Friday, 25 March 2022

Thymus Vulgaris

Χρόνια είχαν στην παραλιακή ταβέρνα να δουν τέτοια φασαρία. Οι σερβιτόροι έχασαν τα λόγια τους, το ίδιο κι η παρέα της. Οι θαμώνες στα γύρω τραπέζια γύρισαν και κοιτούσαν απροκάλυπτα. Ο ιδιοκτήτης έτρεξε στο τραπέζι τους ζητώντας να μάθει ποιο ήταν το πρόβλημα. Εκείνη φώναζε πως ήταν όλοι ανίκανοι. Ούτε μια μια απλή δουλειά δεν μπορούσαν να κάνουν. Το είχε δηλώσει ξεκάθαρα όταν έδωσαν παραγγελία. Μόνο θυμάρι, θυ-μά-ρι. Δεν ήθελε ρίγανη στη σαλάτα, αλλά θυμάρι. Και στη μπριζόλα. Ήταν σαφέστατη, κραύγαζε, πουθενά δεν έπρεπε να έχει μπει ρίγανη. Με τεντωμένα τα δάχτυλα πίεζε τα χέρια στο τραπέζι. Η ρίγανη της έφερνε εμετό, ούτε τη μυρωδιά της δεν άντεχε, ήταν τρελοί που θα την έβαζε στο στόμα της; Ήθελε θυμάρι, τέλος. Τα τριμμένα φύλλα αυτού του αγγειόσπερμου, δικότυλου φυτού της τάξης των σωληνανθών, της οικογένειας των χειλανθών. Μονάχα αυτά, παντού αυτά. Τη ρίγανη την έβρισκε αηδιαστική. Τα συναισθήματά της για το θυμάρι, γνωστό μεταξύ των βοτανολόγων ως «Θύμος ο κοινός» (λατ. Thymus vulgaris), ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα. Πράγματι, με τους όρθιους βλαστούς του, ο μικρός αυτός θάμνος, είχε υπάρξει στόχος πολυετών αναζητήσεων. Στις παρυφές χωμάτινων μονοπατιών ή ανάμεσα σε βράχια ή ρίζες δέντρων. Από τότε που πήγαινε στο Δημοτικό, μπορεί και νωρίτερα. Αυτό μάλλον οφειλόταν στα μικρά άνθη του, μωβ σαν της λεβάντας, αλλά πιο όμορφα. Ή, ακόμα πιο πιθανό, στη μυρωδιά του.

Το ότι το θυμάρι είναι εξαιρετικά κοινό στις περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο ήταν μία εξαιρετικά ευτυχής συγκυρία. Αφού από τα εβδομήντα περιμεσογειακά είδη που έχουν εντοπισθεί, τα εικοσιτέσσερα φυτρώνουν στην Ελλάδα. Εκείνη μάζευε αγριοθύμαρο, τον «Θύμο τον κεφαλωτό» (λατ. Thymus capitatus), που ευδοκιμεί σε άγονες περιοχές με ξηρό κλίμα στο νότιο τμήμα της χώρας. Με τον πριονωτό σουγιά στο χέρι και τα λευκά μου πέδιλα γεμάτα χώμα λεπτό, σαν να έχει περάσει από κόσκινο. Κι αν τύχαινε να προσπεράσω κάποιον θάμνο χωρίς να τον προσέξω, μου φώναζε «επ» τραβώντας τη φωνή του. Ήταν ένα από τα συνθήματά μας.

