Monday, 30 November 2009

Here comes the rain again, Eurythmics (1984)

Here comes the rain again,
falling on my head like a memory,
falling on my head like a new emotion

I want to walk in the open wind,
I want to talk like lovers do,
want to dive into your ocean,
is it raining with you

Talk to me like lovers do
Walk with me like lovers do
Talk to me like lovers do

Here comes the rain again,
raining in my head like a tragedy,
tearing me apart like a new emotion

I want to breathe in the open wind,
I want to kiss like lovers do,
want to dive into your ocean,
is it raining with you

Here comes the rain again από τους Eurythmics

[Ίλκε]


















Πέμπτη, 5 Μαΐου 1922
Εδώ και τρεις μέρες βροχή συνέχεια. Μουντός ουρανός και κρύο. Πότε θα ανοίξει λίγο ο καιρός επιτέλους; Τα εμπριμέ βαμβακερά φουστάνια περιμένουν στη ντουλάπα.
Χθες βράδυ, στο δείπνο έβαλα το σκούρο πράσινο φόρεμα με το δαντελένιο γιακαδάκι. Όποτε φορέσω αυτό το ρούχο κάτι συμβαίνει. Κάτι άσχημο: πέρσι το φθινόπωρο, έκοψα το χέρι μου με το μαχαίρι του ψωμιού. Ήμουνα αφηρημένη και η πληγή έγινε πολύ βαθιά. Τρία ράμματα χρειάστηκε. Δεν ήταν εδώ, έλειπε στην Ελλάδα για «ερευνητικό ταξίδι». Στο νοσοκομείο περίμενα πάνω από τρεις ώρες, μέχρι να βρεθεί κάποιος να μου ράψει το δάχτυλο. Ολομόναχη. Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, έσπασα εκείνο το ακριβό βάζο που μου χάρισε η μητέρα μου, όταν παντρεύτηκα. Ήταν αντίκα από το πατρικό της. Αυτός υποσχέθηκε πως θα το κολλήσει και σχεδόν δε θα φαίνεται. Τα κομμάτια ακόμα είναι στο χαρτοκιβώτιο κάτω από το κρεβάτι. Πριν ένα μήνα, ήρθε η Ανίκα. Έκλαιγε, έλεγε πως ήθελε να πεθάνει γιατί την είχε αφήσει ο Νιλς. Και τότε με το πράσινο φουστάνι ήμουνα.
Χθες που ξαναφόρεσα αυτό το κουρέλι, μου πέταξε ότι ο Πέρσσον του ανέθεσε την «διεύθυνση μίας πολύ σημαντικής αρχαιολογικής αποστολής». Στην Κύπρο. Στην Κύπρο. Κύπρο. Κύπρο. Cyprus. Zypern. Πρέπει να κοιτάξω ένα χάρτη. Δεν ήθελε να δείξει τον ενθουσιασμό του. Παρίστανε τον προβληματισμένο. Απαντούσε με μισόλογα και ασάφειες. Ότι ακόμα δεν ξέρει λεπτομέρειες, πότε θα ξεκινήσει, πόσο θα μείνει, με ποιους θα πάει. Είναι μοναδική ευκαιρία, αλλά θα το σκεφτεί πολύ σοβαρά λέει. Ο γεροφαφλατάς δεν θα είναι μαζί τους γιατί γέρασε. Πέντε χρόνια τώρα που τρέχουνε κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα κουράστηκε λέει. Κι εγώ. Πως πάει κανείς στην Κύπρο άραγε;

[…]

Παρασκευή, 12 Ιουλίου 1922
Για μία ακόμη χρονιά, πέρασαν τα γενέθλια μου. Μου χάρισε ένα δαχτυλίδι, είπε να το φοράω συνέχεια και να τον θυμάμαι. Έχει ένα μικρό διαμαντάκι επάνω. Πολύ όμορφο. Δε θα το φοράω, για να μην το χάσω. Τσακωθήκαμε. Του είπα πως δεν θα πήγαινα στη δεξίωση που είχαν οργανώσει για το γέρο. Μου είπε πως είμαι αχάριστη. Ήθελα να με πει σκύλα, να είμαι η σκύλα του.

