Friday, 21 August 2020

George Simenon, Ο πάτος του μπουκαλιού, 1943

-Ρίχνει;
-Όχι ακόμη.
-Θα ρίξει, και δυνατά.
Ήταν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Απ' την αρχή της βραδιάς φαίνονταν οι αστραπές και ακούγονταν οι βροντές από την πλευρά του Μεξικού.
[...]
Ο Μπιλ σήκωσε το κεφάλι.
-Νάτη. Αυτό ήταν!
Ξαφνικά, θα έλεγε κανείς ότι μικρές μολυβένιες μπαλίτσες άρχισαν να κυλούν πάνω στη στέγη. Κάποιος πήγε και μισάνοιξε την πόρτα και, μέσα στο σκοτάδι του δρόμου, είδαν το πεζοδρόμιο να χαρακώνεται από ρυάκια γκρίζας βροχής.
-Θα έχετε μπόλικο νερό στο ποτάμι!
Ήταν άραγε σωστό να πιει ο Π.Μ. Το τελευταίο ποτήρι; Αυτό το νερό που έπεφτε από τον ουρανό άρχισε να του προκαλεί μια εσωτερική έξαψη. Και επιπλέον ο μπάρμαν πρόσθεσε:
-Πιθανόν να μη σας δούμε για κάποιες μέρες.
Ήταν πιθανό, γιατί τους ανθρώπους της κοιλάδας τους χώριζε απ' τον μεγάλο δρόμο ένα ποτάμι, που σχεδόν όλο το χρόνο είχε ελάχιστο νερό, η κοίτη του όμως μπορούσε να φουσκώσει μέσα σε μία νύχτα με καταιγίδα, ή και σε μία ώρα, μερικές φορές και λιγότερο, όταν τα νερά ξεχύνονταν ορμητικά απ' τα βουνά του Μεξικού. Γέφυρα δεν υπήρχε. Αν η στάθμη του νερού δεν ήταν πολύ ψηλή, κακήν κακώς περνούσες με αυτοκίνητο, και, στην ανάγκη, αν ο βυθός ήταν πολύ λασπώδης για τα αυτοκίνητα, το διέσχιζες με άλογο. Όμως μπορούσε κανείς σίγουρα να μείνει παγιδευμένος και πάνω από δέκα μέρες στην αντικρινή πλευρά του ποταμού Σάντα Κρους.
 
Georges Simenon, Ο πάτος του μπουκαλιού, 1949 
(μτφρ. Α. Μακάρωφ για τις εκδόσεις Άγρα, 2020)
 
 

No comments:

Post a Comment