Thursday, 31 August 2017

So many ways to begin, Jon McGregor (2006)

Perhaps it was raining when she got off the bus, but she was already feeling better, just standing by the side of the road and breathing in the wet air. Everything feeling familiar at last. The loose chippings of the tarmac beneath her feet. The walled-in tree where the bus was turning around. The frosted glass window of the stop on the other side of the road. The boxes of vegetables on a trestle table outside the grocers. The noticeboard by the bus stop behind her.
The bus turned its circle and drove back up the hill, and the place was quiet except for the water running along the gutter into the drain, a steady slurping gurgle, the same song of streams and ponds and falling water that she'd always known and grown up with. She looked at the wet grey veils of the sky, smiling for the first time in weeks, months, wiping the dampness from her face. I don't mind a bit of rain, she said, beneath her breath, and picked up her suitcase.
Jon McGregor, So many ways to begin (2006)

Salonica after the storm (1960s), J. Kyriakides


Wednesday, 26 July 2017

Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, Stephan Zweig (1927)

Όλο το βράδυ ο αέρας είχε φέρει πάνω από τη θάλασσα βαριά, πυκνά ανοιξιάτικα σύννεφα, ένιωθες στα πνευμόνια σου, στην καρδιά σου ότι ο ουρανός είχε κατέβει χαμηλά και σε πίεζε – ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν μερικές σταγόνες και πολύ σύντομα μια καταρρακτώδης βροχή που, παρασυρμένη από τον αέρα, έσκαγε με δύναμη στο χώμα. Ασυναίσθητα κατέφυγα στο πρόστεγο ενός περιπτέρου και, παρόλο που άνοιξα την ομπρέλα μου, οι ριπές του ανέμου μού έβρεχαν τα ρούχα. Μέχρι ψηλά στο πρόσωπό μου και στα χέρια μου ένιωθα να με πιτσιλάει η παγωμένη λάσπη, από τις σταγόνες που έσκαγαν με θόρυβο στο χώμα.
Αλλά -και ήταν τόσο φρικτό το θέαμα, που ακόμα και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, στην ανάμνησή του νιώθω ένα κόμπο στον λαιμό- μέσα σε εκείνη τη νεροποντή ο δύστυχος άντρας έμεινε να κάθεται ασάλευτος στο παγκάκι, ούτε που κουνήθηκε. Από τις μαρκίζες έπεφτε και κελάρυζε το νερό, από την πόλη ακούγονταν άμαξες να βροντούν, φιγούρες με τα παλτά ανασηκωμένα πάνω από το κεφάλι έτρεχαν δεξιά κι αριστερά· κάθε ζωντανό πλάσμα έσκυβεε φοβισμένο το κεφάλι, προσπαθούσε να κρυφτεί, να δραπετεύσει, αναζητούσε καταφύγιο, σε ανθρώπους και ζώα ένιωθες τον φόβο μπροστά στο καταρρακτώδες αυτό στοιχείο της φύσης – μονάχα εκείνο το ανθρώπινο κουβάρι στο παγκάκι δε σάλευε και δεν κουνιόταν.
Stephan Zweig, Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας (1927),
από το Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ - Εννέα ιστορίες,
εισαγωγή - ανθολόγηση - μετάφραση Γ. Λαγουδάκου για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2015)

Wednesday, 17 May 2017

Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου, Thomas Wolfe (1929)

Φαινότανε, αλήθεια, πως ο πατέρας είχε δίκιο και πως ο ουράνιος Νεφεληγέτης, που τόσο συχνά εξυμνείται, που οι σύγχρονοι μας πικρόχολοι τον έχουν αποκαλέσει κάποιες φορές “ο προαιώνιος γελωτοποιός”, είχε στρέψει το θυμό του κατά του πεπρωμένου τους.
Άρχισε να βρέχει – μια βροχή αδιάκοπη, σαν χείμαρρος, κατακλυσμιαία, έπεσε στους αχνισμένους λόφους, πνίγοντας το χορτάρι και τις φυλλωσιές πάνω στις πλαγιές, προκαλώντας ένα κατρακύλισμα ρευστοποιημένης γης πάνω σ' έναν συνοικισμό, μεταμορφώνοντας μικρά ποταμάκια των βραχιασμένων βουνών σε μιαν αφρισμένη αναταραχή από κίτρινα νερά. Αυτοί οι δίχως προηγούμενο καταρράχτες υποσκάψανε τις κίτρινες όχθες, ανασκάψανε τις πλαγιές των λόφων. Ρουφήξανε τις απότομες κατωφέρειες κάτω από τις σιδηρογραμμές, αφήνοντας τες κρεμασμένες στις αέρινες τραβέρσες τους, δρασκελίζοντας μια ξεκοιλιασμένη ρεματιά.
Η πλημμύρα έφτασε στο Άλταμοντ. Τα νερά κατέβηκαν συγκλίνοντας από τους λόφους, ξεχείλισαν αφρισμένα το ποταμάκι πέρ' από τις όχθες του σαν ένας πλατύς καταστροφικός Μισισιπής. Ρημάξανε τα χθαμαλά του ποταμού, παρασύρανε σιδερένια και ξύλινα γεφύρια σαν να 'τανε φύλλα, καταστρέψανε τα σπίτια των σιδηροδρομικών και όλους όσοι έμεναν σ' αυτά.
Η πόλη κόπηκε από κάθε επικοινωνία με τον κόσμο. Στο τέλος της τρίτης εβδομάδας, καθώς τα νερά αποσύρονταν πια στην κοίτη τους, ο Χιου Μπάρτον κι η γυναίκα του, ζαρωμένοι και άκεφοι μέσα στην μεγάλη Μπουίκ, ξεκίνησαν μέσ' από τις πλημμυρισμένες δημοσιές, αργοσύρθηκαν με την ψυχή στο στόμα πάνω από ασταθή πλωτά γεφύρια, αντιμετωπίζοντας την ακαταμάχητη οργή των νερών για ν' αποτελειώσουν τον μήνα του μέλιτος που είχε αρχίσει με τόσο κακούς οιωνούς.
Thomas Wolfe, Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου  (1929),
μτφρ. Κοσμά Πολίτη για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2017)

Thursday, 10 November 2016

Homo Faber, Max Frisch (1957)

Στην επιστροφή μας τότε δεν είχαμε κάνει απολύτως κανένα σταθμό, εκτός από τη νύχτα, επειδή ήταν πολύ σκοτεινιά για να προχωρήσουμε – δεν είχε φεγγάρι. Έβρεχε. Η βροχή γουργούριζε όλη νύχτα, βούιζε σαν κατακλυσμός, η γη έβγαζε ατμούς μπροστά στους προβολείς, μια χλιαρή και βαριά βροχή. Τι βλέπαμε στο φως των προβολέων; ακίνητα φυτά, ένα συνονθύλευμα από ρίζες που έβγαιναν απ' το χώμα, και γυάλιζαν στα φανάρια μας σαν εντόσθια. Χαιρόμουν που δεν ήμουν μόνος μ' όλο που δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, αν έβλεπες το πράγμα αντικειμενικά· το νερό έτρεχε. Δεν κλείσαμε μάτι. Καθόμασταν όπως στην σάουνα, δηλαδή χωρίς ρούχα· τα βρεγμένα ρούχα ήταν ανυπόφορα πάνω στο σώμα. Κι όμως, όπως έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου, δεν ήταν παρά νερό, δεν υπήρχε λόγος να αηδιάζω. Καθώς ξημέρωνε, η βροχή σταμάτησε, ξαφνικά, όπως κλείνει κανείς το ντους· αλλά τα φυτά έσταζαν, δεν σταμάτησε του γουργουρητό, οι σταγόνες. Ύστερα το ξημέρωμα! Ούτε ίχνος δροσιάς· το πρωινό ήταν καυτό, αχνιστό, ο ήλιος γλοιώδης όπως πάντα, τα φύλλα γυάλιζαν, κι εμείς ήμασταν βρεγμένοι από τον ιδρώτα, τη βροχή και το λάδι, γλιστεροί σαν νεογέννητα.
Max Frisch, Homo Faber (1957),
μτφρ. Σώτης Τριανταφύλλου για τις εκδόσεις Πατάκη (2000)

Thursday, 26 May 2016

Rain, Raymond Carver (1985)

Woke up this morning with
a terrific urge to lie in bed all day
and read. Fought against it for a minute.

Then looked out of the window at the rain.
And gave over. Put myself entirely
in the keep of this rainy morning.

Would I live my life all over again?
Make the same unforgivable mistakes?
Yes, given half a chance. Yes.

[from the collection Where water comes together with other water]

Wednesday, 11 May 2016

Το κουτσό, Julio Cortasar (1963)

Αχ, Μάγα, πάνω σε κάθε γυναίκα που σου έμοιαζε έπεφτε σαν εκκωφαντική σιωπή μία κοφτερή και κρυστάλλινη παύση, που στο τέλος κατέρρεε θλιβερά σαν μουσκεμένη ομπρέλα που κλείνει. Ακριβώς σαν ομπρέλα. Ίσως θα θυμάσαι, Μάγα, εκείνη την παλιά ομπρέλα που θυσιάσαμε σε μια ρεματιά του Παρκ Μονσουρί ένα παγωμένο απόγευμα του Μάρτη. Την πετάξαμε εκεί γιατί την είχες βρει στην Πλας ντε λα Κονκόρντ, ήδη κάπως χαλασμένη, και για ένα διάστημα τη χρησιμοποίησες πολύ, ιδίως για να την μπήγεις στα πλευρά των ανθρώπων στο μετρό ή στα λεωφορεία -πάντοτα αδέξια και αφηρημένη- ενώ χάζευες ή παρατηρούσες τα σχέδια που διέγραφαν δύο μύγες στο ταβάνι του βαγονιού, και εκείνο το απόγευμα άρχισε μια καταιγίδα κι εσύ θέλησες να ανοίξεις, καμαρωτή, την ομπρέλα σου όταν μπήκαμε στο πάρκο και στο χέρι σου ξέσπασε μια θεομηνία από ψυχρές αστραπές και μαύρα σύννεφα, κομμάτια σχισμένου υφάσματος, που έπεφταν απ' τις ξεγυμνωμένες μπαλένες που σπίθιζαν, και γελούσαμε σαν τρελοί ενώ είχαμε γίνει μούσκεμα και σκεφτόμασταν πως μια ομπρέλα που την βρίσκεις σε μια πλατεία πρέπει να πεθάνει αξιοπρεπώς σε ένα πάρκο κι όχι να κυλιστεί στο σιχαμερό κύκλο των σκουπιδιών και του ρείθρου.
Julio Cortasar, Το κουτσό (1963),
μτφρ. Κώστα Κουντούρη για τις εκδόσεις Εξάντας (1988)

Friday, 11 December 2015

Τριλοβίτες, Breece D'J Pancake (1983)

Πριν από χρόνια, την Ημέρα των Πεσόντων, ο πατέρας μου και άλλοι βετεράνοι παρήλαυναν φορώντας τα στρατιωτικά τους χιτώνια. Εγώ έπαιζα στην μπάντα. Διασχίσαμε συντεταγμένοι το χωριό και φτάσαμε στο νεκροταφείο. Έβρεχε. Απ' τη θέση μου χάζευα τους οπλίτες που εκτελούσαν τα παραγγέλματα αγέρωχοι και καμαρωτοί. Τα διαστήματα ανάμεσα στις βολές ήταν χρονομετρημένα στην εντέλεια· τέσσερις φορές άστραψαν τα όπλα τους και άλλες τόσες αντήχησε ο ουρανός. Η βροχή μύριζε απ' την αψάδα των πυρών και απ' το νοτισμένο μαλλί των στολών μας. Έγινε ησυχία, ο μαέστρος ξερόβηξε. Έκανα ένα βήμα μπροστά και άρχισα να παίζω -κάπως παράφωνα είν' η αλήθεια- κι ένα παιδί στον απέναντι λόφο απάντησε στα σαλπίσματά μου. Τέλειωσα πρώτος και κατέβασα την σάλπιγγα. Μόλις έσβησε στην ομίχλη η τελευταία νότα, ένιωσα ένα τίναγμα και -μα το θεό- άκουσα τα ακρωτηριασμένα χέρια του Έντι να χτυπούν μέσ' από το φέρετρο για να πάψουμε.
Breece D'J Pancake, Τριλοβίτες (1983),
μτφρ. Γιάννη Παλαβού για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2015)

