Monday, 27 April 2009

Ιστορία σε τέσσερις σκηνές με βροχή



[σκηνή πρώτη, κρεβατοκάμαρα της Μάντυ σε διαμέρισμα στην γωνία της 87ης με την λεωφόρο Amsterdam στο Upper West Side, φωτισμός από τα αμπαζούρ στα κομοδίνα, απαλός ήχος βροχής στα τζάμια των παραθύρων]

Σκυμμένη πάνω από το συρτάρι με τα εσώρουχα και κρατώντας στο χέρι μία μωβ μεταξωτή κιλότα, άκουσε την πόρτα της εισόδου να ανοιγοκλείνει και τα βήματα του Τζον στο διάδρομο. Η ώρα ήταν οκτώμισι το βράδυ. Έξω έριχνε μία χλιαρή βροχή, πράγμα πολύ συνηθισμένο το Μάιο στη Νέα Υόρκη. Η Μάντυ έστρωσε το μπουρνούζι πάνω της, κλάσματα του δευτερολέπτου πριν εκείνος μπει στο υπνοδωμάτιο. Τον ένιωθε να στέκεται αδρανής στην είσοδο, καθώς είχε γυρισμένη την πλάτη της στην πόρτα. Έτσι, δεν είδε το χαμόγελο στο πρόσωπό του, αποτέλεσμα μίας εξαιρετικά αποδοτικής ημέρας στο γραφείο, να παγώνει. Έφερα κινέζικο από το take-away που σου αρέσει. Ξέχασα πως είναι Πέμπτη σήμερα. Κάθε Πέμπτη, εδώ και τέσσερις μήνες, η Μάντυ έβγαινε μόνη της, δηλαδή χωρίς αυτόν, πιθανόν με κάποιες φίλες της, αλλά ο Τζον είχε αποφύγει να μάθει λεπτομέρειες. Έριξε μία ματιά στο αμάνικο μπλε ελεκτρίκ φόρεμα που είχε κρεμάσει στην πόρτα της ντουλάπας. Εκείνη, καθισμένη στο κρεβάτι, φόραγε τις λεπτές κάλτσες της. Ναι αγαπούλα, θα βγω. Άφησε μου λίγο chow mein, αν θες. Εντάξει γλυκιά μου, απάντησε εκείνος, ενώ παρακολουθούσε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη να χώνει το στήθος σιλικόνης στην αριστερή άδεια θήκη του μωβ σουτιέν, που ταίριαζε με το απειροελάχιστο κιλοτάκι που φόραγε. Δεκατρία χρόνια μαζί, πάντα ερεθιζόταν όταν την έβλεπε γυμνή, ακόμα και μετά τη μαστεκτομή, που είχε κάνει πριν ένα χρόνο περίπου, αν και η περίπτωση ήταν τόσο δύσκολη που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν ανάπλαση στήθους. Η Μάντυ δεν τον πρόσεχε, για την ακρίβεια δεν είχε γυρίσει ούτε μία φορά να τον κοιτάξει, αφοσιωμένη στο ντύσιμο και το μακιγιάζ της. Δεν την πλησίασε, γιατί ήξερε πως θα έβαζε τις φωνές, πρόσεχε, θα μου τσαλακώσεις το φόρεμα, θα μου χαλάσεις τα μαλλιά, και άλλα παρόμοια. Παρόλα αυτά, έμεινε στην κρεβατοκάμαρα, βολεμένος στην άκρη του κρεβατιού. Όταν ολοκλήρωσε την ετοιμασία της, του έστειλε ένα φιλί από μακριά, αγαπούλα να ξαπλώσεις, μη με περιμένεις, και έφυγε βιαστική. Τα στιλέτο τακούνια της Μάντυ ηχούσαν ακόμα στο παρκέ του διαδρόμου, όταν ο Τζον έριχνε το φαγητό, έτσι όπως ήταν στη συσκευασία του, στον σκουπιδοτενεκέ.


