«Ήταν μια σκοτεινή και ανταριασμένη νύχτα∙ η βροχή έπεφτε σε κύματα και κάποιες στιγμές, σπρωγμένη από τις βίαιες ριπές ανέμου που σάρωναν τους δρόμους (η σκηνή μας διαδραματίζεται στο Λονδίνο), κροτάλιζε στις στέγες των σπιτιών κι έκανε τις φλόγες των φαναριών να τρεμοσβήνουν μέσα στο σκοτάδι. Σε μια από τις πιο σκοτεινές συνοικίες του Λονδίνου, ανάμεσα σε σκιές που ελάχιστα αγαπούσαν οι κύριοι της αστυνομίας, ένας άντρας, εμφανώς ταπεινής προέλευσης, βάδιζε μόνος.»
Φεύγεις, πέρασε η ώρα πια, και βαδίζοντας προς την έξοδο, νιώθεις αυτήν την αδημονία, την γνώριμη από τα εφηβικά σου χρόνια, την προσμονή της άγριας εναλλαγής της ζεστής, γεμάτης ανθρώπινα χνώτα ατμόσφαιρας με τον κρύο αέρα του δρόμου που θα κάνει το δέρμα σου να τεντωθεί ζωντανεμένο, νάτος τώρα, ένας άνεμος που κουβαλάει μυρωδιά παγωμένης υγρασίας σε παλιούς τοίχους και μέσα στην απρόσμενη του διαύγεια σπρώχνει το κεφάλι σου προς τα πίσω, να δεις τα αστέρια κατεβασμένα χαμηλά που τρεμοσβήνουν, με μάτια υγρά από το κρύο και την καρδιά να χτυπά δυνατά εξαιτίας αυτής της βραδιάς, όλο το χρωματιστό αλκοόλ, κουβέντες και ματιές, ματόκλαδα που καμιά φορά έμπλεκαν ή ένα χειλάκι που δαγκωνόταν, οι πλάκες του πεζοδρομίου χτυπούν κάτω από τα πόδια σου με έναν ευχάριστα ξερό ήχο, σε οδηγεί ο άδειος δρόμος που φωτίζεται από αραιά φανάρια, η βοή χάνεται όσο βαδίζεις προς τα εκεί, βαδίζεις μόνος και περιμένεις, ξέρεις πως όπου να ’ναι θα φανεί, σκοτεινά λάμποντας η πύλη σε περιμένει ορθάνοιχτη, το βήμα σου επιταχύνεται, αναγνωρίζεις τον προορισμό, τον βλέπεις στο βάθος, πίσω από ένα μακρόστενο τραπέζι στυλ ροκοκό, ο ουρανός έχει γεμίσει σύννεφα, ο Πωλ απολαμβάνει παλαιωμένο κονιάκ σε κρύσταλλο που λαμποκοπάει στο φως των κεριών, θαυμάζει το κεχριμπαρένιο του χρώμα με θλιμμένο ύφος, καπνός πούρου στα ρουθούνια σου, τα αστέρια έσβησαν πια, απλώνεις το χέρι να πιεις από το ποτήρι του, μια γερή γουλιά καθισμένος στη διπλανή καρέκλα, χώνεις το χέρι στην τσέπη του κι αρπάζεις το μαντήλι, νιώθεις το κεφάλι του ακουμπισμένο στον ώμο σου αποκαμωμένο από τις αλητείες της μέρας, τον ακούς να αναστενάζει βαλαντωμένος από έρωτα, αφουγκράζεσαι τους χτύπους της καρδιάς του με την αναπνοή κρατημένη σαν για να συντονίσεις την δική σου, ένα ρολόι χτυπάει τρεις, τα μάτια του κλείνουν μα τα δικά σου είναι ορθάνοιχτα, ξαφνικές ριπές βροχής στην τζαμαρία, είναι κατάκοπος, η κούρασή του δύναμή σου, τον σκουντάς, «βρέχει» λες χωρίς απόκριση κι απομένεις σιωπηλός μέχρις ότου ο κεραυνός τον κάνει να αναπηδήσει, κι έπειτα, αφού τακτοποιήσει το σακάκι του, ανοίξει την εξώπορτα και ορμήσει μέσα στην καταιγίδα με εσένα να περπατάς βιαστικά πίσω του.