Thursday, 19 November 2015

Αυτοπροσωπογραφία

Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ κάνω μπάνιο, είναι μια συνήθεια που έχω από παιδί και την διατηρώ χωρίς διακοπή δεκαετίες. Το μπάνιο που μου ετοίμαζε η μητέρα μου ήταν πάντα χλιαρό, με σαπουνάδα που μύριζε πικραμύγδαλο, ενώ αυτό που ετοιμάζω μόνη μου είναι καυτό και άοσμο. Το ότι οι περισσότερες μυρωδιές με αηδιάζουν δεν το εκλαμβάνω ως κάτι το παθολογικό, ούτε καν ως πρόβλημα. Δεν φοβάμαι τις αρρώστιες. Εδώ και κάποια χρόνια έχω την πεποίθηση ότι θα έχω έναν βίαιο θάνατο, πιθανότατα στις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Τα αντικείμενα που είναι διακοσμημένα με γκλίττερ μου προκαλούν θλίψη, όπως και οι γιορτές των Χριστουγέννων και τα παιδικά παιχνίδια με φωτισμό. Αν και δεν διαθέτω ιδιαίτερο χιούμορ, οι άνθρωποι συχνά γελάνε με τις κουβέντες μου. Μου αρέσουν τα μάτια μου, το δέρμα μου, αλλά όχι και τα μαλλιά μου. Έχω σταματήσει να φοράω κοσμήματα, με εξαίρεση ένα δακτυλίδι με δύο ζαφειράκια που μου είχαν χαρίσει όταν σπούδαζα στο Λονδίνο. Μία από τις απολαύσεις μου είναι να πίνω καφέ, πρωί Σαββάτου διαβάζοντας. Προτιμώ τα αστυνομικά αναγνώσματα στο μετρό, κυρίως αμερικανούς συγγραφείς, βαριέμαι την Αγκάθα. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το γκριζοπράσινο, αλλά τα περισσότερα ρούχα μου είναι μπλε. Δεν οδηγώ, παρόλο που έχω δίπλωμα, πρόκειται για κάποιου είδους φοβία, την οποία δεν ελπίζω ότι θα καταφέρω ποτέ να νικήσω. Πηγαίνω στον κινηματογράφο, σπάνια με συνεπαίρνει όσο το θέατρο. Το τηλέφωνό μου χρώματος μπεζ βρίσκεται στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι. Επιδιώκω να μην τρώω μπροστά σε άλλους γιατί νομίζω πως δεν αποτελώ ευχάριστο θέαμα και όταν με καλούν για φαγητό τις περισσότερες φορές αρνούμαι. Ούτε και για πότο πηγαίνω, μεθάω εύκολα κι έπειτα βάζω τα κλάματα και μου παίρνει μήνες να ξεπεράσω το περιστατικό. Έχω προσπαθήσει να γράψω ένα μυθιστόρημα-ποταμό, αλλά δεν μπορώ να περάσω τις ογδόντα εννέα σελίδες. Δεν έχω δείξει τα γραπτά μου σε κανέναν. Οι φίλοι μου είναι ελάχιστοι, κυρίως άντρες. Στο σχολείο δεν έκανα παρέα με αγόρια. Δεν έχω λογαριασμό στο Φέισμπουκ, το Τουίττερ ή κάποιο άλλο μέσο δικτύωσης. Όταν ξυπνώντας διακόπτω κάποιο ευχάριστο όνειρο, προσπαθώ να κοιμηθώ ξανά, για να το συνεχίσω. Το έχω πετύχει τουλάχιστον δύο φορές. Στο σχολείο, ήμουν καλή στα Νέα Ελληνικά και την Ιστορία. Δεν έδωσα Πανελλήνιες γιατί οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν για σπουδές στο εξωτερικό. Έχω ερωτευτεί τέσσερις φορές, με έχουν ερωτευτεί λιγότερες, πιθανότατα μόνο μία. Ο έρωτας με αρρωσταίνει και, τελικά, μου κόβει τα φτερά που μου έδωσε στο ξεκίνημά του. Δουλεύω σε ένα γραφείο στο κέντρο, οκτώ με τέσσερις ανεξαιρέτως. Βρίσκω τη νοσταλγία και την ενοχή συναισθήματα γοητευτικά, αλλά που πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία. Κάθε φορά που η μητέρα ξεκινάει μία πρόταση με το “θυμάμαι” καταλήγουμε σε καυγά. Ξέρω πως πρέπει να κάτσω πάνω σε ένα σηκωμένο πέος, προκειμένου να οδηγηθώ στην κορύφωση, αν και όχι πάντα απόλυτη. Το στοματικό και το πρωκτικό δε με ικανοποιούν. Πολλές φορές όταν κοιτάζω τα σύννεφα, ιδίως στην δύση, υποκρίνομαι ότι ζω στον ζωγραφιστό κόσμο του Μακότο Σινκάι. Το ίδιο νιώθω και όταν περπατάω στην βροχή κάτω από μία ομπρέλα. Μου αρέσει το λευκό κρασί, όμως πίνω πιο συχνά ροζέ. Πίνω βλέποντας τηλεόραση. Έζησα με έναν άντρα για οκτώ χρόνια και πέντε μήνες. Συχνά, πριν κοιμηθώ ανακαλώ μία ανάμνηση με εμένα πέντε χρονών και τον αδελφό μου στο νησί να κουβαλάμε φρεσκοψημμένο ψωμί κατεβαίνοντας μαρμάρινα σκαλιά και τον αέρα να μυρίζει καμένο ξύλο. Δεν έχω μείνει ποτέ έγκυος. Οι στίχοι των τραγουδιών ποπ της δεκαετίας του 1980 με συγκινούν υπερβολικά, καθώς έχω απόλυτη συνείδηση του πόσο επιφανειακοί είναι. Συχνά κάθομαι για ώρα στον καναπέ με σβηστά τα φώτα. Τις περιόδους που γράφω, φροντίζω να έχω ένα μπλοκάκι στην τσάντα μου, αλλά δεν έχει τύχει να το χρησιμοποιήσω ποτέ. Όταν με ρωτούν τι δουλειά κάνω, απαντώ ιδιωτική υπάλληλος. Η οσμή του βρεγμένου χώματος μετά τη βροχή με γεμίζει ζωντάνια, ενίοτε και αισιοδοξία. Θα μου άρεσε να είμαι καλλίφωνη. Δεν θέλω να θαφτώ, η προοπτική της καύσης είναι σαφώς πιο αποδεκτή. Δεν σχεδιάζω ταξίδια αναψυχής. Δεν αγοράζω εφημερίδες. Δεν υποχωρώ ποτέ, ακόμη κι όταν έχω άδικο. Δεν βρίζω. Δεν υψώνω τον τόνο της φωνής μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι μελαγχολούν Κυριακή απόγευμα. Πριν τέσσερις μήνες, μαγειρεύοντας δείπνο σε μια μισοσκότεινη κουζίνα, σκέφτηκα ότι η ωραιότερη μέρα της ζωής μου έχει περάσει.

Saturday, 19 September 2015

Περί ηρώων και τάφων, Ernesto Sabato (1961)

Ο Μαρτίν δεν απάντησε.
Όταν βγήκε έξω είχε νυχτώσει.
Ο παγωμένος σκοτεινός ουρανός έμοιαζε να στροβιλίζει την ψυχή του. Έπεφτε μια ψιλή βροχή που την στροβίλιζε εκείνος ο νοτιοανατολικός άνεμος· ο άνεμος που (έλεγε ο Μπρούνο) κάνει ακόμα πιο βαθιά τη μοναξιά και τη θλίψη του κατοίκου του Μπουένος Άιρες που, κοιτάζοντας από το βρώμικο παράθυρο ενός καφενείου, ψιθυρίζει “τι κωλόκαιρος”, ενώ βαθύτερα μέσα του σκέφτεται “τι απέραντη θλίψη”.
Νιώθοντας την παγωμένη βροχή στο πρόσωπό του, βαδίζοντας άσκοπα, με συνοφρυωμένο ύφος, κοιτάζοντας επίμονα μπροστά του, σαν να είχε συγκεντρώσει την προσοχή του σ' ένα πελώριο αίνιγμα, ο Μαρτίν επαναλάμβανε τρεις λέξεις: Αλεξάνδρα, Φερνάντο, τυφλοί.
Ernesto Sabato, Περί ηρώων και τάφων
μτφρ. Μανώλης Παπαδολαμπάκης για τις εκδόσεις Εξάντας (1986)
 
 

Sunday, 12 July 2015

Το ανδαλουσιάνικο σάλι και άλλες ιστορίες, Elsa Morante (1963)

Ξαφνικά αισθάνθηκε να την παρασέρνει το πλήθος, που στο τέλος της λειτουργίας συνωθούνταν γύρω από το αγιασματάριο. Για μια στιγμή είδε ξανά τη γριά και ένιωσε πάνω της το εξεταστικό και απειλητικό βλέμμα της· aλλά αμέσως χάθηκε μαζί με το γιο της στο πλήθος. Η εκκλησία άδειασε και ο κόσμος σκορπίστηκε στα δρομάκια· τα άλογα απομακρύνθηκαν καλπάζοντας ήσυχα. Τώρα τον ήλιο, που είχε ανέβει ψηλά, τον πίεζε ένα μαύρο σύννεφο και οι ακτίνες πέφτοντας επάνω σε αυτή τη σκιά που προμήνυε καταιγίδα, αντανακλούσαν εκτυφλωτικά και έσπαγαν στην κοιλάδα. Η Έλενα άνοιξε το βήμα της, προσβλέποντας βροχή. Σχεδόν χωρίς προσπάθεια, αβίαστα, βρήκε το δρόμο να επιστρέψει. Μόλις είχε φτάσει στην καγκελόπορτα, όταν ο σκοτεινιασμένος και μαζί αστραποβόλος αέρας γύρισε σε θύελλα και η σκόνη, ανάμεικτη με νερό, στροβιλίστηκε ολόγυρα. Και έβρεξε με τυφλή μανία.
Elsa Morante, Το ανδαλουσιάνικο σάλι και άλλες ιστορίες (1963),
μτφρ. Χαράς Σαρλικιώτη για τις εκδόσεις Άγρα (2004)

