Όταν βγήκα στον δρόμο, παραπατώντας, χάραζε ήδη το γλυκό χειμωνιάτικο πρωινό. Έβρεχε μαλακά, σιγανά, όπως βρέχει σε μας στη Ρωσία μόνο τον Απρίλη. Αυτό κι η ζάλη μου μαζί μ’ έκαναν για μια στιγμή να τα χάσω – να μην ξέρω πού βρίσκομαι. Ξαφνιάστηκα, τρόμαξα σχεδόν, όταν είδα τη δουλικότητα με την οποία με χαιρέτησαν οι υπηρέτες του ξενοδοχείου. Χρειάστηκε να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει για να θυμηθώ ότι ήμουν ο πρίγκιπας Κραπότκιν.
Το θυμήθηκα λίγα λεπτά αργότερα, όταν με χτύπησε στο πρόσωπο η δροσερή πρωινή ψιχάλα. Λες κι αυτή η απαλή κρύα βροχούλα της αυγής με είχε μόλις αναγορεύσει πρίγκιπα. Έναν Παριζιάνο πρίγκιπα Κραπότκιν. Που στα μάτια μου τότε ήταν πολύ σπουδαιότερος από έναν Ρώσο.
Ο ουρανός του Παρισιού έβρεχε σιγανά, καλοσυνάτα, σαν να χάιδευε το γυμνό μου κεφάλι, τους κουρασμένους ώμους μου. Στάθηκα κάμποσο έξω από την είσοδο του ξενοδοχείου. Στην πλάτη μου ένιωθα καρφωμένα τα δουλικά, επιτηδευμένα αδιάφορα και συνάμα –όπως με ειδοποιούσε το επαγγελματικό μου ένστικτο– καχύποπτα βλέμματα του υπηρετικού προσωπικού. Μου έκαναν καλό αυτά τα βλέμματα. Μου έκανε καλό αυτή η βροχούλα. Ο ουρανός του Παρισιού μου έδινε την ευλογία του.
[Joseph
Roth, Η ομολογία ενός
δολοφόνου – μέσα σε μια νύχτα
(1936), μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2017)]
No comments:
Post a Comment