Tuesday, 31 March 2009
-26.9679ο/ 038.8037ο
Πέντε η ώρα, το πρωί. Ο «Alessandro Volta», φορτωμένος ζάχαρη και βαμβάκι, έπλεε στα ανοιχτά του Μαπούτο με ανατολική κατεύθυνση για Περθ. Είχε τελειώσει τη βάρδια του πριν μία ώρα. Ξαπλωμένος στην στενή κουκέτα της καμπίνας του προσπαθούσε να κοιμηθεί. Η βροχή, που ξεκίνησε γύρω στις τρεις, είχε δυναμώσει. Σφυροκοπούσε τα καταστρώματα και κροτάλιζε πάνω στις λαμαρίνες. Όλο το πλοίο βούιζε και ήταν αδύνατο να βρει κανείς ησυχία. Το κορμί του κατάκοπο, όμως το μυαλό του ήταν διαυγές, σα να είχε μόλις ξυπνήσει. Τις τελευταίες μέρες τον βασάνιζε ένας επίμονος πονοκέφαλος, αλλά και κάτι οικογενειακές σκοτούρες σχετικά με ένα ζήτημα, που είχε πληροφορηθεί πρόσφατα. Έμεινε ακίνητος, προσπαθώντας να συγκεντρώσει την προσοχή στην αναπνοή του και να διώξει μακριά τις σκέψεις.
Μισοκοιμόταν, όταν άκουσε χτύπημα στην πόρτα του. Ήταν ο λοστρόμος, που του έλεγε ότι τον ζητάει ο καπετάνιος στη γέφυρα. Βρίζοντας από μέσα του, σηκώθηκε και φόρεσε βιαστικά το πουκάμισο, που είχε απλώσει στην ράχη της καρέκλας πριν ξαπλώσει, ένα μάλλινο πουλόβερ και τα παπούτσια του.
Ανέβηκε τη σκάλα και βγήκε στο κύριο κατάστρωμα, όπου τον υποδέχτηκε μία δυνατή ριπή βροχής. Διένυσε την υπόλοιπη απόσταση ως τη γέφυρα τρέχοντας. Όταν μπήκε στην καμπίνα είδε τον καπετάνιο, τον πρώτο μηχανικό και δύο ναύκληρους να στέκουν γύρω από μία καρέκλα. Καθισμένος εκεί, μούσκεμα ως το κόκκαλο, τυλιγμένος σε μία κουβέρτα ήταν ο νέγρος θερμαστής του πλοίου. Είχε τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, οι ώμοι του καμπουριασμένοι και έτρεμε σα να κρύωνε. Οι αξιωματικοί είχαν ύφος κουρασμένο, και η ανακούφιση όλων, όταν είδαν τον Νίκο να μπαίνει, ήταν φανερή.
Με ουδέτερη φωνή, ο καπετάνιος του εξήγησε ότι είχαν βρει τον Γουίλλη, έτσι λεγόταν ο θερμαστής, σκαρφαλωμένο στην κουπαστή του κατώτερου καταστρώματος, κοντά στην σκάλα του μηχανοστασίου, έτοιμο να βουτήξει στη θάλασσα. Ευτυχώς, έτυχε να περνάει ο πρώτος μηχανικός μαζί με ένα ναύτη και έτρεξαν να τον συγκρατήσουν. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν πάλι μαστουρωμένος και δεν καταλάβαινε τι έκανε. Ξαφνιασμένοι συνειδητοποίησαν ότι ο θερμαστής αντιστεκόταν, δεν ήθελε να κατέβει από το παραπέτο και τους έσπρωχνε πέρα με δύναμη. Έτσι μεγαλόσωμος και χειροδύναμος που ήταν ο αράπης, μετά βίας τον κατάφεραν, αν και ήταν δύο. Ο καπετάνιος ζήτησε από το Νίκο, που ήξερε καλά αγγλικά και είχε παρτίδες με τον θερμαστή, να του κάνει μια σύσταση, φοβόταν πως την επόμενη φορά δεν θα τον προλάβαιναν. Θα πνιγόταν και θα είχαν μπλεξίματα με το σωματείο.
