας τους με δύναμη στην κουπαστή για ώρες πολλές, κάθε νύχτα γδέρνω τους αγκώνες μου. Να διακρίνω ένα φως στο ατελεύτητο σκότος. Ακίνητος μπροστά στο παραπέτο, τα γόνατα αλύγιστα, μέχρι να μουσκέψει το πρόσωπό μου. Αφουγκράζομαι τον ήχο που κάνει το μελανό νερό χτυπώντας τα έξαλα του πλοίου. Τον θόρυβο των κουπιών που δέρνουν ρυθμικά τη θάλασσα, όταν πνέει ασθενής ο άνεμος. Από το αμπάρι, τα κλαύματα των βρεφών, τους αναστεναγμούς των γυναικών, τη σιωπή των ανδρών. Τα πρώτα βράδια είχα τον Μενεπτόλεμο για σύντροφο. Χωρίς να λέει πολλά λόγια, στεκόταν στο πλευρό μου καπνίζοντας την ελεφάντινη πίπα του. Κλονισμένος από την κόπωση, τώρα περνάει τη νύχτα στο πάνω κατάστρωμα, με το χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του ξίφους στο αλαφροΰπνι.
Από τότε που αφήσαμε πίσω μας την Κρήτη, έχω χάσει το μέτρημα πόσα μερόνυχτα πάνε, ταξιδεύουμε με ρότα ανατολική. Κάτω από τον ανέφελο ουρανό, τα βουνά της χώρας των Αμαζόνων χαράζουν τον ορίζοντα. Τα νερά εδώ μοιάζουν πιο πυκνά, σχεδόν παχύρευστα, η καρένα τα σχίζει με δυσκολία, οι ξυλοδεσιές τρίζουν, τα κατάρτια τρέμουν. Η αδυναμία να ησυχάσω προτού νιώσω γη ζεστή και στιβαρή κάτω από τις πατούσες μου κατακλύζει το νου, αλλά η ευλογημένη ημέρα που θα κατεβούμε από το καράβι απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο. Το αν είναι καλύτερα έτσι, μόνο ο Βουχέτας το γνωρίζει. Λυγερόκορμος και καστανομάλλης νέος ακόμα, είχε ταξιδέψει στην Αλάσια. Τη φωνή του λαγέτα, όμως, έχω να την ακούσω από τη μέρα του μπαρκάραμε.
No comments:
Post a Comment