Από το πρωί βρέχει, πράγμα ευχάριστο, αφού η βροχή –για την ακρίβεια ο ήχος της όταν είναι σιγανή κι επίμονη, όπως σήμερα– με βοηθάει στην αυτοσυγκέντρωση. Πολλοί γκρινιάζουν όταν βρέχει, μα είναι πολύ σημαντικό να είμαι συγκεντρωμένη. Με τις δουλειές και τα τρεχάματα που προέκυψαν τελευταία, η έρευνά μου έχει μείνει πίσω και πρέπει να προχωρήσω. Λέω «πρέπει» και δεν είναι λόγια, το έχω πάρει απόφαση. Κάθε πρωί που ξυπνάω λέω στον εαυτό μου πως δεν είναι δυνατό να μένω άπραγη, να κάθομαι και να παρακολουθώ αυτά που γίνονται. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, αυτή η σκέψη είναι το μόνο πράγμα που με κάνει να σηκώνομαι από το κρεβάτι. Είναι και που δεν έχω πια να πάω στη δουλειά. Το νιώθω σαν χρέος, όχι απέναντι στους συνανθρώπους μου, σιγά τώρα, αλλά στον συγχωρεμένο τον πατέρα μου. Κάθε φορά που έβαζε μπροστά την πρέσα του τυπογραφείου που είχε στο υπόγειο του σπιτιού μας δεν παρέλειπε να με φωνάζει. Γιατί ήξερε πόσο μου άρεσε η μυρωδιά του νωπού μελανιού στο χαρτί. Από μικρό παιδάκι αυτό. Ρουφάω λίγο καφέ, ρίχνω μια ματιά στο βρεγμένο τζάμι και στις ακακίες πίσω του και διαβάζω: «μελάνη τυπογραφική: μίγμα αδιαλύτων εις το ύδωρ χρωστικών και συμπληρωματικών ουσιών λεπτότατα αλεσθεισών, κατανεμημένων εντός βερνικίου ελαίου ή ξηραινομένων χρωμάτων».
Όταν είμαι συγκεντρωμένη όπως τώρα και δεν ασχολούμαι με κουβέντες και υποθέσεις αλλωνών, δουλεύω μεθοδικά κι έχω αποτέλεσμα, προχωράω δηλαδή. Από επιλογή δεν έχω συνεργάτες, δεν έχω μιλήσει σε κανέναν για το σχέδιο μου. Μπορεί να γίνομαι μελοδραματική, εντάξει, μα στ’ αλήθεια νομίζω πως δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν. Ούτε καν τον ίδιο μου τον αδελφό που ζει στο αποκάτω διαμέρισμα. Περνάει το μεγαλύτερο κομμάτι της μέρας εκτός σπιτιού, δεν είμαι σίγουρη ακριβώς πού, αλλά το προτιμώ έτσι. Με φίλους και λοιπούς δεν ασχολούμαι πια, χωρίς κέρδος κέρατα, που έλεγε κι ο πατερούλης μου. Διαβάζω: «Επί μακρόν η διαδικασία της παρασκευής της μελάνης ετηρείτο μυστική και έκαστος τυπογράφος παρεσκεύαζε μόνος τα μίγματά του. Το 1818 ο Pierre Lorrilleux, τυπογράφος του Εθνικού Τυπογραφείου της Γαλλίας εγκατέστησε το πρώτον εργοστάσιον μελανών και επώλει τα προϊόντα του εις τους άλλους τυπογράφους».
