Tuesday, 1 February 2011

[Αναχώρηση αναθεωρημένη]

Να φύγουμε, άρχοντά μου; η φωνή μου δυνατή, ασεβής στον πρεσβύτη. Ο καλόγνωμος Βουχέτας δεν έδωσε σημασία, μόνο μίλησε για τη χθεσινοβραδινή φωτιά και τον αγριεμένο λαό. Όσο μιλούσε, το σάλιο στο στόμα μου ξεραινόταν. Ψελλίζοντας, ζήτησα να μάθω πότε έπρεπε να ξεκινήσουμε. Σε ένα φεγγάρι το αργότερο, και με πόδια χωμένα σε μολύβδινες κίστες, σύρθηκα μέχρι το σπίτι. Ο ήλιος είχε πάρει να βασιλεύει. Έστειλα το σκλάβο να κοιμηθεί και ξάπλωσα. Τη στιγμή που ακούστηκε ο ισχυρός χτύπος στην θύρα, πάσχιζα να διώξω εκείνη την καταραμένη βοή που αντηχούσε στα αυτιά μου. Ήταν ο Μενεπτόλεμος, ερχόταν από του Βουχέτα. Όρμησε στο θάλαμο με τα χέρια στην κεφαλή. Βηματίζοντας ασταμάτητα σαν άλογο σε στενό αχούρι, ωρυόταν ότι ο λαγέτας τα είχε χάσει. Όταν, τελικά, σωριάστηκε στο κάθισμα εξουθενωμένος, με ρώτησε αν είχα μάθει τα νέα.
Ότι η ξηρασία είχε καταστρέψει τις σοδειές για δύο συνεχόμενες χρονιές και τα αποθέματα είχαν σχεδόν σωθεί ήταν γνωστό σε όλους. Ο τόπος δε μας χωρούσε πια. Ο άνακτας  φοβόταν τον ξεσηκωμό των γεωργών, που κόντευαν να μην έχουν να φάνε. Πολλές φορές είχαν μαζευτεί έξω από το ανάκτορο, φώναζαν πως θα το κάψουν, χιμούσαν στους άντρες της φρουράς. Έπρεπε να αραιώσουμε, για να μη φάει ο ένας τον άλλο. Έτσι, λήφθηκε η απόφαση να φύγουν μερικές οικογένειες, να βρουν μία νέα πατρίδα, να αλαφρώσει ο τόπος. Και, ίσως, από εκεί που θα πήγαιναν, να μπορούσαν να βοηθήσουν και όσους έμεναν πίσω. Πενήντα φαμίλιες θα ταξίδευαν μέχρι την Κύπρο, και άλλες τόσες στους τόπους της Μιλήτου, ανατολικά. Εμείς, έπρεπε πάμε μαζί τους συνοδεία, να τους προστατεύσουμε με το σπαθί μας, να τους οδηγήσουμε. Ήταν άνθρωποι απλοί, μόνο να οργώνουν και να σπέρνουν τη γη ήξεραν. Εμένα, τον Μενεπτόλεμο και άλλους δύο ιππείς, που δεν είχαμε οικογένειες, αποφασίστηκε να μας στείλουν στην Αλάσια. Μαζί μας θα ερχόταν και ο Βουχέτας.
Ο Μενεπτόλεμος έμεινε μαζί μου μέχρι το ξημέρωμα. Με βλέφαρα ορθάνοιχτα, περάσαμε τη νύχτα σχεδιάζοντας το ταξίδι και μοιράζοντας τις ετοιμασίες. Όταν ο σύντροφός μου σηκώθηκε να φύγει, τον συνόδευσα ως έξω. Βγαίνοντας στον περίβολο, ένιωσα ευχάριστο το ράπισμα της βροχής στο ξαναμμένο πρόσωπό μου. Από το απέναντι σπίτι ακούγονταν οι θόρυβοι των συνηθισμένων πρωινών εργασιών. Υπήρχε φως στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η όμορφη Κέρκις είχε ξυπνήσει. Ανέπνευσα βαθιά, γεμίζοντας τους πνεύμονές μου με την λησμονημένη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και προσπάθησα να μετρήσω πόσες φορές ακόμα θα έβλεπα την πρωινή αναλαμπή του λύχνου της.

Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του καθηγητού Πέρσσον και με το πρόσωπο ξαναμμένο, αποφάσισε να μην επιστρέψει στην βιβλιοθήκη, αλλά να κάνει ένα σύντομο περίπατο. Στην είσοδο του κτιρίου είδε τον Άλφρεντ, τυλιγμένο σε χοντρό πανωφόρι, όμως προσποιήθηκε πως δεν τον πρόσεξε, σπεύδοντας να κατέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πεζοδρόμιο, για να δεχτεί μία δυνατή ριπή λεπτών σταγόνων στο πρόσωπο. Κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας, έριξε μία ματιά στον γκρίζο ουρανό και, στρεφόμενος  προς τα αριστερά, άρχισε να βαδίζει κατά μήκος της Λεωφόρου της Γνώσεως με κατεύθυνση προς το κάστρο, οι θολοσκεπείς πυργίσκοι του οποίου διαγράφονταν με ακρίβεια στον χαμηλωμένο ορίζοντα. Μόλις συνάντησε τον καθεδρικό, μπήκε στον στενό πλακόστρωτο δρομίσκο που οδηγούσε στην όχθη του  Φύρις, στο τέλος του οποίου βρισκόταν η μικρή καφετερία, όπου πήγαινε μερικές φορές, πάντα μόνος, για να πάρει το μεσημεριανό του γεύμα. Μπαίνοντας στην αίθουσα, αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ ενός απομονωμένου τραπεζιού στο βάθος και ενός άλλου δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, η οποία προσέφερε την θέα του κυανόμαυρου ποταμού με τις μικρές βάρκες να κλυδωνίζονται στην ταραγμένη επιφάνειά του. Διάλεξε το πρώτο και παράγγειλε καφέ με κονιάκ δίνοντας μονολεκτικές απαντήσεις στο σερβιτόρο που επιχείρησε να πιάσει κουβέντα. Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα επανέλαβε την παραπάνω πορεία αντιστρόφως και επέστρεψε στο γραφείο του εγκαίρως για την διάλεξη του δόκτορος Μίλλερ. Παρόλα αυτά δεν παραβρέθηκε στη μικρή δεξίωση που δόθηκε προς τιμή του ομιλητή, αμέσως μετά.
Φορτωμένος χοντρά πανόδετα σημειωματάρια, γύρισε σπίτι σχεδόν μία ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο. Το σπίτι ήταν ευχάριστα ζεστό, μύριζε kroppkakor που είχε ετοιμάσει η Ίλκε για το δείπνο. Έτρωγαν πάντα στις επτά ακριβώς. Εκείνη συνήθως άλλαζε και φόραγε κάτι πιο επίσημο, πριν κάτσει στο τραπέζι. Απόψε είχε διαλέξει το πράσινο μάλλινο φόρεμα με το λευκό γιακά που της είχε χαρίσει πριν δύο χρόνια. Μόλις κάθισαν στο τραπέζι, τον ρώτησε αν θα ήθελε λίγο κρασί. Εκείνο στραφτάλιζε βαθυκόκκινο μέσα στην κρυστάλλινη καράφα, στο κέντρο του τραπεζιού. Όσο τον σερβίριζε, την ρώτησε αν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να επισκεφτεί την Κύπρο.  Άφησε το ποτήρι κάτω, αλλά με την βαριά καράφα ακόμα στο δεξί χέρι, η Ίλκε άκουσε τον Έιναρ να της λέει ότι ο καθηγητής Πέρσσον του είχε προτείνει να αναλάβει μία πανεπιστημιακή αποστολή στο νησί. Ξεκίνησε να λέει κάτι, αλλά εκείνος τη διέκοψε ζητώντας της να ξανακαθίσει, ώστε με περισσότερη άνεση να την ενημερώσει ότι τα κυπριακά αντικείμενα που είχαν κυκλοφορήσει στους κύκλους των συλλεκτών είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον, ενώ οι ανασκαφές που είχαν κάνει οι Βρετανοί είχαν δώσει μοναδικά αποτελέσματα. Την κάλεσε να αναλογιστεί την πολιτισμική πολυσυλλεκτικότητα, την χρονολογική ποικιλία, την πολλαπλότητα και την ποσότητα του υλικού και της τόνισε ότι ήταν ο μόνος στο τμήμα που ο καθηγητής θεωρούσε ικανό να φέρει εις πέρας αυτό το πραγματικά μεγαλόπνοο σχέδιο. Πρέπει να πας, είχε πει ο Πέρσσον, σε ελάχιστους αρχαιολόγους έχει δοθεί μία τόσο μεγάλη ευκαιρία. Και δεν έπρεπε, βέβαια, να ξεχνάνε την ανυπολόγιστη ώθηση που θα έδινε κάτι τέτοιο στην καριέρα του.
Τα νέα του φάνηκαν να την εντυπωσιάζουν, μιλώντας κάπως πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως ρωτούσε διάφορες λεπτομέρειες, επέμεινε ιδιαίτερα στο θέμα των ρούχων που θα έπρεπε να πάρει μαζί του, ενώ απαίτησε να της δώσει ένα ακριβέστατο χρονοδιάγραμμα του ταξιδιού, ώστε να μπορέσει να του τα ετοιμάσει όλα έγκαιρα και όπως έπρεπε. Παρόλα αυτά, δεν κατάφερε να τον ρωτήσει πόσο θα έμενε στην Κύπρο. Όταν σηκώθηκε για να του βάλει δεύτερη μερίδα, ο Έιναρ δεν πεινούσε τόσο πολύ αλλά δεν είπε τίποτα, την τράβηξε και την κάθισε στα γόνατά του. Με δάχτυλα κρύα πάνω στην κατάλευκη σάρκα του μπράτσου της και φωνή βραχνή, της είπε πως δεν είχε ακόμα καταλήξει, αφού, το καταλάβαινε και η ίδια, η απόφαση αυτή θα ήταν μία από τις πιο σημαντικές σε ολόκληρη τη ζωή του, και είχε σκοπό να την συλλογιστεί με μεθοδικότητα και ψυχραιμία.
Μετά το δείπνο, πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς κλεισμένος στο γραφείο του, διαβάζοντας για μία ακόμη φορά την αναφορά των ανασκαφών, που είχαν πραγματοποιήσει με τον καθηγητή Πέρσσον  στο πυρπολημένο μυκηναϊκό ανάκτορο της Τίρυνθας πριν πέντε χρόνια.

Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου, θολή εμφανίζεται η σκέψη πως αυτά τα κυριακάτικα πρωινά στα δροσερά σεντόνια μέχρι το μεσημέρι, με κεφάλι ελαφρά ζαλισμένο από το αλκοόλ της προηγούμενης βραδιάς, τελείωσαν πια. Με βλέφαρα ακόμα κλειστά, αφουγκράζεσαι τους θορύβους που έρχονται από την κουζίνα, νερό που τρέχει, πιατικά που χτυπάνε μεταξύ τους. Μυρίζεις ελληνικό καφέ. Κάπου πίσω σου, στο βάθος του σπιτιού, χτυπάει ένα τηλέφωνο. Δειλά ανοίγεις τα μάτια σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, τα κλειστά παντζούρια αφήνουν να περάσει μόνο μία αναλαμπή, που κάνει τις λεπτές κουρτίνες να μοιάζουν από πυκνό ατμό. Τεντώνεις χέρια και πόδια και ανάβεις το πορτατίφ. Η κίνηση σαρώνει και τα τελευταία ξέφτια του ύπνου, αλλά δε σηκώνεσαι. Χαζεύεις τους λεπτούς κόκκους σκόνης που έχουν κάτσει στο βελουδένιο κουτάκι πάνω στο κομοδίνο και αναρωτιέσαι πότε πρόλαβε να σκονιστεί από χτες το βράδυ που το ακούμπησες εκεί.
Πρέπει να ήταν περασμένες τρεις όταν γύρισες σπίτι, με το μικρό κουτί στην τσάντα σου. Μετά το πρώτο τσούγκρισμα στο παρουσίασαν τα παιδιά, να το φοράς για γούρι, να τους έχεις πάντα κοντά σου. Το κρασί έλαμπε μέσα σε ποτήρια από χοντρό γυαλί. Τρεις μέρες πριν την πανσέληνο. Τέσσερα τραπέζια ενωμένα στη μέση της μικρής ταβέρνας. Μαυρισμένα μπράτσα, χέρια μπλεγμένα. Φωνές, γέλια, καλό ταξίδι, δάκρια, τραγούδια, τα Χριστούγεννα πάλι. Στο λόφο του Στρέφη, δροσερό αεράκι. Και μυρωδιές. Μέχρι τα Χριστούγεννα, είναι τρεις μήνες, δύο εβδομάδες και τέσσερις ημέρες. Δηλαδή, τέσσερις μήνες παρά μιάμιση εβδομάδα. Σωστά;
Σωστά, και τώρα θα αφήσεις το κρεβάτι, να μαζέψεις βιβλία και σημειώσεις. Να βάλεις τη σκάλα στην ντουλάπα να πιάσεις μερικά χειμωνιάτικα, να βρεις και την ομπρέλα. Υγρασία, πολλή βροχή και τον Σεπτέμβρη, λέει, η θερμοκρασία πέφτει στους δώδεκα βαθμούς το βράδυ, μπορεί και πιο κάτω. Και τα χαρτιά της υποτροφίας, φαντάσου να μείνεις χωρίς λεφτά. Κι εκείνη την εργασία που σκέφτεσαι να δημοσιεύσεις, να τη δει ο καθηγητής. Χοντρά καλσόν, οπωσδήποτε. Και τα γάντια. Και τον κομψό σκληρό δίσκο που σου πήρε η Ελένη, να αποθηκεύεις όλα αυτά τα σπουδαία που σκοπεύεις να γράψεις. Και τη φωτογραφική μηχανή, όλο και κάπου θα πας, την εκδρομή στα Χάιλαντς την έχεις ήδη κανονίσει. Και το καρνέ με τα τηλέφωνα. Κι ένα μπρίκι για τον ελληνικό καφέ.
                Δεν κουνιέσαι όμως. Μένεις ξαπλωμένη στο αριστερό πλευρό, το δεξί χέρι απλωμένο στο κομοδίνο, τα μάτια στυλωμένα στο κουτί από το κοσμηματοπωλείο. Η βαλίτσα χάνεται μέσα στη σκιά που σχηματίζεται στη γωνία του τοίχου, πίσω από την πόρτα.

No comments:

Post a Comment