Χρόνια είχαν στην παραλιακή ταβέρνα να δουν τέτοια φασαρία. Οι σερβιτόροι έχασαν τα λόγια τους, το ίδιο κι η παρέα της. Οι θαμώνες στα γύρω τραπέζια γύρισαν και κοιτούσαν απροκάλυπτα. Ο ιδιοκτήτης έτρεξε στο τραπέζι τους ζητώντας να μάθει ποιο ήταν το πρόβλημα. Εκείνη φώναζε πως ήταν όλοι ανίκανοι. Ούτε μια μια απλή δουλειά δεν μπορούσαν να κάνουν. Το είχε δηλώσει ξεκάθαρα όταν έδωσαν παραγγελία. Μόνο θυμάρι, θυ-μά-ρι. Δεν ήθελε ρίγανη στη σαλάτα, αλλά θυμάρι. Και στη μπριζόλα. Ήταν σαφέστατη, κραύγαζε, πουθενά δεν έπρεπε να έχει μπει ρίγανη. Με τεντωμένα τα δάχτυλα πίεζε τα χέρια στο τραπέζι. Η ρίγανη της έφερνε εμετό, ούτε τη μυρωδιά της δεν άντεχε, ήταν τρελοί που θα την έβαζε στο στόμα της; Ήθελε θυμάρι, τέλος. Τα τριμμένα φύλλα αυτού του αγγειόσπερμου, δικότυλου φυτού της τάξης των σωληνανθών, της οικογένειας των χειλανθών. Μονάχα αυτά, παντού αυτά. Τη ρίγανη την έβρισκε αηδιαστική. Τα συναισθήματά της για το θυμάρι, γνωστό μεταξύ των βοτανολόγων ως «Θύμος ο κοινός» (λατ. Thymus vulgaris), ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα. Πράγματι, με τους όρθιους βλαστούς του, ο μικρός αυτός θάμνος, είχε υπάρξει στόχος πολυετών αναζητήσεων. Στις παρυφές χωμάτινων μονοπατιών ή ανάμεσα σε βράχια ή ρίζες δέντρων. Από τότε που πήγαινε στο Δημοτικό, μπορεί και νωρίτερα. Αυτό μάλλον οφειλόταν στα μικρά άνθη του, μωβ σαν της λεβάντας, αλλά πιο όμορφα. Ή, ακόμα πιο πιθανό, στη μυρωδιά του.
Το ότι το θυμάρι είναι εξαιρετικά κοινό στις περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο ήταν μία εξαιρετικά ευτυχής συγκυρία. Αφού από τα εβδομήντα περιμεσογειακά είδη που έχουν εντοπισθεί, τα εικοσιτέσσερα φυτρώνουν στην Ελλάδα. Εκείνη μάζευε αγριοθύμαρο, τον «Θύμο τον κεφαλωτό» (λατ. Thymus capitatus), που ευδοκιμεί σε άγονες περιοχές με ξηρό κλίμα στο νότιο τμήμα της χώρας. Με τον πριονωτό σουγιά στο χέρι και τα λευκά μου πέδιλα γεμάτα χώμα λεπτό, σαν να έχει περάσει από κόσκινο. Κι αν τύχαινε να προσπεράσω κάποιον θάμνο χωρίς να τον προσέξω, μου φώναζε «επ» τραβώντας τη φωνή του. Ήταν ένα από τα συνθήματά μας.
Όταν ξεραθούν, τα φύλλα του θυμαριού αποκτούν καφεπράσινο χρώμα και θρυμματισμένα αναδύουν πλούσιο άρωμα κι έχουν γεύση δυνατή και πιπεράτη. Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό, το οποίο είναι εξαιρετικά δημοφιλές. Μα το πιο εκλεκτό προϊόν του θυμαριού είναι, δίχως αμφιβολία, το μέλι. Στο νησί πάντα κατέβαιναν το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου. Τότε έπαιρνε την άδειά του. Όταν τα μωβ ανθάκια έλαμπαν σαν πετράδια κάτω από τον ήλιο. Ο αέρας από τους θυμαρότοπους φέρνει πάντα τη μυρωδιά διακοπών. Όσο, όμως, ανθεκτικός κι αν είναι ο θάμνος, τόσο ευαίσθητο είναι το άνθος του. Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως ανωμαλία ή ελάττωμα, αλλά ως φυσικό επακόλουθο, ώστε να επιτυγχάνεται η αναγκαία ισορροπία. Όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις.