[…]

Τετάρτη, 20 Δεκεμβρίου 1922
Βουτυράτη ζύμη, κανέλα, μοσχοκάρυδο, γλυκό κρασί. Αναμμένη φωτιά τριζοβολάει. Επιστροφή στο πατρικό. Έχει δίκιο η Ανίκα. Μετά τις γιορτές θα αλλάξω το διπλό κρεβάτι με δύο μονά. Κρυώνω το βράδυ.

[…]

Δευτέρα, 25 Μαρτίου 1923
Σήμερα έφτασε ακόμα μία κάρτα. Δείχνει μία αμμώδη παραλία. Στο κέντρο, μέσα σε ένα μικρό δάσος από φοινικόδεντρα υπάρχει ένα τζαμί, που καθρεφτίζεται όμορφα στα νερά της θάλασσας. Σε δεύτερο πλάνο, πίσω από το δάσος, ένα χαμηλό βουνό απλώνεται από τη μία ως την άλλη άκρη της φωτογραφίας.
Αντιγράφω τι έγραφε από πίσω: «Γλυκιά μου Ίλκε, ελπίζω να είσαι καλά. Εδώ, μπαίνει ήδη η άνοιξη και η διάθεση μου είναι καλύτερη. Ο αέρας είναι ελαφρύς και ζεστός. Τις δύο τελευταίες εβδομάδες σκάβουμε στη Λάπηθο, ένα γραφικό χωριό στη βόρεια ακτή (πρόσεξε όμως, η κάρτα απεικονίζει το Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, που είναι στη Λάρνακα). Οι εργασίες προχωρούν με πολύ ικανοποιητικό ρυθμό. Τα ευρήματα ανταμείβουν τους κόπους μας με το παραπάνω. Αρκεί μόνο να σου πω, πως φτάσαμε σε μυκηναϊκά στρώματα! Κάθε μέρα γευματίζουμε με πεντανόστιμα ψαράκια της Μεσογείου, κεχριμπαρένιο κρασί και φρούτα από τα περιβόλια των εργατών μας. Μπροστά από το ύψωμα, όπου γίνεται η ανασκαφή, απλώνεται η θάλασσα πράσινη. Αγάπη μου, πάρ’ το επιτέλους απόφαση να έρθεις, είναι τόσα πράγματα που θέλω να δεις, να ακούσεις και να γευτείς. Περιμένοντας, σου στέλνω χίλια φιλιά, Έιναρ».
Όχι. Δε θέλω να δοκιμάσω τι γεύση έχουν τα πεντανόστιμα μεσογειακά ψαράκια, ούτε να πιω κεχριμπαρένιο κρασί, ούτε να ξαπλώσω σε μυκηναϊκά στρώματα. Θέλω να τρώω συνέχεια μπακαλιάρο, ρέγγα και σκουμπρί. Να πηγαίνουμε τα βράδια σε σπίτια φίλων, να μεθάμε με μπύρα, και τα παιδιά μας να αποκοιμιούνται ανακατεμένα με τα παιδιά των οικοδεσποτών στο παιδικό δωμάτιο. Να πηγαίνουμε για πατινάζ στη λίμνη. Να σου τηγανίζω αυγά και λουκάνικα πρωί Σαββάτου, την ώρα που εσύ διαβάζεις την εφημερίδα.
Δε σταμάτησε να βρέχει ακόμα. Ο ήχος της βροχής είναι παρήγορος. Θα ήθελα να πάω στην Ιαπωνία, να δω τις ανθισμένες κερασιές.

[…]

Σάββατο, 9 Ιουλίου 1923
Τελικά καλοκαίριασε. Σήμερα φόρεσα το γαλάζιο φόρεμα με τα λευκά ανθάκια και με κοιτάξανε πολλοί στο δρόμο. Απόφαση που δεν θα πατήσω: δε θα ξαναπάω για φαγητό με τον Σβεν. Το υπογραμμίζω. Και άλλη μία: θα του γράφω κάθε εβδομάδα, άσχετα που αυτός δεν γράφει τόσο συχνά. Αυτό χωρίς υπογράμμιση.

[…]

Τρίτη, 6 Νοεμβρίου 1923
Φυσικά, βρέχει και σήμερα. Βαριέμαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν έχω διάθεση για τίποτα, ούτε για ζεστή σοκολάτα. Εκτός και κάποιος μου την έφερνε έτοιμη εδώ που είμαι κουρνιασμένη στα ζεστά. Λοιπόν, αποφασίζω: θα σηκωθώ σε σαράντα λεπτά. Πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα.

Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 1923
Σου έλειψε η σκύλα σου, μωρό μου. Σκίσε με.

Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου 1923
Τα τρένα με αηδιάζουν. Οι σταθμοί των τρένων μου προκαλούν θλίψη.

[…]

Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 1924
Ηλιοβασίλεμα στην κυματοδαρμένη παραλία του Αγίου Ερμογένη. Τυλιγμένη σε χοντρό, μάλλινο σακάκι. Τσίγκινα κύπελλα με τσάι μας ζεσταίνουν τα δάχτυλα. Στο αέρα μυρωδιά θάλασσας και καμένου ξύλου. Σιγοσφυρίζει ένα σκοπό δίπλα μου, δεν τον αναγνωρίζω. Αρχίζω να καταλαβαίνω.

[…]

Κυριακή, 20 Απριλίου 1924
Πέρασα ολόκληρη την ημέρα με την Ανίκα και τον Στεφάν. Της είχα υποσχεθεί ότι μόλις επέστρεφα από την Κύπρο, θα την επισκεπτόμουνα στο καινούριο της σπίτι. Εννέα ολόκληρες στάσεις με το τραμ, χαλάλι της όμως. Ο Στέφαν φαίνεται άνθρωπος ειλικρινής και δείχνει να την αγαπάει. Λουλουδιασμένη. Είπε πως είναι χαρούμενη εκεί. Την πιστεύω. Με κοίταγε στα μάτια και ζητούσε να μάθει τα νέα του ταξιδιού. Δε νοιαζόταν να μιλήσει για τον εαυτό της. Ρώταγε για τον Έιναρ, τις ανασκαφές, το ταξίδι, το φαγητό, τους άντρες, τις καμήλες, τα σπίτια, τα δέντρα, τις εκκλησίες, τον καιρό, τις παραλίες, τα ρούχα. Απάντησα πρόθυμα σε όλα τα ερωτήματα. Βέβαια, παρέλειψα να της αναφέρω για τις ατέλειωτες ώρες ανίας τα μεσημέρια, όσο έπαιρνε «τον υπνάκο του». Ούτε για το λάδι μέσα στο οποίο έπλεαν όλα τα φαγητά είπα τίποτα. Ούτε για τα σμήνη των κουνουπιών που έκαναν έφοδο κάθε βράδυ, καθώς ήταν εντελώς αποπνικτικά για να κοιμηθώ με κλειστά παράθυρα. Ούτε για το νέο του φίλο με τη δυνατή φωνή, την αναπνοή που μύριζε και την σεμνότυφη αδελφή, που όλο είχε τα μάτια στο χώμα, όταν άρχιζαν οι μουσικές, όμως, ήταν πρώτη στα κουνήματα.
Άλλο ένα πράγμα που δεν είπα είναι το πόσο διαφορετικός μου φάνηκε. Δε λέω απόμακρος. Λέω διαφορετικός. Αλλαγμένος. Αλλιώτικος. Τροποποιημένος. Καλύτερος ή χειρότερος; Καλύτερος. Χειρότερος. Σίγουρα πιο φλύαρος. Ενίοτε πιο τρυφερός. Πάντως, τη συνήθεια του να πετάει το μαξιλάρι του στο πάτωμα και να στριμώχνει το κεφάλι του πλάι στο δικό μου, δεν την άλλαξε. Άραγε, όσο λείπει, μοιράστηκε το προσκεφάλι καμιάς άλλης;
Απόφαση που πρέπει να πάρω μέσα στον επόμενο μήνα: θα ξαναπάω;

Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009

Friday, 13 November 2009

Sultans of Swing, Dire Straits (1978)

You get a shiver in the dark
It's raining in the park but meantime
South of the river you stop and you hold everything
A band is blowin' Dixie double four time
You feel alright when you hear that music ring

And now you step inside but you don't see too many faces
Comin' in out of the rain you hear the jazz go down
Competition in other places
Oh but the horns they blowin' that sound
Way on down south, way on down south, London town