Η έρευνα που ανέφερα πριν έχει δύο πλευρές, την θεωρητική, που έχει να κάνει με την αναζήτηση πληροφοριών, και την πρακτική, δηλαδή την εφαρμογή των πληροφοριών. Κάτι σαν πειράματα δηλαδή. Τις πληροφορίες τις βρίσκω μετά από επίμονη αναζήτηση στο περίφημο ίντερνετ. Δε μου αρέσει που το λέω, αλλά κάθε μέρα περνάω πολλές ώρες μπροστά στην οθόνη. Στην βιβλιοθήκη δεν μπορώ πια να πάω, γιατί δεν υπάρχει. Ούτε κι αλλού μπορώ να κοιτάξω, για παράδειγμα σε περιοδικά από σπίτια γνωστών ή στο κομμωτήριο, δεν έχει απομείνει τίποτα τυπωμένο, ούτε διαφημιστικό φυλλάδιο, ούτε καν φέιγ βολάν. Μα ακόμα και στο ίντερνετ, κι εκεί υπάρχουν κενά, αφού οτιδήποτε έχει να κάνει με το μελάνι έχει χαθεί. Για παράδειγμα, εδώ γράφει: «Οι αρχαίοι εγνώριζαν τας μελάνας του γαλλικού οξέος και του μέλανος της σηπίας, αλλά αύται φαίνεται ότι εχρησιμοποιούντο κυρίως υπό των αντιγραφέων των χειρογράφων». Κι όμως, όσο κι αν έψαξα πληροφορίες για τις σουπιές, με ενδιέφερε φυσικά το πώς γίνεται η εκτροφή τους, δεν είχα καμία επιτυχία. Δεν βρήκα τίποτα, λες κι αυτό το ζωικό είδος δεν είχε υπάρξει ποτέ. Και να τι ανακάλυψα προχτές που είχα πάει για ψώνια: οι σουπιές έχουν χαθεί από τους καταψύκτες στο σουπερμάρκετ, αλλά κι από τον πάγκο του ψαρά. Τον ρώτησα πότε θα φέρει γιατί και καλά ήθελα να φτιάξω με σπανάκι και μου απάντησε πως δεν ήξερε, είχανε έλλειψη, πίστευε πως έφταιγε ο καιρός.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αποκαλύψω το τρομερό μου πλεονέκτημα, που είναι ταυτόχρονα και η πιο σημαντική πηγή που διαθέτω. Μιλάω για το λήμμα «μελάνη» στην σελίδα εννιακόσια δεκαεπτά του ένατου τόμου της Γενικής Παγκοσμίου Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος-Λαρούς, έκδοση 1964 της Επιστημονικής Εταιρείας Γραμμάτων. Πρόκειται για ένα κείμενο με εκπληκτικές λεπτομέρειες για την ιστορία του μελανιού, τα είδη και την κατασκευή του. Αυτό το πολύτιμο απόκτημα το οφείλω αποκλειστικά και μόνο στην προνοητικότητα και την οξυδέρκειά μου, αφού σκέφτηκα να κόψω το φύλλο αυτό από το βιβλίο μόλις δύο μέρες πριν από εκείνο το μεσημέρι. Λέω για τότε που επέστρεψα στο σπίτι και βρήκα τη μαονένια βιβλιοθήκη του σαλονιού άδεια, το ίδιο και την εφημεριδοθήκη· ακόμα και το άλμπουμ με αποκόμματα περιοδικών που είχα φτιάξει για τον αγαπημένο μου ηθοποιό στο γυμνάσιο. Όλα άδεια, ούτε χαρτάκι, ούτε κλωστίτσα από το δέσιμο της ράχης, ούτε καν σκόνη, λες και είχε περάσει συνεργείο καθαρισμού. Ήταν η μέρα που εξαφανίστηκαν όλα τα έντυπα. Το πώς σώθηκε το φύλλο της εγκυκλοπαίδειας παραμένει ακόμα μυστήριο για μένα, αν κι έχω τη θεωρία ότι το προστάτευσε το βελούδο με το οποίο είναι καλυμμένο το εσωτερικό της κοσμηματοθήκης, όπου το είχα κρύψει. Ούτε κι αυτό έγινε τυχαία όμως, επίτηδες το έβαλα εκεί γιατί είχα διαβάσει κάπου ότι το βελούδο, ειδικά το σκουρόχρωμο, είναι εντελώς αδιαπέραστο από κάθε είδους εκφυλιστικό ενεργειακό πεδίο.
Για να πω την αλήθεια, βέβαια, εγώ είχα υποψιαστεί ότι κάτι περίεργο επρόκειτο να συμβεί πριν από τρεις εβδομάδες, μπορεί να ήταν και και λίγο περισσότερο. Είχα παρατηρήσει ότι μέρα με τη μέρα, όταν τακτοποιούσα τις ημερήσιες εφημερίδες στον προθάλαμο του αναγνωστηρίου, το μελάνι δεν ήταν πια μαύρο, αλλά καφέ, κι έπειτα καφεκόκκινο, προς το τέλος είχε φτάσει στο χρώμα της σκουριάς. Κι επίσης, σταδιακά γινόταν ολοένα και πιο αχνό με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο να διαβάσεις τις λέξεις, ενώ κάποιες σελίδες ήταν σχεδόν λευκές. Κανείς όμως, εκτός από εμένα και το παιδί που τις έφερνε κάθε πρωί από την αποθήκη του πρακτορείου, δεν είχε προσέξει τις εφημερίδες. Όλοι σήμερα μαθαίνουν τα νέα από το διαδίκτυο και δεν ασχολούνται με τα έντυπα. Οι αναγνώστες περνούσαν μηχανικά από τον προθάλαμο για να πάνε στο αναγνωστήριο χωρίς να ρίχνουν ούτε ματιά στις καφεκόκκινες εφημερίδες.
Δύο μέρες πριν τα έντυπα εξαφανιστούν, είχα ανέβει στον δεύτερο όροφο για να βάλω στη θέση τους κάτι βιβλία φυτολογίας που μόλις τα είχαν επιστρέψει. Ήταν περασμένες εφτά, λίγο πριν το σχόλασμα, θυμάμαι έβρεχε πάλι, κι είχα ανέβει τρέχοντας. Βάδιζα στον κεντρικό διάδρομο ελέγχοντας τους κωδικούς, για να βρω τα σωστά ράφια. Εκείνη τη στιγμή άκουσα κάτι σαν μακρόσυρτο αναστεναγμό, ένα παραπονεμένο θρόισμα που κράτησε σχεδόν ένα λεπτό κι όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να εντοπίσω από πού ερχόταν. Έμοιαζε να με κυκλώνει από παντού και ταυτόχρονα ένα κύμα κρύου αέρα με τύλιξε κι ένα συναίσθημα ανεξήγητης λύπης βάρυνε την καρδιά μου. Η όλη αίσθηση ήταν τόσο δυσάρεστη που έφυγα βιαστικά, παρόλο που δεν είναι στον τύπο μου να φεύγω σαν κυνηγημένη. Μέσα στην αναμπουμπoύλα του τέλους ωραρίου, ήταν και Παρασκευή, δεν βρήκα την ευκαιρία να συζητήσω το περιστατικό με κάποιον συνάδελφο. Το Σαββατοκύριακο το σκέφτηκα μόνη μου το θέμα και κατάλαβα, χρησιμοποιώντας το αλάνθαστο ένστικτό μου, ότι ήταν κάτι σαν προειδοποίηση απευθυνόμενη αποκλειστικά σε μένα. Έτσι, την επόμενη Δευτέρα δεν είπα τίποτα σε κανένα, εξάλλου δεν υπήρχε στο προσωπικό της βιβλιοθήκης κάποιος που θα μπορούσε να καταλάβει όσα είχα να καταθέσω.