Wednesday, 17 June 2015

Για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι

Οι ταράτσες των σπιτιών υψώνονται επάλληλες στο παράθυρο της κουζίνας μπροστά στον κλειστό ουρανό. Σκύβει για να δέσει τα κορδόνια του. Το φλιτζανάκι του καφέ στον άδειο νεροχύτη. Ησυχία. Φοράει το σακάκι. Ανοίγοντας η εξώπορτα, αφήνει να μπει στο σπίτι ψυχρός αέρας και ο θόρυβος της βροχής στα φύλλα των δέντρων.  Στον μικρό κήπο στέκεται δίπλα στη μουριά. Για λίγο. Κλείνει τα μάτια με τα χέρια στις τσέπες. Στην δεξιά ο φάκελος με την σκισμένη άκρη. Χοντροί κόκκοι άμμου χώνονται στα νύχια του. Ο δρόμος ξετυλίγεται γυαλιστερός μπροστά του και το χώμα βρεγμένο μυρίζει βαριά. Ο άνεμος που σηκώνεται φέρνει κάτι σαν παιχνίδισμα από τις άκρες των μαλλιών της στο πρόσωπό του.
Τα φύλλα θροΐζουν στροβιλιζόμενα στο μακρύ πεζοδρόμιο της κυκλωμένης από βουνά πόλης.
Το νέο φως αφήνει μια ψυχρή απόχρωση στις επιφάνειες του άδειου γραφείου. Από το μπαλκόνι, η καθαρίστρια κουνάει το χέρι. Κάνει μία μικρή υπόκλιση προς την κατεύθυνσή της. Προχωράει στο διάδρομο. Κλείνοντας την πόρτα, η λάμπα που ανάβει φωτίζει το ανοιχτό ντοσιέ. Τακτικά αραδιασμένα ιδεογράμματα σε σειρές. Σε λίγο θα αρχίσει να τις ακολουθεί, μία-μία. Ένα πράσινο λαμπάκι ανάβει στον σκοτεινό και μακρόστενο όγκο του υπολογιστή, που αρχίζει να βουίζει. Στο παράθυρο μόνο γκρίζα σύννεφα
Απόλυτα συγκεντρωμένος εδώ και δύο ώρες, ίσως και περισσότερο. Πληκτρολογεί χωρίς θόρυβο. Ρυθμός σταθερός και ράχη ολόισια. Μακρινές φωνές, βήματα στο διάδρομο, η βροχή στο τζάμι. Κάπου χτυπάει ένα τηλέφωνο. Ο δίπλα κροταλίζει τις αρθρώσεις των δακτύλων του στην μεσοτοιχία. «Σύσκεψη σε δύο ώρες» φωνάζει. Εκείνος κουνάει το κεφάλι χωρίς να τραβήξει τα χέρια από το πληκτρολόγιο. Σαν να ξεχνάει ότι ο άλλος δεν βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο. Στην ησυχία που θα επικρατήσει αργότερα θα του φανεί ότι άκουσε το κρώξιμο ενός περαστικού γλάρου.
Το μεσημεριανό διάλειμμα στον παγωμένο αέρα, που γδέρνει τα μάγουλα και το λαιμό. Δεν βρέχει πια. Περπατάει ως το πάρκο. Οι φυλλωσιές γυαλίζουν μουσκεμένες. Κάθεται σε ένα παγκάκι στα αριστερά της κεντρικής αλέας. Στο διπλανό μία νεαρή γυναίκα με μπλε παλτό, όλα τα υπόλοιπα άδεια. Κοιτάζει το μικρό κομμάτι ουρανού ανάμεσα στις κορυφές των δέντρων. Λεύκες, πλατάνια και ψηλές νεραντζιές. Ανασαίνει. Θα ήθελε να υπάρχει μία μικρή λίμνη με νούφαρα κάπου εκεί. Κι ένα ρυάκι τριγύρω στο πάρκο. Το χώμα στα πόδια του είναι σκληρό και ξασπρισμένο. Κάθε φορά που έρχεται εδώ κάνει τις ίδιες σκέψεις. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή, όσο κι αν έχει προσπαθήσει, είναι ανίκανος να πάψει να αναζητά πράσινες σκιές σφενδάμων κι ένα περίπτερο με εξαγωνική στέγη.
Ένα κορίτσι πλησιάζει. Είναι γύρω στα πέντε και κρατάει ένα κορδόνι με ένα ξύλινο σκύλο στην άκρη του. Αντί για πόδια, ο σκύλος έχει ρόδες. Τον κοιτάει αμίλητη. Της κουνάει το χέρι με τα νύχια τα γεμάτα άμμο. Του απαντάει γνέφοντας, στέλνοντας του μία αέρινη ριπή που μυρίζει αλμύρα. Χαμόγελο αποχαιρετισμού, ο θόρυβος που κάνουν τα πέλματά του παιδιού συνθλίβοντας μικρά λευκορόδινα κοχύλια, καθώς απομακρύνεται τρεχάτο με το παιχνίδι να σέρνεται λασπωμένο πίσω του. Εκείνη ήταν που δεν ήθελε παιδί. Ένα βράδυ, στο στενό μπαλκόνι είχε μετρήσει το πάθος, που θα τους αφάνιζε και δεν θα άφηνε τίποτα για τον απόγονο. Ήταν μια απόφαση αδιαμφισβήτητη. Σιωπηλός εκείνος συνέχισε να τρίβει τις μελαψές τις γάμπες, τις κουρασμένες από τον χορό και τον έρωτα. Δεν είχε βρει κάποια κουβέντα που να ταιριάζει με την δική της σε βαρύτητα. Σηκώνεται. Το παντελόνι του είναι υγρό. Τελικά, η Έιμυ έκανε ένα κοριτσάκι. Το έμαθε πριν δύο χρόνια. Τώρα θα είχε την ηλικία της μικρής με τον ξύλινο σκύλο. Για πολλούς μήνες φανταζόταν το πως θα τον κοίταζε, για ώρα πολλή, χωρίς να μιλάει, όταν θα την συναντούσε, ίσως στην στάση του λεωφορείου ή σε κάποιο πολυκατάστημα του κέντρου με το καροτσάκι. Το μωρό θα είχε μεγάλα μαύρα μάτια κι εκείνη θα στεκόταν αγέρωχη στις γόβες τις. Αέρας. Το κύμα σκάει αφρίζοντας παγωμένο. Πνίγει τα βήματά της επιστροφής κατά μήκος μιας έρημης ακτής.
Στο γραφείο πάλι. Οι σειρές ιδεογραμμάτων δίπλα στο χοντρό σημειωματάριο, κάτω από το ηλεκτρικό φως. Δουλεύει σιωπηλά. Νιώθει σε ολόκληρο το σώμα του το βάρος του φακέλου στην τσέπη του σακακιού του, του κρεμασμένου στον καλόγερο. Οι σελίδες στο ντοσιέ λιγοστεύουν. Μία ώρα πριν το σχόλασμα, το κεφάλι του δίπλα εμφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας. Λέει «πάμε για ποτό απόψε». Προφασίζεται αδιαθεσία. Μούσκεψε το παντελόνι του στο πάρκο, μάλλον την άρπαξε. Ο άλλος απαντάει «καλά, εντάξει». Τον κλείνει για την επόμενη Παρασκευή «οπωσδήποτε». Δεν φέρνει αντίρρηση και επιστρέφει στο πληκτρολόγιο.
Έξω έχει σχεδόν  σκοτεινιάσει. Η βροχή χτυπά το τζάμι ρυθμικά, χωρίς εξάρσεις και αυξομειώσεις. Τεντώνεται προς τα πίσω και συνεχίζει να γράφει με απλωμένους βραχίονες και φρύδια ελαφρώς σμιγμένα. Σιγά-σιγά, ο χτύπος του σφυγμού πίσω από την μεσόφρυα ρυτίδα  μετατρέπεται σε πόνο. Ο ανοιγμένος φάκελος πλάι στο αριστερό του χέρι. Λίγοι κόκκοι άμμου λερώνουν τη γυάλινη επιφάνεια του γραφείου. Στο Χοκάιντο χιόνισε. Πριν από ένα μήνα. Αποκλείστηκαν στο σπίτι για δύο ημέρες. Τις πέρασαν διαβάζοντας και τρώγοντας την ξηρά τροφή, με την οποία η Σατόκο είχε γεμίσει τα ντουλάπια πριν ξεσπάσει η κακοκαιρία. Το βράδυ ξάπλωναν σε φουτόν γύρω από το τζάκι, όλοι μαζί, γιατί έκανε τόσο κρύο, που οι θερμάστρες δεν κατάφερναν να ζεστάνουν τα δωμάτια του πάνω ορόφου. Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα είχαν καταφέρει να κοιμηθούν. Ξαπλωμένοι, με τις σκιές της φωτιάς να παίζουν στα πρόσωπά τους, έλεγαν ιστορίες από τα καλοκαίρια, όταν μαζεύονταν όλοι στο νησί. Ο μεγάλος αδελφός τους πήγαινε τα απομεσήμερα βόλτα με τη βάρκα μέχρι την ακτή Σιμαμούι, για να ψαρέψουν γατόψαρα.  Η λειασμένη επιφάνεια του κουπιού στο χέρι του. Εκείνου. Του μεγάλου αδελφού.
Η λάμπα σβήνει.
Οι σόλες του χτυπάνε στο πλαστικό δάπεδο του διαδρόμου κι έπειτα στο πεζοδρόμιο. Την ώρα που σκύβει να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά ακόμη ένα άγριο κύμα πίσω του. Το φως των αδύναμων φαναριών τρεμοπαίζει διαθλώμενο στις σταγόνες που κυλάνε στα τζάμια. Οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονται στριγκλίζοντας ρυθμικά και το ραδιόφωνο σιγεί. Ο αέρας μέσα στο αυτοκίνητο είναι υγρός και μυρίζει καθαριστικό. Κρυώνει. Αναριγεί και πατάει το γκάζι. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου νιώθει το αυτοκίνητο να γλιστρά εκτός πορείας στην άσφαλτο. Ο δρόμος άδειος και σκοτεινός.
Το σπίτι μυρίζει κλεισούρα. Η Έιμυ άφηνε το παράθυρο του καθιστικού ανοιχτό, ό,τι καιρό κι αν είχε. Οι περισσότερες οσμές την ενοχλούσαν. Η μούχλα,  ο ιδρώτας, η ναφθαλίνη, ο καφές. Όταν μύριζε σκόρδο, σόγια ή τηγανισμένο ψάρι αρρώσταινε. Μαγείρευε μόνο μακαρόνια και σαλάτες. Δεν ήθελε να δέχονται επισκέπτες γιατί έφερναν μαζί τους μυρωδιές που την αηδίαζαν. Μόλις έφευγαν άνοιγε όλα τα παράθυρα. Τα άφηνε έτσι για ώρες. Του ζητούσε να κάνει ντους, να λούζει τα μαλλιά του, να πλένει τα χέρια του. Συνέχεια. Λίγο πριν φύγει δεν άντεχε ούτε το άρωμά της και σταμάτησε να το φοράει. Πλενόταν αποκλειστικά με πράσινο σαπούνι και κοιμόταν σε χωριστό κρεβάτι, μόνη της. Μαζί πέρναγαν μόνο λίγες ώρες το βράδυ, μετά τη δουλειά. Πολλές φορές καβγάδιζαν για τις μυρωδιές ή άλλες αφορμές. Εκείνος λιγόλογος, σχεδόν βουβός. Θυμωμένη του φώναζε βρισιές προσπαθώντας να τον κάνει να ξεσπάσει. Η συμφιλίωση αργούσε και δεν ήταν ποτέ ολοκληρωτική. Πάντα έλειπε ένα κομματάκι. Ακόμη ένα κάθε φορά.
Βγάζει τα παπούτσια και το σακάκι, γεμίζει τη ρυζιέρα και ξεφλουδίζει ένα κρεμμύδι. Στο άνοιγμα της πόρτας τα κύματα λυσσομανούν. Τελικά του είπε «δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα». Στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα με μία βαλίτσα στο χέρι. Φόραγε την κόκκινη καμπαρντίνα που αντηχούσε νότες τάνγκο στις στροφές. Με τα μυτερά της τακούνια θρυμμάτισε αμέτρητα λευκορόδινα κοχύλια, βαδίζοντας  ανυπόμονη. Χωρίς διόλου έλεος, τα στιλέτο της βεβήλωσαν την ακτή, όπου είχαν περάσει εκείνο το πρωινό, τρεις μήνες μετά που την πρωτοείδε στο Σελέκτ. Τα μάλλινα πουλόβερ κοκκίνιζαν το δέρμα στα μπράτσα τους, όσο εκείνοι καλοδέχονταν, με δάκρυα στα μάτια, το ανεμόβροχο που γέμιζε τον ουρανό με τα μαλλιά της και άγρια αρμύρα.
Το Χοκάιντο της είχε φανεί πληκτικό. Είπε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε εβδομάδα εκεί. Το σπίτι ήταν μικρό, οι δρόμοι επαρχιακοί, το φαγητό βρωμερό, οι άνθρωποι κλεισμένοι στον εαυτό τους, η ησυχία υπερβολική. Η φύση έπνιγε τα πάντα, και το κάθε τι έμοιαζε να αποδιώχνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Τις επτά μέρες που έμειναν εκεί, τις πέρασε ξαπλωμένη, στήνοντας καβγάδες μαζί του με κάθε ευκαιρία. Την κουβέντα του πατέρα ότι αν ήθελαν να μείνουν εκεί ήταν ευπρόσδεκτοι, την κράτησε για τον εαυτό του. Του είχε απαντήσει ότι θα βάδιζε στο δρόμο που είχε διαλέξει. Πάντα δίπλα της. Ο πατέρας είπε «θα το μετανιώσεις, γιε μου». Κι όμως, ο πατέρας ήξερε καλά πως η μετάνοια δεν έρχεται ποτέ όταν της κρατάς την πόρτα κλειστή, μανταλωμένη. Ακόμη κι αν, μπλεγμένος στις αλυσίδες που την σφραγίζουν ερμητικά, δυσκολεύεσαι να πάρεις ανάσα. Όλα τα ήξερε ο πατέρας, που τον έσφιξε στην αγκαλιά του ώρα πολλή, μπροστά στο ταξί με την αναμμένη μηχανή. Μύριζε τον καπνό στο δέρμα του προσπαθώντας να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στην πατρική αγκαλιά. Τον διέκοψε η κόρνα του αυτοκινήτου, προτού τα καταφέρει. Δίπλα στην πόρτα, η μητέρα έσφιγγε ένα μαντήλι μέσα στην αριστερή της χούφτα.
Η βροχή αντηχεί στο κρύο πεζοδρόμιο. 
Κλείνει το παράθυρο του καθιστικού, σερβίρει φαγητό σε ένα πιάτο και ανάβει την τηλεόραση.
 
 

Tuesday, 26 May 2015

Μέγαιρα [«Βροχή εν Θήρα» (1)]

Άνοιξες με τα μούτρα κατεβασμένα. Απ' όξω φωνάζανε εκείνα τ' αγριοκόπελα που 'χεις για φίλους. Ίσα-ίσα που ακούγονταν μέσα στις βροντές. Στάθηκες στην θύρα. Σα να ΄τανε λεπτά ολάκερα που στεκόσουνα εκεί, το πάτωμα γέμισε νερά, σα να μην ήθελες να μπεις. Δεν έτρεξα να σου πάρω την κάπα, που ήτανε μούσκεμα. Ούτε να σου βγάλω τις μπότες. Σε κοίταζα από το κρεβάτι, κάτω από τα χράμια. Κι έπειτα, βουβός, με βαριά περπατησιά βρέθηκες στην μέση της κάμαρης. Άκουγα την ανάσα σου να δυναμώνει. Ώσπου ήρθες απάνω απ' το κρεβάτι και τράβηξες τα σκεπάσματα. Μ' άρπαξες απ' τον αγκώνα, το χέρι σου μέγγενη. Να με σηκώσεις με το στανιό γρυλίζοντας σαν μαύρος χοίρος· κι έπειτα να αρχίσεις να σκληρίζεις, να με ρωτάς, να με έχεις αρπάξει από τους ώμους και να με τινάζεις πέρα δώθε· κι εγώ αφημένη στα χέρια σου αδειανό σακί με πρόσωπο πασαλειμμένο από τα σάλια σου. Δε μίλησα, τσιμουδιά, κιχ. Τέτοια είμ' εγώ. Περίμενα την ώρα, τη στιγμή τη σίγουρη, όταν με παράτησες κι έπεσα στις πλάκες ζαλισμένη κι εσύ σύρθηκες στο τζάκι με τα χέρια δεμένα πίσω από το σβέρκο. Τότε ήταν που άνοιξα το στόμα μου το φαρμακωμένο. Δυνατά, να με ακούεις, μην τυχόν και σβήσει την κουβέντα μου η αντάρα που 'κανε τα φύλλα της μουριάς να χτυπιούνται σαν μανιασμένα κοτσύφια. Και ξαλάφρωσα.