Πλησίασε και έκανε νόημα στους άλλους να πάνε πιο πέρα. Ο καπετάνιος του έριξε ένα βαριεστημένο βλέμμα και απομακρύνθηκε μαζί με τους άλλους τρεις, αλλά δεν έφυγαν από τη γέφυρα. Καθώς έσκυβε και πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, άκουσε τον Γουίλλη να λέει σιγανά, όμως με φωνή που παλλόταν από ενθουσιασμό:
«Μετά το τέλος της βάρδιας, όπως πάντα, ανέβηκα στο κατάστρωμα να καπνίσω. Μόλις που χάραζε. Είχα γύρει στην κουπαστή και απολάμβανα το τσιγάρο μου με κλειστά μάτια, μου αρέσει ο θόρυβος της βροχής στη θάλασσα, όταν ξαφνικά νόμισα ότι άκουσα άλογο να χλιμιντρίζει. Άνοιξα τα μάτια σαστισμένος και αντίκρισα ένα μαύρο φτερωτό πουλάρι, με το τρίχωμα του βρεμένο να γυαλίζει σαν την πίσσα. Κάλπαζε δίπλα στο καράβι σαν αέρας, ίσα που ακουμπούσε το νερό με τα μακριά του πόδια, με το κεφάλι γυρισμένο προς εμένα. Πιο πίσω πέταγαν δύο γυναίκες με μεγάλες σκουρόχρωμες φτερούγες και σώμα ψαρίσιο από τη μέση και κάτω. Είχαν μακριά μαλλιά που ανέμιζαν πίσω τους πλοκάμια και τα κορμιά τους, ολόλευκα, έλαμπαν σαν τον φώσφορο μέσα στη βροχή. Τα στήθια τους ελεύθερα ανεβοκατέβαιναν με την άγρια κίνηση των φτερών. Τα μάτια τους αναμμένα κάρβουνα, η φλόγα τους έφτανε μέχρι το κατάστρωμα. Η μία έδειξε με το χέρι της προς τη μεριά μου και το άλογο πλησίασε την κουπαστή, πέταγε πιο αργά, έτσι που έμοιαζε να μένει ακίνητο, παρεκτός το ρυθμικό τίναγμα των φτερών του. Ξαφνικά ήθελα να το καβαλικέψω, να αρπάξω τη σγουρή χαίτη και, με τις δύο ξωτικές πλάι μου, να ορμήσω πάνω από τη θάλασσα, ώσπου να φτάσω στο Τουλεάρ και ακόμα παραπέρα. Και εκεί που έκανα να ανέβω στην κουπαστή, για να πηδήσω στη ράχη του αλόγου, τους ένιωσα να με τραβάνε. Πάλεψα αλλά δεν κατάφερα να τους ξεφύγω. Με έσυραν στο κατάστρωμα. Όταν ξανακοίταξα προς τη θάλασσα, το φτερωτό άλογο και οι γοργόνες δεν υπήρχαν πουθενά. Άκου Νίκο, το ξέρω, θα ξανάρθουν. Ξέρω τι θες να μου πεις αλλά άστο καλύτερα, μόνο παρακάλεσε τον καπετάνιο, να μη με σταματήσουν ξανά. Μισή ώρα προσπαθώ να του εξηγήσω, αλλά δε λέει να με καταλάβει. Όπως και να ’χει, εγώ τον τρόπο θα τον βρω».
Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο,Μάρτιος 2009
Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, του Νίκου Καββαδία, μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο και τραγουδισμένο από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου
Monday, 23 March 2009
Κατάθεση
Τι να σου πω κύριε αστυνόμε, ακόμα δεν μπορώ να το χωνέψω. Όταν μου το ‘πε χτες ο Βασίλης, αυτός με το μαγαζί ηλεκτρικών δίπλα, ένα ποτήρι νερό που κράταγα μου έπεσε από τα χέρια. Είστε σίγουροι πως πρόκειται για αυτοκτονία; Αλλά τι ρωτάω, αν ήσασταν βέβαιοι, δεν θα κάνατε ανάκριση, έτσι δεν είναι;
Πότε είδα τον Δημήτρη για τελευταία φορά; Προχθές το πρωί, που πέρασε να κουρευτεί. Αρριβάρησε κατά τις 11. Θυμάμαι, η μέρα ήταν πολύ συννεφιασμένη, έβρεχε από τα ξημερώματα, και είχα ανάψει τα φώτα από νωρίς. Την ώρα που ήρθε ο μακαρίτης έριχνε καρεκλοπόδαρα. Το μαγαζί ήταν τελείως άδειο. Φορούσε κοστούμι, καπαρντίνα και ρεμπούμπλικο και κράταγε μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα, που είχε γίνει μούσκεμα, όπως και τα μπατζάκια του από το γόνατο και κάτω. «Για πού στολισμένος σαν γαμπρός μέσα στη βρόχα, ρε Μήτσο; Κάνα ραντεβουδάκι;» τον ρώτησα. Δε με είχε συνηθίσει σε τέτοιες επίσημες εμφανίσεις βλέπεις. «Πιάσε ψαλίδι και ξυράφι και άσε τις ερωτήσεις», είπε ξερά.
