Wednesday, 25 November 2020

Αναρρίχησις

Μα τι με ρωτάτε τώρα, μήπως νομίζετε πως προχθές ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκα στο Γερακαριό; Αστεία πράγματα. Κοιτάξτε, εγώ αυτήν την ανάβαση την πραγματοποιώ κάθε εβδομάδα. Μάλιστα, κύριε, τα τελευταία έξι έτη. Κάθε Κυριακή, μετά το πρόγευμα, απαρεγκλίτως. Βλέπω ότι σας προξενεί κατάπληξη, προφανώς δικαιολογημένα. Νομίζω πως διακρίνω και κάποια δυσπιστία στο βλέμμα σας. Εν τούτοις, μη σας ξεγελά η εμφάνισή μου. Μπορεί να έχω πάρει κάποιο βάρος προσφάτως, αλλά σας διαβεβαιώ πως παραμένω αθλητική σαν έφηβος, ευέλικτη σαν χέλι και, προπάντων ανθεκτική σαν ταύρος. Ρωτήστε και τους μαθητές μου, αν δε με πιστεύετε.

Τέλος πάντων, στο βουνό ανεβαίνω ανεξαρτήτου εποχής, χειμώνα-καλοκαίρι. Εκτός από την απαραίτητη σωματική άσκηση, μου παρέχει την δυνατότητα για ενδοσκόπηση και επικοινωνία με το ούτως ειπείν Θείο. Τα στοιχεία της φύσεως δεν με πτοούν, τουναντίον. Ούτε μία Κυριακή δεν έχω παραλείψει, από τότε που τέλεσα το μνημόσυνο για τον χρόνο του μακαρίτου του συζύγου μου. Επομένως, δεν βλέπω δια τι να μην ανεβώ προχθές. Δεν καταλαβαίνω πώς το εννοείτε. Γιατί θα έπρεπε να με πτοήσει η συννεφιά, όσο βαριά κι αν ήτο; Ξέρετε πόσες φορές έχω αναρριχηθεί μετά από χιονόπτωση ή και κατά την διάρκεια αυτής;

Δεν έχετε καθόλου άδικο, κύριέ μου. Τω όντι καμαρώνω. Είμαι υπερήφανη αφενός μεν για τη φυσική μου κατάσταση, αφετέρου δε για τη συνέπεια του χαρακτήρος μου. Για αυτό το τελευταίο, προπάντων. Και επαναλαμβάνω. Ούτε μία Κυριακή δεν έχει περάσει χωρίς να επισκεφθώ το Γερακαριό. Φροντίζω για την ασφάλειά μου βεβαίως. Με βοηθούν τα ειδικά υποδήματα που προμηθεύτηκα μέσω ταχυδρομείου, καθώς στα εδώ καταστήματα ούτε καν ξέρουν τι σημαίνει «αναρρίχησις». Το καλοκαίρι φορώ ένα αντιανεμικό πανωφόρι, ενώ τον χειμώνα έναν βαρύ επενδύτη στρατιωτικής φύσεως. Με τέτοιον εξοπλισμό γιατί θα έπρεπε, λέτε, να δειλιάσω μπροστά στην πιθανότητα να με βρει η βροχή καθ’ οδόν; Αστεία πράγματα.

Τώρα που το αναφέρετε, ναι, τον συνάντησα τον υιό του ιερέως. Στο πλάτωμα της Καλογριάς, όπου είχα κάνει μία σύντομη στάση, προκειμένου να ξεκουραστώ. Κατερχόταν από το διάσελο, υπέθεσα ότι έκανε περίπατο. Μόλις με είδε όμως, αύξησε την ταχύτητα του και διήλθε δίπλα μου σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να μου απευθύνει τον παραμικρό χαιρετισμό. Την ώρα εκείνη εγώ είχα τα μάτια μου κλειστά και απήγγειλα ένα παλαιό ιρλανδικό ποίημα. Ασφαλώς ο αγενέστατος νεαρός πίστεψε ότι δεν τον αντιλήφθηκα. Ρωτάτε πώς και σας απαντώ. Διαθέτω ιδιαίτερα αυξημένη περιφερειακή όραση, η οποία είναι ενεργή και κάτω από τα βλέφαρα. Δυσπιστείτε εκ νέου παρατηρώ. Εμπάσει περιπτώσει, δεν ασχολήθηκα με τον Μανωλάκη και συνέχισα την απαγγελία, διότι το εν λόγω ποίημα απαιτεί μεγάλη αυτοσυγκέντρωση. Οι συνέπειες που είναι δυνατόν να επιφέρει η παράλειψη κάποιων στίχων μπορεί να αποβούν μοιραίες. Όχι, δεν μπορώ να σας εξηγήσω τι εννοώ. Μην επιμένετε, δεν πρόκειται να το συζητήσω περαιτέρω. Εξ άλλου δεν είναι της παρούσης.