Ναι. Αλήθεια είναι. Εγώ ήμουνα που τριβόμουνα όλη νύχτα με τα χορτάρια. Τσίτσιδη, με το πετσί πρασινισμένο, έβλεπα τα σύννεφα να μαζεύονται πάνω από την αυλή. Ο αέρας μύριζε θειάφι, τα μάτια μου τρέχανε κι έψελνα τραγούδια ατελείωτα, σκοπούς δικούς μου, η γλώσσα μου πήγαινε μονάχη της, το λαρύγγι μου έβγαζε φωτιά· για την κυρά Μαρίνα στο πηγάδι, που μου ’πε πως η κοιλιά μου όλο πλάκα είναι και δε λέει να φουσκώσει· την Μαρίκα που όλο κουνιέται σαν περνάει από το σιδεράδικο· την Σοφία με τα μεταξωτά πουκάμισα· την προεδρίνα με τις βεράντες που τις σκεπάζει η μπουκαμβίλια και ήλιος δεν τις βλέπει· τα πουτανάκια της κυρά Μάρως με τη μέση δαχτυλίδι· την Γιαννούλα που ‘χει απόνα μωρό στο κάθε βυζί· και πιο πολύ απ’ όλες τις καριόλες, την δικιά σου, που παρατάει το μούλικο στην μάνα της, για να ’ρθει να πλαγιάσετε στις θυμωνιές, πίσω από τον μιτάτο του πατέρα μου· κάθε απόγεμα που κυλιέται στα σανά φρενιασμένη, που σε παρακαλάει να της τον βάλεις, όλο και πιο βαθιά που τον ζητάει η σκύλα και κόβεται η ανάσα της.

Τώρα η βουή έπαψε. Τα σύννεφα τραβήχτηκαν και ο ουρανός άνοιξε. Είμαι ψόφια. Η κεφαλή μου πάει να σπάσει. Τώρα μιλάς ελόγου σου, οι κουβέντες σου ποτάμι αφρισμένο. Ξαπλώνεις δίπλα μου, κατάχαμα, μα δε με ακουμπάς. Με μαλώνεις. Τι με νοιάζει τι κάνουν οι άλλες, καμιά δεν μπαίνει μαζί μου, τόσες φορές μου το ’χεις πει. Εσύ εμένα αγαπάς, την άλλη την πηδάς γιατί σε παρακαλάει, σέρνεται στα πόδια σου. Όταν το παρακάνω δε με θες, δεν μπορείς ούτε να με βλέπεις μπροστά σου. Μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα και σφίγγομαι. Άμα κλάψω, θα με πονέσει πιο πολύ το κεφάλι μου. Άμα πονάω, ζαλίζομαι, καμιά φορά βλέπω φωτάκια και μετά όλα γίνονται μαύρο σκοτάδι και χάνομαι. Τι πάει να πει το παράκανα; Μίλα ντε, άνοιξε το βουβό σου, πες μου. Δεν καταλαβαίνω γρι σου λέω. Μπαίνει μέτρο στην λύσσα; Έχει ζύγι για την αγάπη;

«Θήρα, 18 Σεπτεμβρίου 1883
Ραγδαιοτάτη και ασυνήθης βροχή κατέπεσεν εν Θήρα τη 18 τρέχοντος περί την πρωΐαν, ώραν περίπου διαρκέσασα, και επήνεγκεν ανυπολογίστους ζημίας, απερίγραπτον ιδίως είναι το ραγδαίον και φοβερόν αυτής πρωτίστως μεν εν τη περιφερεία του χωρίου Εμπορείου, κατά δεύτερον δε λόγον εν τη του χωρίου Γωνιάς και Βουρβούλου. Η θέσις του χωρίου Εμπορείου παριστά θέατρον καταστροφής, μεταβληθείσα εις λίμνην πλωτήν, εκπέμψασαν εκ των διαφόρων σημείων αυτής, ποταμούς οίτινες αγρίως και ορμητικώς κατελθόντες παρέσυρον παν το πρόστυχον διά των αμπελώνων και των αγρών. Εν τη θέσει ταύτη λίθινα περιτοιχίσματα παρεσύρθησαν άρδην, συκαί και ρίζαι των αμπέλων εκριζωθείσαι ήχθησαν εις την θάλασσαν˙ και πού μεν αύται βαθέως ηυλακώθησαν, που δε υπεσκάφθησαν, εδώ μεν εγένοντο εκχώσεις, εκεί δε επιχώσεις κτλ., δισδιάκριτά δε όλως εισί τα σημεία και αι περιοχαί ταύτης.»

Ζούμπαγα τα νεροχόρταρα στην κοιλιά και τα μπούτια μου ώρες ατέλειωτες. Να ‘μαι σίγουρη. Σηκώνεσαι. Μου γυρνάς την πλάτη. Στέκεις μπροστά στο παραθύρι. Κοιτάς τα σύννεφα που φεύγουν προς το νοτιά. Έχεις θυμώσει και, όπως λες, το φταίξιμο είναι δικό μου. Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Εσύ φταις που γίνομαι έτσι, εσύ με κάνεις να αλυχτάω σαν το σκυλί μέρα-νύχτα, να φτύνω τις κυράδες και να βρίζω τα κοπελούδια σαν ξετσίπωτη. Πάρ’ το χαμπάρι ντε, για σένα έγινε. Για σένα μόνο. Κι έπειτα, δεν το κάνω κέφι το τσιρ-τσιρ, το ξέρεις κι αυτό. Κάνει τα κόκαλά μου να πονάνε. Εσύ φταις που το ’κανα. Αλήθεια. Να μην ξημερωθώ άμα λέω ψέματα.

«Δυστυχώς ποιμήν παρασυρθείς μετά του εξ 150 αιγοπροβάτων ποιμνίου του ήχθη νεκρός εις την θάλασσαν, και άλλα τοιαύτα και ημίονοι τινές παρεσύρθησαν˙»

Ούτε που γυρνάς να με κοιτάξεις. Τσάμπα μιλάω. Καλύτερα να το κλείσω, ώρα είναι να ΄ρθεις να μου αστράψεις και καμία καταπρόσωπο. Τρομάζω έτσι που μουγκρίζεις απ’ τη γωνιά. Πρωτύτερα, που κυλιόμαστε καψωμένοι στα σεντόνια ήτανε καλά, όμως. Έτσι δεν μου ‘λεγες; Μες το αυτί μου έχωνες τη γλώσσα σου, να σ’ ακούσω καλά-καλά. Τότε με ήθελες. Εσύ δηλαδή πως την μετράς την κάψα; πως την ζυγίζεις την αγάπη;

«γυναικός τινός εκ Βουρβούλου εξερχομένης της υπερπληρωθείσης ύδατος οικίας της ο κατερχόμενος ορμητικώς χείμαρρος αφήρεσεν από της αγκάλης αυτής το ατυχές τετραετές τέκνον της, όπερ επίσης εφέρθη νεκρόν εις την θάλασσαν˙»

Έσφιγγες με τις χερούκλες σου τη μέση μου. Όλο μελανιές μ’ έκανες. Σ’ άρεσε. Να με παίρνεις από πίσω, σα να ‘μαστε ζώα. Εσύ το σφυρί, κι εγώ τ’ αμόνι. Και οι στάλες τις βροχές να χτυπάνε τις στεγόπλακες. Αυτά είχα κατά νου, την ώρα που τριβόμουνα με τα χόρτα. Και το πετσί μου μύριζε σαν βρεγμένο χώμα. Έχασα τα λογικά μου με τη μυρωδιά. Τριβόμουνα αφηνιασμένη. Ούτε και θυμάμαι πόση ώρα την έκανα αυτήν την δουλειά. Για σένα ήτανε. Να σου δώσω φχαριστιά. Αχάριστε.

«επί των αμπελώνων και αγρών της τε Γωνίας και Βουρβούλου παραπλήσιαι των του Εμπορίου εγένοντο ζημίαι˙ πλείσται όσαι οικίαι των διαληφθέντων χωρίων επληρώθησαν υδάτων, άτινα εξελθόντα βιαίως, παρέσυραν και εξηφάνισαν πολλάς ζωοτροφάς των πτωχών οικοδεσποτών. Πανικός κατέλαβε και κατέχει έτι τους κατοίκους αυτής, γοεράς αφίσαντας κραυγάς και ικέτιδας υψωσαντας χείρας κατά την στιγμήν της φοβεράς θεομηνίας˙ αληθώς δ’ ειπείν τοιούτος κατακλυσμός μετά ανεμοστροβίλου επελθών παρήγαγε βοήν εμπνέουσαν φρίκην, οιναποθηκών τινών εκείσε πληρωθεισών ύδατος˙ τα οινοδοχεία έπλευσαν, δύο τούτων καταπεσούσαι συνέτριψαν τα οινοδοχεία˙ αι αγροτικαί οδοί εισίν άβατοι˙ ην ευτυχώς πρωΐα άλλως τε πολλά η νήσος θα εθρήνει θύματα».

Φεύγεις. Για που; Τον Μανωλάκη δεν μπορείς να τονε φέρεις πίσω. Ούτε την πουτάνα σου. Και νά ’θελα, ούτε εγώ θα μπορούσα. Που πας; Μη μου φεύγεις. Έλα. Εδώ είμαι. Κάνε ό,τι θες. Έλα να με πάρεις πάλι. Σε παρακαλώ. Κοίτα με πως σπαρταράω. Όλη δική σου. Έλα πάλι, θα μου βγει η ψυχή. Τι, δε θες; Έλα, πάλι έλα, πάλι. Εμένα δε μ’ αρέσει η ψιχάλα, θέλω τον ήλιο εγώ. Έλα, να χαρείς ό,τι αγαπάς. Τώρα που φύγανε τα σύννεφα. Γύρνα πίσω. Δε με βλέπεις που τρέμω ολόκληρη; Άτιμε, έλα να με σκίσεις. Θέλω ξανά. Μη με αφήνεις έτσι. Μη φεύγεις. Σκύλε.

Αν δεν ήξερα πόση χαρά σου δίνει η βροχή, θα το ’πνιγα πέρα για πέρα το βρωμόνησο σου. 

(1) Μη χάνεσαι, τ. 4, αρ. 575 (18 Σεπτεμβρίου 1883)