You check out Guitar George, he knows all the chords
Mind he's strictly rhythm he doesn't wanna make it cry or sing
Yes and an old guitar is all he can afford
When he gets up under the lights to play his thing

And Harry doesn't mind if he doesn't make the scene
He's got a daytime job, he's doin' alright
He can play the honky tonk like anything
Savin' it up for Friday night
With the Sultans, with the Sultans of Swing

And a crowd of young boys they're fooling around in the corner
Drunk and dressed in their best brown baggies and their platform soles
They don't give a damn about any trumpet playing band
It ain't what they call rock and roll
And the Sultans, yeah the Sultans play Creole

And then the man he steps right up to the microphone
And says at last just as the time bell rings
'Goodnight, now it's time to go home'
And he makes it fast with one more thing
'We are the Sultans, we are the Sultans of Swing'

Sultans of Swing από τους Dire Straits

Tuesday, 10 November 2009

[Αναχώρηση]

-Γνωρίζεις καλά ότι το νησί έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Πραγματική terra incognita. Τα αντικείμενα που έχουν κυκλοφορήσει στους κύκλους των συλλεκτών, αλλά και οι ανασκαφές του Βρετανικού Μουσείου δίνουν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρώτη γεύση. Αναλογίσου την πολιτισμική πολυσυλλεκτικότητα, την χρονολογική ποικιλία, την πολλαπλότητα και την ποσότητα του υλικού. Πρέπει να πας.
-Εγώ, κύριε καθηγητά;
-Είμαι πολύ γέρος για να ξεκινήσω κάτι τόσο μεγάλο και μακρινό. Εσύ είσαι ο πιο προικισμένος μαθητής και συνεχιστής μου.
-Με τιμάτε.
-Εκτός του ότι θα σε εκτοξεύσει σε ασύλληπτα ακαδημαϊκά ύψη, αυτό το εγχείρημα θα σου δώσει τη μοναδική ευκαιρία να ελέγξεις ανασκαφικά την πρωτότυπη θεωρία σου για το Μυκηναϊκό αποικισμό της Κύπρου. Ελάχιστοι από εμάς έχουν υπάρξει τόσο τυχεροί.
-Μάλιστα.
-Σε βλέπω λίγο προβληματισμένο, το σκέφτεσαι;
-Θα αστειεύεστε κύριε καθηγητά! Είμαι γεμάτος ενθουσιασμό. Αλήθεια, πόσο πιστεύετε ότι θα πρέπει να μείνω εκεί;
-Τι ερώτηση κι αυτή! Μα φυσικά, όσο χρειαστεί.

Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του καθηγητού Πέρσσον αποφάσισε να μην επιστρέψει στην βιβλιοθήκη, αλλά να κάνει ένα σύντομο περίπατο, καθώς αισθανόταν μία αναστάτωση, έξαψη θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, που έκανε τους χτύπους της καρδιάς του ταχύτερους. Στην είσοδο του κτιρίου είδε τον Άλφρεντ, τυλιγμένο στο βαρύ χειμερινό του πανωφόρι, όμως προσποιήθηκε πως δεν τον πρόσεξε, σπεύδοντας να κατέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πεζοδρόμιο, για να δεχτεί μία δυνατή ριπή λεπτών σταγόνων στο πρόσωπο. Κοντοστάθηκε στη βάση της σκάλας, έριξε μία ματιά στον γκρίζο ουρανό και, στρεφόμενος προς τα αριστερά, άρχισε να βαδίζει κατά μήκος της Λεωφόρου της Γνώσεως με κατεύθυνση προς το κάστρο, οι θολοσκεπείς πυργίσκοι του οποίου διαγράφονταν με ακρίβεια στον χαμηλωμένο ορίζοντα. Μόλις συνάντησε τον καθεδρικό, μπήκε στον στενό πλακόστρωτο δρομίσκο που οδηγούσε στην όχθη του Φύρις, στο τέλος του οποίου βρισκόταν η μικρή καφετέρια, όπου πήγαινε μερικές φορές, πάντα μόνος, για να πάρει το μεσημεριανό του γεύμα. Μπαίνοντας στην αίθουσα, αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ ενός απομονωμένου τραπεζιού στο βάθος και ενός άλλου δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, η οποία προσέφερε την θέα του κυανόμαυρου ποταμού και των βαρκών που κλυδωνίζονταν στην ταραγμένη επιφάνειά του. Διάλεξε το πρώτο και παράγγειλε καφέ με κονιάκ δίνοντας μονολεκτικές απαντήσεις στο σερβιτόρο που επιχείρησε να του πιάσει κουβέντα. Μία ώρα αργότερα επανέλαβε την παραπάνω πορεία αντιστρόφως και επέστρεψε στο γραφείο του εγκαίρως για την διάλεξη του δόκτορος Μίλλερ.