Παραξενεύτηκα. Ο Μήτσος ήταν ανοιχτό βιβλίο. Κάθε που ερχόταν να κουρευτεί μου έλεγε τα νέα του, χωρίς να τον ρωτήσω. Ήμασταν φίλοι, πίναμε κανένα ουζάκι που και που και τα λέγαμε. Παίζαμε και τάβλι, όταν δεν είχε δουλειά το μαγαζί. Εγώ του έλεγα τα δικά μου, τις σπουδές των παιδιών, την αρρώστια του πατέρα μου, κάτι προβλήματα που έχω με ένα σπίτι εξ αδιαιρέτου στο χωριό, τέτοια… Αυτός, πάλι, μου έλεγε τα χάλια του γιου του που φοβόταν μη παρατήσει το σχολείο και γίνει αλήτης και τη φαγωμάρα ανάμεσα στη γυναίκα και τη μάνα του. Οικονομικές δυσκολίες δεν είχε, τουλάχιστον απ’ όσο μου είδε δώσει να καταλάβω. Είχε μία επιχείρηση, εμπορευόταν κλιματιστικά χονδρική και φαινόταν να πηγαίνει καλά. Ποτέ δεν θυμάμαι να τον άκουσα να παραπονιέται για λεφτά, ενώ σχεδόν όλοι μου οι πελάτες κλαίγονται για τα φράγκα.
Έκατσε, που λες κύριε αστυνόμε, στην καρέκλα βαρύς και ασήκωτος. Λίγες κουβέντες ανταλλάξαμε όσο τον κούρευα, πιο πολύ για τον παλιόκαιρο, τους πλημμυρισμένους δρόμους, τα χαλασμένα φανάρια και τέτοια. Για το σπίτι του μιλιά. Έτσι που τον είδα, απέφυγα να του ανοίξω κουβέντα. Αν παρατήρησα τίποτα άλλο περίεργο στη συμπεριφορά του; Πρόσεξα πως κοίταγε όλη την ώρα το ρολόι του. Κάθε τρεις και λίγο το τσεκάριζε, και σκέψου πως δεν έμεινε στο κουρείο πάνω από είκοσι λεπτά σύνολο. Δεν έμοιαζε στενοχωρημένος ή νευριασμένος, όμως σίγουρα κάτι είχε στο μυαλό του, κάτι τον απασχολούσε. Μόλις τελείωσα και του είπα «με τις υγείες σου» πετάχτηκε από την καρέκλα, μου έβαλε τα λεφτά στο χέρι, φόρεσε καπαρντίνα και καπέλο, άρπαξε την ομπρέλα του και έτρεξε στην πόρτα. Μου πέταξε ένα «τα λέμε» και όρμησε στο δρόμο με γρήγορο βήμα, σχεδόν τρέχοντας. Εν τω μεταξύ να ρίχνει βροχή με το τουλούμι, καλά-καλά να μην βλέπεις μπροστά σου. Αλλά ο μακαρίτης δεν κοντοστάθηκε καθόλου. Τον παρακολούθησα πίσω από τη βιτρίνα του μαγαζιού να απομακρύνεται γρήγορα με την ομπρέλα του, μέχρι που έστριψε αριστερά στο στενό και τον έχασα από τα μάτια μου. Που να φανταστώ πως ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα.