Ναι, ίσως είχα υψώσει τα χέρια μου προς τον ουρανό, είναι πολύ πιθανόν. Προς τι η απορία σας; Μήπως παρέβην κάποιον άγνωστο σε εμένα, αν είναι ποτέ δυνατόν, νόμο σχετικά με τις επιτρεπόμενες χειρονομίες; Κοιτάξτε κύριε, ουδόλως σας ειρωνεύομαι. Εν τούτοις, θα ήθελα να μου πείτε αν πιστεύετε πως κάποιος, ευρισκόμενος σε έκσταση, είναι σε θέση να ελέγξει το σώμα του. Ειλικρινώς αδυνατώ να αντιληφθώ τον σκοπό των ερωτήσεων σας. Επιπλέον, κρίνοντας από το ότι αποφύγατε να απαντήσετε στο δικό μου ερώτημα, τείνω να πιστέψω ότι στερείστε στοιχειώδους ευαισθησίας, για καλλιέργεια ούτε λόγος.

Όχι, στο πλάτωμα παρέμεινα μόνο μισή ώρα. Πέντε λεπτά μετά τη διέλευση του νεαρού συνέχισα την πορεία μου. Μάλιστα, το ενθυμούμαι πολύ καλώς, διότι έπρεπε να βρίσκομαι στην κορυφή πριν την μεσημβρία. Ήταν λίγο μετά την ενδεκάτη πρωινή. Ναι, είμαι βεβαία, διότι κατά την διάρκεια των αναβάσεων παρακολουθώ την πορεία του ηλίου, ώστε να προσανατολίζομαι χρονικώς και γεωγραφικώς. Καθώς όμως ήτο αφανής λόγω πυκνής νεφώσεως, παρακολουθούσα τη σκιά μου, η οποία εκείνη την ώρα ήταν εξαιρετικά βραχεία. Τότε ήταν που εμφανίστηκε ο καντηλανάφτης πίσω από ένα μεγάλο πουρνάρι. Μπορείτε να του ζητήσετε να σας επιβεβαιώσει την ώρα, όταν τον εντοπίσετε. Να μου κάνετε την χάρη κύριε, σας το είπα και πριν, δεν σας ειρωνεύομαι. Δεν είναι του τύπου μου.

Με τον καντηλανάφτη δεν διατηρώ διπλωματικές ή άλλες σχέσεις. Κανονικώς θα έπρεπε να τον προπηλακίζω κάθε φορά που τον συναντώ, πλην όμως είμαι πολιτισμένος άνθρωπος. Τον αποφεύγω συστηματικώς, μετά από εκείνη την φρικτή ιστορία που επινόησε. Φανταστείτε ότι επιχείρησε να στρέψει τα μέλη της μικρής αυτής κοινωνίας εναντίον μου, ώστε να με εκδιώξουν από το χωριό. Εις μάτην βεβαίως, καθώς τα παιδιά τους με αγαπούν τόσο πολύ, ώστε η σκέψη αυτή φάνηκε αδιανόητη εις τους πάντες. Τα παιδιά του χωριού είναι κυριολεκτικώς μαγεμένα μαζί μου. Ο καντηλανάφτης, όμως, είναι τύπος όχι μόνο ποταπός, αλλά και αφελής. Όταν είδε το σχέδιο της εκδίωξής μου να αποτυγχάνει, συγκέντρωσε τους γελοίους συντρόφους του, τρεις ανεγκέφαλους ποιμένες που διαβιούν στην στάνη της Κικίτσας, κι αποπειράθηκαν να πυρπολήσουν την οικία μου. Βεβαίως, εγώ, εξαιτίας της οξυδέρκειας με την οποία είμαι προικισμένη εκ φύσεως, είχα αντιληφθεί τον αισχρό τους σκοπό εγκαίρως και είχα ενημερώσει τον αστυνόμο. Το ότι παρέμειναν μόνο μία εβδομάδα στο κρατητήριο οφείλεται αποκλειστικώς στη μεγαλοψυχία μου. Μου προξενεί τεραστία κατάπληξη το ότι δεν σας ενημέρωσε σχετικώς ο αστυνόμος.