Το βράδυ, για το δείπνο η Ίλκε σέρβιρε kroppkakor. Έτρωγαν πάντα στις επτά ακριβώς. Εκείνη συνήθως άλλαζε και φόραγε κάτι πιο επίσημο πριν κάτσει στο τραπέζι. Απόψε είχε διαλέξει το πράσινο μάλλινο φόρεμα με το λευκό γιακά που της είχε χαρίσει πριν δύο χρόνια. Τα νέα του φάνηκαν να την ενθουσιάζουν. Μιλούσε δυνατά και ρωτούσε διάφορες λεπτομέρειες. Όταν σηκώθηκε για να του βάλει δεύτερη μερίδα, δεν πεινούσε τόσο πολύ αλλά δεν της το είπε, ένιωσε την ανάγκη, για κάποια ανεξήγητη αιτία, να την πληροφορήσει ότι η απόφαση αυτή θα ήταν μία από τις πιο σημαντικές ολόκληρης της ζωής του και είχε σκοπό να την συλλογιστεί με μεθοδικότητα και ψυχραιμία.

Μετά το δείπνο, πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς κλεισμένος στο γραφείο του, διαβάζοντας για χιλιοστή φορά την αναφορά των ανασκαφών, που είχαν πραγματοποιήσει με τον καθηγητή Πέρσσον στο πυρπολημένο μυκηναϊκό ανάκτορο της Τίρυνθας πριν πέντε χρόνια.


-Άρχοντά μου, με κοροϊδεύεις;
-Όχι. Δεν έμαθες τι έγινε χτες βράδυ;
-Για τη φωτιά λες;
-Ναι.
-Και τι θα βοηθήσει αν φύγουμε;
-Ο τόπος δε μας σηκώνει. Πρέπει να αραιώσουμε.
-Να αραιώσουμε;
-Είμαστε πολλοί. Αυτή η γη δεν μπορεί να μας θρέψει. 

-Τι λες;
-Τα χωράφια είναι ξερά και οι άνθρωποι πεινασμένοι.
-Λες να φύγουμε δηλαδή;
-Ναι. 

-Να φύγουμε;
-Αν δε φύγουμε, ο ένας θα φάει τον άλλο.

Όταν μου το είπε ο Βουχέτας, έμεινα βουβός. Μόλις κατάφερα να βρω τα λόγια μου, τον ρώτησα πότε έπρεπε να ξεκινήσουμε. Σε ένα φεγγάρι, αποκρίθηκε με σιγανή φωνή. Έφυγα με βαριά καρδιά και σύρθηκα μέχρι το σπίτι μου. Ο ήλιος είχε πάρει να βασιλεύει και έστειλα το σκλάβο να κοιμηθεί. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να μείνω μόνος μου. Μετά από λίγη ώρα, όμως, κάποιος χτύπησε δυνατά την εξώπορτα. Ήταν ο Μενεπτόλεμος που ερχόταν από του Βουχέτα. Όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας πως o λαγέτας τα είχε χάσει πια. Σωριάστηκε στο κάθισμα και με ρώτησε αν είχα μάθει τα νέα.