Αληθεύει πως τον βρήκανε μέσα στο αμάξι του με μία σφαίρα φυτεμένη στον κρόταφο; Λέτε ήταν μπλεγμένος σε καμιά βρωμοδουλειά; Η μήπως κανένα γκομενιλίκι; Άντε τώρα να το πιστέψεις για τον άνθρωπο αυτόν… Πάντως, τώρα που το σκέφτομαι, θυμάμαι πως το τελευταίο εξάμηνο είχε αλλάξει μάρκα τσιγάρων, είχε αδυνατίσει πολύ και το είχε ρίξει στο ουίσκι. Δηλαδή, έπινε πολύ περισσότερο από ό,τι συνήθιζε πριν. Αυτός ο ίδιος μου το έλεγε. Βέβαια καμιά φορά το καταλάβαινα και από μόνος μου, ερχόταν εδώ αφού είχε κοπανίσει μερικά ποτηράκια. Και ώρες-ώρες, όχι συχνά όμως, ξεχνιόταν λιγάκι, αφαιρούνταν, του μίλαγες και δε σε άκουγε, σου απάνταγε μετά από μισό λεπτό. Σε βοηθάνε αυτά σε κάτι, αστυνόμε;
Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο,Μάρτιος 2009
Κύριο θέμα από την ταινία The Godfather του Francis Ford Coppola. Μουσική του Nino Rota
Thursday, 19 March 2009
Βροχερές συνωμοσίες, Άντα (Φεβρουάριος 2009)
Έβρεχε ασταμάτητα από το πρωί. Το λεωφορείο άφαντο. Και όταν ήρθε, προχώρησε εκατό μέτρα και μετά σταμάτησε. Κίνηση-απίστευτη κίνηση. Τα πάντα και οι πάντες κολλημένοι και η μούρη μου κολλημένη στο τζάμι να κοιτάει τη βροχή. Νεύρα-πολλά νεύρα. Και ώρα χαμένη-πολύ ώρα. Σχεδόν δύο ώρες όρθια και στριμωγμένη. Το κινητό να χτυπά ασταμάτητα. Φίλοι αργόσχολοι, φίλοι αργοπορημένοι και πελάτες βιαστικοί. Πόσα και τι να πει κανείς πια; Τα χθεσινά νέα είναι ήδη παλιά. Έχουν φύγει από το πρωί με mail ή με γραπτό μήνυμα και έχουν βγει και σε blog. Τα ξέρει η κολλητή σου και ο κουνιάδος της συννυφάδας σου.
Η Κηφισίας ατελείωτη. Και η υπομονή όλων άρχισε να εξαντλείται. Κάπου στη συμβολή με την Πανόρμου, οι ηλικιωμένοι έκαναν την αρχή. «Φταίει η κυβέρνηση», είπε ένας. «Όχι η αντιπολίτευση», είπε ένας άλλος. Ένας τρίτος επικαλέστηκε οργανωμένο σχέδιο των Εβραίων. Δεν κρατήθηκα, χαμογέλασα. Ένας όμορφος νεαρός, που στεκόταν απέναντί μου με κοίταξε διερευνητικά. Έσκυψα και του ψιθύρισα: «Την ώρα που οι ρουκέτες πέφτουν βροχή στο Νότιο Ισραήλ, ισραηλινοί επιστήμονες, κατόπιν εντολών του πρωθυπουργού τους, στέλνουν ρουκέτες βροχής στην Αθήνα». Τζίφος. Το αστειάκι δεν έπιασε. Ο τυπάκος συνέχισε να με κοιτά απορημένος. Κρίμα! Και εγώ πίστευα ότι θα μου ζητούσε το τηλέφωνό μου. Γιατί να μην κρατώ το στόμα μου κλειστό; Γιατί να λέω πάντα αυτό που σκέπτομαι και όχι να σκέπτομαι πριν μιλήσω;
Στο ύψος της Φιλοθέης ένα αυτοκίνητο είχε πέσει σε μία κολώνα. Η κίνηση των οχημάτων είχε σταματήσει. Ένα αυτοκίνητο της πυροσβεστικής, ένα νοσοκομειακό και ένα αυτοκίνητο της τροχαίας ήρθαν από το αντίθετο ρεύμα, το οποίο –παραδόξως– ήταν άδειο. «Η παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία εμφάνιζε κενά». Όχι αυτό δεν το φώναξα, μόνο το σκέφτηκα.Μετά το ΥΓΕΙΑ η ταχύτητα αυξήθηκε και η ένταση χαλάρωσε. Όχι για πολύ. Στο Μαρούσι οι συνθήκες χειροτέρεψαν. Η βροχή άρχισε να γίνεται πιο έντονη και η ορατότητα μειώθηκε δραματικά. Μόνο στο φως της αστραπής έβλεπες λίγα μέτρα μακρύτερα, ενώ τα νερά άρχισαν να κατεβαίνουν σαν ποτάμι. Οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν από τα πεζοδρόμια και όλα τα οχήματα που ήταν εκείνη την ώρα στο δρόμο ακινητοποιήθηκαν.