Όταν ξεραθούν, τα φύλλα του θυμαριού αποκτούν καφεπράσινο χρώμα και θρυμματισμένα αναδύουν πλούσιο άρωμα κι έχουν γεύση δυνατή και πιπεράτη. Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό, το οποίο είναι εξαιρετικά δημοφιλές. Μα το πιο εκλεκτό προϊόν του θυμαριού είναι, δίχως αμφιβολία, το μέλι. Στο νησί πάντα κατέβαιναν το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου. Τότε έπαιρνε την άδειά του. Όταν τα μωβ ανθάκια έλαμπαν σαν πετράδια κάτω από τον ήλιο. Ο αέρας από τους θυμαρότοπους φέρνει πάντα τη μυρωδιά διακοπών. Όσο, όμως, ανθεκτικός κι αν είναι ο θάμνος, τόσο ευαίσθητο είναι το άνθος του. Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως ανωμαλία ή ελάττωμα, αλλά ως φυσικό επακόλουθο, ώστε να επιτυγχάνεται η αναγκαία ισορροπία. Όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις.

Για να δώσει νέκταρ, το θυμάρι χρειάζεται να έχουν πέσει αρκετές βροχές την άνοιξη, απαλές και ποτιστικές. Και μια καλή γύρω στα μέσα του Μάη. Αν, όμως, βρέξει κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας, οι μέλισσες σταματούν να μαζεύουν νέκταρ. Είναι τα μουσκεμένα πέταλα που τις απωθούν. Μια καλοκαιρινή βροχή στο νησί, όσο ευχάριστη κι αν είναι, μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το θυμάρι. Είναι το παράκαιρο του πράγματος. Η παύση της νεκταροέκκρισης. Να σημειωθεί, παρόλαυτα, ότι αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσωρινή κατάσταση, μιας και το φυτό επανέρχεται με μεγαλύτερη ορμή. Έτσι, κερδίζεται ο χαμένος χρόνος. Αντίθετα, ο αέρας είναι κατά κοινή ομολογία καταστροφικός. Κυρίως επειδή είναι απρόβλεπτος. Ψυχρός, ορμητικός κι ανεξέλεγκτος, σαν τα μελτέμια. Και τον λίβα που ξεραίνει τα άνθη και ματαιώνει τη νεκταροέκκριση, για πάντα. «Τον γλυκό νοτιά που δροσίζει τις νύχτες», έτσι έλεγε ο μπαμπάς, «αυτόν αποζητά το θυμάρι». Και φύσαγε τον καπνό από το τσιγάρο ψηλά, στον αέρα.

Το μονοπάτι για το κτήμα είναι απότομο και κακοτράχαλο. Μοιάζει με κοίτη ρέματος. Ένα σχεδόν χαλασμένο καλντερίμι με πλάκες γυαλισμένες από το ποδοπάτημα. Κουράγιο. Μα όσο κι αν στυλώνω τα μάτια μου στους ιριδισμούς που κάνει το φως στην ψευδοροφή, έτσι όπως το αντανακλούν τα στολίδια στην μπλούζα μου, δεν καταφέρνω να διώξω αυτήν την αίσθηση. Είναι σαν ένα αργό φτερούγισμα, μοιάζει με το ασυναίσθητο σβήσιμο της χαράς. Είπε ότι πάει να καπνίσει μα έχει περάσει πάνω από μισή ώρα. Θέλω να πάω να τον ψάξω στο κατάστρωμα. Αν το κάνω, θα χάσουμε τις θέσεις που με κόπο βρήκε όταν επιβιβαστήκαμε. Θα μπορούσα να ζητήσω από το διπλανό ζευγάρι να μου τις φυλάξουν, αλλά οι σκούρες στάμπες στις μασχάλες του πουκαμίσου του άντρα με σταματούν. Όπως και πριν, όταν μου χαμογέλασε κι εγώ υποκρίθηκα ότι κοιμόμουν. Αλλά τα μάτια μου δεν ήταν εντελώς κλεισμένα. Καθισμένη σε μια πλατιά πέτρα, θερμασμένη από τον ήλιο, έπινα νερό από παγούρι. Εκείνος δεν δίστασε. Έγειρε προς το μέρος μου και ρώτησε αν με πείραζε το σακ βουαγιάζ που είχε σπρώξει κάτω από το τραπεζάκι. Αναγκάστηκα να ανοίξω τα μάτια και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Αποκαλώντας με «κυρία» θέλησε να μάθει αν ήμουν σίγουρη ότι η τσάντα δε με ενοχλούσε. Πρόσεξα ότι η γυναίκα που τον συνόδευε στεκόταν στην άλλη άκρη του σαλονιού, στην ουρά που είχε σχηματιστεί στο μπαρ. Έκλεισα ξανά τα μάτια δίχως να απαντήσω. Ο νοτιάς που στεγνώνει τα ιδρωμένα μου μπράτσα μυρίζει θυμάρι και τσιγάρο. Τώρα ο άντρας με αγνοεί αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Δεν μπορώ να του ζητήσω τίποτα. Το πλοίο είναι τόσο γεμάτο, που κάποιοι κάθονται οκλαδόν σε πετσέτες θαλάσσης στρωμένες στο πάτωμα. Πίσω μου δύο αγόρια καυγαδίζουν. Είναι αδύνατο να συνεχίσω να υποκρίνομαι ότι αγνοώ την απουσία του. Το αριστερό μου μάτι τσούζει, σαν να έχει μπει σκόνη μέσα. Σε λίγο θα αρχίσει να τρέχει.