Ναι, τα είχα μάθει. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Όλοι γνωρίζαμε ότι η ξηρασία είχε καταστρέψει τις σοδειές για δύο συνεχόμενα χρόνια και τα αποθέματά μας είχαν σχεδόν σωθεί. Ο άνακτας φοβόταν τους γεωργούς, που είχαν ξεσηκωθεί γιατί πεινούσαν. Μαζεύονταν έξω από το ανάκτορο, απειλούσαν πως θα το κάψουν και χιμούσαν στους άντρες της φρουράς. Έτσι, λήφθηκε η απόφαση να φύγουν μερικές οικογένειες, να βρουν μία νέα πατρίδα, να αλαφρώσει ο τόπος. Και, ίσως, από εκεί που θα πήγαιναν, να μπορούσαν να βοηθήσουν και όσους έμεναν πίσω. Πενήντα φαμίλιες θα πήγαιναν στην Κύπρο, και άλλες τόσες θα ταξίδευαν ανατολικά, στους τόπους της Μιλήτου. Εμείς, έπρεπε πάμε μαζί τους, να τους προστατεύσουμε με το σπαθί μας, να τους οδηγήσουμε. Ήταν άνθρωποι απλοί, δεν ήξεραν πολλά πράγματα πέρα από το να οργώνουν και να σπέρνουν τη γη. Εμένα, τον Μενεπτόλεμο και άλλους δύο ιππείς, που δεν είχαμε οικογένειες, αποφασίστηκε να μας στείλουν στην Κύπρο. Μαζί μας θα ερχόταν και ο Βουχέτας.

Ο Μενεπτόλεμος έμεινε μαζί μου μέχρι το ξημέρωμα. Δεν μας έπιανε ύπνος. Περάσαμε όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας για το μεγάλο ταξίδι και τις ετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν μέσα σε τόσο λίγες μέρες. Είχαμε καταλάβει και οι δύο πως δεν γινόταν αλλιώς, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε με κανένα τρόπο. Όταν ο σύντροφός μου σηκώθηκε να φύγει, τον συνόδευσα μέχρι έξω. Την στιγμή που βγήκα στην αυλή ένιωσα το ευχάριστο ράπισμα της βροχής στο πρόσωπό μου. Από το απέναντι σπίτι ακούγονταν οι θόρυβοι των συνηθισμένων πρωινών εργασιών. Υπήρχε φως στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η όμορφη Κέρκις είχε ξυπνήσει. Πήρα βαθιά ανάσα, γέμισα τα πνευμόνια μου με την λησμονημένη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και προσπάθησα να μετρήσω πόσες φορές ακόμα θα έβλεπα την πρωινή αναλαμπή του λύχνου της.


Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009

Thursday, 5 November 2009

[Λάπηθος-Κάστρος]

Η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας ήταν το πρωινό, λίγο μετά το ξύπνημα, όταν έβγαινε στην αυλίτσα με το χωματένιο δάπεδο, για να πιει τον καφέ του και να ετοιμάσει το πρόγραμμα της μέρας στην ψυχρή ατμόσφαιρα της Λαπήθου, πριν αρχίσει η θερμοκρασία να ανεβαίνει και ο αέρας να θολώνει από εκείνη τη διαβολεμένη υγρασία που του έκοβε τα πόδια. Εκείνο το πρωί, χωμένος μέσα στη ζακέτα που του είχε πλέξει η Ίλκε, με τα δάχτυλα να ζεσταίνονται πλεγμένα γύρω από την κούπα με τον καφέ, σκεφτόταν ότι το χώμα θα ήταν υπερβολικά υγρό για ανασκαφή, αφού ψιλόβρεχε από το προηγούμενο βράδυ, ενώ οι οσμές του βρεμένου χώματος και του καμένου ξύλου του έφερναν στο μυαλό το πατρικό του στο Gävle. Ξεφύσησε, καθώς αναλογίστηκε πόσο τον πίεζε ο χρόνος, δεν μπορούσε να χάσει ούτε μέρα, και αποφάσισε ότι έπρεπε σήμερα το δίχως άλλο να προχωρήσει στο άνοιγμα εκείνου του μεγάλου τάφου στη νοτιοδυτική γωνία του αγρού, όπου έσκαβαν.