Δεν θα έφτανα ποτέ στην Κηφισιά, το πήρα πλέον απόφαση. Δεν υποφέρω από κλειστοφοβία ή αγοραφοβία, αλλά η ατμόσφαιρα μέσα στο λεωφορείο είχε γίνει αφόρητη. Κατέβηκα στην επόμενη στάση. Αν και κοντά σε κεντρική πλατεία του Μαρουσιού, παντού ερημιά. Ένα περίπτερο με μία νάιλον τέντα γύρω του έδειχνε να προσφέρει προσωρινό καταφύγιο. Κάποιος άλλος είχε μάλλον κάνει νωρίτερα την ίδια σκέψη. Ένας ομορφούλης, μεγαλόσωμος, κατάμαυρος και μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο σκύλος είχε αράξει και αυτός κάτω από την τέντα. Τα καστανά ματάκια του είχαν ένα λυπημένο-σχεδόν φοβισμένο βλέμμα. «Μπόρα είναι, θα περάσει φίλε, μην ανησυχείς», φώναξα δυνατά για να ακουστεί η φωνή μου την ώρα που βρόνταγε και άστραφτε ο ουρανός. Ο σκυλάκος δεν φάνηκε να πείθεται και άρχισε να με κοιτάει και αυτός με ένα απορημένο βλέμμα, σχεδόν ίδιο με αυτό του πρώην συνεπιβάτη μου. «Δεν πάνε όλοι να πνιγούν σήμερα», έβρισα από μέσα μου αγανακτισμένη. Άνοιξα την ομπρέλα μου με θάρρος, πίστη και τόλμη και άρχισα να περπατώ με κατεύθυνση προς τον σταθμό του τρένου. Τουλάχιστον τα τρένα δεν σταματούν με την βροχή. Εκτός βέβαια αν τα σαμποτάρει κάποιος.
-Ποιος; Οι Εβραίοι!!!
Monday, 16 March 2009
The day before you came, Björn Ulvaeus & Benny Andersson (1982)
I must have left my house at eight, because I always do.
My train, I'm certain, left the station just when it was due.
I must have read the morning paper going into town,
And having gotten through the editorial, no doubt I must have frowned.
I must have made my desk around a quarter after nine,
With letters to be read, and heaps of papers waiting to be signed.
I must have gone to lunch at half past twelve or so;
The usual place, the usual bunch,
And still on top of this I'm pretty sure it must have rained,
The day before you came.
I must have lit my seventh cigarette at half past two,
And at the time I never even noticed I was blue.
I must have kept on dragging through the business of the day,
And without really noticing, I must have shut a part of me away.
At five I must have left; there's no exception to the rule,
A matter of routine, I've done it ever since I finished school.
The tube back home again,
Undoubtedly I must have read the evening paper then.
Oh yes, I'm sure my life was well within its usual frame,
The day before you came.
Must have opened my front door at eight o'clock or so,
And stopped along the way to buy some Chinese food to go.
I'm sure I had my dinner watching something on T.V.
There cannot be a sitcom or a game show that I've never seen.
I must have gone to bed around a quarter after ten;
I sleep so much these days, I need to be in bed by then,
Or maybe I read a while,
The latest one by Declan Gunn or something in that style.
It's funny, but I had no sense of living without aim,
The day before you came.
And turning out the light,
I must have yawned and dreamt my way through yet another night,
And rattling on the roof I maybe heard the sound of rain,
"I love the rain."
The day before you came.
The day before you came από τους ABBA
Η διασκευή των The Real Tuesday Weld
My train, I'm certain, left the station just when it was due.
I must have read the morning paper going into town,
And having gotten through the editorial, no doubt I must have frowned.
I must have made my desk around a quarter after nine,
With letters to be read, and heaps of papers waiting to be signed.
I must have gone to lunch at half past twelve or so;
The usual place, the usual bunch,
And still on top of this I'm pretty sure it must have rained,
The day before you came.
I must have lit my seventh cigarette at half past two,
And at the time I never even noticed I was blue.
I must have kept on dragging through the business of the day,
And without really noticing, I must have shut a part of me away.
At five I must have left; there's no exception to the rule,
A matter of routine, I've done it ever since I finished school.
The tube back home again,
Undoubtedly I must have read the evening paper then.
Oh yes, I'm sure my life was well within its usual frame,
The day before you came.
Must have opened my front door at eight o'clock or so,
And stopped along the way to buy some Chinese food to go.
I'm sure I had my dinner watching something on T.V.
There cannot be a sitcom or a game show that I've never seen.
I must have gone to bed around a quarter after ten;
I sleep so much these days, I need to be in bed by then,
Or maybe I read a while,
The latest one by Declan Gunn or something in that style.
It's funny, but I had no sense of living without aim,
The day before you came.
And turning out the light,
I must have yawned and dreamt my way through yet another night,
And rattling on the roof I maybe heard the sound of rain,
"I love the rain."
The day before you came.
