Και όμως, εκείνο το βράδυ, όλα έμοιαζαν να είναι στη θέση τους, και το γεγονός ότι έβρεχε έκανε τα πράγματα να δείχνουν ακόμη πιο στάσιμα. Φθινοπωρινά πρωτοβρόχια· εκτός από κάποια ερωτευμένα ζευγαράκια, κανείς άλλος δεν πλησίαζε το ταμείο του κινηματογράφου της οδού Ντ' Αλλιέ. Η ταμίας ήταν κάτι περισσότερο από εκνευρισμένη επειδή παρέμενε, για το τίποτα, εγκλωβισμένη μες το γυάλινο κλουβί της, όπου πάγωνε βλέποντας τη βροχή να πέφτει μπροστά από τους λαμπτήρες της φωτεινής επιγραφής.
Το Μουλέν ήταν ακριβώς το Μουλέν των πρώτων ημερών του Οκτωβρίου. Στις τραπεζαρίες των ξενοδοχείων Παρίσι, Ντωφέν, Αλλιέ έτρωγαν εμπορικοί αντιπρόσωποι το μενού της ημέρας και τους σέρβιραν κοπέλες με μαύρα φορέματα, μαύρες κάλτσες και λευκές ποδίτσες. Στο δρόμο, πότε πότε περνούσε ένα αυτοκίνητο, που ποιός ξέρει που πήγαινε, ίσως στη Νεβέρ ή στην Κλερμόν, μπορεί και στο Παρίσι.
Τα ρολά των μαγαζιών ήταν κατεβασμένα, ενώ οι επιγραφές τους λούζονταν στο νερό της βροχής-το τεράστιο κόκκινο καπέλο του καταστήματος Μπλυσέ, το γιγαντιαίο χρονόμετρο του Τελλιέ, ακριβώς δίπλα απ' το επίχρυσο κεφάλι αλόγου, του κρεοπωλείου.
Το σφύριγμα που ακούστηκε πίσω απ' τα σπίτια ήταν απ' το ωτομοτρίς του Μονλυσόν, που μετά βίας είχε δέκα επιβάτες.
Στη Νομαρχία παρετίθετο δείπνο για είκοσι άτομα, ήταν αυτό που το ονόμαζαν μηνιαίο δείπνο, και παρευρίσκονταν ανελειπώς οι ίδιοι προσκεκλημένοι.
Σπάνια έβλεπε κανείς παράθυρα με ανοιχτά παντζούρια και ανθρώπους να κάθονται με το φως αναμμένο. Τα βήματα, όταν ακούγονταν στους δαιδαλώδεις δρόμους, που γυάλιζαν από τη βροχή, ήταν μουλωχτά, σαν κάποιου που ντρέπεται.
Τα ρολά των μαγαζιών ήταν κατεβασμένα, ενώ οι επιγραφές τους λούζονταν στο νερό της βροχής-το τεράστιο κόκκινο καπέλο του καταστήματος Μπλυσέ, το γιγαντιαίο χρονόμετρο του Τελλιέ, ακριβώς δίπλα απ' το επίχρυσο κεφάλι αλόγου, του κρεοπωλείου.
Το σφύριγμα που ακούστηκε πίσω απ' τα σπίτια ήταν απ' το ωτομοτρίς του Μονλυσόν, που μετά βίας είχε δέκα επιβάτες.
Στη Νομαρχία παρετίθετο δείπνο για είκοσι άτομα, ήταν αυτό που το ονόμαζαν μηνιαίο δείπνο, και παρευρίσκονταν ανελειπώς οι ίδιοι προσκεκλημένοι.
Σπάνια έβλεπε κανείς παράθυρα με ανοιχτά παντζούρια και ανθρώπους να κάθονται με το φως αναμμένο. Τα βήματα, όταν ακούγονταν στους δαιδαλώδεις δρόμους, που γυάλιζαν από τη βροχή, ήταν μουλωχτά, σαν κάποιου που ντρέπεται.
Georges Simenon, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940),
μτφρ. Α. Μακαρώφ για τις εκδόσεις Άγρα (2011)
No comments:
Post a Comment