Friday, 2 April 2021

Θέλω - κάτι λιγότερο από πεντακόσιες λέξεις

Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και το ότι αγαπώ τον χειμώνα, κι ακόμα περισσότερο τη βροχή, το έχεις μάθει πια, όμως τώρα, περίεργο πράγμα, θέλω να είναι καλοκαίρι, Αύγουστος, η πόλη άδεια, να λείπουν όλοι διακοπές, τα μαγαζιά κλειστά, τα ρολά κατεβασμένα, να έχει μόλις πέσει η νύχτα, να περπατάμε σε έρημους δρόμους, στη Σταδίου, στην Κολοκοτρώνη, στην Ερμού, να ψάχνουμε κάπου να φάμε, θα φοράω αεράτο φόρεμα και πέδιλα, θα βαδίζω σε κάποια απόσταση, θα θες να με ακουμπήσεις, θα νιώθω το βλέμμα σου δίχως να σε κοιτάζω, θέλω να ποθείς να με αγγίξεις μα να μην κάνεις τα επιπλέον βήματα, να μη γεφυρώνεις την απόσταση, εγώ να πηγαίνω με την πλάτη στητή, να σε προκαλώ με το στήθος τεντωμένο μπροστά, κι εσύ να λες ότι πεινάς σαν λύκος, θα διψάω, το περπάτημα θα με έχει κουράσει, θα ζεσταίνομαι και τα ρούχα θα έχουν αρχίσει να κολλάνε με την υγρασία, δε θα βρίσκουμε πουθενά να κάτσουμε, θα αρχίσω να γκρινιάζω κι εσύ να νευριάζεις, τελικά θα βρούμε μια αυλή, ένα μικρό σουβλατζίδικο, θέλω να καθίσουμε αντικριστά στο τραπεζάκι, να γεμίσουμε ποτήρια με κρύο κρασί, να φάμε κουβεντιαστά, κάπως αργά, και την ώρα που θα λέμε «γεια μας» γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω να δούμε τον ουρανό, γεμάτο φορτωμένα σύννεφα, να έχει κατέβει πάνω από τα ζεσταμένα κεφάλια μας, εκείνη τη στιγμή θέλω να πεις «κοίτα», εγώ να σου απαντήσω «βλέπω», να πληρώσουμε βιαστικά, χωρίς πολλά πολλά, και να πιάσουμε πάλι το περπάτημα, να πηγαίνουμε προς άγνωστη κατεύθυνση, ασυμφώνητη, θέλω να περπατάς δίπλα μου, πιο κοντά τώρα, και ξαφνικά να νιώσω μία σταγόνα στο μάγουλο, κι ακόμα μία στο μπράτσο, το βήμα μας ασυναίσθητα να ανοίξει, να με πιάσεις από τον αγκώνα, σαν να θες να με οδηγήσεις κατά κάποιο τρόπο κάπου, να περπατάμε και να μην ακούω τίποτα άλλο εκτός από τη βροχή και την αναπνοή σου, η βροχή θα δυναμώνει, θα χτυπάει στην άσφαλτο, στα πεζοδρόμια και στα καπό των αυτοκινήτων, ένας κεραυνός θα λάμψει σαν σε πανί κινηματογραφικής οθόνης κρεμασμένο μπροστά στα μάτια μας, κι έπειτα από λίγο μια δυνατή βροντή θα ηχήσει και τότε θέλω να με τραβήξεις σε μια στοά με σβησμένες βιτρίνες, να σταθούμε στην άκρη της δίχως να μιλάμε, να βλέπουμε τις σταγόνες να πυκνώνουν, να πλημμυρίζουν το πεζοδρόμιο κι αναπηδώντας να σχηματίζουν ένα σύννεφο στο ύψος των αστραγάλων μας, να στέκεσαι δίπλα μου, να ανασαίνεις, να νιώθω τον μηρό σου κολλημένο στον δικό μου, να αφουγκράζομαι τους αναστεναγμούς σου, να παρακολουθώ τη βροχή να φράζει το άνοιγμα της στοάς σαν κουρτίνα, να ανασαίνω ολοένα και πιο γρήγορα, να σπρώχνομαι από αέρα σπρωγμένο από τη στύση σου, τη στιγμή που σε κοιτάζω κι αναρωτιέμαι πόσα αστράκια χωράνε στα ράφια των φρυδιών σου.

No comments:

Post a Comment