Καλώς, συνεχίζω. Ο καντηλανάφτης, όπως σας έλεγα πριν, όρμησε από το πουρνάρι και βρέθηκε σχεδόν έμπροσθεν μου, φράσσοντας το μονοπάτι. Καθόσον δεν τον γνωρίζετε, θα ήθελα να επισημάνω ότι, εκτός από τα άλλα του ελαττώματα, ο αηδής αυτός τύπος είναι και εξεχόντως άσχημος. Κοντός, ραχιτικός, φαλακρός, με ελάχιστα δόντια και σημάδια παντού στο σκουρόχρωμο δέρμα του, το οποίο ομοιάζει με δορά ζώου κατεργασμένη από βυρσοδέψη. Εγώ κύριέ μου, έχω μια συνήθεια, την οποία γνωρίζουν όλοι εδώ. Όταν ένα εξωτερικό ερέθισμα μου προκαλεί φόβο, απέχθεια, κάποια ενόχληση εν γένει, κάνω μία χειρονομία με τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού. Μη φανταστείτε ότι σημαίνει κάτι ή επιτελεί κάποια λειτουργία. Αστεία πράγματα. Πρόκειται απλώς για ένα «χούι» όπως ονομάζεται λαϊκιστί, μία προσωπική ιδιομορφία, ένα νευρικό τικ θα μπορούσατε να πείτε. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ποια ήταν η πρώτη μου αντίδραση, μόλις αντίκρισα εκείνο το βδέλυγμα να στέκεται ελάχιστα μέτρα μακριά μου κραυγάζοντας «σε τσάκωσα μωρή καριόλα». Καθώς σήκωσα το χέρι μου, αυτός τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα και όρμησε προς εμένα.

Μήπως θα έπρεπε να μην αντιδράσω και να υποστώ την επίθεσή του άπραγη; Μην απαντάτε, ρητορικό ήτο το ερώτημα. Λόγω της εξαιρετικής φυσικής μου κατάστασης τον απώθησα με ευκολία σπρώχνοντάς τον με το δεξί χέρι και κλωτσώντας τον με το αριστερό πόδι, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ιδιαιτέρως ισχυρό. Κατέρρευσε στην άκρη του δρόμου ξεστομίζοντας τέτοιες βρισιές, ώστε για να διαβεί ξανά το κατώφλι της εκκλησίας θα πρέπει να του απολυμάνουν το στόμα με χλωρίνη. Ομολογώ ότι δεν του προσέφερα τις πρώτες βοήθειες και πιστεύω πως δεν με αδικείτε. Τον προσπέρασα και συνέχισα την άνοδο προς το Γερακαριό, όπου έφτασα μετά από λίγα λεπτά. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει. Η βροχόπτωση εντάθηκε πολύ σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και οι κραυγές του καντηλανάφτη χάθηκαν από το ακουστικό μου πεδίο ως δια μαγείας.

Παρέμεινα στην κορυφή τρία τέταρτα της ώρας, κατά τα οποία έβρεχε ακαταπαύστως. Μα, θαύμαζα την φύση, τι άλλο να έκανα στο Γερακαριό, κύριε μου;

Κατά την επιστροφή δεν συνάντησα τον καντηλανάφτη, ούτε κανέναν άλλον.

Δεν πιστεύω να έχετε κι άλλη ερώτηση να μου θέσετε;

 


 