Tuesday, 19 May 2015

Μιντνάιτ μπλου

Το πλαστικό ρολόι πάνω από την πόρτα είναι σταματημένο. Εδώ και αρκετά λεπτά ψάχνει μάταια να βρει το κινητό τηλέφωνό της μέσα στην τσάντα της, ελέγχει τσέπες, ανοίγει φερμουάρ, ψαχουλεύει πτυχώσεις. Ούτε και η μακιγιέζ φοράει ρολόι. Το να πληροφορηθεί τι ώρα είναι αποβαίνει τελικά εντελώς αδύνατον. Στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει να μάθει είναι το πόση ώρα ακριβώς βρίσκεται καθισμένη σε αυτήν την πολυθρόνα με τον αυχένα τεντωμένο και τα πόδια χωμένα στην γαριασμένη προβιά-μοκέτα χρώματος σπασμένου ζαχαρί. «Μην κουνιέστε πληζ» λέει η Ραμόνα με παιδική φωνή και, αφού πετάξει με επιδεξιότητα την τσάντα στον απέναντι πάγκο, κάθεται μαλακά στα πόδια της, ώστε να φθάνει ευκολότερα το πρόσωπό της. Με αυτό το μικρό, αλλά εξαιρετικά μυώδες σώμα βολεμένο στην ποδιά της, δεν μπορεί να δει την αντανάκλασή της στον καθρέφτη, καθώς σχεδόν ολόκληρο το οπτικό της πεδίο καταλαμβάνεται από την πλούσια αλογοουρά της μακιγιέζ. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην παλέτα που κρατούν τα κοντόχοντρα δάκτυλα· «ξέρεις, δεν συνηθίζω τόσο έντονες σκιές στα μάτια» λέει με αποφασιστικότητα. Η νάνος, χωρίς να σταματήσει να απλώνει Μιντνάιτ Μπλου απ' άκρη σ' άκρη στο αριστερό της βλέφαρο, απαντά ότι ο φωτισμός στο στούντιο 3 είναι διαφορετικός από αυτά που έχει συνηθίσει, κάπως πιο αδύναμος θα μπορούσε να πει κανείς, και τα χρώματα πρέπει να είναι οπωσδήποτε πιο έντονα. Νιώθει το αριστερό στήθος της Ραμόνας να τρίβεται στον ώμο της και, παρόλο που προσπαθεί να αποδιώξει την σκέψη, αναρωτιέται αν τελικά θα τηρήσουν την αρχική συμφωνία ή θα της τα γυρίσουν. Είχε γίνει εξήγηση καθαρή, κι όταν είχε διαβάσει τους όρους είχε νιώσει απόλυτα ικανοποιημένη, αφού δεν είχε κατορθώσει να εντοπίσει τις συνήθεις ενδείξεις έλλειψης σεβασμού, που ξετρύπωνε συχνά συγκαλυμμένες ανάμεσα σε λέξεις αραδιασμένες σε εναμισάρι διάστιχο. Εξάλλου, το είπε κι ο Πωλ, θα ήταν πολύ καλό να κάνει μία εμφάνιση ασυνήθιστη και, ει δυνατόν, πρωτοποριακή, έξω από τα τετριμμένα και τις βολές της, ώστε το κοινό να ξαφνιαστεί ευχάριστα. Κι όμως, υπάρχει κάτι σε αυτήν την παχιά, όλο κόμπους μάσκαρα σε μπλε ελεκτρίκ που την κάνει να αποστρέφει το πρόσωπό της. «Ελάτε, μην το σκέφτεστε τόσο πια, ξέρετε πόσο πηγαίνει το ελεκτρίκ στα καστανά μάτια;» Από την αρχή αυτής της ιστορίας, από την στιγμή που η Ραμόνα σκαρφάλωσε στο σκαμνί για να ξεκινήσει το μακιγιάζ της περνώντας μία υπερβολικά σκούρα βάση σε ολόκληρο το πρόσωπο, θεώρησε ότι το να παρουσιάσει ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο λίγο πριν τα Χριστούγεννα θα ήταν μία κίνηση εντελώς άτοπη, αν όχι κακόγουστη. «Μα τι λέτε, η βάση είναι μίντιουμ, θα είναι μια χαρούλα πάνω σας. Μη φοβάστε καλέ. Πρέπει να την βάλουμε, θέλετε να βγείτε σαν πτώμα;» Όσο το σκέφτεται, τόσο το θέμα γίνεται και πιο σαφές. Δεν χωράει καμία αμφιβολία. Ο φόβος ότι μπορεί το πράγμα να στραβώσει είναι μεγάλος και το φιάσκο μάλλον αναπόφευκτο. Δεν είχαν μπει καν στον κόπο να της δώσουν την λίστα με τις ερωτήσεις της συνέντευξης. Είπαν ότι δεν χρειάζεται καμία προετοιμασία, μόνο να είναι ο εαυτό της. Αυτό μόνο. Ο εαυτός της. Ούτε σκαλέτα, ούτε σημειώσεις, ούτε τίποτα. Σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει με τα άδεια χέρια της. Στη θέα του σκουροκόκκινου ρουζ στο πλακέ κουτί τινάζεται απότομα, κάνοντας την μακιγιέζ να χάσει την ισορροπία της τραβώντας την γραμμή του αϊλάινερ μέχρι το αυτί της. «Αχ, σας παρακαλώ, μη μου κουνιέστε. Κοιτάξτε τι γκάφα έκανα. Καθίστε ήσυχη τώρα, να φτιάξουμε και το άλλο ματάκι. Τουλάχιστον να είναι όμοια». Να πάρει την τσάντα της και να την κάνει. Να γίνει καπνός, κι άσε τα τηλέφωνα να βροντάνε. Ρίχνει μια ματιά προς τον πάγκο στα δεξιά της. Η Ραμόνα της γυρίζει το κεφάλι προς την μεριά της με μία κάπως απότομη κίνηση. Δεν ζητάει συγνώμη για αυτό. Μία δυνατή βροντή κάνει τα φώτα να τρεμοσβήσουν, ακριβώς εκείνη την στιγμή που το παχύ πινέλο του ρουζ χαϊδεύει το μάγουλό της. «Ελάτε λοιπόν, μόνο τα χειλάκια μείνανε. Τα καταφέραμε τελικά, έτσι δεν είναι καλή μου;» Το κραγιόν έχει χρώμα κατακόκκινο και λαμποκοπάει γεμάτο γκλίττερ. Η απόφαση ελήφθη, επιστροφή επιτέλους στην σιγουράντζα, και είναι αμετάκλητη. Η μακιγιέζ σφίγγει με τα γόνατα τις λαγόνες της και της σκουπίζει απαλά τα χείλη με ένα χαρτομάντηλο. «Η βροχή δυνάμωσε. Ακούτε, ε; Πάντως νο πρόμπλεμ, θα σας πάω εγώ στο στούντιο» λέει η Ραμόνα και κατεβαίνει από πάνω της υποβοηθούμενη από το σκαμνί. Ανοίγει ένα χαμηλό ντουλάπι και βγάζει μία πολύχρωμη ομπρέλα γιγαντιαίων διαστάσεων κοιτώντας την με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, σχεδόν αυταρέσκειας. Εκείνη σκύβει, η μακιγιέζ απλώνει το χέρι στον ώμο της και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της. Την πιάνει γερά από την μέση και σπρώχνει την πόρτα με το πόδι. Κάνοντας μερικά βήματα στην τσιμεντένια αυλή, μυρίζει το βρεγμένο χώμα ηδονικά. Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, η Ραμόνα ανοίγει την ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια τους.

Wednesday, 29 April 2015

Στην εποχή μας, Ernst Hemingway (1925)

Εκτέλεσαν τους έξι υπουργούς στις έξι και μισή το πρωί στον τοίχο του νοσοκομείου. Στην αυλή είχαν σχηματιστεί λίμνες με νερό. Το λιθόστρωτο της αυλής ήταν σκεπασμένο με νεκρά φύλλα. Έβρεχε πολύ. Όλα τα παραθυρόφυλλα στο νοσοκομείο ήταν ερμητικά κλειστά. Ένας από τους υπουργούς ήταν άρρωστος με τύφο. Δύο στρατιώτες τον μετέφεραν κάτω και τον έβγαλαν έξω στην βροχή. Προσπάθησαν να τον κρατήσουν όρθιο στον τοίχο, αλλά τα γόνατά του λύγιζαν και καθόταν κάτω, μέσα σε μία λίμνη που είχε σχηματίσει η βροχή. Οι άλλοι πέντε στέκονταν πολύ ήσυχα δίπλα στον τοίχο. Τελικά, ο αξιωματικός είπε στους στρατιώτες ότι δεν υπήρχε λόγος να προσπαθούν να τον κρατήσουν όρθιο. Όταν έριξαν την πρώτη ριπή, καθόταν μέσα στο νερό με το κεφάλι στα γόνατα.
Ernst Hemingway, Στην εποχή μας (1925), 
μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2008)

Tuesday, 20 January 2015

Το ακέφαλο γεράκι, Truman Capote (1946)

Ήταν η ώρα του βραδυνού και, μην ξέροντας που να φάει, κοντοστάθηκε κάτω από ένα φανοστάτη, απ' όπου άνθισε ξαφνικά ένα λουλούδι από φως κι έπεσε ριπιδωτό στο καλντερίμι· κι ενώ περίμενε εκεί, μια βροντή ακούστηκε, και σ' όλο το δρόμο κάθε πρόσωπο έξω από δύο, το δικό του και της κοπέλας, κοίταξε ψηλά. Μια ριπή ποταμίσιου αέρα σκόρπισε το γέλιο των παιδιών που, πιασμένα αγκαζέ, χοροπηδούσαν σαν ξύλινα αλογάκια σε λούνα παρκ, και παρέσυρε τη φωνή της μαμάς, που, σκυμμένη από ένα παράθυρο, φώναξε: Βροχή, Ρέιτσελ, βροχή· θα βρέξει, θα βρέξει! Και το αμαξάκι του ανθοπώλη, το γεμάτο κισσούς και γλαδιόλες, τινάχτηκε απότομα καθώς ο γυρολόγος, με το ένα μάτι στραμμένο προς τον ουρανό, έσπευσε να βρει καταφύγιο. Ένα γεράνι φυτεμένο σε γλάστρα έπεσε, και τα κοριτσάκια μάζεψαν τα λουλούδια και τά 'βαλαν στ' αυτί. Τρεχάτα πόδια και σταγόνες βροχής ήχησαν στα πεζοδρόμια σαν μουσική παιγμένη γοργά σε ξυλόφωνο, πόρτες βρόντηξαν, παράθυρα έκλεισαν κι ύστερα τίποτε, μόνο σιωπή... και βροχή. Τώρα, με αργά βήματα και σέρνοντας τα πόδια της, ήρθε κάτω από το φανοστάτη να σταθεί δίπλα του, και ήταν λες και ο ουρανός ήταν καθρέφτης ραϊσμένος απ' τους κεραυνούς, γιατί η βροχή έπεφτε ανάμεσά τους σαν παραπέτασμα από θραύσματα γυαλιού.
Truman Capote, Όλα τα διηγήματα (1943-1982)
μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2006)

Tuesday, 6 January 2015

Το σπίτι στη βροχή

Η μυρωδιά του καφέ γέμισε την ευρύχωρη κουζίνα, όπου επικρατούσε μία ευχάριστη θαλπωρή, παρά τον καυγά που είχε προηγηθεί. Της είχε πάρει αρκετή ώρα να ανάψει τη φωτιά. Δεν είχε καταφέρει να βρει αρκετό προσάναμμα και τα ξύλα της είχαν φανεί λιγοστά. Η αδερφή της είχε σχεδόν καταργήσει το τζάκι, θερμαινόταν με φορητά καλοριφέρ πια. Έπλεξε τα δάχτυλά της γύρω από το φλιτζάνι, για να τα ζεστάνει. Ήταν μακριά και λεπτά, κάποτε ολόλευκα, νιφούλες τα έλεγε ο Τάκης γιατί ήταν πάντα κρύα, τώρα γεμάτα καφετιά στίγματα. Με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι αφουγκραζόταν τον θόρυβο που έκανε η βροχή χτυπώντας τα φύλλα της μουριάς και το τζάμι του παραθύρου. Οι φωνές της αδελφής της έμοιαζαν πολύ μακρινές, σαν να μην είχαν ακουστεί ποτέ μέσα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και σκέφτηκε ότι ένιωθε ευτυχισμένη. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, όπως είχε γείρει πάνω από το τραπέζι, με την χοντρή ζακέτα που μύριζε ναφθαλίνη ριγμένη στους ώμους, μέσα στο άδειο σπίτι, την κυρίευσε μία ευτυχία. Η φωτιά τριζοβολούσε λαμπερή. Πήγαιναν πολλά χρόνια που το είχε καταλάβει, δεν είχε καλά-καλά τελειώσει το γυμνάσιο όταν συνειδητοποίησε πως το να αναζητάει κανείς την ευτυχία δεν είχε νόημα. Απολύτως κανένα νόημα. Επρόκειτο για μία μάταιη και εξαιρετικά κουραστική διαδικασία. Ευτυχία ως κατάσταση μόνιμη και αδιάσπαστα σταθερή δεν υπήρχε. Όποιος την κυνηγούσε ήταν καταδικασμένος να αποτύχει. Η ευτυχία δεν ήταν παρά στιγμές, μικρές χρονικές νησίδες διασπαρμένες στο βίο των ανθρώπων. Στόχος του καθενός θα έπρεπε να είναι το να μπορεί να τις αναγνωρίζει και, ακολούθως, να τις απολαμβάνει. Η πεποίθηση αυτή παρέμενε απαράλλακτη μέσα της πολλά χρόνια, από εκείνο το βράδυ στην παραλία της Δελφίνας, με το φεγγαρόφωτο που έκανε τα βρεγμένα βότσαλα να γυαλίζουν. 
 
Η Ελευθερίτσα, επιτυχημένη αρχιτέκτων, σύζυγος ιατρού και μητέρα τριών καλοσπουδασμένων και καλοπαντρεμένων κοριτσιών, δεν πίστευε ότι ένα όμορφο σπίτι, μία μεγάλη, καλοκουρδισμένη οικογένεια ή ένας φουσκωμένος τραπεζικός ήταν ικανά να φέρουν την ευτυχία, γιατί αυτή ήταν κάτι πολύ πιο απλό. Σαν και αυτό που ένιωθε τώρα δα, σε αυτό σπίτι το φτιαγμένο από πέτρα και χώμα που, αν και άδειο, την γέμιζε ενεργητικότητα. Έριξε μια ματιά τριγύρω τους τοίχους που είχαν πρασινίσει ψηλά, κοντά στην οροφή, και θαύμασε την συμμετρία του σχεδίου που είχε φτιάξει η μούχλα. Όταν ήταν μικρή, συνήθιζε να ακουμπάει το αυτί της στα χοντρά ντουβάρια, για να ακούσει τον θόρυβο που έκαναν, καθώς ανάσαιναν. Τα αδέλφια της την κορόιδευαν κι εκείνη πεισμωμένη περνούσε πολλή ώρα κολλημένη στον τοίχο. Η μάνα την μάλωνε και την έστελνε σε θελήματα, για να φεύγει από το σπίτι. Όταν γύριζε από τις θειάδες ή τον μπακάλη, της είχε πάντα έτοιμη μία φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα κυδώνι. Μικρό παιδί τότε, δεν είχε ακόμη συλλάβει την σημασία των ευτυχισμένων στιγμών, για να τις βιώσει με συνειδητή απόλαυση. Εκ των υστέρων, όμως, είχε αντιληφθεί ότι όλες εκείνες οι φορές που έμπαινε στην αυλή σέρνοντας μια σακούλα και έβλεπε τη μάνα να την περιμένει στην πόρτα της κουζίνας με τη φέτα στο χέρι, θα έπρεπε να τοποθετηθούν στην κορυφή του καταλόγου των ευτυχισμένων στιγμών της ζωής της.