[σκηνή δεύτερη, ταξί με νοτιο-ανατολική κατεύθυνση, τα φώτα του δρόμου, ο απαλός ήχος της βροχής στα τζάμια]

Καθώς η κίνηση στο κέντρο είναι συνήθως σχετικά περιορισμένη τα βράδια της Πέμπτης, το ταξί διέσχιζε με άνεση τη λεωφόρο Broadway. Η Μάντυ κρύωνε αρκετά μέσα στο αυτοκίνητο με τα υγρά καθίσματα. Σφίχτηκε μέσα στο λεπτό πανωφόρι, αλλά όχι πολύ, για να μην τσαλακώσει το φουστάνι της. Ο οδηγός, σιωπηλός, ανέδιδε δυνατή μυρωδιά κάρυ. Έτσι της άρεσαν οι ταξιτζίδες την Πέμπτη το βράδυ, σιωπηλοί. Στο πεζοδρόμιο δύο γυναίκες μίλαγαν με ένταση, καυγάδιζαν δηλαδή, και οι δύο ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, ενώ ο άντρας που στεκόταν ανάμεσα τους και κράταγε και τις δύο από τη μέση, κοιτούσε τα παπούτσια του.


[σκηνή τρίτη, Thom Bar στο Soho, χαμηλός φωτισμός από απλίκες τοίχου, «Hung up in your love» του Barry White και άλλα soul κομμάτια της δεκαετίας του 1970]

Υπήρχε αρκετός κόσμος στο μπαρ εκείνη την Πέμπτη, αλλά όχι τόσος, ώστε η κατάσταση να είναι ασφυκτική για την Μάντυ, που είχε αναπτύξει μία κάποια αγοραφοβία μετά την επέμβαση. Η μουσική ήταν ευχάριστη και η ατμόσφαιρα σχετικά δροσερή, γεμάτη από αρώματα, ακριβά και φτηνά, και πολυάριθμες φωνές. Καθισμένη σε ένα ψηλό σκαμνί στο μπαρ, έπινε αργά, απολάμβανε θα λέγαμε, ένα μαρτίνι. Απέναντι της, ένας πανύψηλος νέγρος, σαραντάρης, με τεράστιες πλάτες και σινιέ κοστούμι έπινε ουίσκι με σόδα. Οι ματιές που αντάλλασσαν μέσα από τους καπνούς των τσιγάρων τους, που έσμιγαν στον αέρα πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν ιδιαίτερα εύγλωττες, πράγμα που θα παραδεχόταν ο καθένας, ακόμη και αν δεν τους γνώριζε προσωπικά. Όταν, μετά από ένα τέταρτο, ο άνδρας της έστειλε ένα κερασμένο ποτό, η Μάντυ πήρε το τσαντάκι και το ποτήρι της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, προκειμένου να καθίσει στο άδειο σκαμπό που, ω του θαύματος, είχε μόλις αδειάσει δίπλα του. Η συζήτηση που ξεκίνησαν ήταν ιδιαίτερα χαμηλόφωνη, τόσο που ούτε ο καλοβαλμένος μεσήλικας, προφανώς μεγαλοεπιχειρηματίας Ασιατικής καταγωγής και μοναχικός, δίπλα στην Μάντυ, δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει. Το μόνο που άκουσε τελικά αυτός ο τύπος ήταν τα δυνατά γέλια τους, πέντε λεπτά πριν εγκαταλείψουν το μπαρ, για να βγουν στη βροχερή νύχτα του Soho.


[σκηνή τέταρτη, Broadway Plaza Hotel στην γωνία της 27ης με την λεωφόρο Broadway, φωτισμός από τη λάμπα του μπάνιου που μπαίνει στο δωμάτιο από μία μισάνοιχτη πόρτα, απαλός ήχος βροχής στα τζάμια των παραθύρων]