Η βιβλιοθήκη έκλεισε μια εβδομάδα μετά την εξαφάνιση των εντύπων. Τρεις μέρες αργότερα το κτήριο χάθηκε και στη θέση του εμφανίστηκε ένα πάρκο με ψηλές λεύκες και παιδική χαρά. Κάθε φορά που ο δρόμος μου περνάει από εκεί φροντίζω να μην το διασχίζω παρά να κινούμαι περιμετρικά κι όσο γίνεται πιο μακριά από τα δέντρα. ‘Οπως και να ‘χει, από τότε που έχασα την δουλειά μου, σπάνια βγαίνω από το σπίτι. Περνάω το μεγαλύτερο μέρος της μέρας μπροστά στον υπολογιστή. Με οδηγό το λήμμα «μελάνη» προσπαθώ, πολλές φορές με τρόπο πανούργο, να ανακαλύψω κρυφές πληροφορίες. Προσπαθώ, και προσπαθώ. Σήμερα είμαι πιο αισιόδοξη, ίσως εξαιτίας της βροχής, και τα πράγματα δε μου φαίνονται και τόσο δύσκολα. Διαβάζω: «Εις τας διαφόρους μεθόδους εκτυπώσεων χρησιμοποιούνται μελάναι τελείως διαφόρου ενίοτε συστάσεως, αλλά πάντως όλαι συνίστανται εκ δύο κυρίων προϊόντων: εκ μίας στερεάς ύλης ή αδιαλύτου εις το ύδωρ χρωστικής, ήτις δίδει το χρώμα και εκ μίας ρευστής ή φυραματώδους συνδετικής ύλης ή διαλύτου εντός του οποίου ενσωματούται πλήρως η αδιάλυτος εις το ύδωρ χρωστική».
Η αλήθεια είναι ότι δεν αντέχω πια να βλέπω τα φωτισμένα σημαδάκια, αυτά τα φαντάσματα χωρίς οσμή και σώμα. «Αι χρησιμοποιούμεναι αδιάλυτοι εις το ύδωρ χρωστικαί είναι ανόργανα χρώματα υπό μορφήν λεπτοτάτης κόνεως: αιθάλη, πρωσσικόν κυανούν, χρωμικός μόλυβδος κ.λ.π.». Το πρώτο βιβλίο που μου είχε χαρίσει ο μπαμπάς, ήταν ο Μικρός Παλιάτσος και είχε ασπρόμαυρες εικόνες που είχα χρωματίσει με μεράκι και προσοχή, τόσο στην επιλογή των χρωμάτων, όσο και στην εκτέλεση. Ήταν η ιστορία ενός αγοριού που το είχαν αρπάξει από την οικογένειά του οι άνθρωποι ενός τσίρκου γιατί ήταν πολύ χαριτωμένο και το είχαν κάνει παλιάτσο. Το χαρτί είχε χρώμα σαμουά και ήταν αρκετά παχύ, οι σελίδες μύριζαν μελάνι, ακόμα και μετά από χρόνια. Δεν το είχε τυπώσει ο ίδιος, αλλά είχε πάει σε ένα βιβλιοπωλείο και το είχε αγοράσει ειδικά για τα έβδομα μου γενέθλια, που είχα μάθει πια να διαβάζω. Στην πρώτη σελίδα είχε γράψει μια αφιέρωση που έλεγε πως κανείς δεν θα κατάφερνε με κλέψει από αυτόν, επειδή με αγαπούσε πάρα πολύ. Είχε πατήσει τόσο δυνατά το στυλό που τα γράμματα είχαν χαραχτεί και στα επόμενα τέσσερα φύλλα. Στο τέλος της ιστορίας ο μικρός παλιάτσος βρίσκει την οικογένειά του, μα το βιβλίο που μου χάρισε ο μπαμπάς χάθηκε μαζί με όλα τα άλλα έντυπα εκείνη τη μέρα.
Η αιθάλη, λέει το ίντερνετ, είναι ακάθαρτα σωματίδια άνθρακα που προκύπτουν από την ατελή καύση των υδρογονανθράκων. Τελείωσα με τον καφέ. Μόλις σταματήσει η βροχή θα βγω στην πίσω αυλή να βάλω φωτιά στην άδεια βιβλιοθήκη. Αν δεν φτάσει, θα ρίξω στις φλόγες τις καρέκλες, το τραπέζι, το κρεβάτι, κι αν είναι ανάγκη ακόμα και τα κουφώματα.
No comments:
Post a Comment