The day before you came από τους ABBA
Η διασκευή των The Real Tuesday Weld
Thursday, 12 March 2009
Wednesday, 11 March 2009
Ακόμα μία καλοκαιρινή νύχτα
Έκλεισε τον υπολογιστή με έναν αναστεναγμό. Η προθεσμία παράδοσης του άρθρου πλησίαζε απειλητικά και η δουλειά δεν προχωρούσε με ικανοποιητικό ρυθμό. Όμως τώρα δεν άντεχε άλλο να κοιτάει την λαμπερή οθόνη του υπολογιστή. Ο πονοκέφαλος, μία ελαφριά ενόχληση πριν μισή ώρα, τώρα σφυροκοπούσε το αριστερό μισό του μετώπου της. Έπρεπε να σταματήσει οπωσδήποτε. Επιπλέον, η ζέστη ήταν αφόρητη, παρόλο που η ώρα είχε πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Είχε τα τζάμια του παραθύρου ορθάνοιχτα, όμως ούτε η παραμικρή υποψία αέρα δεν έφθανε στο δωμάτιο. Η υγρασία, που ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα, και αυτή η βροχή που δεν ερχόταν επιτέλους έκανε τον πονοκέφαλο χειρότερο. Έσβησε τα φώτα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
Έβαλε ένα δίσκο στο μικρό στερεοφωνικό, σε κάπως χαμηλή ένταση, για να ηρεμήσει λιγάκι. Η απαλή μουσική γέμισε τον άδειο, σιωπηλό χώρο. Αυτό το δωμάτιο ήταν κάπως πιο δροσερό από το γραφείο, γιατί είχε βορινό προσανατολισμό. Πάτησε το κουμπί του ανεμιστήρα στη μεσαία κλίμακα και σκέφτηκε πόσο άδικο ήταν που δεν άντεχε τη δροσιά του κλιματιστικού, της προκαλούσε πολύ χειρότερο πονοκέφαλο από αυτόν που τη βασάνιζε τώρα.
Πήγε στην κουζίνα με μεγάλα βήματα, σαν ελατήριο, και σερβιρίστηκε ένα ποτήρι λευκό κρασί που είχε βάλει στο ψυγείο την προηγουμένη. Διάλεξε ένα ποτήρι κολονάτο, με σκούρο μπλε χρώμα, για να ομορφύνουν λίγο τα πράγματα. Γύρισε γρήγορα στο υπνοδωμάτιο και φόρεσε το νυχτικό της. Έκλεισε τη λάμπα στο κομοδίνο και ο χώρος τυλίχτηκε σε ένα μισοσκόταδο. Από το παράθυρο έμπαινε η χρωματιστή λάμψη της νέον επιγραφής από το φαρμακείο απέναντι. Στάθηκε στο παράθυρο, πίσω από τα κλειστά πατζούρια και αφουγκράστηκε την ανάσα της πόλης, που ποτέ δεν κοιμόταν: ο αέρας γύρω της ήταν γεμάτος από το γουργουρητό των κλιματιστικών στα σπίτια των γειτόνων, ενώ αυτοκίνητα πέρναγαν με μεγάλη ταχύτητα από την κοντινή λεωφόρο, κάποια με πολύ δυνατή μουσική, τις επιτυχίες του καλοκαιριού που χόρευαν όλοι στα μπαράκια και τα παραλιακά κλαμπ. Της φαινόταν παρήγορος αυτός ο θόρυβος, της κράταγε συντροφιά στα ξενύχτια της. Πήρε βαθιά ανάσα και μύρισε τη βροχή, που κάπου κοντά είχε αρχίσει να πέφτει ήδη. Η οσμή του νοτισμένου χώματος, του νερού πάνω στα σκονισμένα φύλλα είχε άμεση επίδραση στο νευρικό της σύστημα. Η πολυπόθητη ηρεμία πλησίαζε γοργά. Έμεινε να στέκει εκεί, μέχρι να ακούσει θόρυβο από τις πρώτες στάλες στα παντζούρια. Αμέσως έκλεισε τη μουσική για να απολαύσει τον αγαπημένο ήχο. Άδειασε με μια μεγάλη γουλιά το ποτήρι και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τα σεντόνια ήταν δροσερά και ευχάριστα στην αφή. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να διώξει όλες τις ενοχλητικές σκέψεις για δουλειές, γραψίματα, προθεσμίες, αλλά και άλλα πράγματα βαθύτερα, πιο στενάχωρα, που πονάγανε πολύ και για χρόνια αγωνιζόταν να μην τα σκέφτεται. Προσπάθησε να ξεχάσει τον πονοκέφαλο και ευχήθηκε να την πάρει γρήγορα ο ύπνος. Τέντωσε την σπονδυλική της στήλη σίγουρη ότι ο ήχος της βροχής θα τη νανούριζε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σύρθηκε δίπλα της αθόρυβος. Η καημένη είχε πονοκέφαλο και δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Έβαλε το χέρι του στο μέτωπο της, ήταν πολύ ζεστό. Το δέρμα της, λευκό και απαλό, ήταν ελαφρά νοτισμένο και ανέδιδε τη γλυκιά μυρωδιά του κορμιού της και ένα ίχνος από το άρωμα, που είχε φορέσει το πρωί, πριν πάει στη δουλειά. Το άρωμά της, που τον ξεσήκωνε όλα αυτά τα χρόνια, από την πρώτη στιγμή που το είχε μυρίσει πάνω της. Η αφή του δέρματός της τον έκανε να ανατριχιάσει. Κάτω από το χέρι του ένοιωσε τον παλμό της έντονο, βασανιστικό να χτυπάει στα μηνίγγια της. Ένοιωσε το αίμα της, κόκκινο και ζεστό να κυλά δυνατά στις φλέβες της. Ένοιωσε τους μύες της κάτω σιαγόνας της να σφίγγονται και να χαλαρώνουν, καθώς προσπαθούσε να χαλαρώσει το σφιγμένο της κορμί. Ένοιωθε τα οστά του προσώπου της, λεία και λαμπερά σαν φίλντισι, να δέχονται την πίεση των γλιστερών μυών της. Ένοιωσε τον εγκέφαλό της να προσπαθεί να σταματήσει να σκέφτεται, όλη την ενέργειά της να κυλά στις αύλακες και τις έλικές του βγάζοντας μικρές σπίθες.
Εν τω μεταξύ η βροχή δυνάμωνε, γέμιζε με παρηγορητικό θόρυβο το υπνοδωμάτιο. Άπλωσε την παλάμη του πάνω από τα κλειστά της μάτια και ήταν σα να τα έβλεπε ανοιχτά μπροστά του, καστανο-πράσινα με μία ανοιχτή πράσινη ζώνη γύρω από την κόρη. Τα παράθυρα της ψυχής της. Ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της απαλά, έτριψε το μάγουλο του στην θηλή του αριστερού της μαστού, που την ένιωσε να σκληραίνει, πολύ ελαφρά όμως, και αφουγκράστηκε την αναπνοή της να γίνεται ολοένα και πιο αργή, καθώς ο σωτήριος ύπνος πλησίαζε και το κορμί της χαλάρωνε σιγά-σιγά. Είχε έννοιες, στεναχώριες, τρεχάματα, προβλήματα. Βασανιζόταν που δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Η μικρή του στον κόσμο, σχεδόν μόνη της, να προσπαθεί, να δουλεύει σκληρά, να ταλαιπωρείται, να διεκδικεί, να απογοητεύεται. Σίγουρα τα κατάφερνε, όμως όλα θα ήταν πιο εύκολα αν μπορούσε να βάλει και αυτός ένα χεράκι. Του φαινόταν πως η ζωή είχε δυσκολέψει πολύ, αν και εκείνη δεν έδειχνε να παραδέχεται κάτι τέτοιο. Το τραγικό γεγονός που είχε ταράξει την κοινή τους ζωή πριν από πέντε χρόνια έδειχνε να την έχει κάνει πιο δυνατή και σκληρή. Αυτός, όμως, ήξερε την βαθιά πληγή που την είχε σημαδέψει, την ψηλαφούσε κάθε βράδυ και την έβρισκε ορθάνοιχτη. Ανασηκώθηκε στηρίζοντας το σώμα του στους αγκώνες και φύσηξε απαλά τα βλέφαρά της να τα δροσίσει. Κοριτσάκι μου, θα είμαι δίπλα σου συνέχεια...