Η αλήθεια είναι ότι τα τσιγάρα του μπαμπά έχουν δημιουργήσει πολλά προβλήματα, ακόμη και καυγάδες. Όπως που είχαμε αναγκαστεί να φύγουμε από τον κινηματογράφο γιατί του είχαν ζητήσει να σβήσει το τσιγάρο. Ίσως αποφάσισε να καπνίσει δύο, το ένα μετά το άλλο, μπορεί και τρία. Μου έχει πει ότι ο καπνός έχει πιο ωραία γεύση στη θάλασσα. Μπορεί να βρήκε θέση στο κατάστρωμα κι αποφάσισε να καπνίσει δυο τσιγάρα στον θαλασσινό αέρα. Ο μπαμπάς ρεμβάζει ακουμπισμένος στην κουπαστή κι εγώ γδέρνω το χέρι μου περνώντας το πάνω από ολόκληρη την επιφάνεια του θάμνου. Τον κάνω να μοσχοβολήσει. Δεν είναι ότι με πειράζει που με άφησε μόνη, ούτε φοβάμαι τον κόσμο τριγύρω. Παρόλο που οι ματιές του διπλανού έχουν γίνει επίμονες. Γλυκός νοτιάς. Με το απλωμένο χέρι του ο μπαμπάς μου δείχνει τα ξύλινα κιβώτια, τοποθετημένα σε δύο σειρές στο διπλανό χωράφι. Αναρωτιέμαι πόση ώρα απομένει ακόμα μέχρι να φτάσουμε. Η αβεβαιότητα δε με αφήνει να κλείσω τα βλέφαρα γλυτώνοντας από τις ιδρωμένες μασχάλες. Ένα παιδί πέφτει με φόρα στην πλάτη της πολυθρόνας μου και την τραντάζει. Σηκώνομαι και πηγαίνω προς την έξοδο δίχως να πω τίποτα σε κανέναν. Δεν ρίχνω ούτε μία ματιά πίσω μου.

Πίσω από το θολό τζάμι ο ήλιος δύει. Καλύτερα έτσι. Στραμμένο προς την πρύμνη, θα τον βρω στο τρίτο κατάστρωμα, το πιο ψηλό, με τον γιακά του μπουφάν σηκωμένο. Θα δω την καύτρα του τσιγάρου του από μακριά να κάνει σινιάλα. Θα με βάλει να καθίσω στον αριστερό του μηρό και θα περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου για να με προστατεύσει από τη βραδινή δροσιά. Κι ανάμεσα σε βαθιές ρουφηξιές καπνού θα ξεκινήσει να μου λέει για την πεντάμορφη βασιλοπούλα, την κόρη του Μελισσέα, που με τη βοήθεια της αδελφής της ανάθρεψε τον νεογέννητο Δία, σε μια σπηλιά στην Κρήτη. Με μέλι και γάλα. Και που, για να την τιμωρήσει ο Κρόνος την μεταμόρφωσε σε σκουλήκι της γης. Την ώρα που θα λέει «αχ, συμφορά μου», με την τσιριχτή φωνή της Μέλισσας, θα με σφίξει πάνω του και θα μυρίζω την τσιγαρίλα στα ρούχα του. Κι έπειτα ο Δίας θα δώσει φτερά στο ταπεινό έντομο. Επιταχύνω το βήμα μου για να προλάβουμε, η ιστορία είναι μεγάλη.

Σπρώχνει με τον ώμο την βαριά σιδερόπορτα μισοκλείνοντας προκαταβολικά τα μάτια γιατί έχει νυχτώσει καταμεσής της θάλασσας. Βγάζει το δεξί πόδι έξω από την πόρτα κι η σόλα της κάνει ένα ήχο ξερό, σχετικά ευχάριστο καθώς έρχεται σε επαφή με την τσιμεντένια πλάκα του πεζοδρομίου. Παρόλο που δεν φοράει ρολόι, ξέρει ότι έχει καθυστερήσει. Μετακινεί τον ιμάντα της τσάντας της στον ώμο γιατί έχει αρχίσει να την κόβει, έτσι βαριά που είναι. Πίσω από την τζαμαρία που έχει αρχίσει να τη στιγματίζει η βροχή ο μπαμπάς χαμογελάει και υπόσχεται. Θα πάνε και φέτος να μαζέψουν θυμάρι. Το χώμα μέσα στα πέδιλά της δεν θα την ενοχλεί, καθώς θα σκαρφαλώνει στις ξερολιθιές. Κι εκείνος θα τρίβει με το χέρι του τα ανθάκια κι έπειτα θα το κρατάει μπροστά στη μύτη του. Κλείνοντας τα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα. 


 

Sunday, 20 March 2022

Η βροχή στο Στοart

Η βροχή, μοτίβο λύπης, συνθήκη ύφεσης αλλά και ευφραντικής κάθαρσης και δυνητικής γαλήνης, λειτουργεί εδώ ως ένα κυριολεκτικό και εννοιολογικό πεδίο ύφανσης, μέθεξης και διείσδυσης. Ως τόπος αυτοτελής, άλλοτε αφαιρετικός και άλλοτε παραστατικός, που εμπεριέχει λεπταίσθητες υφές και οργανικές αρχετυπικές φόρμες, άχραντες σιωπές και ενδιάμεσες μετέωρες συνομιλίες. Ως κυριολεκτικό και ψυχικό υγρό τοπίο ανθρώπων, μεταπτώσεων και καταστάσεων που συντελούνται στον αστικό ιστό, στη σφαίρα του μύθου ή στο υπαίθριο διάσελο (https://www.stoart.gr/stoart-vroxh)





 

 

Wednesday, 9 March 2022

Μικρή βαλίτσα

Στην είσοδο του χωριού τράβηξε την προσοχή μου ένα χωράφι με ανθισμένες αμυγδαλιές και σκέφτηκα ότι δεν είχα ξαναπάει ποτέ χειμώνα. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στον αμαξιτό. Με τα σακ-βουαγιάζ στους ώμους πήραμε το ανηφορικό λιθόστρωτο που έβγαζε στο σπίτι. Φυσούσε ένας τσουχτερός αέρας που έδιωξε μεμιάς τη νύστα του ταξιδιού. Μας υποδέχτηκε η αδελφή της μητέρας μου που ζούσε μόνιμα στο χωριό κι είχα να τη δω πάνω από τέσσερα χρόνια. Καθίσαμε στη σάλα και μας έφτιαξε καφέ. Έφερε και κάτι λουκούμια περγαμόντο που ήταν λίγο σκληρά. Ο παππούς κοιμόταν.