Wednesday, 11 November 2020

Νύχτα-ξημέρωμα-πρωί

Εμπρός; Εσύ είσαι; Δεν ακούω καλά.  
Όχι, δεν με ξυπνάς, λίγο ξεκουραζόμουν στον καναπέ. Καθόλου δε με ξυπνάς.
Έλα, εμπρός; Στο ξενοδοχείο είσαι, πού είσαι, δεν σε ακούω. Πού είσαι; 
Εγώ ακόμα στο σπίτι. Από προχθές. Χθες είχε λιακάδα από το πρωί, δεν βγήκε κανείς. Σ’ έπαιρνα τηλέφωνο όλη μέρα. Πού χάθηκες; 
Ακόμα σπίτι, ναι, περιμένω. Τα ξημερώματα είπαν. Δεν παρακολουθείς το δελτίο; 
Στέκομαι πίσω από την μπαλκονόπορτα τώρα. Βλέπω τους απέναντι παραταγμένους πίσω από την τζαμαρία. Ο πατέρας, εκείνος ο μελαχροινός με το μουστάκι, μου κουνάει μια ομπρέλα. 
Το ημερολόγιο λέει «σελήνη δώδεκα ημερών», αλλά τα σύννεφα δεν αφήνουν να φανεί τίποτα. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι σκοτεινά, τα φώτα όλων των σπιτιών είναι αναμμένα. Και τα φανάρια στους κήπους. Μοιάζει με παραμονή Πρωτοχρονιάς. 
Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, νιώθω αισιόδοξος. Το εννοώ, δεν είναι λόγια. Τα σύννεφα έχουν ένα βαθιά μολυβί χρώμα. Σήμερα θα προλάβω. Είπαν θα βρέχει αρκετές ώρες. Μπορεί και μέχρι το μεσημέρι. Μη φοβάσαι, θα πάρω μαζί μου και τη σκούφια. Για κάθε ενδεχόμενο. Μην ανησυχείς για μένα. Πιστεύω πως δεν ανησυχείς στ’ αλήθεια. Οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. 
Τη χθεσινή μέρα την πέρασα κλεισμένος μέσα, τηλεφωνώντας σου. Είχα σφραγίσει τις μπαλκονόπορτες μεθοδικά. Τα μικροσωματίδια θα ήταν «εξαιρετικά αυξημένα καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας», έτσι είπανε. 
Εμπρός, δεν σ ακούω, τι λες; 
Δεν θα με ενοχλούσε αν ανησυχούσες πάντως. 
Να την, ξεκινάει. 
Μετά τις πρώτες σταλαγματιές δυναμώνει απότομα. Ακούς το θόρυβο που κάνει στα τζάμια; 
Σε πέντε λεπτά ο αέρας θα έχει καθαρίσει. Θα είναι εντάξει, ναι. Σε δέκα λεπτά θα βγω. Νοιάζεσαι;
Το αδιάβροχό μου το φοράω, το είχα βάλει πριν ξαπλώσω. Θα μου άρεσε να βραχώ. Αφού ξεπλυθούν τα μικροσωματίδια, βέβαια. Θυμάσαι εκείνη τη βραδιά στο λιμάνι; Μη λες ναι, αφού δεν τη θυμάσαι. 
Ακούς τη βοή; 
Πίσω από την εξώπορτα ο δρόμος γυαλίζει βρεγμένος κάτω από τους προβολείς των αυτοκινήτων. Το πεζοδρόμιο έχει αρχίζει να γεμίζει με ανθρώπους. 
Περιμένω στο φανάρι, να περάσω τη διάβαση. Στο βάθος, κατά μήκος της σκοτεινής έκτασης του νεκροταφείου ανάβουν φωτάκια. Φαντάζομαι ανθρώπους σκυφτούς πάνω από τα καντήλια. Δεν τους βλέπω, αλλά ξέρω πως έχουν σχηματίσει ουρά στην είσοδο. Κάθε φορά αυτό γίνεται. Άσχετα με την ώρα ή τη μέρα. Το έχω παρατηρήσει. 
Περνάω τον δρόμο, στρίβω αριστερά. Δεν τρέχω, υπάρχει φόβος να γλιστρήσω. Θα προλάβω σου λέω. 
Προσπερνάω μια γυναίκα που σπρώχνει ένα παιδικό καρότσι κάτω από μια τεράστια ομπρέλα. Κρίμα που δεν υπάρχει φεγγαρόφωτο. Θα σε γοήτευε νομίζω. 
Στην πλατεία, κάποιοι πίνουν καφέ, όρθιοι κάτω από πλαστικές τέντες. Οι περισσότεροι περπατούν βιαστικά. Ομπρέλες συγκρούονται. 