Ο Έντουαρντ Μπάλγουεαρ Λύτον (1803-1873) ήταν πολυγραφότατος Βρετανός συγγραφέας και πολιτικός, συνδυάζοντας δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιδιότητες και αποδεικνύοντας ότι για κάποιους εκλεκτούς η ημέρα έχει περισσότερες από εικοσιτέσσερις ώρες. Ως δεξιοτέχνης απρόσμενων συνδυασμών υπήρξε βουλευτής των Ουίγκς, αλλά και των Συντηρητικών. Ανέλαβε το διακεκριμένο αξίωμα του Γενικού Γραμματέα επί των Αποικιών το 1858, ενώ λίγα χρόνια αργότερα αρνήθηκε το στέμμα της Ελλάδας, όταν ο Όθων παραιτήθηκε. Προφανώς είχε σοβαρούς λόγους για την άρνηση αυτή, η οποία δεν επαναλήφθηκε το 1866, όταν ο Λύττον τιμήθηκε με τον τίτλο του Βαρώνου του Νέμπγουορθ. Παρά την λαμπρή του πορεία στον δημόσιο βίο της Βρετανίας, στον γάμο του υπήρξε εξαιρετικά άτυχος: η σύζυγός του Ροζίνα, και η ίδια συγγραφέας, νοσηλεύτηκε σε άσυλο για ψυχοπαθείς, πράγμα που προκάλεσε δικαιολογημένη κοινωνική κατακραυγή εναντίον του Λύτον.
Η μακρόχρονη συγγραφική του καριέρα, που ξεκίνησε το 1820 με την δημοσίευση μίας ποιητικής συλλογής, περιέλαβε μία αξιοθαύμαστα ευρεία ποικιλία έργων, όπως ιστορικά μυθιστορήματα, ιστορίες μυστηρίου, αλλά και ρομάντζα, επιστημονική φαντασία και πραγματείες αποκρυφισμού. Έγραφε και δημοσίευε διαρκώς, ενίοτε και ανώνυμα, χωρίς να γνωρίζει κάματο ή έλλειψη έμπνευσης. Τόσο μεγάλη σε έκταση και δημοφιλεία ήταν η λογοτεχνική του παραγωγή, που στάθηκε ικανή να του προσφέρει τους χρηματικούς πόρους για έναν εξαιρετικά εξεζητημένο τρόπο, ο οποίος τροφοδοτούσε την συγγραφική του φαντασία δημιουργώντας έτσι έναν αδιάρρηκτο κύκλο επιτυχίας και καταξίωσης. Παρόλα αυτά, η λογοτεχνική προσφορά του Λύτον δεν θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική σήμερα. Είναι κυρίως γνωστός για κάποιες εμβληματικές φράσεις, όπως «η πένα είναι ισχυρότερη του ξίφους» και «το κυνήγι του παντοδύναμου δολαρίου». Επίσης, έχει μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ο συγγραφέας που έγραψε την πιο ανέμπνευστη φράση ανοίγματος μυθιστορήματος, σε ανάμνηση της οποίας θεσπίστηκε, το 1982, ο διαβόητος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Μπάλγουεαρ Λύτον, όπου αναζητείται και βραβεύεται η «χειρότερη πρώτη φράση μυθιστορήματος».
Το μυθιστόρημα Paul Clifford, με θέμα τη διπλή ζωή του ομώνυμου ήρωα, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα κακοποιός και αριστοκράτης, δημοσιεύθηκε το 1830 και έγινε αμέσως εκδοτική επιτυχία. Η ιστορία έχει ως εξής: μεγαλωμένος χωρίς να γνωρίζει την πραγματική του οικογένεια, ο Κλίφορντ γίνεται μέλος σημορίας ληστών. Για να ξεγελά τα υποψήφια θύματά του, μεταμφιέζεται σε τζέντλεμαν. Έτσι, συναντά την Λούσι Μπράντον, την οποία και ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Λίγο αργότερα συλαμβάνεται για ληστεία και οδηγείται μπροστά στον δικαστή Μπράντον, ο οποίος, κατά σατανική σύμπτωση, είναι θείος της αγαπημένης του. Η κορύφωση του δράματος γίνεται κατά τη διάρκεια της δίκης, όπου αποκαλύπτεται ότι ο Κλίφορντ είναι στην πραγματικότητα ο χαμένος γιος του Μπράντον. Παρόλο που η συνταρατική αυτή αποκάλυψη περιπλέκει σημαντικά την δίκη, ο άτεγκτος δικαστής κρίνει τον ήρωα ένοχο. Ο Κλίφορντ οδηγείται στην εξορία, αλλά τελικά καταφέρνει να δραπετεύσει από τον τόπο κράτησής του και μαζί με την αγαπημένη του Λούσι καταφεύγουν στην Αμερική.
Ο Paul Clifford αναφέρεται συχνά σε σχέση με τις ατμοσφαιρικές περιγραφές του και το νεο-γοτθικό του κλίμα. Εντάσσεται από τους κριτικούς στις κατηγορίες του μυστηρίου, του θρίλλερ και της αστυνομικής λογοτεχνίας. Επιπλέον, τα ρομανικά στοιχεία και η ιστορία αγάπης που περιλαμβάνει τον έχουν συσχετίσει με την λεγόμενη «μωβ» πεζογραφία. Παρόλα αυτά, αυτό για το οποίο είναι ευρέως γνωστός είναι η πρώτη του φράση: «It was a dark and stormy night; the rain fell in torrents...»