Το επόμενο πρωί πετάχτηκα να πάρω ψωμί κι ο φούρναρης με θυμήθηκε. Με ρώτησε πώς έβλεπα τα πράγματα με τον παππού κι εγώ του απάντησα άσχημα. Ανασήκωσε τους ώμους, μεγάλοι άνθρωποι, τι να κάνουμε, είπε. Βγήκα από τον φούρνο, με τη φρατζόλα κάτω από τη μασχάλη, την ώρα που πέρναγε από το στενό. Χωρίς να το σκεφτώ, κοντοστάθηκα να του μιλήσω, μα δε με είδε. Συνέχισε να περπατάει, με ένα ογκώδες σακίδιο στους ώμους. Έτσι όπως στεκόμουν καταμεσής του δρόμου, ένιωσα ότι αυτή του η συμπεριφορά δεν ήταν ειλικρινής· ότι στην πραγματικότητα με είχε πάρει το μάτι του. Πείσμωσα και δεν τον φώναξα. Την ώρα που γύρισα, ο παππούς είχε πιάσει κουβέντα με τη μητέρα μου και την αδελφή της. Μπήκα στην κάμαρα του και τον βρήκα ανακαθισμένο στο κρεβάτι. Γκρίνιαζε που ακόμα δεν είχαν φροντίσει το θέμα του συμβολαιογράφου. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Είπε ότι είχα γίνει κοπελάρα, ίδια η γιαγιά μου. Άπλωσε τα χέρια προς το μέρος μου, σαν μωρό παιδί. Έσκυψα και τον φίλησα στο μάγουλο. Η βροχή χτυπούσε απαλά το τζάμι.

Ξαναείδα τον Αντώνη, όταν πήγα στην καφετέρια με την ξαδέλφη μου. Περασμένες εννέα, βράδυ Παρασκευής, μα το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο. Έπαιζε δυνατά Σκόρπιονς, που τους αγαπούσε φανατισμένα ο ιδιοκτήτης. Εκείνος έπινε μπίρα στο μπαρ, παρέα με άλλους δύο που δεν τους ήξερα. Είπα στον σερβιτόρο να του πάει μια μπίρα κερασμένη από μένα. Ένα τέταρτο αργότερα ήρθε στο τραπέζι μας. Τι κάνει ο παππούς σου, ρώτησε. Χάλια, απάντησα και κούνησε το κεφάλι χωρίς να πει κάτι άλλο. Απόμεινε να στέκεται εκεί, μπροστά μου, αμίλητος. Ούτε η ξαδέλφη μιλούσε. Τόση ήταν η βουβαμάρα, που δεν το πολυσκέφτηκα. Είπα πως θα πέρναγα την επόμενη μέρα από το μαγαζί να τα λέγαμε. Ξανακούνησε το κεφάλι του, το πήρα για συναίνεση κι έκοψα, κι εγώ, την κουβέντα. Χαιρέτησε με την παλάμη του τεντωμένη σαν φαντάρος και γύρισε στην παρέα του. Εμείς μετά από μισή ώρα, το πολύ, φύγαμε. Δυσκολεύτηκα να επιστρέψω γιατί οι πλάκες γλιστρούσαν με το ψιλόβροχο και δεν φόραγα σωστά παπούτσια. Ο παππούς είχε πάθει κρίση δύσπνοιας. Τον βρήκα με μάσκα οξυγόνου και κλειστά μάτια.

Ξεκίνησα αργά το απόγευμα, γιατί η μητέρα μου είχε ζητήσει να τη βοηθήσω με διάφορες δουλειές, επειδή περίμεναν τον γιατρό. Στα μισά του δρόμου σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε κλείσει τόσο αργά που ήταν. Ο ήλιος δεν είχε πάρει ακόμα να δύει, αλλά είχε συννεφιά κι ήταν σκοτεινά. Μέχρι να φτάσω δεν είχα κατασταλάξει αν προτιμούσα να βρω το μαγαζί κλειστό ή το αντίθετο. Τελικά ήταν ανοιχτά. Μπήκα χτυπώντας τα πόδια μου στο τσιμέντο, πιο δυνατά από το φυσικό μου. Βγήκε από την πορτούλα με ένα πλαστικό μπιτόνι στο χέρι. Δεν ξαφνιάστηκε στο ελάχιστο. Λες κι ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο να βγει από την αποθήκη και να με πετύχει ανάμεσα στα βαρέλια. Παράγγειλε καφέδες από δίπλα. Καθίσαμε πίσω από τον πάγκο και μου είπε ότι έψαχνε να βρει βοηθό. Οι δουλειές του είχαν πάρει τα πάνω τους. Είχε επεκταθεί εκτός νομού. Έδειξα μεγάλο ενθουσιασμό, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα. Μου τα είχε προλάβει η ξαδέλφη μου. Εσύ πώς τα περνάς μπουμπούκι μου, ρώτησε. Του είπα για το πτυχίο και τη δουλειά. Είπα και για τον αρραβώνα. Α, μα εσύ πήρες μεγάλη φόρα, φώναξε και σηκώθηκε από την καρέκλα για να με συγχαρεί επίσημα, διά χειραψίας. Έτσι όπως μου έσφιγγε το χέρι γερμένος προς τα εμπρός, στα ρουθούνια μου ήρθε μυρωδιά ιδρώτα και καπνού. Έκλεισα τα μάτια, σαν από ρεφλέξ, μα τα άνοιξα ξανά γρήγορα. Αν δεν αρρώσταινε ο παππούς σου, δεν θα μάθαινα ποτέ τις χαρές σου ρε μπουμπού, είπε χωρίς να μου αφήσει το χέρι. Αυτή η ξαδέλφη σου τίποτα δε λέει, σκέτη σφίγγα, παραπονέθηκε.

Σε μένα όμως η Πίτσα τα έλεγε όλα. Ό,τι γινόταν κι ό,τι λεγόταν. Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου διηγιόταν πως τον κουβέντιαζαν όλοι· πως το πήγαινε καρφί για γεροντοκόρος και τσάμπα έφτιαχνε περιουσία. Κι ότι οι μόνες γυναίκες που πλησίαζε ήταν οι εκδιδόμενες του Νεοχωρίου. Άφησα το σχόλιο για την ξαδέλφη να πέσει κάτω κι απάντησα πως είχα κανονίσει να κατέβω αυτό το καλοκαίρι, παππούς-ξεπαππούς. Θα τα μάθαινε τα νέα μου αργά ή γρήγορα άρα. Μου είπε πως είχε κι αυτός πλάνα για το καλοκαίρι. Λογάριαζε να πάρει έναν καινούριο θραυστήρα, φοβερό μηχάνημα, μου τον έδειξε και στο κομπιούτερ. Έπειτα έπιασε να μου λέει για τις ποικιλίες που θα έβαζε την επόμενη χρονιά. Μόλις τέλειωσα τον καφέ, σηκώθηκα να φύγω. Μου γέμισε ένα δίλιτρο μπουκάλι να το πάω στον αρραβωνιάρη, να δει τι κρασί βγάζει ο τόπος μου και μου έδωσε ξανά το χέρι. Τον χαιρέτησα και κατηφόρησα τον δρόμο. Δε με ενοχλούσε το μουσκεμένο πλακόστρωτο, παρόλο που κουβάλαγα το μπουκάλι στην πλαστική σακούλα. Είχα φορέσει μποτάκια και μπορούσα να περπατάω όσο γρήγορα ήθελα.

Στο σπίτι, η μητέρα γέμιζε μια μικρή βαλίτσα με σώβρακα, φανέλες και πιτζάμες. Η θεία μίλαγε δυνατά στο τηλέφωνο. Ο γιατρός είχε διατάξει να μεταφερθεί ο παππούς στο νοσοκομείο εσπευσμένα.

Rainy weekend on mount Pelion