Ξαπλωμένη στο αριστερό της πλευρό, μύριζε το φτηνό μαλακτικό στα σεντόνια. Εκτός από τον πανταχού παρόντα ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής χτυπώντας στο τζάμι, η Μάντυ άκουγε τη ρυθμική ανάσα του καλοφτιαγμένου άντρα, που ήταν ξαπλωμένος πίσω της. Επρόκειτο για άνθρωπο μορφωμένο και ευγενικό, με ωραίο γούστο και καλούς τρόπους. Επίσης ευκατάστατο, πετυχημένο επαγγελματία, δυναμικό και προσφάτως χωρισμένο. Στην ουσία ήταν ένα σπάνιο άτομο, που δεν τρόμαξε, αποτροπιάστηκε, αηδίασε ή κάτι τέτοιο όταν είδε την μεγάλη ουλή, στο σημείο όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται ο αριστερός μαστός της. Όταν της έβγαλε το σουτιέν και το στήθος από σιλικόνη έφυγε από τη θέση του και έπεσε με ένα πλαφ στο κρεβάτι, δεν αντέδρασε, τουλάχιστον όχι φανερά. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από την ουλή πολλές φορές και μετά της έκανε έρωτα με τρυφερότητα και συγκρατημένο πάθος.
Το ημίωρο που την κράτησε στην αγκαλιά του μετά τη συνουσία ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με το πεντάλεπτο, κατά το οποίο οι άλλοι άντρες, που είχε γνωρίσει στο Thom, ντύνονταν βιαστικά και έφευγαν, σχεδόν τρέχοντας, αφού την είχαν πηδήξει στα γρήγορα και με όλα τα φώτα σβηστά. Φυσικά, για να ζητήσουν το τηλέφωνό της ούτε λόγος. Η Μάντυ αντιλαμβανόταν πως θα έπρεπε να εκτιμήσει αυτήν την πρωτόγνωρη ζεστασιά, αλλά έβρισκε τα χάδια του, που επικεντρώνονταν στο στενόμακρο σημάδι στο αριστερό μισό του κορμού της, για ώρα μετά την ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης, ιδιαίτερα ενοχλητικά. Ντράπηκε να πει κάτι, όμως γύρισε στο αριστερό πλευρό, ώστε να μην φτάνει το υπέροχο, στιβαρό χέρι του. Κι ενώ εκείνος έπεφτε σταδιακά σε ένα ελαφρύ ύπνο, η Μάντυ συλλογιζόταν πόσο έμοιαζε ο τρόπος που τη χάιδευε αυτός εδώ ο άγνωστος με αυτόν του Τζον. Με μία βασική διαφορά βέβαια.
Τελικά σηκώθηκε και ντύθηκε στο μισοσκόταδο, προσπαθώντας να κάνει όσο γινόταν λιγότερο θόρυβο. Καθώς έκλεινε την πόρτα του δωματίου αναρωτήθηκε αν ο Τζον θα ήταν ακόμα ξύπνιος. Λίγα λεπτά αργότερα, ενώ στεκόταν με τα πονεμένα από τα τακούνια πόδια της στο πεζοδρόμιο της Broadway ψάχνοντας ταξί και με τη βροχή, σαφώς δυναμωμένη, να της χαλάει το χτένισμα, η Μάντυ αποφάσισε ότι δεν θα άφηνε ποτέ ξανά τον εαυτό της εκτεθειμένο στην ταπείνωση του οίκτου, γνωστών και αγνώστων. Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι δε θα ξαναπήγαινε ποτέ στο Thom Bar και, έτσι, δεν θα ένιωθε ξανά την άγρια ικανοποίηση να παίρνει αυτό που της άξιζε, δηλαδή ένα περιφρονητικό αντρικό βλέμμα στο κολοβωμένο της κορμί, στη άδεια θέση, που κάποτε καταλάμβανε το αριστερό της στήθος. Όπως της έλεγε και ο Τζόννυ, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο τραγικά τελικά.

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο, Απρίλιος 2009

Tuesday, 14 April 2009

Σάββατο, 21 Φεβρουαρίου 2009, παραμονή της Απόκρεω



Όπως κάθε τέτοιο Σάββατο του χρόνου, μπήκα από την μπροστινή πόρτα, γύρω στις έξι παρά, το απόγευμα. Είχε σχεδόν βραδιάσει και έβρεχε. Το σπίτι ήταν μισοσκότεινο, εκτός από ένα φως που άναβε στο βάθος. Προσπέρασα το σαλόνι με τα σκονισμένα έπιπλα και τη νοτισμένη ατμόσφαιρα για να ακολουθήσω το διάδρομο, που οδηγούσε στην κουζίνα.

Εκεί συνάντησα τη μητέρα μου, όρθια μπροστά στην ηλεκτρική κουζίνα. Την ώρα που μπήκα στο δωμάτιο, με το ένα χέρι γύριζε το διακόπτη του μεγάλου ματιού και με το άλλο κράταγε την μέση της. Έπειτα, τοποθέτησε μία μεγάλη κατσαρόλα στο μάτι και έριξε λίγο λάδι, τρεις κουταλιές της σούπας το υπολόγισα. Πήγα κοντά της και ακούμπησα τα χέρια μου τους ώμους της, αλλά εκείνη συνέχισε απτόητη να μαγειρεύει. Έπιασε να ψιλοκόβει το κρεμμύδι, όχι σε ξύλο παρακαλώ, αλλά στον αέρα πάνω από την κατσαρόλα, όπου είχε πια κάψει το λάδι, κι εγώ στάθηκα αρκετά δευτερόλεπτα κολλημένη πίσω της, να μυρίζω το γλυκό άρωμα του σαμπουάν της καθώς ανακατευόταν με την οσμή του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού.