Η μάνα συνήθιζε να κάθεται σε μία χαμηλή καρέκλα, δίπλα στο τζάκι. Εξαιτίας της αρθρίτιδας που την βασάνιζε από πολύ νέα, απέφευγε να σηκώνεται και ζητούσε από όποιον βρισκόταν εκεί κοντά να της φέρνει ό,τι χρειαζόταν. Η Ελευθερίτσα, το μικρό τους, γυρόφερνε στην κουζίνα, έτοιμη να πεταχτεί στο ερμάρι και να της προσπορίσει μακαρόνια, λάδι, ελληνικό καφέ, ζάχαρη, σπίρτα, παλιές εφημερίδες για προσάναμμα. Το μαγερειό ήταν ο στίβος της, όπου έτρεχε ολημερίς με τα μικρά της πόδια, μέχρι να πέσει ψόφια στο κρεβάτι το βράδυ. Και πιο μετά, τα καλοκαίρια που ερχόταν από την Αθήνα, εκεί ακριβώς, κάτω από την μαυρισμένη καμινάδα, κάθονταν με τη μάνα κι έπιναν τον καφέ. Κάθε απόγευμα, όταν γύριζε αποκαμωμένη από την θάλασσα κι εκείνη την μπούκωνε τις φέτες με το βούτυρο κατηγορώντας την πως ήταν αδύνατη σαν τσίχλα. Με το λευκό της χεράκι τσιμπούσε μαλακά το μπούτι της Ελευθερίτσας και την ρώταγε πως θα γύρναγε να την κοιτάξει άντρας, έτσι κοκαλιάρα που είχε γίνει. Εκεί μέσα ήταν που της είπε για τον Τάκη και την ρώτησε αν ήθελε να κάνουν το γάμο στο χωριό. Η μάνα την αγκάλιασε συγκινημένη κι αυτή ακούμπησε το μάγουλό της στον άσπρο λαιμό που μύριζε σαν μωρού συνειδητοποιώντας, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι ζούσε μία ευτυχισμένη στιγμή. Έτσι, έμεινε ακίνητη, για να την κάνει να διαρκέσει όσο περισσότερο γινόταν. Διότι το κύριο χαρακτηριστικό των ευτυχισμένων στιγμών ήταν ότι ήταν αδύνατον να επαναληφθούν. Ήταν μοναδικές και έφευγαν χωρίς επιστροφή.

Το παλιό σπίτι έμοιαζε να της προσφέρει ανείπωτη ευφορία, που όσο την ένιωθε να τονώνει τον υποτασικό της παλμό, τόσο πιο παρανοϊκή φαινόταν η ιδέα της αδερφής της να το πουλήσουν. Δεν ήταν βέβαια οι τοίχοι που της προκαλούσαν την κατάσταση αυτή, αλλά η ενέργεια με την οποία τους είχαν ποτίσει όλες αυτές οι ευτυχισμένες στιγμές, που είχαν βιώσει οι ένοικοί του, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλα αυτά τα χρόνια. Αμέτρητες στιγμές ευτυχίας, σαν λαμπερή ουσία συσσωρευμένη στις κόχες και τα σοβατεπιά, ενεργοποιημένη από τη σιγανή βροχή που χτύπαγε τα φύλλα της μουριάς και το τζάμι του παραθύρου. Ξαφνικά ένιωσε το στομάχι της να την τραβάει, πεινούσε και σηκώθηκε να δει αν ερχόταν η Μαρία. Ο κήπος, φρεσκοπλυμένος από την βροχή, έδειχνε αρκετά περιποιημένος, αλλά η μεγάλη ελιά πίσω από την αυλόπορτα έλειπε. Θυμήθηκε ότι πριν από τρία χρόνια η Μαρία της είχε τηλεφωνήσει για να την ενημερώσει ότι το δέντρο είχε προσβληθεί από σηψιρριζία και είχαν αναγκαστεί να το κόψουν. Είχε συναινέσει χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, της το είχαν παρουσιάσει ως αναγκαίο κακό. Δεν είχε δει, όμως, το ασύμμετρο κενό που είχε αφήσει πίσω του, ούτε και τη ρηχή λακκούβα που είχε απομείνει στο έδαφος, όταν έσκαψαν για να αφαιρέσουν τις βαθιές του ρίζες. Γυρνώντας την πλάτη της στο παράθυρο, είδε ότι το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Κάποια από τα ξύλα θα πρέπει να ήταν βρεγμένα, η Μαρία της είχε πει ότι δεν έλεγε να σταματήσει να βρέχει εδώ και μία ολόκληρη εβδομάδα. Είχαν μουλιάσει τα πάντα. Κάθισε ξανά, ο καφές είχε κρυώσει. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, ακουμπώντας το μάγουλο στον σκονισμένο τοίχο, που ήταν παγωμένος και σιωπηλός. Σουβλιές διαπερνούσαν το αριστερό της γόνατο, την ώρα που στην εξώπορτα ακούστηκε το κουδούνισμα κλειδιών και η στραφταλιστή ουσία των ευτυχισμένων στιγμών πίσω από τις πόρτες άρχισε να ξεχύνεται από τις χαραμάδες σαν πηχτό μελάνι βιολετί χρώματος.

Sunday, 20 July 2014

Φάλκονερ, John Cheever (1975)

Μια καταιγίδα μπορεί να προμηνύει ο,τιδήποτε, ευελπιστούσε. Προμηνύει ψύχρα, ζέστη, μια μέρα που η διαύγεια του φωτός της σε παρασύρει ώρα με την ώρα. Και τότε άρχισε να βρέχει. Βροχή ραγδαία έπεφτε στις φυλακές και σε εκείνο το μέρος του κόσμου. Μα κράτησε μόνο δέκα λεπτά. Και τότε η βροχή, η μπόρα κίνησε ευτυχώς προς τον Βορρά και αστραπιαία, φευγαλέα, εκείνη η βαριά και έντονη μυρωδιά που γεννά η βροχή πέταξε ψηλά και έφτασε εκεί που βρισκόταν ο Φάραγκατ, στο σιδερόφραχτο παράθυρό του. Ανέκαθεν αντιδρούσε με τη μεγάλη -μεγάλη, ναι- μύτη του, σε αυτή τη διαπεραστική οσμή οπουδήποτε κι αν βρισκόταν - φωνάζοντας, κουνώντας τα χέρια, πίνοντας ένα ποτό. Τώρα φάνηκε μόνο ένα ίχνος, μια μνήμη αυτής της αρχέγονης έξαψης, μα επισκιάστηκε βασανιστικά από τα κάγκελα. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε ακούγοντας το νερό να στάζει από τις υπερυψωμένες σκοπιές.
John Cheever, Φάλκονερ (1975)
μτφρ. Ιλαέιρα Διονυσοπούλου για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2014)

Wednesday, 16 July 2014

Τα εννέα πένθιμα χτυπήματα, Dorothy Sayers (1934)

Αυτή τη φορά ακολούθησαν τη νότια όχθη, δηλαδή, την όχθη από την πλευρά του Φεντσερτς. Το ανάχωμα και το κανάλι είχαν ξεχελισει και κατά τόπους το νερό λίμναζε στους στους μουσκεμένους αγρούς, που δεν απείχαν πολύ από το να μετατραπούν σε έναν έρημο βάλτο, όπως ήταν τα παλιά χρόνια. Ο μακρύς ευθύς δρόμος ήταν σχετικά έρημος. Διασταυρώθηκαν με ένα σαραβαλιασμένο καταλασπωμένο αυτοκίνητο που κάθε τόσο έπεφτε στις λακκούβες τινάζοντας γύρω του τα νερά. Πιο κάτω συνάντησαν ένα βραδυκίνητο κάρο, φορτωμένο με κτηνοτροφικά τεύτλα, του οποίου ο αγωγιάτης μάταια προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή, ζαρωμένος κάτω από ένα μουσκεμένο τσουβάλι, δίχως να βλέπει και δίχως να ακούει τα οχήματα που τον προσπερνούσαν. Είδαν έναν μοναχικό ξωμάχο, σκυφτό από τους ρευματισμούς, να σέρνει το αργό βήμα του στον δρόμο της επιστροφής, με το όνειρο μιας ζεστής φωτιάς και μιας μπίρας στο πλησιέστερο καπηλειό. Ο υγρός αέρας ήταν τόσο πηχτός που μόνο όταν πέρασαν το Φρογκ'ς Μπριτζ έφτασε στα αυτιά τους ο γλυκός και υπόκωφος μεταλλικός ήχος, που τους πληροφόρησε ότι οι κωδωνοκρούστες έκαναν πρόβα για τη χριστουγεννιάτικη κωδωνοκρουσία. Ο ήχος ταξίδευε μες την αδιάκοπη βροχή σκορπίζοντας μια οδυνηρά αβάσταχτη μελαγχολία, θαρρείς και σήμαιναν οι καμπάνες μιας βουλιαγμένης πολιτείας, πολεμώντας να ακουστούν κάτω από την επιφάνεια του αδυσώπητου νερού.
Dorothy Sayers, Τα επτά πένθιμα χτυπήματα (1934)
μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2012)

Cristophe Jacrot's Paris (July 2014)




Monday, 23 June 2014

Η βροχή από το παράθυρο της κουζίνας

Άθελά μου τινάζομαι όταν τα παράσιτα διακόπτουν απότομα τα παραπονιάρικα ακόρντα του Ντίλαν. Μετά από μια σύντομη προσπάθεια να ξαναβρώ τη συχνότητα, η οποία καταλήγει σε αποτυχία, κλείνω το ράδιο εντελώς και ξαναπιάνω το μαχαίρι. Όρθια μπροστά στο νεροχύτη τώρα, κόβοντας τις μελιτζάνες σε λεπτές φέτες, μπορώ να ακούσω τον ήχο μακρινών βροντών να διακόπτει την σιωπή του σπιτιού. Ανοίγω το μάτι της κουζίνας και ρίχνω μια ματιά από το παράθυρο, τα βαριά σύννεφα που έχουν μαζευτεί χαμηλώνουν τον ουρανό. Θυμάμαι ότι στο μετεωρολογικό δελτίο είπαν για νεροποντές, κάτι που συμβαίνει συχνά το καλοκαίρι, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Βάζω το τηγάνι στο πυρωμένο μάτι και ξαναδοκιμάζω το ραδιόφωνο, μάταια. 
 
Στο μουσακά, την μελιτζάνα δεν χρειάζεται να την αλευρώνεις, μου έλεγε, τσάμπα κόπος, άσε που το λάδι μαζεύει αλεύρι, καίγεται και πικρίζει μετά. Γεμίζω το τηγάνι με μελιτζάνες, βάζω τον απορροφητήρα τέρμα και ξαναπιάνω το ράδιο με βιαστικές κινήσεις. Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει. Όταν μαγειρεύεις πρέπει να έχεις το νου σου στο φαί σου, όχι να κουτσουλάς από 'δω κι από 'κει, μία-μία οι δουλειές, αλλιώς όλα στραβά θα τα κάνεις. Αυτήν την κουβέντα θυμάμαι ότι την άκουγα από τότε που πήγαινα στο Δημοτικό και τη βοηθούσα, όποτε είχαμε τραπέζι στις αδελφές της και τις οικογένειές τους, αλλά και μετά, αφού παντρεύτηκα και άνοιξα το δικό μου σπίτι. Κάθε φορά που ερχόταν επίσκεψη, συνήθως με την θεία Ευτέρπη που κι εκείνη είχε χηρέψει αρκετά χρόνια πριν, έμπαινε στην κουζίνα μου και άρχιζε τη μουρμούρα, δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατό να μαγειρεύω και ταυτόχρονα να βάζω πλυντήριο και να προετοιμάζω τα μαθήματα της επόμενης ημέρας. Όταν τηγάνιζε εκείνη, στεκόταν κέρβερος πάνω από το τηγάνι, δεν έκανε βήμα μέχρι να τελειώσει αψηφώντας την κάψα της φωτιάς, την ορθοστασία, καθώς και την τσίκνα από το φαγητό. Κι έτσι, όταν γύριζα από το σχολείο κι έσκυβε να με φιλήσει, μύριζα την μυρωδιά της τηγανιτής μελιτζάνας στα μαλλιά της και καταλάβαινα πως είχαμε μουσακά για μεσημεριανό. 
 