Δεν ήταν μόνο η λάσπη που τον ενοχλούσε, αλλά και η προοπτική να περάσει ώρες, ή ακόμα και μέρες, περιορισμένος μέσα στον ταφικό θάλαμο με τον Πανίκο, εκείνον τον εργάτη με το τεράστιο μουστάκι και τα θηριώδη μπράτσα, άντρα ικανό και δυνατό, όμως φωνακλά, με ένα τσιγάρο συνεχώς κολλημένο ανάμεσα στα χείλια και μία ανάσα που μύριζε σκόρδο. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που ανέβαλε αυτήν την ανασκαφή εδώ και τρεις ημέρες, παρόλο που τα ευρήματα από τις γύρω ταφές τον είχαν κάνει να πιστεύει ότι το ξεχωριστό αυτό μνήμα περιείχε τα απομεινάρια κάποιου διακεκριμένου μέλους, ίσως του τοπάρχη, αυτής της κοινωνίας που είχε τώρα τοποθετήσει κάτω από το μεγεθυντικό του φακό, μιας κοινωνίας που έδειχνε εντελώς διαφορετική από αυτή που είχαν αποκαλύψει πέντε χιλιόμετρα πιο δυτικά, πριν ένα μήνα· μιας κοινωνίας που έμοιαζε πολύ περιχαρακωμένη, πολύ αυτόνομη, πολύ μοναδική, πολύ προχωρημένη, και ναι, σε τελική ανάλυση, έμοιαζε πολύ, πάρα πολύ Μυκηναϊκή.
Με μεγάλη προσπάθεια απέφυγε να αφεθεί στον όραμα του εαυτού του στην βιβλιοθήκη να συνθέτει τα αμέτρητα άρθρα που ετοίμαζε στο μυαλό του και συγκεντρώθηκε στην ολοκλήρωση της καταχώρησης στο ημερολόγιο της ανασκαφής. Έπειτα, σηκώθηκε και μπήκε στο δωμάτιο, για να βγάλει τη ζακέτα και να φορέσει το βαμβακερό σακάκι της δουλειάς. Τον Μάρτιο στην Ουψάλλα φόραγε πάντα βαρύ μάλλινο παλτό και χοντρά γάντια, ενώ εδώ το μεσημέρι δεν άντεχε τίποτα περισσότερο από ένα πουκάμισο.

Γύρω στις οκτώ, η βροχή είχε πια σταματήσει, βρισκόταν στο σκάμμα, για να βρει τον Άλφρεντ με τον Πάμπο να έχουν πιάσει δουλειά σε ένα θαλαμωτό τάφο, γύρω στα δέκα μέτρα από τον δικό του. Τον καλημέρισαν με πολλά κέφια, μια γρήγορη ματιά στο σκάμμα τους αρκούσε για να δει ότι είχαν πέσει σε πραγματικό χρυσορυχείο, αφού στο δάπεδο του θαλάμου υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα κρανία, πάνω από εκατόν είκοσι ακέραια αγγεία, χάλκινα όπλα και ένα εντυπωσιακό σύνολο από χρυσά κοσμήματα απλωμένα πάνω σε ένα σκελετό σε ύπτια θέση. Φόρεσε τα γυαλιά του και με ιδρωμένο, ήδη, μέτωπο έσκυψε από πάνω του, για να παρατηρήσει πιο προσεκτικά την μεγάλη χρυσή πόρπη, που ήταν τοποθετημένη λοξά ανάμεσα στα στιλπνά οστά των πλευρών, μία πόρπη σε σχήμα D, πανομοιότυπη με εκείνες που είχε βρει ο καθηγητής Πέρσσον στην Τίρυνθα. Ξαφνιασμένος από τη δύναμη της ίδιας του της φωνής και την ανυπομονησία του να δει το μαυριδερό μούτρο του Πανίκου, κάλεσε τον εργάτη και του ζήτησε βιαστικά να αφαιρέσει, με πολλή προσοχή όμως, το επιφανειακό στρώμα. Αμέσως μόλις τελείωσε αυτή η δουλειά, δεν χρειάστηκε ούτε μία ώρα, γονάτισε στο υγρό χώμα, και μαζί με τον θορυβώδη Κύπριο ξεκίνησαν να αδειάζουν το γέμισμα του τάφου με φτυαράκια.

