Πέφτει μια σταγόνα νερό, χοντρή, μεγάλη, τρυπάει το χώμα κι αφήνει ένα σημάδι σαν φτυσιά. Μόνη της πέφτει. Εμείς ελπίζουμε να συνεχίσουνε να πέφτουν κι άλλες. Δε βρέχει. Τώρα άμα κοιτάξεις τον ουρανό βλέπεις το φορτωμένο σύννεφο να τρέχει πέρα μακριά, με βιάση. Ο άνεμος που έρχεται από το χωριό το παρασέρνει σπρώχνοντάς το πάνω στους γαλάζιους ίσκιους των βουνών. Και τη σταγόνα που έκανε το λάθος κι έπεσε την καταπίνει η γη και την εξαφανίζει μέσα στη δίψα της.
Ποιος διάολος έκανε τόσο μεγάλο αυτό τον κάμπο; Σε τι χρησιμεύει, ε;
Αρχίσαμε ξανά να περπατάμε. Είχαμε σταματήσει για να δούμε τη βροχή. Δεν έβρεξε. Και τώρα ξαναρχίζουμε να περπατάμε. Κι εγώ σκέφτομαι πως έχουμε περπατήσει πιο πολύ από το δρόμο που 'χουμε αφήσει πίσω μας. Αυτό σκέφτομαι. Ίσως αν έβρεχε να σκεφτομουν άλλα πράγματα. Στο κάτω κάτω, εγώ το ξέρω, πως από τότε που 'μουνα παιδί δεν έχω δει ποτέ βροχή στον Κάμπο, αληθινή βροχή θέλω να πω.
Juan Rulfo, O κάμπος στις φλόγες (1953),
μτφρ. Ε. Γιαννοπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη (2007)
No comments:
Post a Comment