Tuesday, 26 May 2015

Μέγαιρα [«Βροχή εν Θήρα» (1)]

Άνοιξες με τα μούτρα κατεβασμένα. Απ' όξω φωνάζανε εκείνα τ' αγριοκόπελα που 'χεις για φίλους. Ίσα-ίσα που ακούγονταν μέσα στις βροντές. Στάθηκες στην θύρα. Σα να ΄τανε λεπτά ολάκερα που στεκόσουνα εκεί, το πάτωμα γέμισε νερά, σα να μην ήθελες να μπεις. Δεν έτρεξα να σου πάρω την κάπα, που ήτανε μούσκεμα. Ούτε να σου βγάλω τις μπότες. Σε κοίταζα από το κρεβάτι, κάτω από τα χράμια. Κι έπειτα, βουβός, με βαριά περπατησιά βρέθηκες στην μέση της κάμαρης. Άκουγα την ανάσα σου να δυναμώνει. Ώσπου ήρθες απάνω απ' το κρεβάτι και τράβηξες τα σκεπάσματα. Μ' άρπαξες απ' τον αγκώνα, το χέρι σου μέγγενη. Να με σηκώσεις με το στανιό γρυλίζοντας σαν μαύρος χοίρος· κι έπειτα να αρχίσεις να σκληρίζεις, να με ρωτάς, να με έχεις αρπάξει από τους ώμους και να με τινάζεις πέρα δώθε· κι εγώ αφημένη στα χέρια σου αδειανό σακί με πρόσωπο πασαλειμμένο από τα σάλια σου. Δε μίλησα, τσιμουδιά, κιχ. Τέτοια είμ' εγώ. Περίμενα την ώρα, τη στιγμή τη σίγουρη, όταν με παράτησες κι έπεσα στις πλάκες ζαλισμένη κι εσύ σύρθηκες στο τζάκι με τα χέρια δεμένα πίσω από το σβέρκο. Τότε ήταν που άνοιξα το στόμα μου το φαρμακωμένο. Δυνατά, να με ακούεις, μην τυχόν και σβήσει την κουβέντα μου η αντάρα που 'κανε τα φύλλα της μουριάς να χτυπιούνται σαν μανιασμένα κοτσύφια. Και ξαλάφρωσα.

Ναι. Αλήθεια είναι. Εγώ ήμουνα που τριβόμουνα όλη νύχτα με τα χορτάρια. Τσίτσιδη, με το πετσί πρασινισμένο, έβλεπα τα σύννεφα να μαζεύονται πάνω από την αυλή. Ο αέρας μύριζε θειάφι, τα μάτια μου τρέχανε κι έψελνα τραγούδια ατελείωτα, σκοπούς δικούς μου, η γλώσσα μου πήγαινε μονάχη της, το λαρύγγι μου έβγαζε φωτιά· για την κυρά Μαρίνα στο πηγάδι, που μου ’πε πως η κοιλιά μου όλο πλάκα είναι και δε λέει να φουσκώσει· την Μαρίκα που όλο κουνιέται σαν περνάει από το σιδεράδικο· την Σοφία με τα μεταξωτά πουκάμισα· την προεδρίνα με τις βεράντες που τις σκεπάζει η μπουκαμβίλια και ήλιος δεν τις βλέπει· τα πουτανάκια της κυρά Μάρως με τη μέση δαχτυλίδι· την Γιαννούλα που ‘χει απόνα μωρό στο κάθε βυζί· και πιο πολύ απ’ όλες τις καριόλες, την δικιά σου, που παρατάει το μούλικο στην μάνα της, για να ’ρθει να πλαγιάσετε στις θυμωνιές, πίσω από τον μιτάτο του πατέρα μου· κάθε απόγεμα που κυλιέται στα σανά φρενιασμένη, που σε παρακαλάει να της τον βάλεις, όλο και πιο βαθιά που τον ζητάει η σκύλα και κόβεται η ανάσα της.

Τώρα η βουή έπαψε. Τα σύννεφα τραβήχτηκαν και ο ουρανός άνοιξε. Είμαι ψόφια. Η κεφαλή μου πάει να σπάσει. Τώρα μιλάς ελόγου σου, οι κουβέντες σου ποτάμι αφρισμένο. Ξαπλώνεις δίπλα μου, κατάχαμα, μα δε με ακουμπάς. Με μαλώνεις. Τι με νοιάζει τι κάνουν οι άλλες, καμιά δεν μπαίνει μαζί μου, τόσες φορές μου το ’χεις πει. Εσύ εμένα αγαπάς, την άλλη την πηδάς γιατί σε παρακαλάει, σέρνεται στα πόδια σου. Όταν το παρακάνω δε με θες, δεν μπορείς ούτε να με βλέπεις μπροστά σου. Μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα και σφίγγομαι. Άμα κλάψω, θα με πονέσει πιο πολύ το κεφάλι μου. Άμα πονάω, ζαλίζομαι, καμιά φορά βλέπω φωτάκια και μετά όλα γίνονται μαύρο σκοτάδι και χάνομαι. Τι πάει να πει το παράκανα; Μίλα ντε, άνοιξε το βουβό σου, πες μου. Δεν καταλαβαίνω γρι σου λέω. Μπαίνει μέτρο στην λύσσα; Έχει ζύγι για την αγάπη;

«Θήρα, 18 Σεπτεμβρίου 1883
Ραγδαιοτάτη και ασυνήθης βροχή κατέπεσεν εν Θήρα τη 18 τρέχοντος περί την πρωΐαν, ώραν περίπου διαρκέσασα, και επήνεγκεν ανυπολογίστους ζημίας, απερίγραπτον ιδίως είναι το ραγδαίον και φοβερόν αυτής πρωτίστως μεν εν τη περιφερεία του χωρίου Εμπορείου, κατά δεύτερον δε λόγον εν τη του χωρίου Γωνιάς και Βουρβούλου. Η θέσις του χωρίου Εμπορείου παριστά θέατρον καταστροφής, μεταβληθείσα εις λίμνην πλωτήν, εκπέμψασαν εκ των διαφόρων σημείων αυτής, ποταμούς οίτινες αγρίως και ορμητικώς κατελθόντες παρέσυρον παν το πρόστυχον διά των αμπελώνων και των αγρών. Εν τη θέσει ταύτη λίθινα περιτοιχίσματα παρεσύρθησαν άρδην, συκαί και ρίζαι των αμπέλων εκριζωθείσαι ήχθησαν εις την θάλασσαν˙ και πού μεν αύται βαθέως ηυλακώθησαν, που δε υπεσκάφθησαν, εδώ μεν εγένοντο εκχώσεις, εκεί δε επιχώσεις κτλ., δισδιάκριτά δε όλως εισί τα σημεία και αι περιοχαί ταύτης.»

Ζούμπαγα τα νεροχόρταρα στην κοιλιά και τα μπούτια μου ώρες ατέλειωτες. Να ‘μαι σίγουρη. Σηκώνεσαι. Μου γυρνάς την πλάτη. Στέκεις μπροστά στο παραθύρι. Κοιτάς τα σύννεφα που φεύγουν προς το νοτιά. Έχεις θυμώσει και, όπως λες, το φταίξιμο είναι δικό μου. Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Εσύ φταις που γίνομαι έτσι, εσύ με κάνεις να αλυχτάω σαν το σκυλί μέρα-νύχτα, να φτύνω τις κυράδες και να βρίζω τα κοπελούδια σαν ξετσίπωτη. Πάρ’ το χαμπάρι ντε, για σένα έγινε. Για σένα μόνο. Κι έπειτα, δεν το κάνω κέφι το τσιρ-τσιρ, το ξέρεις κι αυτό. Κάνει τα κόκαλά μου να πονάνε. Εσύ φταις που το ’κανα. Αλήθεια. Να μην ξημερωθώ άμα λέω ψέματα.

«Δυστυχώς ποιμήν παρασυρθείς μετά του εξ 150 αιγοπροβάτων ποιμνίου του ήχθη νεκρός εις την θάλασσαν, και άλλα τοιαύτα και ημίονοι τινές παρεσύρθησαν˙»

Ούτε που γυρνάς να με κοιτάξεις. Τσάμπα μιλάω. Καλύτερα να το κλείσω, ώρα είναι να ΄ρθεις να μου αστράψεις και καμία καταπρόσωπο. Τρομάζω έτσι που μουγκρίζεις απ’ τη γωνιά. Πρωτύτερα, που κυλιόμαστε καψωμένοι στα σεντόνια ήτανε καλά, όμως. Έτσι δεν μου ‘λεγες; Μες το αυτί μου έχωνες τη γλώσσα σου, να σ’ ακούσω καλά-καλά. Τότε με ήθελες. Εσύ δηλαδή πως την μετράς την κάψα; πως την ζυγίζεις την αγάπη;

«γυναικός τινός εκ Βουρβούλου εξερχομένης της υπερπληρωθείσης ύδατος οικίας της ο κατερχόμενος ορμητικώς χείμαρρος αφήρεσεν από της αγκάλης αυτής το ατυχές τετραετές τέκνον της, όπερ επίσης εφέρθη νεκρόν εις την θάλασσαν˙»

Έσφιγγες με τις χερούκλες σου τη μέση μου. Όλο μελανιές μ’ έκανες. Σ’ άρεσε. Να με παίρνεις από πίσω, σα να ‘μαστε ζώα. Εσύ το σφυρί, κι εγώ τ’ αμόνι. Και οι στάλες τις βροχές να χτυπάνε τις στεγόπλακες. Αυτά είχα κατά νου, την ώρα που τριβόμουνα με τα χόρτα. Και το πετσί μου μύριζε σαν βρεγμένο χώμα. Έχασα τα λογικά μου με τη μυρωδιά. Τριβόμουνα αφηνιασμένη. Ούτε και θυμάμαι πόση ώρα την έκανα αυτήν την δουλειά. Για σένα ήτανε. Να σου δώσω φχαριστιά. Αχάριστε.

«επί των αμπελώνων και αγρών της τε Γωνίας και Βουρβούλου παραπλήσιαι των του Εμπορίου εγένοντο ζημίαι˙ πλείσται όσαι οικίαι των διαληφθέντων χωρίων επληρώθησαν υδάτων, άτινα εξελθόντα βιαίως, παρέσυραν και εξηφάνισαν πολλάς ζωοτροφάς των πτωχών οικοδεσποτών. Πανικός κατέλαβε και κατέχει έτι τους κατοίκους αυτής, γοεράς αφίσαντας κραυγάς και ικέτιδας υψωσαντας χείρας κατά την στιγμήν της φοβεράς θεομηνίας˙ αληθώς δ’ ειπείν τοιούτος κατακλυσμός μετά ανεμοστροβίλου επελθών παρήγαγε βοήν εμπνέουσαν φρίκην, οιναποθηκών τινών εκείσε πληρωθεισών ύδατος˙ τα οινοδοχεία έπλευσαν, δύο τούτων καταπεσούσαι συνέτριψαν τα οινοδοχεία˙ αι αγροτικαί οδοί εισίν άβατοι˙ ην ευτυχώς πρωΐα άλλως τε πολλά η νήσος θα εθρήνει θύματα».

Φεύγεις. Για που; Τον Μανωλάκη δεν μπορείς να τονε φέρεις πίσω. Ούτε την πουτάνα σου. Και νά ’θελα, ούτε εγώ θα μπορούσα. Που πας; Μη μου φεύγεις. Έλα. Εδώ είμαι. Κάνε ό,τι θες. Έλα να με πάρεις πάλι. Σε παρακαλώ. Κοίτα με πως σπαρταράω. Όλη δική σου. Έλα πάλι, θα μου βγει η ψυχή. Τι, δε θες; Έλα, πάλι έλα, πάλι. Εμένα δε μ’ αρέσει η ψιχάλα, θέλω τον ήλιο εγώ. Έλα, να χαρείς ό,τι αγαπάς. Τώρα που φύγανε τα σύννεφα. Γύρνα πίσω. Δε με βλέπεις που τρέμω ολόκληρη; Άτιμε, έλα να με σκίσεις. Θέλω ξανά. Μη με αφήνεις έτσι. Μη φεύγεις. Σκύλε.

Αν δεν ήξερα πόση χαρά σου δίνει η βροχή, θα το ’πνιγα πέρα για πέρα το βρωμόνησο σου. 

(1) Μη χάνεσαι, τ. 4, αρ. 575 (18 Σεπτεμβρίου 1883)

Tuesday, 19 May 2015

Μιντνάιτ μπλου

Το πλαστικό ρολόι πάνω από την πόρτα είναι σταματημένο. Εδώ και αρκετά λεπτά ψάχνει μάταια να βρει το κινητό τηλέφωνό της μέσα στην τσάντα της, ελέγχει τσέπες, ανοίγει φερμουάρ, ψαχουλεύει πτυχώσεις. Ούτε και η μακιγιέζ φοράει ρολόι. Το να πληροφορηθεί τι ώρα είναι αποβαίνει τελικά εντελώς αδύνατον. Στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει να μάθει είναι το πόση ώρα ακριβώς βρίσκεται καθισμένη σε αυτήν την πολυθρόνα με τον αυχένα τεντωμένο και τα πόδια χωμένα στην γαριασμένη προβιά-μοκέτα χρώματος σπασμένου ζαχαρί. «Μην κουνιέστε πληζ» λέει η Ραμόνα με παιδική φωνή και, αφού πετάξει με επιδεξιότητα την τσάντα στον απέναντι πάγκο, κάθεται μαλακά στα πόδια της, ώστε να φθάνει ευκολότερα το πρόσωπό της. Με αυτό το μικρό, αλλά εξαιρετικά μυώδες σώμα βολεμένο στην ποδιά της, δεν μπορεί να δει την αντανάκλασή της στον καθρέφτη, καθώς σχεδόν ολόκληρο το οπτικό της πεδίο καταλαμβάνεται από την πλούσια αλογοουρά της μακιγιέζ. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην παλέτα που κρατούν τα κοντόχοντρα δάκτυλα· «ξέρεις, δεν συνηθίζω τόσο έντονες σκιές στα μάτια» λέει με αποφασιστικότητα. Η νάνος, χωρίς να σταματήσει να απλώνει Μιντνάιτ Μπλου απ' άκρη σ' άκρη στο αριστερό της βλέφαρο, απαντά ότι ο φωτισμός στο στούντιο 3 είναι διαφορετικός από αυτά που έχει συνηθίσει, κάπως πιο αδύναμος θα μπορούσε να πει κανείς, και τα χρώματα πρέπει να είναι οπωσδήποτε πιο έντονα. Νιώθει το αριστερό στήθος της Ραμόνας να τρίβεται στον ώμο της και, παρόλο που προσπαθεί να αποδιώξει την σκέψη, αναρωτιέται αν τελικά θα τηρήσουν την αρχική συμφωνία ή θα της τα γυρίσουν. Είχε γίνει εξήγηση καθαρή, κι όταν είχε διαβάσει τους όρους είχε νιώσει απόλυτα ικανοποιημένη, αφού δεν είχε κατορθώσει να εντοπίσει τις συνήθεις ενδείξεις έλλειψης σεβασμού, που ξετρύπωνε συχνά συγκαλυμμένες ανάμεσα σε λέξεις αραδιασμένες σε εναμισάρι διάστιχο. Εξάλλου, το είπε κι ο Πωλ, θα ήταν πολύ καλό να κάνει μία εμφάνιση ασυνήθιστη και, ει δυνατόν, πρωτοποριακή, έξω από τα τετριμμένα και τις βολές της, ώστε το κοινό να ξαφνιαστεί ευχάριστα. Κι όμως, υπάρχει κάτι σε αυτήν την παχιά, όλο κόμπους μάσκαρα σε μπλε ελεκτρίκ που την κάνει να αποστρέφει το πρόσωπό της. «Ελάτε, μην το σκέφτεστε τόσο πια, ξέρετε πόσο πηγαίνει το ελεκτρίκ στα καστανά μάτια;» Από την αρχή αυτής της ιστορίας, από την στιγμή που η Ραμόνα σκαρφάλωσε στο σκαμνί για να ξεκινήσει το μακιγιάζ της περνώντας μία υπερβολικά σκούρα βάση σε ολόκληρο το πρόσωπο, θεώρησε ότι το να παρουσιάσει ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο λίγο πριν τα Χριστούγεννα θα ήταν μία κίνηση εντελώς άτοπη, αν όχι κακόγουστη. «Μα τι λέτε, η βάση είναι μίντιουμ, θα είναι μια χαρούλα πάνω σας. Μη φοβάστε καλέ. Πρέπει να την βάλουμε, θέλετε να βγείτε σαν πτώμα;» Όσο το σκέφτεται, τόσο το θέμα γίνεται και πιο σαφές. Δεν χωράει καμία αμφιβολία. Ο φόβος ότι μπορεί το πράγμα να στραβώσει είναι μεγάλος και το φιάσκο μάλλον αναπόφευκτο. Δεν είχαν μπει καν στον κόπο να της δώσουν την λίστα με τις ερωτήσεις της συνέντευξης. Είπαν ότι δεν χρειάζεται καμία προετοιμασία, μόνο να είναι ο εαυτό της. Αυτό μόνο. Ο εαυτός της. Ούτε σκαλέτα, ούτε σημειώσεις, ούτε τίποτα. Σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει με τα άδεια χέρια της. Στη θέα του σκουροκόκκινου ρουζ στο πλακέ κουτί τινάζεται απότομα, κάνοντας την μακιγιέζ να χάσει την ισορροπία της τραβώντας την γραμμή του αϊλάινερ μέχρι το αυτί της. «Αχ, σας παρακαλώ, μη μου κουνιέστε. Κοιτάξτε τι γκάφα έκανα. Καθίστε ήσυχη τώρα, να φτιάξουμε και το άλλο ματάκι. Τουλάχιστον να είναι όμοια». Να πάρει την τσάντα της και να την κάνει. Να γίνει καπνός, κι άσε τα τηλέφωνα να βροντάνε. Ρίχνει μια ματιά προς τον πάγκο στα δεξιά της. Η Ραμόνα της γυρίζει το κεφάλι προς την μεριά της με μία κάπως απότομη κίνηση. Δεν ζητάει συγνώμη για αυτό. Μία δυνατή βροντή κάνει τα φώτα να τρεμοσβήσουν, ακριβώς εκείνη την στιγμή που το παχύ πινέλο του ρουζ χαϊδεύει το μάγουλό της. «Ελάτε λοιπόν, μόνο τα χειλάκια μείνανε. Τα καταφέραμε τελικά, έτσι δεν είναι καλή μου;» Το κραγιόν έχει χρώμα κατακόκκινο και λαμποκοπάει γεμάτο γκλίττερ. Η απόφαση ελήφθη, επιστροφή επιτέλους στην σιγουράντζα, και είναι αμετάκλητη. Η μακιγιέζ σφίγγει με τα γόνατα τις λαγόνες της και της σκουπίζει απαλά τα χείλη με ένα χαρτομάντηλο. «Η βροχή δυνάμωσε. Ακούτε, ε; Πάντως νο πρόμπλεμ, θα σας πάω εγώ στο στούντιο» λέει η Ραμόνα και κατεβαίνει από πάνω της υποβοηθούμενη από το σκαμνί. Ανοίγει ένα χαμηλό ντουλάπι και βγάζει μία πολύχρωμη ομπρέλα γιγαντιαίων διαστάσεων κοιτώντας την με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, σχεδόν αυταρέσκειας. Εκείνη σκύβει, η μακιγιέζ απλώνει το χέρι στον ώμο της και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της. Την πιάνει γερά από την μέση και σπρώχνει την πόρτα με το πόδι. Κάνοντας μερικά βήματα στην τσιμεντένια αυλή, μυρίζει το βρεγμένο χώμα ηδονικά. Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, η Ραμόνα ανοίγει την ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια τους.

Wednesday, 29 April 2015

Στην εποχή μας, Ernst Hemingway (1925)

Εκτέλεσαν τους έξι υπουργούς στις έξι και μισή το πρωί στον τοίχο του νοσοκομείου. Στην αυλή είχαν σχηματιστεί λίμνες με νερό. Το λιθόστρωτο της αυλής ήταν σκεπασμένο με νεκρά φύλλα. Έβρεχε πολύ. Όλα τα παραθυρόφυλλα στο νοσοκομείο ήταν ερμητικά κλειστά. Ένας από τους υπουργούς ήταν άρρωστος με τύφο. Δύο στρατιώτες τον μετέφεραν κάτω και τον έβγαλαν έξω στην βροχή. Προσπάθησαν να τον κρατήσουν όρθιο στον τοίχο, αλλά τα γόνατά του λύγιζαν και καθόταν κάτω, μέσα σε μία λίμνη που είχε σχηματίσει η βροχή. Οι άλλοι πέντε στέκονταν πολύ ήσυχα δίπλα στον τοίχο. Τελικά, ο αξιωματικός είπε στους στρατιώτες ότι δεν υπήρχε λόγος να προσπαθούν να τον κρατήσουν όρθιο. Όταν έριξαν την πρώτη ριπή, καθόταν μέσα στο νερό με το κεφάλι στα γόνατα.
Ernst Hemingway, Στην εποχή μας (1925), 
μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2008)

Tuesday, 20 January 2015

Το ακέφαλο γεράκι, Truman Capote (1946)

Ήταν η ώρα του βραδυνού και, μην ξέροντας που να φάει, κοντοστάθηκε κάτω από ένα φανοστάτη, απ' όπου άνθισε ξαφνικά ένα λουλούδι από φως κι έπεσε ριπιδωτό στο καλντερίμι· κι ενώ περίμενε εκεί, μια βροντή ακούστηκε, και σ' όλο το δρόμο κάθε πρόσωπο έξω από δύο, το δικό του και της κοπέλας, κοίταξε ψηλά. Μια ριπή ποταμίσιου αέρα σκόρπισε το γέλιο των παιδιών που, πιασμένα αγκαζέ, χοροπηδούσαν σαν ξύλινα αλογάκια σε λούνα παρκ, και παρέσυρε τη φωνή της μαμάς, που, σκυμμένη από ένα παράθυρο, φώναξε: Βροχή, Ρέιτσελ, βροχή· θα βρέξει, θα βρέξει! Και το αμαξάκι του ανθοπώλη, το γεμάτο κισσούς και γλαδιόλες, τινάχτηκε απότομα καθώς ο γυρολόγος, με το ένα μάτι στραμμένο προς τον ουρανό, έσπευσε να βρει καταφύγιο. Ένα γεράνι φυτεμένο σε γλάστρα έπεσε, και τα κοριτσάκια μάζεψαν τα λουλούδια και τά 'βαλαν στ' αυτί. Τρεχάτα πόδια και σταγόνες βροχής ήχησαν στα πεζοδρόμια σαν μουσική παιγμένη γοργά σε ξυλόφωνο, πόρτες βρόντηξαν, παράθυρα έκλεισαν κι ύστερα τίποτε, μόνο σιωπή... και βροχή. Τώρα, με αργά βήματα και σέρνοντας τα πόδια της, ήρθε κάτω από το φανοστάτη να σταθεί δίπλα του, και ήταν λες και ο ουρανός ήταν καθρέφτης ραϊσμένος απ' τους κεραυνούς, γιατί η βροχή έπεφτε ανάμεσά τους σαν παραπέτασμα από θραύσματα γυαλιού.
Truman Capote, Όλα τα διηγήματα (1943-1982)
μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2006)

Tuesday, 6 January 2015

Το σπίτι στη βροχή

Η μυρωδιά του καφέ γέμισε την ευρύχωρη κουζίνα, όπου επικρατούσε μία ευχάριστη θαλπωρή, παρά τον καυγά που είχε προηγηθεί. Της είχε πάρει αρκετή ώρα να ανάψει τη φωτιά. Δεν είχε καταφέρει να βρει αρκετό προσάναμμα και τα ξύλα της είχαν φανεί λιγοστά. Η αδερφή της είχε σχεδόν καταργήσει το τζάκι, θερμαινόταν με φορητά καλοριφέρ πια. Έπλεξε τα δάχτυλά της γύρω από το φλιτζάνι, για να τα ζεστάνει. Ήταν μακριά και λεπτά, κάποτε ολόλευκα, νιφούλες τα έλεγε ο Τάκης γιατί ήταν πάντα κρύα, τώρα γεμάτα καφετιά στίγματα. Με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι αφουγκραζόταν τον θόρυβο που έκανε η βροχή χτυπώντας τα φύλλα της μουριάς και το τζάμι του παραθύρου. Οι φωνές της αδελφής της έμοιαζαν πολύ μακρινές, σαν να μην είχαν ακουστεί ποτέ μέσα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και σκέφτηκε ότι ένιωθε ευτυχισμένη. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, όπως είχε γείρει πάνω από το τραπέζι, με την χοντρή ζακέτα που μύριζε ναφθαλίνη ριγμένη στους ώμους, μέσα στο άδειο σπίτι, την κυρίευσε μία ευτυχία. Η φωτιά τριζοβολούσε λαμπερή. Πήγαιναν πολλά χρόνια που το είχε καταλάβει, δεν είχε καλά-καλά τελειώσει το γυμνάσιο όταν συνειδητοποίησε πως το να αναζητάει κανείς την ευτυχία δεν είχε νόημα. Απολύτως κανένα νόημα. Επρόκειτο για μία μάταιη και εξαιρετικά κουραστική διαδικασία. Ευτυχία ως κατάσταση μόνιμη και αδιάσπαστα σταθερή δεν υπήρχε. Όποιος την κυνηγούσε ήταν καταδικασμένος να αποτύχει. Η ευτυχία δεν ήταν παρά στιγμές, μικρές χρονικές νησίδες διασπαρμένες στο βίο των ανθρώπων. Στόχος του καθενός θα έπρεπε να είναι το να μπορεί να τις αναγνωρίζει και, ακολούθως, να τις απολαμβάνει. Η πεποίθηση αυτή παρέμενε απαράλλακτη μέσα της πολλά χρόνια, από εκείνο το βράδυ στην παραλία της Δελφίνας, με το φεγγαρόφωτο που έκανε τα βρεγμένα βότσαλα να γυαλίζουν. 
 
Η Ελευθερίτσα, επιτυχημένη αρχιτέκτων, σύζυγος ιατρού και μητέρα τριών καλοσπουδασμένων και καλοπαντρεμένων κοριτσιών, δεν πίστευε ότι ένα όμορφο σπίτι, μία μεγάλη, καλοκουρδισμένη οικογένεια ή ένας φουσκωμένος τραπεζικός ήταν ικανά να φέρουν την ευτυχία, γιατί αυτή ήταν κάτι πολύ πιο απλό. Σαν και αυτό που ένιωθε τώρα δα, σε αυτό σπίτι το φτιαγμένο από πέτρα και χώμα που, αν και άδειο, την γέμιζε ενεργητικότητα. Έριξε μια ματιά τριγύρω τους τοίχους που είχαν πρασινίσει ψηλά, κοντά στην οροφή, και θαύμασε την συμμετρία του σχεδίου που είχε φτιάξει η μούχλα. Όταν ήταν μικρή, συνήθιζε να ακουμπάει το αυτί της στα χοντρά ντουβάρια, για να ακούσει τον θόρυβο που έκαναν, καθώς ανάσαιναν. Τα αδέλφια της την κορόιδευαν κι εκείνη πεισμωμένη περνούσε πολλή ώρα κολλημένη στον τοίχο. Η μάνα την μάλωνε και την έστελνε σε θελήματα, για να φεύγει από το σπίτι. Όταν γύριζε από τις θειάδες ή τον μπακάλη, της είχε πάντα έτοιμη μία φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα κυδώνι. Μικρό παιδί τότε, δεν είχε ακόμη συλλάβει την σημασία των ευτυχισμένων στιγμών, για να τις βιώσει με συνειδητή απόλαυση. Εκ των υστέρων, όμως, είχε αντιληφθεί ότι όλες εκείνες οι φορές που έμπαινε στην αυλή σέρνοντας μια σακούλα και έβλεπε τη μάνα να την περιμένει στην πόρτα της κουζίνας με τη φέτα στο χέρι, θα έπρεπε να τοποθετηθούν στην κορυφή του καταλόγου των ευτυχισμένων στιγμών της ζωής της.

Η μάνα συνήθιζε να κάθεται σε μία χαμηλή καρέκλα, δίπλα στο τζάκι. Εξαιτίας της αρθρίτιδας που την βασάνιζε από πολύ νέα, απέφευγε να σηκώνεται και ζητούσε από όποιον βρισκόταν εκεί κοντά να της φέρνει ό,τι χρειαζόταν. Η Ελευθερίτσα, το μικρό τους, γυρόφερνε στην κουζίνα, έτοιμη να πεταχτεί στο ερμάρι και να της προσπορίσει μακαρόνια, λάδι, ελληνικό καφέ, ζάχαρη, σπίρτα, παλιές εφημερίδες για προσάναμμα. Το μαγερειό ήταν ο στίβος της, όπου έτρεχε ολημερίς με τα μικρά της πόδια, μέχρι να πέσει ψόφια στο κρεβάτι το βράδυ. Και πιο μετά, τα καλοκαίρια που ερχόταν από την Αθήνα, εκεί ακριβώς, κάτω από την μαυρισμένη καμινάδα, κάθονταν με τη μάνα κι έπιναν τον καφέ. Κάθε απόγευμα, όταν γύριζε αποκαμωμένη από την θάλασσα κι εκείνη την μπούκωνε τις φέτες με το βούτυρο κατηγορώντας την πως ήταν αδύνατη σαν τσίχλα. Με το λευκό της χεράκι τσιμπούσε μαλακά το μπούτι της Ελευθερίτσας και την ρώταγε πως θα γύρναγε να την κοιτάξει άντρας, έτσι κοκαλιάρα που είχε γίνει. Εκεί μέσα ήταν που της είπε για τον Τάκη και την ρώτησε αν ήθελε να κάνουν το γάμο στο χωριό. Η μάνα την αγκάλιασε συγκινημένη κι αυτή ακούμπησε το μάγουλό της στον άσπρο λαιμό που μύριζε σαν μωρού συνειδητοποιώντας, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι ζούσε μία ευτυχισμένη στιγμή. Έτσι, έμεινε ακίνητη, για να την κάνει να διαρκέσει όσο περισσότερο γινόταν. Διότι το κύριο χαρακτηριστικό των ευτυχισμένων στιγμών ήταν ότι ήταν αδύνατον να επαναληφθούν. Ήταν μοναδικές και έφευγαν χωρίς επιστροφή.

Το παλιό σπίτι έμοιαζε να της προσφέρει ανείπωτη ευφορία, που όσο την ένιωθε να τονώνει τον υποτασικό της παλμό, τόσο πιο παρανοϊκή φαινόταν η ιδέα της αδερφής της να το πουλήσουν. Δεν ήταν βέβαια οι τοίχοι που της προκαλούσαν την κατάσταση αυτή, αλλά η ενέργεια με την οποία τους είχαν ποτίσει όλες αυτές οι ευτυχισμένες στιγμές, που είχαν βιώσει οι ένοικοί του, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλα αυτά τα χρόνια. Αμέτρητες στιγμές ευτυχίας, σαν λαμπερή ουσία συσσωρευμένη στις κόχες και τα σοβατεπιά, ενεργοποιημένη από τη σιγανή βροχή που χτύπαγε τα φύλλα της μουριάς και το τζάμι του παραθύρου. Ξαφνικά ένιωσε το στομάχι της να την τραβάει, πεινούσε και σηκώθηκε να δει αν ερχόταν η Μαρία. Ο κήπος, φρεσκοπλυμένος από την βροχή, έδειχνε αρκετά περιποιημένος, αλλά η μεγάλη ελιά πίσω από την αυλόπορτα έλειπε. Θυμήθηκε ότι πριν από τρία χρόνια η Μαρία της είχε τηλεφωνήσει για να την ενημερώσει ότι το δέντρο είχε προσβληθεί από σηψιρριζία και είχαν αναγκαστεί να το κόψουν. Είχε συναινέσει χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, της το είχαν παρουσιάσει ως αναγκαίο κακό. Δεν είχε δει, όμως, το ασύμμετρο κενό που είχε αφήσει πίσω του, ούτε και τη ρηχή λακκούβα που είχε απομείνει στο έδαφος, όταν έσκαψαν για να αφαιρέσουν τις βαθιές του ρίζες. Γυρνώντας την πλάτη της στο παράθυρο, είδε ότι το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Κάποια από τα ξύλα θα πρέπει να ήταν βρεγμένα, η Μαρία της είχε πει ότι δεν έλεγε να σταματήσει να βρέχει εδώ και μία ολόκληρη εβδομάδα. Είχαν μουλιάσει τα πάντα. Κάθισε ξανά, ο καφές είχε κρυώσει. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, ακουμπώντας το μάγουλο στον σκονισμένο τοίχο, που ήταν παγωμένος και σιωπηλός. Σουβλιές διαπερνούσαν το αριστερό της γόνατο, την ώρα που στην εξώπορτα ακούστηκε το κουδούνισμα κλειδιών και η στραφταλιστή ουσία των ευτυχισμένων στιγμών πίσω από τις πόρτες άρχισε να ξεχύνεται από τις χαραμάδες σαν πηχτό μελάνι βιολετί χρώματος.

Sunday, 20 July 2014

Φάλκονερ, John Cheever (1975)

Μια καταιγίδα μπορεί να προμηνύει ο,τιδήποτε, ευελπιστούσε. Προμηνύει ψύχρα, ζέστη, μια μέρα που η διαύγεια του φωτός της σε παρασύρει ώρα με την ώρα. Και τότε άρχισε να βρέχει. Βροχή ραγδαία έπεφτε στις φυλακές και σε εκείνο το μέρος του κόσμου. Μα κράτησε μόνο δέκα λεπτά. Και τότε η βροχή, η μπόρα κίνησε ευτυχώς προς τον Βορρά και αστραπιαία, φευγαλέα, εκείνη η βαριά και έντονη μυρωδιά που γεννά η βροχή πέταξε ψηλά και έφτασε εκεί που βρισκόταν ο Φάραγκατ, στο σιδερόφραχτο παράθυρό του. Ανέκαθεν αντιδρούσε με τη μεγάλη -μεγάλη, ναι- μύτη του, σε αυτή τη διαπεραστική οσμή οπουδήποτε κι αν βρισκόταν - φωνάζοντας, κουνώντας τα χέρια, πίνοντας ένα ποτό. Τώρα φάνηκε μόνο ένα ίχνος, μια μνήμη αυτής της αρχέγονης έξαψης, μα επισκιάστηκε βασανιστικά από τα κάγκελα. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε ακούγοντας το νερό να στάζει από τις υπερυψωμένες σκοπιές.
John Cheever, Φάλκονερ (1975)
μτφρ. Ιλαέιρα Διονυσοπούλου για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2014)

Wednesday, 16 July 2014

Τα εννέα πένθιμα χτυπήματα, Dorothy Sayers (1934)

Αυτή τη φορά ακολούθησαν τη νότια όχθη, δηλαδή, την όχθη από την πλευρά του Φεντσερτς. Το ανάχωμα και το κανάλι είχαν ξεχελισει και κατά τόπους το νερό λίμναζε στους στους μουσκεμένους αγρούς, που δεν απείχαν πολύ από το να μετατραπούν σε έναν έρημο βάλτο, όπως ήταν τα παλιά χρόνια. Ο μακρύς ευθύς δρόμος ήταν σχετικά έρημος. Διασταυρώθηκαν με ένα σαραβαλιασμένο καταλασπωμένο αυτοκίνητο που κάθε τόσο έπεφτε στις λακκούβες τινάζοντας γύρω του τα νερά. Πιο κάτω συνάντησαν ένα βραδυκίνητο κάρο, φορτωμένο με κτηνοτροφικά τεύτλα, του οποίου ο αγωγιάτης μάταια προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή, ζαρωμένος κάτω από ένα μουσκεμένο τσουβάλι, δίχως να βλέπει και δίχως να ακούει τα οχήματα που τον προσπερνούσαν. Είδαν έναν μοναχικό ξωμάχο, σκυφτό από τους ρευματισμούς, να σέρνει το αργό βήμα του στον δρόμο της επιστροφής, με το όνειρο μιας ζεστής φωτιάς και μιας μπίρας στο πλησιέστερο καπηλειό. Ο υγρός αέρας ήταν τόσο πηχτός που μόνο όταν πέρασαν το Φρογκ'ς Μπριτζ έφτασε στα αυτιά τους ο γλυκός και υπόκωφος μεταλλικός ήχος, που τους πληροφόρησε ότι οι κωδωνοκρούστες έκαναν πρόβα για τη χριστουγεννιάτικη κωδωνοκρουσία. Ο ήχος ταξίδευε μες την αδιάκοπη βροχή σκορπίζοντας μια οδυνηρά αβάσταχτη μελαγχολία, θαρρείς και σήμαιναν οι καμπάνες μιας βουλιαγμένης πολιτείας, πολεμώντας να ακουστούν κάτω από την επιφάνεια του αδυσώπητου νερού.
Dorothy Sayers, Τα επτά πένθιμα χτυπήματα (1934)
μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2012)

Cristophe Jacrot's Paris (July 2014)




Monday, 23 June 2014

Η βροχή από το παράθυρο της κουζίνας

Άθελά μου τινάζομαι όταν τα παράσιτα διακόπτουν απότομα τα παραπονιάρικα ακόρντα του Ντίλαν. Μετά από μια σύντομη προσπάθεια να ξαναβρώ τη συχνότητα, η οποία καταλήγει σε αποτυχία, κλείνω το ράδιο εντελώς και ξαναπιάνω το μαχαίρι. Όρθια μπροστά στο νεροχύτη τώρα, κόβοντας τις μελιτζάνες σε λεπτές φέτες, μπορώ να ακούσω τον ήχο μακρινών βροντών να διακόπτει την σιωπή του σπιτιού. Ανοίγω το μάτι της κουζίνας και ρίχνω μια ματιά από το παράθυρο, τα βαριά σύννεφα που έχουν μαζευτεί χαμηλώνουν τον ουρανό. Θυμάμαι ότι στο μετεωρολογικό δελτίο είπαν για νεροποντές, κάτι που συμβαίνει συχνά το καλοκαίρι, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Βάζω το τηγάνι στο πυρωμένο μάτι και ξαναδοκιμάζω το ραδιόφωνο, μάταια. 
 
Στο μουσακά, την μελιτζάνα δεν χρειάζεται να την αλευρώνεις, μου έλεγε, τσάμπα κόπος, άσε που το λάδι μαζεύει αλεύρι, καίγεται και πικρίζει μετά. Γεμίζω το τηγάνι με μελιτζάνες, βάζω τον απορροφητήρα τέρμα και ξαναπιάνω το ράδιο με βιαστικές κινήσεις. Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει. Όταν μαγειρεύεις πρέπει να έχεις το νου σου στο φαί σου, όχι να κουτσουλάς από 'δω κι από 'κει, μία-μία οι δουλειές, αλλιώς όλα στραβά θα τα κάνεις. Αυτήν την κουβέντα θυμάμαι ότι την άκουγα από τότε που πήγαινα στο Δημοτικό και τη βοηθούσα, όποτε είχαμε τραπέζι στις αδελφές της και τις οικογένειές τους, αλλά και μετά, αφού παντρεύτηκα και άνοιξα το δικό μου σπίτι. Κάθε φορά που ερχόταν επίσκεψη, συνήθως με την θεία Ευτέρπη που κι εκείνη είχε χηρέψει αρκετά χρόνια πριν, έμπαινε στην κουζίνα μου και άρχιζε τη μουρμούρα, δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατό να μαγειρεύω και ταυτόχρονα να βάζω πλυντήριο και να προετοιμάζω τα μαθήματα της επόμενης ημέρας. Όταν τηγάνιζε εκείνη, στεκόταν κέρβερος πάνω από το τηγάνι, δεν έκανε βήμα μέχρι να τελειώσει αψηφώντας την κάψα της φωτιάς, την ορθοστασία, καθώς και την τσίκνα από το φαγητό. Κι έτσι, όταν γύριζα από το σχολείο κι έσκυβε να με φιλήσει, μύριζα την μυρωδιά της τηγανιτής μελιτζάνας στα μαλλιά της και καταλάβαινα πως είχαμε μουσακά για μεσημεριανό. 
 
Τον λάτρευα, ήταν το αγαπημένο μου φαγητό, και το ότι δεν είναι δυνατό να τον γευτώ πλέον το νιώθω σαν ένα μεγάλο κενό, μια τρύπα, μισοκαλυμμένη από χαρτόνια και λαμαρίνες, που μου θυμίζει την παρουσία της κάθε φορά που περνάω καλοκαίρι έξω από σπίτι που μαγειρεύουν κι ο αέρας μοσχοβολάει μαγειρεμένο κιμά σε σάλτσα ντομάτας. Εκείνης, όμως, ο δικός μου μουσακάς δεν της άρεσε. Κάθε φορά που τον έτρωγε, του έβρισκε άλλα μειονεκτήματα: η μπεσαμέλ ήταν πολύ σφιχτή ή παχιά, ο κιμάς ανάλατος, οι μελιτζάνες ωμές ή λιωμένες. Αν και δεν υπήρξε ποτέ λιτοδίαιτη, έπαιρνε πάντα ένα μικρό κομμάτι και, αφού το έτρωγε με τα χίλια ζόρια, με συμβούλευε να μην παιδεύομαι με τόσο μπελαλίδικα φαγητά, εγώ που είχα τόσα τρεχάματα και σκοτούρες. Όποτε θέλαμε να φάμε μουσακά ας την έπαιρνα τηλέφωνο και θα μου τον έφτιαχνε εκείνη. Την ακολούθησα την συμβουλή της, της τηλεφωνούσα και την επόμενη μέρα πέρναγα από το πατρικό μου, για να παραλάβω ένα μεγάλο ταψί και να φύγω βιαστική για το σπίτι, όπου τα παιδιά περίμεναν πως και πως τον μουσακά της γιαγιάς. Πριν από τέσσερα χρόνια, όμως, μου παρέδωσε έναν λαχταριστό μουσακά που έκρυβε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το πρόβλημα αποκαλύφθηκε, όταν επιχείρησα να τον κόψω. Το μαχαίρι δεν προχωρούσε απρόσκοπτα χωρίζοντας σε μερίδες την μελάτη μάζα, έβρισκε αντίσταση κάνοντας το σερβίρισμα του φαγητού αρκετά δύσκολη υπόθεση, διότι η μητέρα μου είχε ξεχάσει να περάσει τις μελιτζάνες από το τηγάνι. Όταν της το είπα στο τηλέφωνο, έμεινε άφωνη κι εγώ να κρατάω το ακουστικό στο αυτί μου περιμένοντας να πει κάτι, κι αφού πέρασαν ένα-δυο λεπτά έτσι, της είπα πως δεν χάθηκε κι ο κόσμος και πως εμείς τον μουσακά τον είχαμε φάει ούτως ή άλλως και πως ήταν πεντανόστιμος, πράγμα που ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Έτσι σιωπηλή είχε απομείνει και αρκετούς μήνες αργότερα, όταν κατά τη διάρκεια ενός ακόμα τηλεφωνικού διαλόγου μας αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα του μικρού μου γιου, αν και επρόκειτο για το όνομα του άντρα της καθώς και, συμπτωματικά, του πατέρα της. Για ώρα αφού είχαμε κλείσει το τηλέφωνο, την φανταζόμουν καθισμένη στην πολυθρόνα, μπροστά στην κλειστή τηλεόραση, με τα παχουλά της χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος, να αναρωτιέται πως στο καλό γινόταν αυτό, πώς ήταν δυνατόν αυτή, η κατά κοινή ομολογία τετραπέρατη, η διαόλα, με μυαλό ξυράφι, τελευταία να ξεχνάει τόσο πολλά πράγματα.

Λίγο πριν πεθάνει, η ασθένεια είχε προχωρήσει τόσο πολύ, που δεν αναγνώριζε κανένα από τα παιδιά μου. Στις αρχές τα αγόρια έρχονταν μαζί μου, όταν πήγαινα να την επισκεφτώ στο ίδρυμα. Όταν, όμως, εκείνη έπαψε να καταλαβαίνει ποιοι είναι, σταμάτησα να τους παίρνω μαζί, παρά τις διαμαρτυρίες τους. Δεν ήθελα να την βλέπουν να τους χαμογελά σαν αγαθιάρα γριούλα με άδειο βλέμμα, δεν ήθελα να έχουν τέτοιου είδους αναμνήσεις από εκείνη. Επιπλέον, ο γιατρός με είχε προειδοποιήσει ότι η κατάστασή της θα επιδεινώνονταν ταχύτατα και έπρεπε να είμαι προετοιμασμένη για τα χειρότερα, τα οποία δεν επιθυμούσα σε καμία περίπτωση να εκθέσω στα μάτια των παιδιών μου. 
 
Εμένα, πάντως, με καταλάβαινε ποια είμαι μέχρι το τέλος, καλώς το κοριτσάκι μου έλεγε πάντα, μόλις με έβλεπε να καταφθάνω φουριόζα. Μου χάιδευε τα μαλλιά. Κατά την διάρκεια της επίσκεψής μου στο ίδρυμα, πήγαινα μεσημέρι αμέσως μετά τη δουλειά, αναλάμβανα το φαγητό της, διώχνοντας την γυναίκα που ερχόταν με το δίσκο. Παρόλο που η μητέρα μου δεν έφτασε ποτέ στο να μην μπορεί να ικανοποιήσει μόνη της τις βασικές σωματικές της ανάγκες, όπως συμβαίνει συνήθως με τους ασθενείς Αλτσχάιμερ, έπρεπε πάντα να βρίσκεται κάποιος κοντά της την ώρα του φαγητού, αλλιώς θα έμενε νηστική. Καθόμασταν στην τραπεζαρία, στο πιο απομονωμένο τραπέζι, έκοβα το φαγητό σε μικρά κομμάτια, έβαζα νερό στο ποτήρι, τσιμπούσα τις μπουκιές με το πιρούνι και της το έδινα στο χέρι. Με παντελή αδιαφορία για το φαγητό, εκείνη έστρεφε το ενδιαφέρον της στα σχέδια του πλαστικού τραπεζομάντιλου, στις χαρτοπετσέτες ή στα άλατα πάνω στο θολωμένο γυαλί του ποτηριού, ξεχνώντας να μασήσει την τροφή, που την είχα θερμοπαρακαλέσει να βάλει στο στόμα της. Ο γολγοθάς του μεσημεριανού διαρκούσε πάνω από μία ώρα, ακόμα και όταν το γεύμα περιλάμβανε κάποια από τα αγαπημένα της φαγητά. Τις ημέρες που σερβίριζαν μουσακά, είχα ζητήσει να της φτιάχνουν κάτι άλλο, κάτι απλό, για παράδειγμα μακαρόνια με τριμμένο τυρί ή αυγά τηγανιτά, πράγμα που η υπεύθυνη σίτισης είχε αποδεχτεί γκρινιάζοντας, μετά από πολλά παρακάλια.

Ομολογώ ότι εκείνον τον καιρό το συναίσθημα που κυριαρχούσε μέσα μου δεν ήταν η λύπη, αλλά ο φόβος. Φοβόμουν τόσο πολύ για την εξέλιξη της κατάστασής της, που έμενα μαζί της πολύ λιγότερη ώρα από όση ήθελα, αποφεύγοντας συστηματικά διαλόγους και κουβέντες που θα μου έδειχναν με τρόπο εξαιρετικά πειστικό, πέρα από κάθε αμφιβολία και ελπίδα, το ότι το μυαλό και ολόκληρο το νευρικό της σύστημα όδευε ολοταχώς και χωρίς δυνατότητα πισωγυρίσματος προς την πλήρη αποσύνθεση. Έφευγα αμέσως μετά το γεύμα, προφασιζόμενη ατελείωτες δουλειές στο σπίτι και το σχολείο και δίνοντας υπόσχεση πως θα έμενα την επόμενη φορά, όταν άκουγα το κάτσε μωρέ παιδί μου να τα πούμε λιγάκι με φωνή πολύ πιο γλυκιά από την κανονική της, που είχε συχνά-πυκνά ένα ολοφάνερο τόνο αυταρχικότητας. Αν και έμεινε στο ίδρυμα πάνω από ένα χρόνο, αυτή η επόμενη φορά δεν κατάφερε ποτέ να έρθει, αφού, όσο εγώ προσπαθούσα να αποδεχτώ την σταδιακή ανυπαρξία της μητέρας μου, η καρδιά της αποφάσισε να σταματήσει να χτυπά. 
 
Οι μελιτζάνες καίγονται στο τηγάνι και η κουζίνα έχει γεμίσει καπνό. Παρατάω το βουβό ραδιόφωνο που με παιδεύει εδώ και ώρα και τρέχω να ανοίξω το παράθυρο. Παρά τον θόρυβο που κάνει ο απορροφητήρας, ακούω το βουητό της δυνατής βροχή, το χτύπημα των σταγόνων στα φύλλα των δέντρων και τις τέντες. Κλείνω τα τζάμια βιαστικά, αδιαφορώντας για την κάπνα, αλλά δεν μπορώ να τον αποφύγω πια. Ο ήχος της βροχής γεμίζει το ολόκληρο σπίτι λεκιάζοντας το μπλε ρουά μεταξωτό φουστάνι που φόραγε η μητέρα μου στην ορκωμοσία μου, καθώς και στην κηδεία της, εκείνο το απόγευμα του Ιούνη, με λοξές, σκουρόχρωμες ριπές.

Friday, 30 May 2014

American vintage rain (1940s-1960s)

by Edna Eicke (03.05.1947)


Cub scouts in phone booth, Richard Sargent (26.08.1961)


Rain-out Birthday Party, Steven Dohanos (22.05.1954)

Rain on the boardwork, George Hughes (1955)

Sea Breeze, Steven Dohanos (1948)

Wednesday, 21 May 2014

Tibor Nagy's Slovakian rainy views

An old story

Down the street

The bus stop

Desire

Lurking dusk

Αργολική βροχή

Γυρίζω το κλειδί στην πόρτα. Σκοτάδι, επιτέλους. Στο δροσερό δωμάτιο, ο αέρας μυρίζει κλεισούρα. Πίσω από τον τοίχο, μία γυναικεία φωνή τραγουδά ένα νανούρισμα. Το μωρό είναι ήσυχο, δεν κλαίει, μόνο ο βήχας του ακούγεται που και που. Κι όμως, η παράφωνη παραμάνα επιμένει δίπλα στο κοιμισμένο μωρό. Ξαπλώνω στο διπλό κρεβάτι και το σεντόνι γδέρνει το φουντωμένο μου μάγουλο μέσα σε χαυνωτικούς ατμούς πράσινου σαπουνιού. Μάτια πονεμένα από το φως. Τα κλείνω και ο ήλιος με τυφλώνει με τις κάθετες αχτίνες που έκαιγαν το χώμα και έκαναν τα χαλίκια να τρίζουν κάτω από τις σόλες μου. Καταμεσήμερο, γαλάζιος και λαμπερός, ο ουρανός χωρίς ούτε ένα σύννεφο. Ούτε ένα τόσο δα συννεφάκι, θα χορτάσουμε λιακάδα εδώ κακαρίζει όλη την ώρα η Άννε με ανοιγμένα τα κουμπιά του πουκαμίσου της και τις μασχάλες μουσκεμένες.
Φοβόμουνα μην παραπατήσω, βάδιζα αργά, η πλάτη του φορέματος κολλημένη στη ράχη μου, πιο σκούρα από το υπόλοιπο ρούχο, βαριά. Αγνοώντας τα επιφωνήματα ενθουσιασμού που έβγαζε συχνά-πυκνά, τον ακολουθούσα σαν σκυλάκι, δεν ήθελα να δει την ιδρωμένη μου πλάτη. Αν έμενα λίγο πίσω κοντοστεκόταν για να τον φτάσω, με κοιτούσε χαμογελαστά και καταπρόσωπο, αδύνατο να ξεφύγω. Έκανα ότι έβρισκα ενδιαφέρον σε όσα έλεγε, ότι απολάμβανα τις περιποιήσεις του. Στην ανηφόρα κυνηγούσα τις σκιές λοξοδρομώντας από το μονοπάτι, αλλά εκείνος με επανέφερε ακούραστος. Στα μισά άπλωσε το μαντήλι του πάνω σε μια επίπεδη πέτρα και με την ψιλή του φωνή με παρακάλεσε να καθίσω να πάρω μια ανάσα, επέμενε με τα δυο του φρύδια σηκωμένα, το βλέμμα του όλο ένταση, ούτε καν προσπάθησα να αρνηθώ. Εκείνος έμεινε όρθιος μπροστά μου, να αγναντεύει προς την κορυφή του λόφου αραδιάζοντας ατέλειωτες πληροφορίες. Που και που γύριζε να με κοιτάξει με έμφαση, για να μου δώσει τον λόγο της τιμής του, άξιζε τον κόπο πραγματικά, έπρεπε να τον πιστέψω, όταν θα φτάναμε στο ανάκτορο θα είχα την μεγάλη ικανοποίηση να θαυμάσω τον αργολικό κάμπο πέρα ως πέρα, μέχρι τη θάλασσα.
Η αίθουσα του θρόνου ήταν έρημη. Μόνοι εγώ κι αυτός σταθήκαμε δίπλα στη μεγάλη εστία, ενώ μπροστά μας απλώνονταν ελιές και πορτοκαλιές στοιχισμένες σε παράλληλες γραμμές. Έβγαλα το καπέλο για να στεγνώσω τα μαλλιά μου στην χλιαρή αύρα που κουνούσε τις φυλλωσιές των δέντρων, κάνοντας τες να αλλάζουν χρώματα. Αφού μίλησε λίγο για τον άνακτα και το ανάκτορο, δήλωσε ότι θα σιωπήσει, ώστε να μπορέσω να βιώσω το μεγαλείο το χώρου χωρίς την παραμικρή ενόχληση. Στεκόταν δίπλα μου, τα μπράτσα μας σχεδόν ακουμπούσαν. Δεν υπήρχε πουθενά μέρος να καθίσω και μετά από λίγο του ζήτησα να επιστρέψουμε.
Τον βασιλικό τάφο τον είχε αφήσει για το τέλος, είπε πως το έκανε με σκοπό να με εντυπωσιάσει. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Προπορευόταν, με περίμενε εκεί που το δρομάκι γινόταν απότομο και άπλωνε ένα μικρό και ιδρωμένο χέρι για να με βοηθήσει. Ελάχιστες ήταν οι φορές που γλίτωσα από το σφιχτό του γράπωμα. Μπροστά στον πέτρινο θόλο σταμάτησε, ήταν φανερό ότι σκόπευε να μου προσφέρει όλες τις επιστημονικές επεξηγήσεις κι ερμηνείες πριν μπούμε στον τάφο. Καθώς κατηφόριζα προς το πλάτωμα αποφάσισα να μην κάτσω να τον ακούσω, προσπέρασα και μπήκα πρώτη. Στην απόλυτη ησυχία. Στο μισοσκόταδο. Στον ψυχρό αέρα που δονούνταν υπνωτιστικά κι έκανε το δέρμα μου να μυρμηγκιάζει. Ο ήχος των βημάτων μου γέμισε το χώρο. Στάθηκα κάτω από το κέντρο του θόλου, που χανόταν στην σκιά. Στιγμή τη στιγμή ο μυστικός παλμός στάλαζε μοναξιά. Όταν μπήκε κι αυτός, θαρρώ μετά από αρκετή ώρα, με βρήκε να κάθομαι στο χώμα με την πλάτη ακουμπισμένη στον γιγαντιαίο τοίχο. Δεν ξέρω αν είδε το γυμνό στήθος ή το συσπασμένο πρόσωπό μου μέσα στο ελάχιστο φως. Κοντοστάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα, απομακρύνθηκε με αργά βήματα, πισωπατώντας, χωρίς να πει λέξη. Όταν η σιλουέτα του χάθηκε από το φωτεινό άνοιγμα, τον κάλεσα με το όνομά του δύο φορές, ίσως και τρεις, αλλά δεν πήρα καμία απάντηση.
Τον βρήκα να περιμένει δίπλα στο αμάξι. Έσκυψα και τίναξα τον ποδόγυρο του φουστανιού μου, που είχε γεμίσει λεπτό χώμα. Τα μπράτσα μου γυάλιζαν από τον ιδρώτα. Ο καροτσιέρης γύρισε και χωρίς προκάλυψη κοίταξε τα πόδια μου, στράφηκα προς το μέρος του και άρχισε τα χαμόγελα, είπε κάτι στα ελληνικά. Χαμογέλασα κι εγώ, εξάλλου δεν ήταν λίγες οι φορές που, από το πρωί, είχα θαυμάσει τις γάμπες του, έτσι όπως ξεπρόβαλαν μακριές κάτω από αυτήν την φούστα. 'Οταν μπήκα στην άμαξα, ο Κωσταντίνος δε με ακολούθησε. Έβαλε το βαμβακερό μαντίλι στο κεφάλι, κάτω από το καπέλο του, και σκαρφάλωσε δίπλα στον οδηγό, με τον οποίο αντάλλαξε κάποιες κουβέντες, κι έπειτα βυθίστηκε στην σιωπή. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, όσο ο αμαξάς με βοηθούσε να κατέβω, παραπάτησα στο σκαλάκι κι έπεσα στην ανοιγμένη του αγκαλιά.
Ο άλλος είχε ήδη ξεπεζέψει. Στην είσοδο του ξενοδοχείου με αποχαιρέτησε με λίγα λόγια και μία σύντομη υπόκλιση. Πριν προλάβει να φύγει, του ζήτησα να έρθει και αύριο το πρωί, και μάλιστα νωρίς γιατί η ζέστη μου έκοβε τα γόνατα, όπως θα είχε προσέξει και ο ίδιος. Επιθυμούσα να επισκεφθώ και την Τίρυνθα και σκόπευα να διπλασιάσω την αμοιβή του. Όσο το σκεφτόταν, τους είδα μέσα από την μεγάλη τζαμαρία. Κάθονταν σε ένα διθέσιο καναπέ κάτω από το κεντρικό κλιμακοστάσιο και χάζευαν, με κεφάλια σχεδόν ενωμένα, ένα μεγάλο άλμπουμ. Τελικά, ο Κωνσταντίνος αποχώρησε, αφού δέχτηκε την πρότασή μου. Ο λακές του ξενοδοχείου ήρθε τρέχοντας να μου ανοίξει την πόρτα, και τη στιγμή που ο μαιτρ με ρωτούσε αν θα ήθελα κάποιο δροσιστικό ποτό, τους είδαν να βαδίζουν βιαστικά, για να με υποδεχτούν. Εκείνη κοίταξε τα ρούχα μου με γουρλωμένα μάτια και μου ζήτησε την άδεια να πάει να μου ετοιμάσει αμέσως μία αλλαξιά. Της την έδωσα κι έφυγε τρεχάτη για τον δεύτερο όροφο. Όταν μείναμε οι δυο μας, απέρριψα την πρόταση του Γιόχαν να ανέβει αργότερα στο δωμάτιό μου. Ο ήλιος μου είχε φέρει πονοκέφαλο. Δεν επέμεινε. Καθόλου.
Η Άννε είχε απλώσει το μπλε φουστάνι, καθαρά εσώρουχα και κάλτσες στο κρεβάτι. Με περίμενε μισοξαπλωμένη στην πολυθρόνα, διαβάζοντας ένα από τα βιβλία μου, που το άφησε να πέσει στο πάτωμα, μόλις μπήκα. Είπε ότι είχε ετοιμάσει το μπάνιο και, χωρίς να με ρωτήσει, έπιασε να μου λύνει τα μαλλιά και να με ξεκουμπώνει. Φώναζε ότι φέρθηκα απρόσεκτα και άφησα τον ήλιο να κάψει το λευκό μου δέρμα. Όμως, χαμήλωσε τη φωνή της, ήμουνα πολύ τυχερή που την είχα κοντά μου. Είχε μία αλοιφή πραγματικά θαυματουργή, της την είχε δώσει η μάνα της κι ευτυχώς είχε προνοήσει να την κουβαλήσει μαζί της στο ταξίδι. Έφυγε μουτρωμένη όταν αρνήθηκα το κατάπλασμα και την έδιωξα χωρίς δικαιολογία.
Μετά το δείπνο στη βεράντα του δωματίου των Λάιστερ, πάνω από την πολύβουη προκυμαία, κατάφερα βγω από το ξενοδοχείο, χωρίς να με πάρει είδηση ο υπάλληλος της υποδοχής. Είχε πια νυχτώσει και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι που μύριζε αλμύρα. Κατά μήκος της ακτής, φωτισμένα μαγαζιά γεμάτα κόσμο, κι αμέτρητοι άνθρωποι να βολτάρουν μπροστά στις βιτρίνες. Χώθηκα στο πλήθος, άκουσα φωνές, ψιθύρους και μουσικές, ένιωσα ανάερες δαντέλες να με αγγίζουν, μύρισα ταμπάκο και άρωμα λεβάντας πίσω από αυτιά, ώσπου έφτασα στην άκρη της αποβάθρας. Εκεί, ένα-δυο ζευγαράκια κρύβονταν μέσα στις σκιές. Το λιγοστό φως από το μικρό φανάρι άφηνε τα αστέρια να λάμψουν με τόση δύναμη, που σάμπως να χαμήλωναν τον ουράνιο θόλο βαρύνοντας τον. Θα νόμιζε κανείς ότι θα μπορούσε να απλώσει το χέρι και να τον ακουμπήσει, αν δεν ήταν εκείνα τα πυκνά σύννεφα που είχαν αρχίσει να μαζεύονται στην ανατολή. 
 
ΝΑΥΠΛΙΟΝ, τη 28 Σεπτεμβρίου 1893 (Του τακτικού ανταποκριτού μας)
Προχθές την Κυριακήν διά της τακτικής εξ Αθηνών αμαξοστοιχίας ανεμένετο εν τη πόλει μας η Α.Υ. η πριγκίπισσα του Σαξ-Μάινιγγεν Καρλόττα ερχομένη εκ Κορίνθου. Πολλοί περίεργοι προσήλθον εν τω σιδηροδρομικώ σταθμώ, όπως ίδωσιν την Υψηλήν ξένην, πλην αντ’ αυτής οι προσελθόντες είδον ετέραν κυρίαν, κατελθούσαν της αμαξοστοιχίας και απαρτίζουσαν μεθ’ ετέρου τινός κυρίου το κατώτερον προσωπικόν της πριγκιπίσσης. Βραδύτερον εγνώσθη, ότι η Α.Υ. είχε κατέλθει εις Μυκήνας, όπου επιβάσα αμάξης μετέβη προς επίσκεψιν του τάφου του Αγαμέμνονος και είτα εξακολουθούσα το ταξείδιόν της δι’ αμάξης εν Ναυπλίω και κατέλυσεν εις το ωραίον και λίαν φιλοκάλως διεσκευασμένον ξενοδοχείον των «Ξένων».
Την επομένην, ήτοι χθες, την πρωίαν επεσκέφθη εφ’ αμάξης την πόλιν και την εγγύς αρχαίαν Τίρυνθα μεθ’ ο επανήλθεν εις το ξενοδοχείον, όπου ηυτυχήσαμεν να ίδωμεν αυτήν χαρτοπαικτούσαν μετά της ακολουθίας της και λίαν αφελώς και χαριέντως καπνίζουσαν. Περί την 10ην π. μ. ώραν καθ’ ην η σεπτή ξένη επρόκειτο να γευματίση τη διαταγή του αξιοτίμου δημάρχου μας κ. Γιαννοπούλου, η ήδη συνισταμένη Φιλαρμονική του Δήμου μουσική προσελθούσα εν τη κάτωθι του ξενοδοχείου πλατεία εξετέλεσεν αρκετά ωραία τεμάχια μέχρι της 12ης της μεσημβρίας, καθ’ ην επιβάσα μετά της ακολουθίας της 3 αμαξών απήλθεν υπό τους χαιρετισμούς του πλήθους εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν και διά της μεταμεσημβρινής αμαξοστοιχίας ανεχώρησαν εις Αθήνας. Την Α.Υ. πλην των εκ Γερμανίας ακολουθούντων συνώδευσε μέχρις ενταύθα και ο γραμματεύς της Αγγλικής πρεσβείας λόρδος Λάιστερ. Οι πάντες κατεθέλχθησαν εκ της αφελείας και απλότητος της πριγκιπίσσης, ήτις κατά την πρώτην εσπέραν της ενταύθα διαμονής της εξήλθεν εν τη προκυμαία όπου πολλοί αντελήφθησαν Αυτήν καθημένην χαμαί επί του κρηπιδώματος της προκυμαίας και ρεμβάζουσαν επί τη θέα των γαληνιαίων υδάτων του Αργολικού κόλπου. Η σύζυγος του προσφιλούς πρίγκιπος του Σαξ-Μάινιγγεν δεν έλειψεν από του να δώση δείγματα και του φιλελληνισμού της, διότι και τον αμαξηλάτην της εξέλεξε φουστανελλοφόρον και εις την μουσικήν επανειλημμένως παρήγγειλε να παιανίση ελληνικά, δημώδη άσματα και χορούς, προτιμήσεις, αίτινες ενεποίησαν ζωηράν εντύπωσιν εις τους Ναυπλιείς.

Αν και δεν είναι ούτε δύο το μεσημέρι, στέκομαι κατάκοπη στην μαρμάρινη είσοδο του ξενοδοχείου, όσο ο δήμαρχος και η κουστωδία του μου φιλούν το χέρι και ζητούν να μεταφέρω τα χαιρετίσματά τους στον σύζυγό μου. Η Άννε με τον Γιόχαν παρακολουθούν από την θέση τους δίπλα στην πόρτα, αμίλητοι. Ο Κωνσταντίνος δεν έρχεται να με αποχαιρετήσει. Οι άμαξες, φορτωμένες, περιμένουν στο δρόμο. Καθώς βαδίζω προς την έξοδο, ακούω ξεκάθαρα το χτύπημα της βροχής στη μεγάλη τζαμαρία και μια ομπρέλα να ανοίγει με θόρυβο πίσω μου. Ανασαίνω βαθιά και τα ρουθούνια μου γεμίζουν από τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μπροστά στην ξεπλυμμένη από την σκόνη πύλη των λεόντων.

Wednesday, 7 May 2014

Watercolour rain by John Salminen

Neon reflections


Saint Francis, San Fransisco

Union Station, Kansas City

Parisian stairs

Rainy days, Times Square

Sunday, 27 April 2014

Loui Jover's rain + umbrellas

Chance of rain

Metropolitan

Raindrops

The umbrella

Rainy day rendezvous

Thursday, 27 March 2014

Εφτά εβδομάδες βροχής

Νάτη πάλι που'ρχεται σεινάμενη-κουνάμενη, τάκα-τούκα πάνω σε αυτές τις κόκκινες γόβες, δε λέει να τις βγάλει τέσσερις μέρες τώρα, δεν έχω ξαναδεί τόσο κόκκινα παπούτσια, κόκκινο καρνάδο, όχι σπασμένο, ούτε κερασί, του κρασιού, ροδί, μπορντώ, ούτε κεραμιδί, τα γοβάκια της μαμαζέλ είναι φτιαγμένα από δέρμα κατακόκκινο κόκκινο, δηλαδή εντελώς πουτανίστικο, σίγουρα και τα νύχια τον ποδαριών της ίδιο χρώμα θα τα 'χει βαμμένα, κι όλο εδώ μέσα μου τριγυρίζει χασκογελώντας, κύριε τμηματάρχα σας έφερα τις μισθολογικές καταστάσεις, κύριε τμηματάρχα το καφεδάκι σας, κύριε τμηματάρχα τι ωραία που τα λέτε, και δώστου να σκύβει δίπλα του τάχα να του δείξει που πρέπει να βάλει την τζίφρα του ο γκαβοτμηματάρχας, και να του χώνει τα βυζόμπαλα στη μούρη, για αυτά γιατρεύεται η τύφλα σου σαρδανάπαλε, κι όλο να κλείνεις τα μάτια και να ανασαίνεις στενάζοντας σαν μοσχάρι, σαν σε τυλίγει σύννεφο το πατσουλί που ρίχνει πάνω της με την νταμιτζάνα, όταν θα στέκει γυμνή μπροστά στον καθρέφτη καμαρώνοντας τη σφίξη των κρεάτων της. Από το πρωί, πέντε φορές μας έχει κουβαληθεί η κωλοσείστρα, δαγκωνόμουνα από νωρίς, αλλά δεν άντεξα, μέλι έχει το γραφείο μας σήμερα Τουλίτσα, βλέφαρο δεν κούνησε η ψυχρόαιμη, αχ, με συγχωρείτε που σας ενοχλώ με τόση πολλή δουλειά που έχετε, βουνό τα έγγραφα στο γραφείο σας κυρία Σωφρονία μου, αντιγύρισε το πουταναριό και μου ήρθε να σηκωθώ να της αστράψω μία ξεγυρισμένη σφαλιάρα, αλλά κρατήθηκα, ύψιστη αρετή η αυτοσυγκράτησις έλεγε ο μακαρίτης ο παππούλης μου, κι έτρωγα τα λυσσακά μου στο μουγκατό.

Είπε, όμως, κι ένα σωστό η Τούλα, έχει μαζευτεί πολύ πράμα, ντάνες τα έγγραφα που ολοένα ψηλώνουν και δεν μπορώ να τις κοντύνω, μεγάλο παίδεμα, τα χέρια μου σαν κουλαμένα, θέλω να κάνω γρήγορα και πάω σαν τον κάβουρα, όλη μέρα με ασπιρίνες, βγάζω το χτικιό μέχρι να τελειώσει το ωράριο, δεν γνωρίζω πια τον εαυτό μου και λέω πως φταίει αυτή η σάπια υγρασία που έχει πέσει πάνω μας, πάνε εφτά βδομάδες που βρέχει χωρίς σταματημό, τσουρναρίζει μέρα-νύχτα, μούλιασε ο κόσμος, οι άνθρωποι και τα ντουβάρια, σουβλιές μου κόβουν τα γόνατα κι ένα πράμα σαν χταπόδι μου σφίγγει το στήθος. Δεν θα ήταν έτσι τα πράγματα αν έριχνε μια άγρια βρόχα να ξεπλυθεί ο τόπος, πολύ νερό να κυλήσει στους δρόμους, να πάρει τα χώματα και τα σαπισμένα χόρτα που φράζουν τα φρεάτια, να αφρίσει στα κράσπεδα κι ας πλημμυρίσουν οι βρωμερές κατώγες στην άκρη της πόλης, κοντά στα νεκροταφεία, κι ας πάρουν τα νερά μαυρομούρηδες και λεροφορεμένους ζήτουλες, χαράς το πράγμα δηλαδή, το πολύ πολύ να χαθούν μερικά σιχαμερά παράσιτα από το πρόσωπο τούτης της γης. Αντί όμως το νερό να πέσει μαζεμένο, βουιστερό σαν καταρράκτης πάνω από την πόλη, έρχεται σταλάζοντας αργά-αργά, σαν ύπουλη επιδημία που οι γιατροί δεν μπορούν να κουλαντρίσουν, εκτός κάθε ελέγχου, υγρή και πρασινοκίτρινη, με την παράλυση και την αποβλάκωση ως κύρια συμπτώματα.

Δεν είναι, όμως, μόνο η βροχή. Είναι και αυτός ο ακούραστος χτύπος που νιώθω στα μηνίγγιά μου κάθε φορά που χώνω τα μούτρα μου στη χαρτούρα που σωριάζεται μπροστά μου μέρα με τη μέρα, που ακουμπάω στη μύτη μου κοκάλινα γυαλιά, αυτά που μάταια φαγώνεται η σουρτουκοαδελφή μου να τα αλλάξω, κάθε φορά, που τραβάω από τη στοίβα μια σελίδα, χειρόγραφη ή εκτυπωμένη, πατσαβουριασμένη ή κολλαριστή, μοσχομυριστή ή γαριασμένη, όπως και να 'χει, το ζητούμενο είναι να πληρώνεται κανείς, δίχως να εργάζεται, αυτός είναι ο ομολογημένος και ανομολόγητος πόθος απαξαπάντων εδώ μέσα κι εγώ ο θεματοφύλακας των αναζητήσεων τους, πρωτοπαλίκαρο της απαρχής της απουσίας, στυλοβάτης ακούραστος του φευγιού τους. Για τα πουλάκια μου τους αδειούχους παλιότερα κράταγα αρχείο σε ξεχωριστό μπλοκάκι, δικό μου, το είχα αγοράσει από το βιβλιοχαρτοπωλείο δίπλα στο φαρμακείο, μικρού σχήματος να χωράει στην τσάντα μου, το έπαιρνα στο σπίτι κάθε βράδυ μήπως μου το βουτήξει κανένα σαΐνι, κάθε φύλλο του ήταν αφιερωμένο σε έναν από δαύτους, σε ένα από αυτά τα ατομάκια που τριγυρίζουν όλη μέρα από γραφείο σε γραφείο με ένα χαρτί στο χέρι, τάχαμου πως δουλεύουν, πόσο γρήγορα γέμισαν εκείνα τα φύλλα αλήθεια, αμέτρητες αιτήσεις αδειών είχαν κωδικοποιηθεί και καταχωρηθεί εκεί μέσα, μόνο πρωτόκολλο που δεν έβαζα, τους είχα όλους φακελωμένους, με μία ματιά ήξερα τι καπνό φουμάρει έκαστος, τώρα πια τα παράτησα, έχασα το λογαριασμό εντελώς. Για το ότι ο στόχος ολονών είναι να μην προσέρχονται στην Υπηρεσία δεν χωράει αμφιβολία, η μέγιστη μαγκιά, όμως, είναι να χαμπαριάσεις ποιος είναι αυτός που προσπαθεί με την μεγαλύτερη μανία παίρνοντας άδειες κανονικές, αναρρωτικές, εκπαιδευτικές, αιμοδοτικές, εκπαιδευτικές, γονικές, δικαστικές, εκλογικές, άδειες αμέτρητες, χαρταρόλες όπου γράφουνε τη ζωή τους με συνημμένα δικαιολογητικά, άλλες χωρίς, ώστε να λάβουνε βοήθεια στα προβλήματά τους από το Κράτος, που σάμπως είναι ο γονιός τους και πρέπει ντε και καλά να τους παρασταθεί.

Μέσα σε όλα αυτά τα κακομοιριασμένα αιτήματα χασομεροσύνης, υπάρχουν κάποια που τα ξεχωρίζω, τα βάζω στην άκρη, πάνω από τα υπόλοιπα, και κάθε φορά που πέφτω πάνω σε ένα από αυτά τσουτσουρώνω σύγκορμη, όπως η ανέμελη γάτα που συναντάει στην στροφή ένα αφρισμένο μαντρόσκυλο έτοιμο να την ξεσκίσει. Πρόκειται για μία κατηγορία αιτήσεων άδειας, για την οποία μπαίνω στο κόπο να πάω μέχρι το φωτοτυπικό μηχάνημα, διαδρομή κατά την οποία πρέπει να υποκριθώ, εγώ που σιχαίνομαι την υποκρισία, ότι δεν ακούω την φωνή-καμπάνα της γραμματέως υποδιευθυντού, που έχει ξελυσσάξει με εκείνον τον καφέ γιατί η κάψα της για τον τμηματάρχη έχει φουντώσει, όπως ο καύσωνας τον μήνα Ιούλιο· για χάρη της πατάω σχεδόν όλους τους όρκους περί ευσυνειδησίας, εργατικότητος και διακριτικότητος, που έδωσα στον εαυτό μου όταν διορίστηκα σε τούτο το μουρλάδικο· για αυτήν έχω δημιουργήσει με μόχθο και ζηλευτή αυταπάρνηση προσωπικό αρχείο, που το φυλάω σαν εικόνισμα, και ακόμα περισσότερο, στο βάθος της κομότας της μαμάς, η οποία, βέβαια, δεν γνωρίζει τίποτα για αυτό, ούτε και χρειάζεται να μάθει δηλαδή, άστηνε τη γυναικούλα στον καναπέ της να βλέπει σήριαλ με εκείνο το χαμόγελο, που κόλλησε μόνιμα στο στόμα της μετά το περιστατικό. Βέβαια, τα φωτοαντίγραφα του αρχείου μου δεν είναι παρά οι σκιές των πρωτοτύπων, άδειες εγκυμοσύνης γραμμένες με ασημένια γράμματα και υπογεγραμμένες με χρυσά, σε μένα τις φέρνουν να τις πρωτοκολλήσω, εγώ είμαι η πρώτη που τις βλέπω και μαθαίνω τα χαρμόσυνα, εγώ είμαι η πρώτη που πρέπει να χαμογελάσει, συγκρατημένα μεν, ευγενικά δε μπροστά στις φουσκωμένες κοιλιές τους, άντε με το καλό, καλή λευτεριά και τα συναφή, κι έπειτα να σκύψω το κεφάλι, πως τάχα ψάχνω τον αριθμό στο πρωτόκολλο, για να μη δω την τις αποβλακωμένες από την χαρά φάτσες τους να φωτίζονται από αναμφισβήτητα ειρωνικό γέλιο όταν λένε και στα δικά σας κυρία Σωφρονία. Μη συγχύζεσαι κορίτσι μου, ψυχραιμία, αφού είναι γνωστόν τοις πάσι ότι αποστολή της γυναίκας-δημοσίου υπαλλήλου είναι να τυλίξει ένα μυγοχάφτη,να γκαστρωθεί κι έπειτα αρντάν στο σπιτάκι της, με τις μπουτάρες απλωμένες στον καναπέ και ο μισθός να πίπτει ακαταπαύστως. Προχτές του ανέφερα ότι έχουμε τέσσερις γκαστρωμένες, που έχουνε γίνει μπουχός φυσικά , και ως εκ τούτου η Υπηρεσία υπολειτουργεί και τον ρώτησα κατά πόσο θα ήταν δυνατόν να ανακληθούν αυτές οι άδειες εγκυμοσύνης, τι λες εκεί βρε Σωφρονία, μου απάντησε ο τμηματάρχης, κάτι μουρμούρισε για την υπογεννητικότητα που ταλανίζει την κοινωνία μας και τόνισε, κοιτώντας με καταπρόσωπο με τα γκαβά του, πως έπρεπε να κοιτάω τη δουλειά μου και να μην ανακατεύομαι εκεί που δε με σπέρνουν. Εντάξει, δεν περίμενα τίποτα καλύτερο από έναν ρεμπεσκέ που διορίστηκε με μέσον και δεν ησύχασε μέχρι που έκανε και την γυναίκα του αορίστου χρόνου, ώστε να πιάσει και αυτή με την σειρά της τα γενοβολήματα εξαφανισμένη τρία χρόνια από το πόστο της, ακόμη άφαντη η μαντάμ, εξού και τα σούρτα-φέρτα της κόκκινης γόβας. 

Ηρέμησε πια, είπε η ξαδέλφη μου πάνω από ένα ποτήρι γεμισμένο κονιάκ ως τα χείλια, δεν φταίνε οι κοπέλες που εσύ ξέμεινες, δεν είναι ότι δεν προσπάθησες, δεν έκατσε βρε ψυχή μου, ατύχησες, όμως παράτα τα πια, μη σε μασάνε μαγκούφα-σκύλα όλη την ώρα, άστες να κόψουν το λαιμό τους με τα μόμολα να τις τραβολογάνε ολημερίς κι ολονυχτίς. Έχει δίκιο η ξαδέλφη, έλα όμως που δεν μπορώ να ηρεμήσω με όλες αυτές τις σουσουράδες να με γυροφέρνουν περιμένοντας σαν ύαινες την ευκαιρία να μου τρίψουν την ευτυχία τους στα μούτρα, γιατί νομίζουν ότι μόλις πάω σπίτι μου, φοράω τη νυχτικιά μου, κλείνω τα παντζούρια και βιδώνομαι στον καναπέ, δίπλα στη μάνα μου, μέχρι να πέσω για ύπνο σε σεντόνια τόσο κρύα, που μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια, η αλήθεια είναι πως είναι φορές που το μαξιλάρι μου γίνεται μούσκεμα, ιδίως κάποιες βραδιές που μετράω τις φουσκάλες που είχαν κάνει οι φτέρνες μου από το τρέξιμο και τα νύχια που είχα σπάσει κοπανώντας την πόρτα του, μετά που με πήρε τηλέφωνο να μου πει πως τελειώσαμε, κι εμένα μου έπεσε η τσάντα με το νυφικό από τα χέρια, πριν αρχίσω να τρέχω πάνω σε κάτι τριαντάπονες τακούνες, να τον προφτάσω, πριν την κάνει οριστικώς και ανυπερθέτως. Αυτό, όμως, δε συμβαίνει συχνά, αλλά, ακόμη κι αν συνέβαινε, κανένας λόγος δεν πέφτει στις καρπερές τσούπρες που περιφέρονται κορδωμένες σαν λόρδισες πίσω από τις τουρλωμένες κοιλιές τους, μέχρι να περάσουν οι μέρες και να πάρουν την ευλογημένη άδεια τοκετού, ώστε εμείς οι υπόλοιποι να γλιτώσουμε επιτέλους από το ξεραστικό θέαμα των μπαταλεμένων κορμιών τους. Στοιχηματίζω πως και τούτη εδώ η αίτηση από γκαστρωμένη έχει γίνει, για δες εδώ, το Μαράκι της μηχανογράφησης ζητάει άδεια τοκετού, μωρέ μπράβο, γενοβόλημα κιόλας, σαν χθες μου φαίνεται που ήρθε χαζογελώντας στο κυλικείο και μας το ανακοίνωσε περιχαρής, φόραγε ένα ροζ άνορακ και παρίστανε τη μπεμπέκα, είχε αρχίσει η βροχή, το θυμάμαι καλά, δεν πάνε ούτε εφτά εβδομάδες, εξαμηνίτικο το γέννησε, μπορεί και πιο μικρό, πολύ περίεργα μας τα λες κοπελιά, για κάτσε, τι γράφεις εδώ ρε Μαρία, άδεια τοκετού μετά τη γέννηση θνησιγενούς βρέφους, που πάει να πει ότι το το γέννησες πεθαμένο, έξι μηνών, κανονικός άνθρωπος δηλαδή, με μάτια, αυτιά και στόμα, καρδιά, πνευμόνια, έντερα και συκώτι, χέρια και πόδια, με όλα του τα δαχτυλάκια, ολόκληρο παιδί. Το γέννησες πεθαμένο. Και τώρα πρέπει να το θάψεις, να προσλάβεις εργολάβο κηδειών και να αγοράσεις φέρετρο πενήντα πόντους στο μάκρος, για να χώσεις το θνησιγενές βρέφος σου μέσα σε χώμα που μοσχοβολάει ζωντανεμένο και στέκει έτοιμο να αποκαλύψει τα σκουλίκια που συστρέφονται μέσα του φρενιασμένα από την ασταμάτητη βροχή, με την πρώτη τσαπιά.

Saturday, 15 March 2014

Karen Wood's rain Ι

Between us (2011)
Only, only (2010)
Reflect (2008)
In absentia (2013)


Eric's party (2011)

Saturday, 1 February 2014