Τον λάτρευα, ήταν το αγαπημένο μου φαγητό, και το ότι δεν είναι δυνατό να τον γευτώ πλέον το νιώθω σαν ένα μεγάλο κενό, μια τρύπα, μισοκαλυμμένη από χαρτόνια και λαμαρίνες, που μου θυμίζει την παρουσία της κάθε φορά που περνάω καλοκαίρι έξω από σπίτι που μαγειρεύουν κι ο αέρας μοσχοβολάει μαγειρεμένο κιμά σε σάλτσα ντομάτας. Εκείνης, όμως, ο δικός μου μουσακάς δεν της άρεσε. Κάθε φορά που τον έτρωγε, του έβρισκε άλλα μειονεκτήματα: η μπεσαμέλ ήταν πολύ σφιχτή ή παχιά, ο κιμάς ανάλατος, οι μελιτζάνες ωμές ή λιωμένες. Αν και δεν υπήρξε ποτέ λιτοδίαιτη, έπαιρνε πάντα ένα μικρό κομμάτι και, αφού το έτρωγε με τα χίλια ζόρια, με συμβούλευε να μην παιδεύομαι με τόσο μπελαλίδικα φαγητά, εγώ που είχα τόσα τρεχάματα και σκοτούρες. Όποτε θέλαμε να φάμε μουσακά ας την έπαιρνα τηλέφωνο και θα μου τον έφτιαχνε εκείνη. Την ακολούθησα την συμβουλή της, της τηλεφωνούσα και την επόμενη μέρα πέρναγα από το πατρικό μου, για να παραλάβω ένα μεγάλο ταψί και να φύγω βιαστική για το σπίτι, όπου τα παιδιά περίμεναν πως και πως τον μουσακά της γιαγιάς. Πριν από τέσσερα χρόνια, όμως, μου παρέδωσε έναν λαχταριστό μουσακά που έκρυβε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το πρόβλημα αποκαλύφθηκε, όταν επιχείρησα να τον κόψω. Το μαχαίρι δεν προχωρούσε απρόσκοπτα χωρίζοντας σε μερίδες την μελάτη μάζα, έβρισκε αντίσταση κάνοντας το σερβίρισμα του φαγητού αρκετά δύσκολη υπόθεση, διότι η μητέρα μου είχε ξεχάσει να περάσει τις μελιτζάνες από το τηγάνι. Όταν της το είπα στο τηλέφωνο, έμεινε άφωνη κι εγώ να κρατάω το ακουστικό στο αυτί μου περιμένοντας να πει κάτι, κι αφού πέρασαν ένα-δυο λεπτά έτσι, της είπα πως δεν χάθηκε κι ο κόσμος και πως εμείς τον μουσακά τον είχαμε φάει ούτως ή άλλως και πως ήταν πεντανόστιμος, πράγμα που ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Έτσι σιωπηλή είχε απομείνει και αρκετούς μήνες αργότερα, όταν κατά τη διάρκεια ενός ακόμα τηλεφωνικού διαλόγου μας αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα του μικρού μου γιου, αν και επρόκειτο για το όνομα του άντρα της καθώς και, συμπτωματικά, του πατέρα της. Για ώρα αφού είχαμε κλείσει το τηλέφωνο, την φανταζόμουν καθισμένη στην πολυθρόνα, μπροστά στην κλειστή τηλεόραση, με τα παχουλά της χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος, να αναρωτιέται πως στο καλό γινόταν αυτό, πώς ήταν δυνατόν αυτή, η κατά κοινή ομολογία τετραπέρατη, η διαόλα, με μυαλό ξυράφι, τελευταία να ξεχνάει τόσο πολλά πράγματα.

Λίγο πριν πεθάνει, η ασθένεια είχε προχωρήσει τόσο πολύ, που δεν αναγνώριζε κανένα από τα παιδιά μου. Στις αρχές τα αγόρια έρχονταν μαζί μου, όταν πήγαινα να την επισκεφτώ στο ίδρυμα. Όταν, όμως, εκείνη έπαψε να καταλαβαίνει ποιοι είναι, σταμάτησα να τους παίρνω μαζί, παρά τις διαμαρτυρίες τους. Δεν ήθελα να την βλέπουν να τους χαμογελά σαν αγαθιάρα γριούλα με άδειο βλέμμα, δεν ήθελα να έχουν τέτοιου είδους αναμνήσεις από εκείνη. Επιπλέον, ο γιατρός με είχε προειδοποιήσει ότι η κατάστασή της θα επιδεινώνονταν ταχύτατα και έπρεπε να είμαι προετοιμασμένη για τα χειρότερα, τα οποία δεν επιθυμούσα σε καμία περίπτωση να εκθέσω στα μάτια των παιδιών μου. 
 
Εμένα, πάντως, με καταλάβαινε ποια είμαι μέχρι το τέλος, καλώς το κοριτσάκι μου έλεγε πάντα, μόλις με έβλεπε να καταφθάνω φουριόζα. Μου χάιδευε τα μαλλιά. Κατά την διάρκεια της επίσκεψής μου στο ίδρυμα, πήγαινα μεσημέρι αμέσως μετά τη δουλειά, αναλάμβανα το φαγητό της, διώχνοντας την γυναίκα που ερχόταν με το δίσκο. Παρόλο που η μητέρα μου δεν έφτασε ποτέ στο να μην μπορεί να ικανοποιήσει μόνη της τις βασικές σωματικές της ανάγκες, όπως συμβαίνει συνήθως με τους ασθενείς Αλτσχάιμερ, έπρεπε πάντα να βρίσκεται κάποιος κοντά της την ώρα του φαγητού, αλλιώς θα έμενε νηστική. Καθόμασταν στην τραπεζαρία, στο πιο απομονωμένο τραπέζι, έκοβα το φαγητό σε μικρά κομμάτια, έβαζα νερό στο ποτήρι, τσιμπούσα τις μπουκιές με το πιρούνι και της το έδινα στο χέρι. Με παντελή αδιαφορία για το φαγητό, εκείνη έστρεφε το ενδιαφέρον της στα σχέδια του πλαστικού τραπεζομάντιλου, στις χαρτοπετσέτες ή στα άλατα πάνω στο θολωμένο γυαλί του ποτηριού, ξεχνώντας να μασήσει την τροφή, που την είχα θερμοπαρακαλέσει να βάλει στο στόμα της. Ο γολγοθάς του μεσημεριανού διαρκούσε πάνω από μία ώρα, ακόμα και όταν το γεύμα περιλάμβανε κάποια από τα αγαπημένα της φαγητά. Τις ημέρες που σερβίριζαν μουσακά, είχα ζητήσει να της φτιάχνουν κάτι άλλο, κάτι απλό, για παράδειγμα μακαρόνια με τριμμένο τυρί ή αυγά τηγανιτά, πράγμα που η υπεύθυνη σίτισης είχε αποδεχτεί γκρινιάζοντας, μετά από πολλά παρακάλια.

Ομολογώ ότι εκείνον τον καιρό το συναίσθημα που κυριαρχούσε μέσα μου δεν ήταν η λύπη, αλλά ο φόβος. Φοβόμουν τόσο πολύ για την εξέλιξη της κατάστασής της, που έμενα μαζί της πολύ λιγότερη ώρα από όση ήθελα, αποφεύγοντας συστηματικά διαλόγους και κουβέντες που θα μου έδειχναν με τρόπο εξαιρετικά πειστικό, πέρα από κάθε αμφιβολία και ελπίδα, το ότι το μυαλό και ολόκληρο το νευρικό της σύστημα όδευε ολοταχώς και χωρίς δυνατότητα πισωγυρίσματος προς την πλήρη αποσύνθεση. Έφευγα αμέσως μετά το γεύμα, προφασιζόμενη ατελείωτες δουλειές στο σπίτι και το σχολείο και δίνοντας υπόσχεση πως θα έμενα την επόμενη φορά, όταν άκουγα το κάτσε μωρέ παιδί μου να τα πούμε λιγάκι με φωνή πολύ πιο γλυκιά από την κανονική της, που είχε συχνά-πυκνά ένα ολοφάνερο τόνο αυταρχικότητας. Αν και έμεινε στο ίδρυμα πάνω από ένα χρόνο, αυτή η επόμενη φορά δεν κατάφερε ποτέ να έρθει, αφού, όσο εγώ προσπαθούσα να αποδεχτώ την σταδιακή ανυπαρξία της μητέρας μου, η καρδιά της αποφάσισε να σταματήσει να χτυπά. 
 
Οι μελιτζάνες καίγονται στο τηγάνι και η κουζίνα έχει γεμίσει καπνό. Παρατάω το βουβό ραδιόφωνο που με παιδεύει εδώ και ώρα και τρέχω να ανοίξω το παράθυρο. Παρά τον θόρυβο που κάνει ο απορροφητήρας, ακούω το βουητό της δυνατής βροχή, το χτύπημα των σταγόνων στα φύλλα των δέντρων και τις τέντες. Κλείνω τα τζάμια βιαστικά, αδιαφορώντας για την κάπνα, αλλά δεν μπορώ να τον αποφύγω πια. Ο ήχος της βροχής γεμίζει το ολόκληρο σπίτι λεκιάζοντας το μπλε ρουά μεταξωτό φουστάνι που φόραγε η μητέρα μου στην ορκωμοσία μου, καθώς και στην κηδεία της, εκείνο το απόγευμα του Ιούνη, με λοξές, σκουρόχρωμες ριπές.

Friday, 30 May 2014

American vintage rain (1940s-1960s)

by Edna Eicke (03.05.1947)


Cub scouts in phone booth, Richard Sargent (26.08.1961)


Rain-out Birthday Party, Steven Dohanos (22.05.1954)

Rain on the boardwork, George Hughes (1955)

Sea Breeze, Steven Dohanos (1948)