Για να δώσει νέκταρ, το θυμάρι χρειάζεται να έχουν πέσει αρκετές βροχές την άνοιξη, απαλές και ποτιστικές. Και μια καλή γύρω στα μέσα του Μάη. Αν, όμως, βρέξει κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας, οι μέλισσες σταματούν να μαζεύουν νέκταρ. Είναι τα μουσκεμένα πέταλα που τις απωθούν. Μια καλοκαιρινή βροχή στο νησί, όσο ευχάριστη κι αν είναι, μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το θυμάρι. Είναι το παράκαιρο του πράγματος. Η παύση της νεκταροέκκρισης. Να σημειωθεί, παρόλαυτα, ότι αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσωρινή κατάσταση, μιας και το φυτό επανέρχεται με μεγαλύτερη ορμή. Έτσι, κερδίζεται ο χαμένος χρόνος. Αντίθετα, ο αέρας είναι κατά κοινή ομολογία καταστροφικός. Κυρίως επειδή είναι απρόβλεπτος. Ψυχρός, ορμητικός κι ανεξέλεγκτος, σαν τα μελτέμια. Και τον λίβα που ξεραίνει τα άνθη και ματαιώνει τη νεκταροέκκριση, για πάντα. «Τον γλυκό νοτιά που δροσίζει τις νύχτες», έτσι έλεγε ο μπαμπάς, «αυτόν αποζητά το θυμάρι». Και φύσαγε τον καπνό από το τσιγάρο ψηλά, στον αέρα.
Το μονοπάτι για το κτήμα είναι απότομο και κακοτράχαλο. Μοιάζει με κοίτη ρέματος. Ένα σχεδόν χαλασμένο καλντερίμι με πλάκες γυαλισμένες από το ποδοπάτημα. Κουράγιο. Μα όσο κι αν στυλώνω τα μάτια μου στους ιριδισμούς που κάνει το φως στην ψευδοροφή, έτσι όπως το αντανακλούν τα στολίδια στην μπλούζα μου, δεν καταφέρνω να διώξω αυτήν την αίσθηση. Είναι σαν ένα αργό φτερούγισμα, μοιάζει με το ασυναίσθητο σβήσιμο της χαράς. Είπε ότι πάει να καπνίσει μα έχει περάσει πάνω από μισή ώρα. Θέλω να πάω να τον ψάξω στο κατάστρωμα. Αν το κάνω, θα χάσουμε τις θέσεις που με κόπο βρήκε όταν επιβιβαστήκαμε. Θα μπορούσα να ζητήσω από το διπλανό ζευγάρι να μου τις φυλάξουν, αλλά οι σκούρες στάμπες στις μασχάλες του πουκαμίσου του άντρα με σταματούν. Όπως και πριν, όταν μου χαμογέλασε κι εγώ υποκρίθηκα ότι κοιμόμουν. Αλλά τα μάτια μου δεν ήταν εντελώς κλεισμένα. Καθισμένη σε μια πλατιά πέτρα, θερμασμένη από τον ήλιο, έπινα νερό από παγούρι. Εκείνος δεν δίστασε. Έγειρε προς το μέρος μου και ρώτησε αν με πείραζε το σακ βουαγιάζ που είχε σπρώξει κάτω από το τραπεζάκι. Αναγκάστηκα να ανοίξω τα μάτια και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Αποκαλώντας με «κυρία» θέλησε να μάθει αν ήμουν σίγουρη ότι η τσάντα δε με ενοχλούσε. Πρόσεξα ότι η γυναίκα που τον συνόδευε στεκόταν στην άλλη άκρη του σαλονιού, στην ουρά που είχε σχηματιστεί στο μπαρ. Έκλεισα ξανά τα μάτια δίχως να απαντήσω. Ο νοτιάς που στεγνώνει τα ιδρωμένα μου μπράτσα μυρίζει θυμάρι και τσιγάρο. Τώρα ο άντρας με αγνοεί αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Δεν μπορώ να του ζητήσω τίποτα. Το πλοίο είναι τόσο γεμάτο, που κάποιοι κάθονται οκλαδόν σε πετσέτες θαλάσσης στρωμένες στο πάτωμα. Πίσω μου δύο αγόρια καυγαδίζουν. Είναι αδύνατο να συνεχίσω να υποκρίνομαι ότι αγνοώ την απουσία του. Το αριστερό μου μάτι τσούζει, σαν να έχει μπει σκόνη μέσα. Σε λίγο θα αρχίσει να τρέχει.