Έμεινα αρκετή ώρα εκεί. Καθισμένη δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κοιτούσα αφηρημένα τα πλακάκια στο πάτωμα. Με τα χρόνια είχαν χάσει την αρχική τους λάμψη, και όσο κι αν είχε προσπαθήσει η μητέρα μου με διάφορα καθαριστικά να τα κάνει να γυαλίσουν, δεν είχε καταφέρει σχεδόν τίποτα. Είχαν παλιώσει αρκετά. Τα συμμετρικά τους σχέδια, σχηματοποιημένους ρόδακες σε κεραμιδί και σπασμένο πράσινο, τα ήξερα απέξω, τόσες φορές που τα σχεδίασα με το χέρι μου, όταν παιδί έπαιζα στο πάτωμα, δίπλα σε εκείνη, όσο μαγείρευε. Όπως ακριβώς έκανε και τώρα, αν και με πιο αργό ρυθμό. Είχε την πόρτα της αυλής ανοιχτή, κατά την πάγια συνήθεια της, για να μην τσικνίσει το σπίτι και άκουγα την βροχή να χτυπάει με δύναμη την κουρελιασμένη τέντα μας. Το κρύο και η υγρασία δεν μας ενοχλούσαν. Απολάμβανα τις αγαπημένες μου μυρωδιές, το βρεγμένο χώμα και το τσιγαρισμένο κρεμμύδι και τη θαύμαζα να ανακατεύει γρήγορα τον κιμά, περασμένο μόνο μία φορά από τη μηχανή παρακαλώ, που είχε προσθέσει.

Αφού είχε ρίξει το πιπέρι, και πάνω που άπλωνε το χέρι της να πιάσει το αλάτι, άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει και μετά από λίγο να κλείνει, αλλά εκείνη δεν έδειξε να το πρόσεξε καθόλου. Βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο και το κεφάλι του πατέρα μου ξεπρόβαλε στην πόρτα. -Τι γίνεται; ρώτησε σε μέτρια ένταση για να λάβει μόνο ένα κούνημα του κεφαλιού ως απάντηση. -Έφερα γιαούρτι και ψωμί, πρόσθεσε και ακούμπησε μία νάιλον σακούλα πάνω στο τραπέζι. Αμέσως μετά βγήκε από το δωμάτιο και σε λίγο ακούστηκε ο βόμβος της τηλεόρασης, ήταν η ώρα των ειδήσεων, τις οποίες εκείνος ποτέ δεν έχανε. Χωρίς να το θέλω, η αιώνια ερώτηση ήρθε πάλι στο μυαλό μου: πως θα ήταν οι ζωές μας, αν οι γονείς μου είχαν κάνει ένα δεύτερο παιδί.

Στον κιμά, η μητέρα μου έριξε ψιλοκομμένη φρέσκια ντομάτα και δύο μεγάλες κουταλιές πελτέ αραιωμένες σε χλιαρό νερό. Ταυτόχρονα έβαλε αλατισμένο νερό να βράσει σε μία βαθιά κατσαρόλα. Όταν έριξε τα μακαρόνια, βεβαιώθηκα για αυτό που είχα υποθέσει από την αρχή, ότι δηλαδή έφτιαχνε το αγαπημένο μου φαγητό, μακαρόνια με κιμά, και με πλημμύρισε μία οδυνηρή νοσταλγία. Ταυτόχρονα, όμως, προβληματίστηκα, αφού ήξερα πως, καθώς ήταν διαβητική, εκείνη δεν θα έτρωγε, ενώ στον πατέρα μου δεν πολυάρεσαν τα ζυμαρικά. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, να διαβάσω το μυαλό της, εξασκώντας αυτό το υπέροχο, αλλά συχνά και βασανιστικό προνόμιο που μου είχε δοθεί αμέσως μετά το θάνατό μου. Βέβαια, πάντα με τα συγγενικά ή πολύ κοντινά πρόσωπα ήταν πιο δύσκολο και χρειαζόταν πολύ περισσότερη εξάσκηση, απ’ ότι με τους απλούς φίλους και γνωστούς.

Είχε ήδη σουρώσει τα μακαρόνια, όταν κατάφερα να διακρίνω κάτι στην υγρή και θολή δίνη της σκέψης της, που με τραβούσε μέσα της όπως ο μαγνήτης το σίδερο. Την είδα την να βγαίνει από την κουζίνα και μετά από λίγο άκουσα να ανοίγει την πόρτα του δωματίου του πατέρα μου και να λέει: -Έφτιαξα μακαρόνια με κιμά. Να σου βάλω; -Όχι, έχω φάει, απάντησε εκείνος. Χωρίς σχόλιο έκλεισε την πόρτα του. Τα βήματα της στο διάδρομο δεν την έφεραν πίσω στην κουζίνα, όπου βρισκόμουνα, έτοιμη να την αγκαλιάσω, να την ευχαριστήσω, που φέτος, δέκα χρόνια μετά, είχε αποφασίσει να φτιάξει μακαρόνια με κιμά αντί για κόλλυβα. Πήγε στο δωμάτιο της να ξεκουραστεί, αποκαμωμένη από την προσπάθεια του μαγειρέματος. Είχα στήσει αυτί, αφουγκραζόμουν προσεκτικά τις κινήσεις της, κι έτσι άκουσα τον ανεπαίσθητο αναστεναγμό που άφησε, καθώς ξάπλωνε. Ταυτόχρονα, με τα χέρια χωμένα μέσα στην κατσαρόλα, προσπαθούσα, έσπαγα το κεφάλι μου, πάσχιζα, παρακάλαγα, αγωνιζόμουνα να βρω ένα τρόπο να βάλω στο στόμα μου και να γευτώ τα μακαρόνια της μαμάς μου

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο, Απρίλιος 2009

Βροχή από τον Μάνο Χατζιδάκι

Tuesday, 7 April 2009

Rain, Karen Dang (2007)

Seascape study with rain cloud, John Constable (1824)


Προετοιμασία

Το ταραγμένο μισοΰπνι σου διακόπτεται απότομα, για να διαπιστώσεις ότι χαράζει. Το χλωμό φως της αυγής μπαίνει από τις ραφές και τα μικρά σκισίματα στα τοιχώματα και την οροφή της σκηνής. Ο λύχνος είναι σβηστός και ο χώρος βυθισμένος στο μισοσκόταδο. Επικρατεί σιωπή, αλλά ξέρεις ότι σύντομα θα ακούσεις το σαλπιγκτή να σημαίνει εγερτήριο. Δε σηκώνεσαι όμως. Μένεις γερμένος στο αριστερό σου πλευρό, στη στενή ταξιδιωτική κλίνη, και ακούς το μαλακό θόρυβο της βροχής στο χοντρό, κερωμένο ύφασμα.

Μετά από λίγη ώρα, μπαίνει παραπατώντας ο μικρόσωμος σκλάβος κουβαλώντας τον θώρακά σου. Παραξενεύεται που σε βλέπει ακόμα ξαπλωμένο, αλλά δεν τολμάει να πει τίποτα. Χαμηλόφωνες ομιλίες και μεταλλικοί θόρυβοι έρχονται από τις διπλανές σκηνές, ενώ εσύ μετράς τις μικρές τρύπες στην οροφή.

Τελικά σηκώνεσαι. Έχει ξημερώσει εντελώς πια. Ο Ξανθίας επιστρέφει με μία μπρούτζινη κανάτα γεμάτη νερό και τις γυαλισμένες περικνημίδες σου. Το στρατόπεδο ακούγεται να έχει ξυπνήσει για τα καλά. Βρέχεις με νερό το πρόσωπο και τα μακριά, κατάμαυρα μαλλιά σου, αυτά που κάνουν τους τρομαγμένους αντιπάλους σου να σε αποκαλούν «κορακοκέφαλο». Σκύβεις και κάθεσαι στο σκαμνί, για να φορέσεις τα ψηλά δερμάτινα υποδήματά σου, ενώ αφουγκράζεσαι τη βροχή να δυναμώνει ολοένα.

Είναι η ίδια βροχή που θα ξεπλύνει από τη λάσπη και τα αίματα το άψυχο κουφάρι σου, που θα κείτεται παρατημένο, κάπου τριακόσια πόδια έξω από την πύλη του κάστρου των Μεγάρων, με ένα μακρύ, ξύλινο κοντάρι ακοντίου να εξέχει από την κοιλιά του και τη σπονδυλική στήλη σπασμένη στα δύο σαν ξερόκλαδο.

Αργότερα, πολύ αργότερα, θα σας μαζέψουν με προσοχή και σεβασμό. Φορτωμένους σε κάρα, θα σας φέρουν πίσω στην Αθήνα. Στο σπίτι θα σε υποδεχτεί στην πλούσια αγκαλιά της η Θαΐς, με τα μαλλιά λυμένα και το πρόσωπο όλο γρατζουνιές, αφού τα νέα θα έχουν φτάσει σε αυτή, πριν από το σώμα σου· τα μάτια της θα είναι κόκκινα, τα στήθη της μελανιασμένα από τα χτυπήματα του θρήνου και η φωνή της βραχνή, σχεδόν δε θα ακούγεται.

Με τη βοήθεια της σκλάβας, θα σε ξαπλώσει στο κρεβάτι σας και θα ακουμπήσει δύο φιλιά στα κλειστά σου μάτια. Έπειτα, θα έρθουν οι γριές με τα κλαδιά στα χέρια, να σε πλύνουν και να σου φορέσουν τον μακρύ, λινό χιτώνα. Η Θαΐς θα τις παρακολουθεί από το άνοιγμα της πόρτας.

Την επόμενη μέρα, σε τέθριππο στολισμένο με κόκκινες κορδέλες, θα σε μεταφέρουν στον Κεραμικό. Θα έχουν στοιβάξει τα ξύλα τακτικά και θα έχουν φτιάξει με αυτά μία εξέδρα, όπου θα χωράει με άνεση ένα μεγαλόσωμο αντρικό κορμί σαν το δικό σου. Θα σε ξαπλώσουν με φροντίδα, θα στρώσουν τα ενδύματα γύρω σου και θα τοποθετήσουν το ξίφος σου, αυτό που καθάρισες χθες, μετά το δείπνο, ανάμεσα στα χέρια σου. Αφού γίνουν οι σπονδές και ο ιερέας αδειάσει μία κύλικα κρασί στο χώμα, ο τελετάρχης θα βάλει φωτιά στα ξύλα, που, καθώς θα είναι ραντισμένα με λάδι, θα λαμπαδιάσουν αμέσως. Αν και θα ψιχαλίζει, ανελέητες φλόγες γρήγορα θα σε κυκλώσουν και σιγά-σιγά θα εξαφανίσουν τα νύχια, τις τρίχες, τα μαλλιά, τις βλεφαρίδες, τα μάτια, το δέρμα, τις σάρκες, τα οστά, τα σπλάχνα και τον εγκέφαλο σου, ενώ πυκνός καπνός θα μαυρίζει τον βροχερό ουρανό από πάνω σου.

Ο τελετάρχης θα μείνει δίπλα στην πυρά πολλές ώρες, παριστάνοντας ότι η μυρωδιά της καμένης σάρκας δε φτάνει στα ρουθούνια του και περιμένοντας να λιώσει και το τελευταίο κομματάκι σου, για να μαζέψει τις στάχτες και να τις παραδώσει στον αδελφό σου, μέσα σε έναν αμφορέα. Η ακούραστη Θαΐς θα παρακολουθήσει όλα τα στάδια της διαδικασίας του αφανισμού σου αμίλητη, κρατώντας σφιχτά στα χέρια της την ασημένια ζώνη και την αιχμή από το δόρυ σου, για να τα τοποθετήσει στο λάκκο, όπου που θα θάψουν το δοχείο με τις στάχτες σου.

Πιάνεις να φορέσεις τις περικνημίδες, και αρχίζεις να μετράς πόσες φορές μέχρι τώρα έχεις κάνει αυτές τις σκέψεις, προσπαθείς να μαντέψεις πόσες φορές θα τις ξανακάνεις ακόμα. Σηκώνεσαι, ισιώνεις τη ράχη και χτυπάς με τις δύο παλάμες τα μάγουλά σου. Φωνάζεις τον Ξανθία να έρθει να σε βοηθήσει να φορέσεις τον θώρακα, ενώ καταπίνεις την άγρια κραυγή που πασχίζει να βγει από το στόμα σου. Ταυτόχρονα, αναζητάς το τρομερό σου κράνος με τα φτερά κόρακα στο λοφίο.

Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής
Μεταίχμιο, Απρίλιος 2009

Passion