Σα να 'χε αρχίσει ομως πάλι να βρέχει.
Δεν ακούγονταν οι σταγόνες, αλλά ο
χαρακτηριστικός ήχος της ομπρέλας που
ανοίγει μαζί με τον ήχο των παπουτσιών
που φόρεσε η υπηρεσία για να πάει να
ρίξει το γράμμα και αυτός που έκανε η
χαμηλή πόρτα του κήπου ανοίγοντας,
έφθασαν στ' αυτιά μου ανακατεμένοι με
τις φωνές των εντόμων, θλιμμένοι και
μοναχικοί. Μια βροχή αθόρυβη και λεπτή
σαν ομίχλη. Επειδή η υγρασία μιας
φθινοπωρινής βραδιάς με ψιλή βροχή
μπορεί να είναι χειρότερη και απ' αυτήν
της περιόδου των βροχών, αφού σκάλισα
τη φωτιά μέσα στο δίσκο με τα σύνεργα
του καπνίσματος και έκαψα φάρμακο για
να κρατήσω τα έντομα μακριά απ' τις
φωτογραφίες κι απ' τα χαρτιά, έβγαλα απ΄
το ντουλάπι ένα κουτί από ξύλο παυλωνίας
και έκλεισα μέσα το σαμισέν. Με την
ευκαιρία έβγαλα έξω και ένα ψάθινο κουτί
όπου φύλαγα όλα τα γράμματα των φίλων
και ξεχώρισα ένα πάκο με γράμματα από
τον κύριο του Σαϊσεντό. Δεν υπάρχουν
και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να
κάνει ένας άνθρωπος που ζει μόνος, μια
βροχερή βραδιά.
μτφρ. Παναγιώτη Ευαγγελίδη για τις
εκδόσεις Αλεξάνδρεια (1990)