Τα φώτα της βιβλιοθήκης είναι αναμμένα όλα. Εορταστικά, όπως σου είπα πριν. Αποφασίζω να μην σταματήσω. Δεν θα ήταν καλή ιδέα να το ρισκάρω, σωστά; 
Μαζί με το νερό της βροχής, τα μικροσωματίδια παρασύρονται σε ρείθρα, σωλήνες κι υπονόμους. Tο πολυκατάστημα με τους έντεκα ορόφους λαμποκοπάει, ενώ ο συννεφιασμένος ουρανός έχει αρχίζει να φωτίζεται αμυδρά στα ανατολικά. 
Δεν κάνω στάσεις. Έχω απόλυτη συνείδηση του σακιδίου που κρέμεται στους ώμους μου. Κρατάω το βήμα σταθερό. Δεν θέλω να κυλιστώ στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Μη νοιάζεσαι, αυτή τη φορά θα προλάβω. Πόσο γρήγορα νομίζεις ότι μπορώ να περπατήσω μ όλους αυτούς γύρω μου; 
Φθάνω στο πάρκο, που αναδύει μυρωδιά βρεγμένου χώματος. Δεν γίνεται να μην επιβραδύνω, το ξέρεις αυτό. Η μοσχομυριστή μάζα των δέντρων. Επιβραδύνω. 
Η ουρά ξεκινάει στην επόμενη διασταύρωση. Στέκονται εφ’ ενός ζυγού, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Με σακίδια σαν το δικό μου, ή και λίγο μεγαλύτερα. Μισοκρυμμένοι, κάτω από τις ομπρέλες. Αν ήσουν εδώ, θα μοιραζόμασταν την ομπρέλα μου. Παρόλο που δεν βλέπω κανένα ζευγάρι. Όλοι μονοί είναι. Παίρνω θέση πίσω από τον τελευταίο, είναι ψηλός, με μακριά μαλλιά, βαμμένα ξανθά. Από εδώ δεν φαίνεται ο σταθμός που είναι τρία τετράγωνα παρακάτω.  
Προχωράμε αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ο μπροστινός αλλάζει αδιάκοπα το πόδι όπου ρίχνει το βάρος του. Δεν γίνεται να μην το προσέξω, καθώς μεταφέρει την κίνηση και στην ομπρέλα του. Η παρατήρηση αυτής της εναλλαγής είναι κουραστική.
Προσπαθώ να κοιτάζω γύρω κι όχι ευθεία μπροστά μου. Τα πάντα είναι τυλιγμένα με ένα ασπριδερό φως. Ξημέρωσε. Ο σταθμός εκπέμπει άτονες ανταύγειες στο βάθος. Πίσω μου η ουρά χάνεται στην στροφή. Περιμένουμε, άνθρωποι άυπνοι, με στόματα στεγνά. Και βουβά. Τόσες ώρες δεν έχω ξεστομίσει λέξη. 
Το μεγάλο ρολόι του δημαρχείου χτυπάει εννιά. Πόσες ώρες βρίσκομαι εδώ; Τα πέλματά μου καίνε. Χοροπηδάω επί τόπου. Παρατηρώ ότι δεν βλέπω πια τους μικρούς κρατήρες που αφήνουν οι σταγόνες της βροχής στην υδάτινη επιφάνεια του πεζοδρομίου. Βλέπω τον μπροστινό μου να κοιτάζει κάτω και να φέρνει το ελεύθερο χέρι του στο πηγούνι. 
Όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι ζήτημα ελάχιστων δευτερολέπτων. 
Βλέπω την ουρά να διαλύεται. Τα μέλη της να κινούνται προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Την απογοήτευση την καταλαβαίνω από τον βηματισμό τους, αν και είναι ταχύς, ώστε να επιστρέψουν σπίτια τους έγκαιρα. Την απελπισία τη βλέπω στον τρόπο που κλείνουν τις ομπρέλες. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω τα πρόσωπά τους. 
Η παρατηρητικότητά μου είναι στ’ αλήθεια αυξημένη τον τελευταίο καιρό. Τα μικροσωματίδια, βλέπεις. 
Στρέφομαι κι εγώ προς μία κατεύθυνση. Κλείνω την ομπρέλα μου. Απελπισμένος που φεύγω χωρίς εισιτήριο. Επιστρέφω περπατώντας, απογοητευμένος που δεν πρόλαβα πάλι. Το βήμα μου ταχύτερο τώρα. Παρόλο που φοβάμαι μην πέσω.


 

Sunday, 8 November 2020

Φράουλες, Joseph Roth (1929)

Οι δρυοκολάπτες σφυροκοπούσαν κιόλας κρυμμένοι στις φυλλωσιές των δέντρων. Έβρεχε συχνά. Μαλακές βροχές, λες κι ήταν από νερό μεταξένιο. Έβρεχε μονότονα μια μέρα ολόκληρη, δύο μέρες, μία βδομάδα. Φυσούσε, αλλά τα σύννεφα δεν σάλευαν άπ’ τη θέση τους, έστεκαν ακίνητα σαν άστρα στον ουρανό. Έβρεχε προσεκτικά, μεθοδικά. Οι δρόμοι γέμιζαν λάσπες. Οι βάλτοι έμπαιναν στα δάση, τα βατράχια κολυμπούσαν ανάμεσα στους θάμνους. Οι ρόδες των κάρων δεν έτριζαν πια. Λες και κυλούσαν οι καρότσες πάνω σε λάστιχο. Τα πέταλα των αλόγων ήταν αθόρυβα. Όλοι έβγαζαν τις μπότες τους, τις κρεμούσαν στον ώμο και περπατούσαν ξυπόλυτοι.
   Ο καιρός καθάριζε από τη μια μέρα στην άλλη. Ένα ωραίο πρωί η βροχή σταματούσε. Κι έβγαινε ο ήλιος, σαν νά’ χε μόλις γυρίσει από τις διακοπές του.
    Αυτή ήταν η μέρα που περιμέναμε. Η μέρα που οι φράουλες θά’ ταν πια ώριμες.
[Joseph Roth, Φράουλες (1929), 
μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2020)]


 

Saturday, 7 November 2020

Η σιωπή, Don DeLillo (2020)

«Ποιά μέρα έβρεξε;» είπε εκείνη.

«Καταγράφεις ποια μέρα έβρεξε στο ημερολόγιό σου. Απαθανατίζεις ποιά μέρα έβρεξε. Όλος ο στόχος των διακοπών είναι να τις ζήσει κανείς υπέροχα. Εσύ μου το είπες αυτό. Να συγκρατώ τα κύρια σημεία στο μυαλό μου, τις ζωηρές στιγμές και ώρες. Τις μεγάλες βόλτες, τα υπέροχα γεύματα, τα μπαρ, τη νυχτερινή ζωή».

Δεν άκουγε τι έλεγε γιατί ήξερε ότι ήταν αερολογίες.

«Jardin du Luxemburg, Ile de la Cite, Notre Dame, ανάπηρος αλλά ζωντανός. Κέντρο Πομπιντού. Ακόμη έχω το απόκομμα του εισιτηρίου».

«Πρέπει να ξέρω ποια μέρα έβρεξε. Το θέμα είναι να κοιτάζεις τις σημειώσεις χρόνια αργότερα και να βλέπεις την ακρίβεια, τη λεπτομέρεια».

«Δεν μπορείς να σταματήσεις».

«Δεν θέλω να σταματήσω», είπε εκείνη.

[Don DeLillo, Η σιωπή (2020), 
μτφρ. Ζ. Μπ. Αρμάου για τις εκδόσεις Gutenberg (2020)]

Sunday, 1 November 2020

Τλάλοκ [=αυτός που κάνει τα πράγματα να βλασταίνουν (Ναουάτλ)]

Φοβισμένοι, τον λάτρευαν οι Αζτέκοι, με μια λατρεία πανάρχαιη σε όλη τη Μεσοαμερική: τον Τλάλοκ, μία κυρίαρχη μορφή του πανθέου τους. Πίστευαν ότι κατοικούσε στις πάντα νεφοσκεπείς βουνοκορφές κι από εκεί έστελνε στους ανθρώπους την αναζωογονητική βροχή του. Τον Τλάλοκ λάτρευαν και στο Τεοτιουακάν, αλλά και οι παλαιοί Ολμέκοι· οι Μάγια είχαν τον Τσάακ, με σύμβολό του το μάτι που έτρεχε δάκρυα, κι οι Ζαποτέκοι, στην καταπράσινη κοιλάδα της Οαχάκα, τον Κοτσίγιο. Και οι δύο αυτοί έμοιαζαν με τον Τλάλοκ, που κυβερνούσε στις σφαίρες του νερού, της γονιμότητας και της γεωργίας. Επέβλεπε τις σοδειές, κυρίως το καλαμπόκι, και την εναλλαγή των εποχών. Σύντροφός του ήταν η Τσαλτσιουτλίκουε, η θεά του γλυκού νερού και των λιμνών. Ως προς τη μορφή, ο Τλάλοκ θυμίζει τους άλλους θεούς της βροχής: έχει αιχμηρούς κυνόδοντες που προεξέχουν από το στόμα του και μεγάλα διογκωμένα μάτια, τα περιγράμματα των οποίων είναι δύο φίδια που συναντιούνται στο κέντρο του προσώπου, για να σχηματίσουν τη μύτη. Είναι λογικό, καθώς τα φίδια ταιριάζουν με την βροχή, το χώμα, την υγρασία, την φθορά, την τελειωτική φθορά, τον κάτω κόσμο. Επιπλέον, ο θεός κρατάει μακρύ σκήπτρο με αιχμηρό άκρο που συμβολίζει τον κεραυνό και τον περιβάλλουν σταγόνες βροχής.

Οι Αζτέκοι, για να δείξουν τον σεβασμό τους στον Τλάλοκ, του είχαν φτιάξει ιερό στο πιο ψηλό σημείο της αυτοκρατορικής τους πρωτεύουσας, της Τενοτστιτλάν. Το έχτισαν στο κέντρο της πόλης, στο Τέμπλο Μάγιορ, δίπλα σε αυτό του μεγάλου Ουιτζιλοπότστλι, θεού του πολέμου και του ήλιου και προστάτη τους. Το ιερό του Τλάλοκ συμβόλιζε την γεωργία και το νερό, ενώ το διπλανό τον πόλεμο, την κατάκτηση και την υποτέλεια. Αυτά ήταν τα δύο πιο μεγάλα ιερά της Τενοτστιτλάν, που είχε ιδρυθεί σε νησί μέσα σε βάλτο, στο σημείο όπου ο ίδιος ο Ουιτζιλοπότστλι έδωσε στους Αζτέκους σημάδι ότι είχαν φτάσει στη γη της επαγγελίας. Στο ιερό του Τλάλοκ υπήρχαν λίθινοι κίονες με εγχαράξεις στο σχήμα των ματιών του θεού και με ζωγραφισμένες δέσμες από γαλάζιες ταινίες. Εδώ οι πιστοί θυσίαζαν ζώα του νερού κι έφερναν σαν προσφορές αντικείμενα από νεφρίτη, πέτρα που είχε σχέση με το νερό, τη θάλασσα, την γονιμότητα και τον κόσμο των πεθαμένων.

Τον Τλάλοκ βοηθούσαν τα υπερφυσικά όντα που τα έλεγαν «Τλαλόκι» κι έφερναν την βροχή στην γη. Σύμφωνα με τους μύθους των Αζτέκων, ο Τλάλοκ ήταν και ο κυβερνήτης του Τρίτου Ήλιου, ή του Τρίτου Κόσμου, όπου κυριαρχούσε το νερό. Μετά από μια μεγάλη πλημμύρα ο Τρίτος Ήλιος καταστράφηκε και οι άνθρωποι αντικαταστάθηκαν από ζώα, όπως σκύλους, πεταλούδες και γάλους. Το Τλάλοκαν, το βασίλειο του Τλάλοκ, ήταν ο τέταρτος ουράνιος παράδεισος, ένας τόπος με πλούσια βλάστηση και αστέρευτες πηγές. Εδώ έρχονταν εκείνοι που είχαν χάσει την ζωή τους με βίαιο τρόπο ή εξαιτίας του νερού, καθώς και τα νεογέννητα μωρά κι οι γυναίκες που είχαν πεθάνει στη γέννα.

Κάθε χρόνο, τον τρίτο μήνα των Αζτέκων, δηλαδή στο τέλος της εποχής της ξηρασίας, γινόταν η πιο μεγάλη γιορτή του Τλάλοκ, που είχε σκοπό να διασφαλίσει άφθονη βροχή κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Σε αυτή την γιορτή πραγματοποιούνταν συχνά τελετουργίες με θυσίες παιδιών, γιατί το κλάμα τους πιστευόταν ωφέλιμο για τον ερχομό της βροχής. Τα δάκρυα των των νεογέννητων, που προορίζονταν για το Τλάλοκαν, τα θεωρούσαν αγνά και πολύτιμα. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν στο Τέμπλο Μάγιορ τα απομεινάρια της θυσίας σαράντα πέντε μικρών παιδιών, τα πιο πολλά αγόρια, στον Τλάλοκ. Τα πλάσματα αυτά τα θυσίασαν, λένε οι ειδικοί, για να εξευμενίσουν τον θεό κατά τη διάρκεια μίας μεγάλης περιόδου ανομβρίας γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα. Αναμένεται η ανακάλυψη του χρονοταξιδιού, ώστε να επιβεβαιωθεί η υπόθεσή αυτή. Πάντως, το εγχείρημα αυτό επιβάλλεται να γίνει με τη δέουσα προσοχή κι έπειτα από ενδελεχή έρευνα, καθώς είναι πιθανό να επηρεάσει ανεπανόρθωτα την ψυχική ισορροπία των ταξιδευτών.