Όσο γρήγορος κι αν ήταν ο ρυθμός τους, εκείνου του φαινόταν αργός, αν και δεν ένιωθε πια τις γάμπες του από το πολύωρο βαθύ κάθισμα, το δεξί του γόνατο το διαπερνούσαν σουβλιές, η πλάτη του ήταν εντελώς πιασμένη και ο Πανίκος σταματούσε για να καπνίσει ολοένα και πιο συχνά. Αφοσιωμένος με όλες τις αισθήσεις του στην ανασκαφή, ούτε που πρόσεξε την Άντρη που έφερε το μεσημεριανό φαγητό και έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι. Μετά το διάλειμμα για γεύμα, συνέχισε με ανανεωμένο σφρίγος, αν και η σπανακόπιτα του είχε πέσει βαριά, στη Σουηδία το σπανάκι δεν το έτρωγαν τσιγαρισμένο, αλλά στον ατμό ή ωμό, και ως τις πέντε το απόγευμα είχαν καταφέρει να σκάψουν το μισό θάλαμο και να εντοπίσουν δύο πλούσια κτερισμένες ταφές. Την ώρα που ο Πανίκος ίσιωνε τα γόνατα του για να καπνίσει το πεντηκοστό ένατο τσιγάρο του, το φτυαράκι του Έιναρ χτύπησε κάτι μεταλλικό προκαλώντας τον χαρακτηριστικό κουδουνιστό ήχο, καθώς και το ηλεκτρισμένο ενδιαφέρον του αρχαιολόγου. Με χέρια που σχεδόν έτρεμαν, έπιασε το σκουπάκι και άρχισε να αφαιρεί λυσσασμένα το χώμα για να αποκαλύψει τη βαριά, καλυμμένη με φύλο χρυσού λαβή ενός ξίφους από αυτά που τοποθετούσαν στους τάφους των Μυκηναίων αρχόντων.

Μου το είχε πει πολλές φορές, όμως ποτέ δεν τον πίστεψα. Κι εκείνο το βράδυ στο πλοίο, που χωρίς ύπνο σερνόμουνα στο κατάστρωμα. Τον βρήκα με τη ράχη ακουμπισμένη στο μεσαίο κατάρτι. Έμοιαζε κατάκοπος, αλλά τα μάτια του σπίθιζαν. Δε μου μένει ούτε ένας χρόνος, με έχει φάει η αρρώστια. Ποια αρρώστια, η στενοχώρια που αφήσαμε το Άργος σκέφτηκα. Όσο χτίζαμε τα σπίτια μας εδώ, στάθηκε δυνατός και ακάματος. Πραγματικός αρχηγός. Γι’ αυτό δε διαλυθήκαμε. Και με αυτούς κατάφερε να συνεννοηθεί, να μην πιάσουνε τα όπλα και αρχίσει ο σκοτωμός. Όσο κι αν μας σιχαίνονται, τον Βουχέτα τον σεβάστηκαν. Έτσι μας παραχώρησαν κι εκείνα τα χωράφια στα δυτικά του λόφου. Και μας άφησαν να δένουμε τις βάρκες στο λιμανάκι του κόλπου.

Πριν δύο μήνες έπεσε στο κρεβάτι. Είχε φρικτούς πόνους στα κόκκαλα, που δεν
έλεγαν να περάσουν. Μπορεί ο αρχιερέας του ανακτόρου, αν είχε έρθει μαζί μας, κάπως να τον είχε βοηθήσει. Με κάλεσε στο σπίτι του. Έμενε ήσυχος, ήξερε πως θα φροντίσω τα αδέλφια μας καλύτερα από κείνον. Μόνο να προσέξω να αποφύγω τις φασαρίες με τους απέναντι, δύσκολα πράγματα ζητάς Βουχέτα… Δεν τον πείραζε που έφευγε. Το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν που δε θα ξεκουραζόταν στην αγκαλιά της αργείτικης γης.


Τον ξαπλώσαμε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Την ώρα που του σφράγιζα τα χείλια με ένα φύλο από χρυσάφι, άρχισε να βρέχει. Καλό σημάδι, σκέφτηκα, ποτέ δεν βρέχει σε αυτόν τον καταραμένο τόπο· θα βρει καλή υποδοχή ο άρχοντάς μας. Ο σιδεράς λύγισε το βαρύ σπαθί στη μέση και μου το έδωσε, να το τοποθετήσω δίπλα στον αφέντη του. Η δικιά μου λεπίδα, σφυρηλατημένη στην πατρίδα από τον ίδιο μάστορα, χαιρέτησε το θανατωμένο αδέλφι της. Η δυνατή βροχή μου μούσκευε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Έτσι, δεν είδε κανείς τα δάκρια μου που έπεφταν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.


Εργαστήρι τέχνης του λόγου (νουβέλα)
ΕΚΕΒΙ,Νοέμβριος 2009