Η αλήθεια είναι ότι τα τσιγάρα του μπαμπά έχουν δημιουργήσει πολλά προβλήματα, ακόμη και καυγάδες. Όπως που είχαμε αναγκαστεί να φύγουμε από τον κινηματογράφο γιατί του είχαν ζητήσει να σβήσει το τσιγάρο. Ίσως αποφάσισε να καπνίσει δύο, το ένα μετά το άλλο, μπορεί και τρία. Μου έχει πει ότι ο καπνός έχει πιο ωραία γεύση στη θάλασσα. Μπορεί να βρήκε θέση στο κατάστρωμα κι αποφάσισε να καπνίσει δυο τσιγάρα στον θαλασσινό αέρα. Ο μπαμπάς ρεμβάζει ακουμπισμένος στην κουπαστή κι εγώ γδέρνω το χέρι μου περνώντας το πάνω από ολόκληρη την επιφάνεια του θάμνου. Τον κάνω να μοσχοβολήσει. Δεν είναι ότι με πειράζει που με άφησε μόνη, ούτε φοβάμαι τον κόσμο τριγύρω. Παρόλο που οι ματιές του διπλανού έχουν γίνει επίμονες. Γλυκός νοτιάς. Με το απλωμένο χέρι του ο μπαμπάς μου δείχνει τα ξύλινα κιβώτια, τοποθετημένα σε δύο σειρές στο διπλανό χωράφι. Αναρωτιέμαι πόση ώρα απομένει ακόμα μέχρι να φτάσουμε. Η αβεβαιότητα δε με αφήνει να κλείσω τα βλέφαρα γλυτώνοντας από τις ιδρωμένες μασχάλες. Ένα παιδί πέφτει με φόρα στην πλάτη της πολυθρόνας μου και την τραντάζει. Σηκώνομαι και πηγαίνω προς την έξοδο δίχως να πω τίποτα σε κανέναν. Δεν ρίχνω ούτε μία ματιά πίσω μου.
Πίσω από το θολό τζάμι ο ήλιος δύει. Καλύτερα έτσι. Στραμμένο προς την πρύμνη, θα τον βρω στο τρίτο κατάστρωμα, το πιο ψηλό, με τον γιακά του μπουφάν σηκωμένο. Θα δω την καύτρα του τσιγάρου του από μακριά να κάνει σινιάλα. Θα με βάλει να καθίσω στον αριστερό του μηρό και θα περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου για να με προστατεύσει από τη βραδινή δροσιά. Κι ανάμεσα σε βαθιές ρουφηξιές καπνού θα ξεκινήσει να μου λέει για την πεντάμορφη βασιλοπούλα, την κόρη του Μελισσέα, που με τη βοήθεια της αδελφής της ανάθρεψε τον νεογέννητο Δία, σε μια σπηλιά στην Κρήτη. Με μέλι και γάλα. Και που, για να την τιμωρήσει ο Κρόνος την μεταμόρφωσε σε σκουλήκι της γης. Την ώρα που θα λέει «αχ, συμφορά μου», με την τσιριχτή φωνή της Μέλισσας, θα με σφίξει πάνω του και θα μυρίζω την τσιγαρίλα στα ρούχα του. Κι έπειτα ο Δίας θα δώσει φτερά στο ταπεινό έντομο. Επιταχύνω το βήμα μου για να προλάβουμε, η ιστορία είναι μεγάλη.
Σπρώχνει με τον ώμο την βαριά σιδερόπορτα μισοκλείνοντας προκαταβολικά τα μάτια γιατί έχει νυχτώσει καταμεσής της θάλασσας. Βγάζει το δεξί πόδι έξω από την πόρτα κι η σόλα της κάνει ένα ήχο ξερό, σχετικά ευχάριστο καθώς έρχεται σε επαφή με την τσιμεντένια πλάκα του πεζοδρομίου. Παρόλο που δεν φοράει ρολόι, ξέρει ότι έχει καθυστερήσει. Μετακινεί τον ιμάντα της τσάντας της στον ώμο γιατί έχει αρχίσει να την κόβει, έτσι βαριά που είναι. Πίσω από την τζαμαρία που έχει αρχίσει να τη στιγματίζει η βροχή ο μπαμπάς χαμογελάει και υπόσχεται. Θα πάνε και φέτος να μαζέψουν θυμάρι. Το χώμα μέσα στα πέδιλά της δεν θα την ενοχλεί, καθώς θα σκαρφαλώνει στις ξερολιθιές. Κι εκείνος θα τρίβει με το χέρι του τα ανθάκια κι έπειτα θα το κρατάει μπροστά στη μύτη του. Κλείνοντας τα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα.