Wednesday, 29 March 2023

Βαμβάκι Αιγύπτου

Μόλις μπαίνω το νιώθω. Ακόμη κι αν δεν μου το είχες πει, θα το είχα καταλάβει. Κυρίως από τη μυρωδιά. Της κρέμας για τα ξύλινα, του καθαριστικού πατώματος. Δύσκολα ξεχνιούνται αυτά. Ακόμη κι ο τρόπος που έχεις τοποθετήσει τα μαξιλάρια στον καναπέ. Ανά χρώμα, αλλά και μέγεθος. Όλα στη θέση τους, καλοβαλμένα. Πω-πω, λέει ο Τάκης. Το ψυγείο είναι γεμάτο. Στο τραπέζι της κουζίνας υπάρχει ένα σημείωμα. Ολόκληρο με κεφαλαία. Γράφεις ότι θα περάσεις το βράδυ. Ότι δεν θα τα καταφέρεις νωρίτερα. Καθόμαστε αντικριστά και κοιταζόμαστε. Ξαφνικά, ο Τάκης ρωτάει αν θέλω να φάω κάτι. Έχω πεθυμήσει μια σοκολατίνα, αλλά δεν έχεις προνοήσει. Μάλλον σκέφτηκες ότι δεν κάνει. Προσφέρεται να πάει μέχρι το ζαχαροπλαστείο στην πλατεία. Δεν λέω όχι. Η αλήθεια είναι ότι το σκεφτόμουν συχνά αυτό το ζαχαροπλαστείο τις τελευταίες εβδομάδες. Επιστρέφω αμέσως, λέει και αρπάζει τα κλειδιά από την κονσόλα.

Μόλις κλείνει η πόρτα το σπίτι αρχίζει να μου ψιθυρίζει. Που ήσουν, ρωτάει. Με ξέχασες, λέει παραπονιάρικα. Καθισμένη όπως είμαι στο τραπέζι της κουζίνας, γέρνω στο πλάι κι ακουμπάω το μάγουλό μου στα πλακάκια. Μένω έτσι λίγη ώρα κι έπειτα σηκώνομαι. Βγαίνω στον διάδρομο με τα χέρια απλωμένα και τις άκρες των δακτύλων να χαϊδεύουν τους τοίχους. Αναδίδουν μια ευχάριστη ζεστασιά. Γύρισα τώρα, τους λέω. Στο σαλόνι προσπερνάω το σακ-βουαγιάζ που έχει παρατήσει ο Τάκης στη μέση του δωματίου. Από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας βγαίνει μουντό φως. Αντιλαμβάνομαι ότι έχεις αφήσει τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά. Ποτέ δεν συμμερίστηκα την αγάπη σου για τα φωτισμένα δωμάτια. Πόσο μάλλον τώρα. Μα τα μπράτσα μου είναι βαριά και δεν κάνω τίποτα. Δεν πειράζει, έχει συννεφιά.

Το τραπεζομάντιλο με το οποίο έχεις καλύψει τον καθρέφτη με κάνει να χαμογελάσω. Όταν σου το είχα ζητήσει είχες βάλει τα γέλια. Μέχρι δακρύων. Ήμουν βέβαιη ότι δεν θα το έκανες. Ότι δεν με είχες καταλάβει. Ήταν και κάτι κουβέντες που έκανες με τη διπλανή. Ένα βράδυ με είχε πάρει ο ύπνος και μιλάγατε ελεύθερα. Σου έλεγε πως όταν θα έβγαινα, έπρεπε να μου σταθείς. Εσύ απάντησες ότι έχω μεγάλη δύναμη γιατί έχω πάρει από εσένα. Ότι είμαι πολεμίστρια, δεν μασάω κι άλλα τέτοια. Με ξύπνησε η συζήτηση, αλλά δεν είχα κουράγιο να ανοίξω τα μάτια. Τέτοια λόγια θα έλεγες και στην εντατική. Στον μπαμπά, στους γιατρούς, μπορεί και στους νοσηλευτές. Δεν τα άκουσα με τα αυτιά μου, μα είμαι σίγουρη πως τέτοια έλεγες σε όλους.

Ερχόσουν καθημερινά μετά τη δουλειά σου, ούτε μέρα δεν έχασες. Μα δεν καθόσουν πάνω από μία ώρα. Ήσουν συνέχεια κουρασμένη. Εκείνη τη νοσοκόμα δεν την πέτυχες ποτέ, παρόλο που την έψαξες. Δεν ταίριαζαν οι βάρδιες σας. Ελεονόρα την έλεγαν, Νόρα. Πάντα πρωινή. Μαυρομάλλα και καλότροπη. Όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά ήταν σχεδόν αμίλητη. Σιγά-σιγά πήρε θάρρος με όλες στον θάλαμο. Άρχισε τα υποκοριστικά και τα χάδια. Μας αποκαλούσε κορίτσια της. Εμένα ισχυριζόταν πως με αγαπούσε πιο πολύ γιατί ήμουν το μικρό της παρέας. Όταν τελείωνε με τη νοσηλεία μας, καθόταν για λίγα λεπτά στο κρεβάτι μου. Να δει τι κάνω. Μου έπιανε συζήτηση για διάφορα θέματα. Για το φαγητό, τον καιρό, τους άντρες. Ένα πρωινό φαινόταν άκεφη. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, όπως τώρα, κι ο θάλαμος μισοσκότεινος. Α ρε κοριτσάκι, είπε σε κάποια φάση. Είναι δύσκολο, μα θα το συνηθίσεις, συνέχισε. Καθώς στράφηκα προς το μέρος της, την είδα να δαγκώνει την γροθιά της. Ματάκια μου όμορφα, είπε με σπασμένη φωνή.

Τα γαλάζια σεντόνια λάμπουν από καθαριότητα. Μου έρχεται μία έντονη επιθυμία να χωθώ σε αυτό το φρεσκοστρωμένο κρεβάτι. Μετά από τόσες εβδομάδες ξαπλωμένη, θα περίμενε κανείς το αντίθετο. Σκέφτομαι να φορέσω νυχτικό, μα όσα έχω είναι άπλυτα μέσα στο σακ-βουαγιάζ. Γδύνομαι και πέφτω με τα εσώρουχα. Το μαξιλάρι βγάζει έναν πνιχτό ήχο μόλις ακουμπάω το πρόσωπό μου πάνω του. Βαμβάκι Αιγύπτου. Η απαλότητα με κατακλύζει σε βαθμό παράλυσης. Τόσο που δεν προσέχω την εξώπορτα που ανοιγοκλείνει. Ξαφνικά ακούω τη φωνή του Τάκη από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ρωτάει αν κοιμάμαι. Δεν βλέπει τα μάτια μου έτσι που κείτομαι μπρούμυτα. Αποφασίζω να μην απαντήσω. Δεν είναι μόνο το μαλακτικό με άρωμα λεβάντα. Είναι κι ο ήχος που κάνουν οι σταγόνες στο τζάμι. Ίδιος με αυτόν που ακουγόταν στον θάλαμο κάθε φορά που έβρεχε.

No comments:

Post a Comment