Δεν ήταν, όμως, μόνο στο Τέμπλο Μάγιορ που λατρευόταν ο Τλάλοκ, αλλά και σε πολλές σπηλιές και βουνοκορφές. Το πιο καθαγιασμένο ιερό του βρισκόταν στην κορυφή του όρους Τλάλοκ, ενός σβησμένου ηφαίστειου στα ανατολικά του Μέξικο Σίτι. Εκεί έχουν βρεθεί τα ερείπια ναού με προσανατολισμό ανάλογο με αυτό του ιερού στην Τενοτστιτλάν. Τον ναό περιτρέχει περίβολος, όπου ξεκουράζονταν οι προσκυνητές και μία φορά το χρόνο φιλοξενούσε τον βασιλιά των Αζτέκων και τους ιερείς του.

Οι επικλήσεις προς τον Τλάλοκ, προκειμένου να στείλει τη βροχή στους ανθρώπους, περιέχονταν σε ιερά κείμενα, τα οποία γνώριζαν μόνο τα μέλη της ιερατικής κάστας του θεού. Μυστήριο αποτελεί το κατά πόσο αυτά τα κείμενα είχαν καταγραφεί ή μεταφέρονταν με προφορική μορφή από ιερέα σε ιερέα. Πιστεύεται ότι κάποιος αρχιερέας του Τλάλοκ, γνωστός ως «Κουετζαλκόατλ Τλάλοκ Τλαμακάζκουι» (=Φτερωτό Ερπετό Ιερέας του Τλάλοκ), κατείχε αρχαίο χειρόγραφο με τις προσευχές αυτές. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις το χειρόγραφο βρίσκεται σε κρύπτη που είχε κατασκευάσει το Φτερωτό Ερπετό κάτω από το ιερό του Τέμπλο Μάγιορ. Διότι είχε αντιληφθεί τον μεγάλο κίνδυνο που αντιπροσώπευε, εξαιτίας της αποτελεσματικότητας των περιεχομένων του, για το ανθρώπινο είδος.

Στα μέσα του περασμένου αιώνα, ο διάσημος μεξικάνος αρχαιολόγος Χουάν Μορένο επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να εντοπίσει την κρύπτη. Μετά το θάνατό του, τα ημερολόγια της αποστολής Μορένο περιήλθαν στην κατοχή του Πανεπιστημίου του Πρόβιντενς, από το οποίο ο αποθανών είχε λάβει τον τίτλο του διδάκτορα. Με τον ανεκτίμητο αυτόν θησαυρό στην κατοχή του, τα τελευταία δύο χρόνια, το πανεπιστήμιό μας χρηματοδοτεί ερευνητικό πρόγραμμα, υπό τη διεύθυνση της γράφουσας, που στοχεύει στην αποκάλυψη της κρύπτης του Τέμπλο Μάγιορ. Δυστυχώς η οικονομική κρίση έχει πλήξει σοβαρά την επιστημονική αιγίδα του προγράμματός μας. Καθώς το σύνολο της ερευνητικής ομάδας πιστεύει ολόθερμα στην ύπαρξη του μαγικού χειρογράφου της βροχής, θα θέλαμε να ζητήσουμε την υποστήριξή σας στο έργο μας, το οποίο είμαστε διατεθημένοι να φέρουμε εις πέρας παρά τις αντιξοότητες. Οποιαδήποτε δωρεά είναι ευπρόσδεκτη, ακόμη κι ένα δολάριο. Ακόμα και λίγα σεντς. Ο,τιδήποτε. Σας παρακαλώ. Σας εκλιπαρώ. Πέφτω στα γόνατα.