Wednesday, 21 May 2014

Tibor Nagy's Slovakian rainy views

An old story

Down the street

The bus stop

Desire

Lurking dusk

Αργολική βροχή

Γυρίζω το κλειδί στην πόρτα. Σκοτάδι, επιτέλους. Στο δροσερό δωμάτιο, ο αέρας μυρίζει κλεισούρα. Πίσω από τον τοίχο, μία γυναικεία φωνή τραγουδά ένα νανούρισμα. Το μωρό είναι ήσυχο, δεν κλαίει, μόνο ο βήχας του ακούγεται που και που. Κι όμως, η παράφωνη παραμάνα επιμένει δίπλα στο κοιμισμένο μωρό. Ξαπλώνω στο διπλό κρεβάτι και το σεντόνι γδέρνει το φουντωμένο μου μάγουλο μέσα σε χαυνωτικούς ατμούς πράσινου σαπουνιού. Μάτια πονεμένα από το φως. Τα κλείνω και ο ήλιος με τυφλώνει με τις κάθετες αχτίνες που έκαιγαν το χώμα και έκαναν τα χαλίκια να τρίζουν κάτω από τις σόλες μου. Καταμεσήμερο, γαλάζιος και λαμπερός, ο ουρανός χωρίς ούτε ένα σύννεφο. Ούτε ένα τόσο δα συννεφάκι, θα χορτάσουμε λιακάδα εδώ κακαρίζει όλη την ώρα η Άννε με ανοιγμένα τα κουμπιά του πουκαμίσου της και τις μασχάλες μουσκεμένες.
Φοβόμουνα μην παραπατήσω, βάδιζα αργά, η πλάτη του φορέματος κολλημένη στη ράχη μου, πιο σκούρα από το υπόλοιπο ρούχο, βαριά. Αγνοώντας τα επιφωνήματα ενθουσιασμού που έβγαζε συχνά-πυκνά, τον ακολουθούσα σαν σκυλάκι, δεν ήθελα να δει την ιδρωμένη μου πλάτη. Αν έμενα λίγο πίσω κοντοστεκόταν για να τον φτάσω, με κοιτούσε χαμογελαστά και καταπρόσωπο, αδύνατο να ξεφύγω. Έκανα ότι έβρισκα ενδιαφέρον σε όσα έλεγε, ότι απολάμβανα τις περιποιήσεις του. Στην ανηφόρα κυνηγούσα τις σκιές λοξοδρομώντας από το μονοπάτι, αλλά εκείνος με επανέφερε ακούραστος. Στα μισά άπλωσε το μαντήλι του πάνω σε μια επίπεδη πέτρα και με την ψιλή του φωνή με παρακάλεσε να καθίσω να πάρω μια ανάσα, επέμενε με τα δυο του φρύδια σηκωμένα, το βλέμμα του όλο ένταση, ούτε καν προσπάθησα να αρνηθώ. Εκείνος έμεινε όρθιος μπροστά μου, να αγναντεύει προς την κορυφή του λόφου αραδιάζοντας ατέλειωτες πληροφορίες. Που και που γύριζε να με κοιτάξει με έμφαση, για να μου δώσει τον λόγο της τιμής του, άξιζε τον κόπο πραγματικά, έπρεπε να τον πιστέψω, όταν θα φτάναμε στο ανάκτορο θα είχα την μεγάλη ικανοποίηση να θαυμάσω τον αργολικό κάμπο πέρα ως πέρα, μέχρι τη θάλασσα.
Η αίθουσα του θρόνου ήταν έρημη. Μόνοι εγώ κι αυτός σταθήκαμε δίπλα στη μεγάλη εστία, ενώ μπροστά μας απλώνονταν ελιές και πορτοκαλιές στοιχισμένες σε παράλληλες γραμμές. Έβγαλα το καπέλο για να στεγνώσω τα μαλλιά μου στην χλιαρή αύρα που κουνούσε τις φυλλωσιές των δέντρων, κάνοντας τες να αλλάζουν χρώματα. Αφού μίλησε λίγο για τον άνακτα και το ανάκτορο, δήλωσε ότι θα σιωπήσει, ώστε να μπορέσω να βιώσω το μεγαλείο το χώρου χωρίς την παραμικρή ενόχληση. Στεκόταν δίπλα μου, τα μπράτσα μας σχεδόν ακουμπούσαν. Δεν υπήρχε πουθενά μέρος να καθίσω και μετά από λίγο του ζήτησα να επιστρέψουμε.
Τον βασιλικό τάφο τον είχε αφήσει για το τέλος, είπε πως το έκανε με σκοπό να με εντυπωσιάσει. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Προπορευόταν, με περίμενε εκεί που το δρομάκι γινόταν απότομο και άπλωνε ένα μικρό και ιδρωμένο χέρι για να με βοηθήσει. Ελάχιστες ήταν οι φορές που γλίτωσα από το σφιχτό του γράπωμα. Μπροστά στον πέτρινο θόλο σταμάτησε, ήταν φανερό ότι σκόπευε να μου προσφέρει όλες τις επιστημονικές επεξηγήσεις κι ερμηνείες πριν μπούμε στον τάφο. Καθώς κατηφόριζα προς το πλάτωμα αποφάσισα να μην κάτσω να τον ακούσω, προσπέρασα και μπήκα πρώτη. Στην απόλυτη ησυχία. Στο μισοσκόταδο. Στον ψυχρό αέρα που δονούνταν υπνωτιστικά κι έκανε το δέρμα μου να μυρμηγκιάζει. Ο ήχος των βημάτων μου γέμισε το χώρο. Στάθηκα κάτω από το κέντρο του θόλου, που χανόταν στην σκιά. Στιγμή τη στιγμή ο μυστικός παλμός στάλαζε μοναξιά. Όταν μπήκε κι αυτός, θαρρώ μετά από αρκετή ώρα, με βρήκε να κάθομαι στο χώμα με την πλάτη ακουμπισμένη στον γιγαντιαίο τοίχο. Δεν ξέρω αν είδε το γυμνό στήθος ή το συσπασμένο πρόσωπό μου μέσα στο ελάχιστο φως. Κοντοστάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα, απομακρύνθηκε με αργά βήματα, πισωπατώντας, χωρίς να πει λέξη. Όταν η σιλουέτα του χάθηκε από το φωτεινό άνοιγμα, τον κάλεσα με το όνομά του δύο φορές, ίσως και τρεις, αλλά δεν πήρα καμία απάντηση.
Τον βρήκα να περιμένει δίπλα στο αμάξι. Έσκυψα και τίναξα τον ποδόγυρο του φουστανιού μου, που είχε γεμίσει λεπτό χώμα. Τα μπράτσα μου γυάλιζαν από τον ιδρώτα. Ο καροτσιέρης γύρισε και χωρίς προκάλυψη κοίταξε τα πόδια μου, στράφηκα προς το μέρος του και άρχισε τα χαμόγελα, είπε κάτι στα ελληνικά. Χαμογέλασα κι εγώ, εξάλλου δεν ήταν λίγες οι φορές που, από το πρωί, είχα θαυμάσει τις γάμπες του, έτσι όπως ξεπρόβαλαν μακριές κάτω από αυτήν την φούστα. 'Οταν μπήκα στην άμαξα, ο Κωσταντίνος δε με ακολούθησε. Έβαλε το βαμβακερό μαντίλι στο κεφάλι, κάτω από το καπέλο του, και σκαρφάλωσε δίπλα στον οδηγό, με τον οποίο αντάλλαξε κάποιες κουβέντες, κι έπειτα βυθίστηκε στην σιωπή. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, όσο ο αμαξάς με βοηθούσε να κατέβω, παραπάτησα στο σκαλάκι κι έπεσα στην ανοιγμένη του αγκαλιά.
Ο άλλος είχε ήδη ξεπεζέψει. Στην είσοδο του ξενοδοχείου με αποχαιρέτησε με λίγα λόγια και μία σύντομη υπόκλιση. Πριν προλάβει να φύγει, του ζήτησα να έρθει και αύριο το πρωί, και μάλιστα νωρίς γιατί η ζέστη μου έκοβε τα γόνατα, όπως θα είχε προσέξει και ο ίδιος. Επιθυμούσα να επισκεφθώ και την Τίρυνθα και σκόπευα να διπλασιάσω την αμοιβή του. Όσο το σκεφτόταν, τους είδα μέσα από την μεγάλη τζαμαρία. Κάθονταν σε ένα διθέσιο καναπέ κάτω από το κεντρικό κλιμακοστάσιο και χάζευαν, με κεφάλια σχεδόν ενωμένα, ένα μεγάλο άλμπουμ. Τελικά, ο Κωνσταντίνος αποχώρησε, αφού δέχτηκε την πρότασή μου. Ο λακές του ξενοδοχείου ήρθε τρέχοντας να μου ανοίξει την πόρτα, και τη στιγμή που ο μαιτρ με ρωτούσε αν θα ήθελα κάποιο δροσιστικό ποτό, τους είδαν να βαδίζουν βιαστικά, για να με υποδεχτούν. Εκείνη κοίταξε τα ρούχα μου με γουρλωμένα μάτια και μου ζήτησε την άδεια να πάει να μου ετοιμάσει αμέσως μία αλλαξιά. Της την έδωσα κι έφυγε τρεχάτη για τον δεύτερο όροφο. Όταν μείναμε οι δυο μας, απέρριψα την πρόταση του Γιόχαν να ανέβει αργότερα στο δωμάτιό μου. Ο ήλιος μου είχε φέρει πονοκέφαλο. Δεν επέμεινε. Καθόλου.
Η Άννε είχε απλώσει το μπλε φουστάνι, καθαρά εσώρουχα και κάλτσες στο κρεβάτι. Με περίμενε μισοξαπλωμένη στην πολυθρόνα, διαβάζοντας ένα από τα βιβλία μου, που το άφησε να πέσει στο πάτωμα, μόλις μπήκα. Είπε ότι είχε ετοιμάσει το μπάνιο και, χωρίς να με ρωτήσει, έπιασε να μου λύνει τα μαλλιά και να με ξεκουμπώνει. Φώναζε ότι φέρθηκα απρόσεκτα και άφησα τον ήλιο να κάψει το λευκό μου δέρμα. Όμως, χαμήλωσε τη φωνή της, ήμουνα πολύ τυχερή που την είχα κοντά μου. Είχε μία αλοιφή πραγματικά θαυματουργή, της την είχε δώσει η μάνα της κι ευτυχώς είχε προνοήσει να την κουβαλήσει μαζί της στο ταξίδι. Έφυγε μουτρωμένη όταν αρνήθηκα το κατάπλασμα και την έδιωξα χωρίς δικαιολογία.
Μετά το δείπνο στη βεράντα του δωματίου των Λάιστερ, πάνω από την πολύβουη προκυμαία, κατάφερα βγω από το ξενοδοχείο, χωρίς να με πάρει είδηση ο υπάλληλος της υποδοχής. Είχε πια νυχτώσει και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι που μύριζε αλμύρα. Κατά μήκος της ακτής, φωτισμένα μαγαζιά γεμάτα κόσμο, κι αμέτρητοι άνθρωποι να βολτάρουν μπροστά στις βιτρίνες. Χώθηκα στο πλήθος, άκουσα φωνές, ψιθύρους και μουσικές, ένιωσα ανάερες δαντέλες να με αγγίζουν, μύρισα ταμπάκο και άρωμα λεβάντας πίσω από αυτιά, ώσπου έφτασα στην άκρη της αποβάθρας. Εκεί, ένα-δυο ζευγαράκια κρύβονταν μέσα στις σκιές. Το λιγοστό φως από το μικρό φανάρι άφηνε τα αστέρια να λάμψουν με τόση δύναμη, που σάμπως να χαμήλωναν τον ουράνιο θόλο βαρύνοντας τον. Θα νόμιζε κανείς ότι θα μπορούσε να απλώσει το χέρι και να τον ακουμπήσει, αν δεν ήταν εκείνα τα πυκνά σύννεφα που είχαν αρχίσει να μαζεύονται στην ανατολή. 
 
ΝΑΥΠΛΙΟΝ, τη 28 Σεπτεμβρίου 1893 (Του τακτικού ανταποκριτού μας)
Προχθές την Κυριακήν διά της τακτικής εξ Αθηνών αμαξοστοιχίας ανεμένετο εν τη πόλει μας η Α.Υ. η πριγκίπισσα του Σαξ-Μάινιγγεν Καρλόττα ερχομένη εκ Κορίνθου. Πολλοί περίεργοι προσήλθον εν τω σιδηροδρομικώ σταθμώ, όπως ίδωσιν την Υψηλήν ξένην, πλην αντ’ αυτής οι προσελθόντες είδον ετέραν κυρίαν, κατελθούσαν της αμαξοστοιχίας και απαρτίζουσαν μεθ’ ετέρου τινός κυρίου το κατώτερον προσωπικόν της πριγκιπίσσης. Βραδύτερον εγνώσθη, ότι η Α.Υ. είχε κατέλθει εις Μυκήνας, όπου επιβάσα αμάξης μετέβη προς επίσκεψιν του τάφου του Αγαμέμνονος και είτα εξακολουθούσα το ταξείδιόν της δι’ αμάξης εν Ναυπλίω και κατέλυσεν εις το ωραίον και λίαν φιλοκάλως διεσκευασμένον ξενοδοχείον των «Ξένων».
Την επομένην, ήτοι χθες, την πρωίαν επεσκέφθη εφ’ αμάξης την πόλιν και την εγγύς αρχαίαν Τίρυνθα μεθ’ ο επανήλθεν εις το ξενοδοχείον, όπου ηυτυχήσαμεν να ίδωμεν αυτήν χαρτοπαικτούσαν μετά της ακολουθίας της και λίαν αφελώς και χαριέντως καπνίζουσαν. Περί την 10ην π. μ. ώραν καθ’ ην η σεπτή ξένη επρόκειτο να γευματίση τη διαταγή του αξιοτίμου δημάρχου μας κ. Γιαννοπούλου, η ήδη συνισταμένη Φιλαρμονική του Δήμου μουσική προσελθούσα εν τη κάτωθι του ξενοδοχείου πλατεία εξετέλεσεν αρκετά ωραία τεμάχια μέχρι της 12ης της μεσημβρίας, καθ’ ην επιβάσα μετά της ακολουθίας της 3 αμαξών απήλθεν υπό τους χαιρετισμούς του πλήθους εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν και διά της μεταμεσημβρινής αμαξοστοιχίας ανεχώρησαν εις Αθήνας. Την Α.Υ. πλην των εκ Γερμανίας ακολουθούντων συνώδευσε μέχρις ενταύθα και ο γραμματεύς της Αγγλικής πρεσβείας λόρδος Λάιστερ. Οι πάντες κατεθέλχθησαν εκ της αφελείας και απλότητος της πριγκιπίσσης, ήτις κατά την πρώτην εσπέραν της ενταύθα διαμονής της εξήλθεν εν τη προκυμαία όπου πολλοί αντελήφθησαν Αυτήν καθημένην χαμαί επί του κρηπιδώματος της προκυμαίας και ρεμβάζουσαν επί τη θέα των γαληνιαίων υδάτων του Αργολικού κόλπου. Η σύζυγος του προσφιλούς πρίγκιπος του Σαξ-Μάινιγγεν δεν έλειψεν από του να δώση δείγματα και του φιλελληνισμού της, διότι και τον αμαξηλάτην της εξέλεξε φουστανελλοφόρον και εις την μουσικήν επανειλημμένως παρήγγειλε να παιανίση ελληνικά, δημώδη άσματα και χορούς, προτιμήσεις, αίτινες ενεποίησαν ζωηράν εντύπωσιν εις τους Ναυπλιείς.

Αν και δεν είναι ούτε δύο το μεσημέρι, στέκομαι κατάκοπη στην μαρμάρινη είσοδο του ξενοδοχείου, όσο ο δήμαρχος και η κουστωδία του μου φιλούν το χέρι και ζητούν να μεταφέρω τα χαιρετίσματά τους στον σύζυγό μου. Η Άννε με τον Γιόχαν παρακολουθούν από την θέση τους δίπλα στην πόρτα, αμίλητοι. Ο Κωνσταντίνος δεν έρχεται να με αποχαιρετήσει. Οι άμαξες, φορτωμένες, περιμένουν στο δρόμο. Καθώς βαδίζω προς την έξοδο, ακούω ξεκάθαρα το χτύπημα της βροχής στη μεγάλη τζαμαρία και μια ομπρέλα να ανοίγει με θόρυβο πίσω μου. Ανασαίνω βαθιά και τα ρουθούνια μου γεμίζουν από τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μπροστά στην ξεπλυμμένη από την σκόνη πύλη των λεόντων.