Μέσα από αυτήν την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ένοιωσε την ατμόσφαιρα της κάμαρας να γίνεται πιο δροσερή και ευχάριστη, σχεδόν ευωδιαστή. Η μυρωδιά της βροχής είχε τρυπώσει από τα ανοίγματα των παντζουριών και της γλύκαινε την ψυχή. Το πιάσιμο ανάμεσα στους ώμους είχε υποχωρήσει και το μυαλό της ησυχάσει. Μια ευχάριστα ψυχρή αύρα δρόσισε το μέτωπο και το στήθος της. Μία πνοή ελάφρυνε τα βλέφαρά της και την έσπρωξε μαλακά στην ασυνειδησία του ύπνου. Οι ψιχάλες χτυπούσαν νανουριστικά στα ξύλινα παντζούρια. Λίγο πριν παραδοθεί στην ανυπαρξία, θυμήθηκε που της είχε πει ένα βράδυ, όταν τους είχε πιάσει μια δυνατή μπόρα, καθώς έβγαιναν από ένα θερινό σινεμά πριν από πέντε χρόνια: «Όποτε βρέχει, να ξέρεις αγαπούλα, θα είμαι μαζί σου». Ήταν μόλις δύο μήνες αφού είχαν μάθει για την αρρώστια του, και εκείνη έβαλε τις φωνές και τον διέταξε να μην ξαναπεί τέτοιες βλακείες. Είχε κρατήσει το λόγο του όλα αυτά τα χρόνια. Φυσικά, δεν τον είχε δει ποτέ. Εκτός από τη μυρωδιά και τον ήχο της βροχής, όμως, αυτήν την ώρα ένοιωθε και εκείνον ξαπλωμένο δίπλα της, να έχει μάτια, αυτιά, στόμα, μύτη και χέρια μόνο για εκείνη. Έτσι γινόταν, όποτε έβρεχε.
Crying in the Rain, A-ha (1990)
Tamaly Maak
Sunday, 8 March 2009
Συννεφιασμένη Κυριακή, Βασίλης Τσιτσάνης (1965)
Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου,
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
Μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που ‘χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
Η Συννεφιασμένη Κυριακή από την μεγάλη Σωτηρία Μπέλλου
Βοσκαρουδάκι αμούστακο, Κώστας Μουντάκης
Βοσκαρουδάκι αμούστακο στα όρη α που γυρίζω
με το σεβντά σου αγάπη μου στέκω και ντουχιουντίζω.
Να σέ 'βρισκα στην ερημιά μια μέρα που να βρέχει,
μα νά 'ναι ο τόπος άβολος, σπηλιάρι να μην έχει.
Νά 'ρχεται μπόρα δυνατή, να μη μπορεί αποσκιάσεις
και να φοβάσαι α μοναχή μη φύγω και με χάσεις.
Να βρέχει να κουφοβροντά, να ρίχνει κουκοσάλι
και ξεπαπούτσωτη να 'ρθείς στην εδική μου αγκάλη.
Να ανοίξω το ρασούλι μου να σε σφιχταγκαλιάσω
την αναπνιά σου να γρικώ, τη μέση σου να πιάσω.
Να ξεσκεπάσω από κορφής τα κατσαρά μαλλιά σου.
Να σε βαστώ και να γρικώ τσι χτύπους τσι καρδιάς σου.
Να λέω Παναγία μου, ποτέ μη ξαστεριάσει,
και μπόρα να ξημερωθεί και να ξαναβραδιάσει,
ποιός βρίχνει τέτοιο θησαυρό και θέλει να τον χάσε.
Ήλιος ποτέ μη ξαναβγεί, φεγγάρι μην απλώσει,
το μυστικό τσ' αγάπης μου μην το ξεφανερώσει.
Η διασκευή του Γιάννη Χαρούλη στο δίσκο του Χειμωνανθός (2006)
με το σεβντά σου αγάπη μου στέκω και ντουχιουντίζω.
Να σέ 'βρισκα στην ερημιά μια μέρα που να βρέχει,
μα νά 'ναι ο τόπος άβολος, σπηλιάρι να μην έχει.
Νά 'ρχεται μπόρα δυνατή, να μη μπορεί αποσκιάσεις
και να φοβάσαι α μοναχή μη φύγω και με χάσεις.
Να βρέχει να κουφοβροντά, να ρίχνει κουκοσάλι
και ξεπαπούτσωτη να 'ρθείς στην εδική μου αγκάλη.
Να ανοίξω το ρασούλι μου να σε σφιχταγκαλιάσω
την αναπνιά σου να γρικώ, τη μέση σου να πιάσω.
Να ξεσκεπάσω από κορφής τα κατσαρά μαλλιά σου.
Να σε βαστώ και να γρικώ τσι χτύπους τσι καρδιάς σου.
Να λέω Παναγία μου, ποτέ μη ξαστεριάσει,
και μπόρα να ξημερωθεί και να ξαναβραδιάσει,
ποιός βρίχνει τέτοιο θησαυρό και θέλει να τον χάσε.
Ήλιος ποτέ μη ξαναβγεί, φεγγάρι μην απλώσει,
το μυστικό τσ' αγάπης μου μην το ξεφανερώσει.
Η διασκευή του Γιάννη Χαρούλη στο δίσκο του Χειμωνανθός (2006)
Subscribe to:
Posts (Atom)