Tuesday 19 May 2015

Μιντνάιτ μπλου

Το πλαστικό ρολόι πάνω από την πόρτα είναι σταματημένο. Εδώ και αρκετά λεπτά ψάχνει μάταια να βρει το κινητό τηλέφωνό της μέσα στην τσάντα της, ελέγχει τσέπες, ανοίγει φερμουάρ, ψαχουλεύει πτυχώσεις. Ούτε και η μακιγιέζ φοράει ρολόι. Το να πληροφορηθεί τι ώρα είναι αποβαίνει τελικά εντελώς αδύνατον. Στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει να μάθει είναι το πόση ώρα ακριβώς βρίσκεται καθισμένη σε αυτήν την πολυθρόνα με τον αυχένα τεντωμένο και τα πόδια χωμένα στην γαριασμένη προβιά-μοκέτα χρώματος σπασμένου ζαχαρί. «Μην κουνιέστε πληζ» λέει η Ραμόνα με παιδική φωνή και, αφού πετάξει με επιδεξιότητα την τσάντα στον απέναντι πάγκο, κάθεται μαλακά στα πόδια της, ώστε να φθάνει ευκολότερα το πρόσωπό της. Με αυτό το μικρό, αλλά εξαιρετικά μυώδες σώμα βολεμένο στην ποδιά της, δεν μπορεί να δει την αντανάκλασή της στον καθρέφτη, καθώς σχεδόν ολόκληρο το οπτικό της πεδίο καταλαμβάνεται από την πλούσια αλογοουρά της μακιγιέζ. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην παλέτα που κρατούν τα κοντόχοντρα δάκτυλα· «ξέρεις, δεν συνηθίζω τόσο έντονες σκιές στα μάτια» λέει με αποφασιστικότητα. Η νάνος, χωρίς να σταματήσει να απλώνει Μιντνάιτ Μπλου απ' άκρη σ' άκρη στο αριστερό της βλέφαρο, απαντά ότι ο φωτισμός στο στούντιο 3 είναι διαφορετικός από αυτά που έχει συνηθίσει, κάπως πιο αδύναμος θα μπορούσε να πει κανείς, και τα χρώματα πρέπει να είναι οπωσδήποτε πιο έντονα. Νιώθει το αριστερό στήθος της Ραμόνας να τρίβεται στον ώμο της και, παρόλο που προσπαθεί να αποδιώξει την σκέψη, αναρωτιέται αν τελικά θα τηρήσουν την αρχική συμφωνία ή θα της τα γυρίσουν. Είχε γίνει εξήγηση καθαρή, κι όταν είχε διαβάσει τους όρους είχε νιώσει απόλυτα ικανοποιημένη, αφού δεν είχε κατορθώσει να εντοπίσει τις συνήθεις ενδείξεις έλλειψης σεβασμού, που ξετρύπωνε συχνά συγκαλυμμένες ανάμεσα σε λέξεις αραδιασμένες σε εναμισάρι διάστιχο. Εξάλλου, το είπε κι ο Πωλ, θα ήταν πολύ καλό να κάνει μία εμφάνιση ασυνήθιστη και, ει δυνατόν, πρωτοποριακή, έξω από τα τετριμμένα και τις βολές της, ώστε το κοινό να ξαφνιαστεί ευχάριστα. Κι όμως, υπάρχει κάτι σε αυτήν την παχιά, όλο κόμπους μάσκαρα σε μπλε ελεκτρίκ που την κάνει να αποστρέφει το πρόσωπό της. «Ελάτε, μην το σκέφτεστε τόσο πια, ξέρετε πόσο πηγαίνει το ελεκτρίκ στα καστανά μάτια;» Από την αρχή αυτής της ιστορίας, από την στιγμή που η Ραμόνα σκαρφάλωσε στο σκαμνί για να ξεκινήσει το μακιγιάζ της περνώντας μία υπερβολικά σκούρα βάση σε ολόκληρο το πρόσωπο, θεώρησε ότι το να παρουσιάσει ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο λίγο πριν τα Χριστούγεννα θα ήταν μία κίνηση εντελώς άτοπη, αν όχι κακόγουστη. «Μα τι λέτε, η βάση είναι μίντιουμ, θα είναι μια χαρούλα πάνω σας. Μη φοβάστε καλέ. Πρέπει να την βάλουμε, θέλετε να βγείτε σαν πτώμα;» Όσο το σκέφτεται, τόσο το θέμα γίνεται και πιο σαφές. Δεν χωράει καμία αμφιβολία. Ο φόβος ότι μπορεί το πράγμα να στραβώσει είναι μεγάλος και το φιάσκο μάλλον αναπόφευκτο. Δεν είχαν μπει καν στον κόπο να της δώσουν την λίστα με τις ερωτήσεις της συνέντευξης. Είπαν ότι δεν χρειάζεται καμία προετοιμασία, μόνο να είναι ο εαυτό της. Αυτό μόνο. Ο εαυτός της. Ούτε σκαλέτα, ούτε σημειώσεις, ούτε τίποτα. Σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει με τα άδεια χέρια της. Στη θέα του σκουροκόκκινου ρουζ στο πλακέ κουτί τινάζεται απότομα, κάνοντας την μακιγιέζ να χάσει την ισορροπία της τραβώντας την γραμμή του αϊλάινερ μέχρι το αυτί της. «Αχ, σας παρακαλώ, μη μου κουνιέστε. Κοιτάξτε τι γκάφα έκανα. Καθίστε ήσυχη τώρα, να φτιάξουμε και το άλλο ματάκι. Τουλάχιστον να είναι όμοια». Να πάρει την τσάντα της και να την κάνει. Να γίνει καπνός, κι άσε τα τηλέφωνα να βροντάνε. Ρίχνει μια ματιά προς τον πάγκο στα δεξιά της. Η Ραμόνα της γυρίζει το κεφάλι προς την μεριά της με μία κάπως απότομη κίνηση. Δεν ζητάει συγνώμη για αυτό. Μία δυνατή βροντή κάνει τα φώτα να τρεμοσβήσουν, ακριβώς εκείνη την στιγμή που το παχύ πινέλο του ρουζ χαϊδεύει το μάγουλό της. «Ελάτε λοιπόν, μόνο τα χειλάκια μείνανε. Τα καταφέραμε τελικά, έτσι δεν είναι καλή μου;» Το κραγιόν έχει χρώμα κατακόκκινο και λαμποκοπάει γεμάτο γκλίττερ. Η απόφαση ελήφθη, επιστροφή επιτέλους στην σιγουράντζα, και είναι αμετάκλητη. Η μακιγιέζ σφίγγει με τα γόνατα τις λαγόνες της και της σκουπίζει απαλά τα χείλη με ένα χαρτομάντηλο. «Η βροχή δυνάμωσε. Ακούτε, ε; Πάντως νο πρόμπλεμ, θα σας πάω εγώ στο στούντιο» λέει η Ραμόνα και κατεβαίνει από πάνω της υποβοηθούμενη από το σκαμνί. Ανοίγει ένα χαμηλό ντουλάπι και βγάζει μία πολύχρωμη ομπρέλα γιγαντιαίων διαστάσεων κοιτώντας την με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, σχεδόν αυταρέσκειας. Εκείνη σκύβει, η μακιγιέζ απλώνει το χέρι στον ώμο της και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της. Την πιάνει γερά από την μέση και σπρώχνει την πόρτα με το πόδι. Κάνοντας μερικά βήματα στην τσιμεντένια αυλή, μυρίζει το βρεγμένο χώμα ηδονικά. Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, η Ραμόνα ανοίγει την ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια τους.

No comments:

Post a Comment