Sunday, 21 March 2021

Talk to me like the rain and let me listen, Tennessee Williams (1953)

Δύο ανώνυμα πρόσωπα, ο Άνδρας και η Γυναίκα, ζουν σε ένα ρημαγμένο διαμέρισμα στο Λόουερ Ιστ Σάιντ. Εκείνος είναι αλκοολικός, εκείνη συνειδητά παραιτημένη. Ανάμεσά τους υπάρχει μια απόγνωσης.

[...]

ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλήσεις, αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλήσεις τώρα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι!

ΑΝΤΡΑΣ: Ε λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και—άσε με ν’ ακούω, άσε με να είμαι ξαπλωμένος εδώ και—ν’ ακούω… Έχουμε πολύ καιρό να—μιλήσουμε ανοιχτά μεταξύ μας. Για πες μου, τώρα: τι σκεφτόσουν στη σιωπή;—ενώ εγώ τραβιόμουν σαν βρώμικη καρτ-ποστάλ στην πόλη… Πες μου, μίλα μου! Μίλα μου σαν τη βροχή και εγώ θα ξαπλώσω εδώ και θ’ ακούω.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω—

ΑΝΤΡΑΣ: Πρέπε να το κάνεις, είναι απαραίτητο! Πρέπει να ξέρω, γι’ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και θ’ ακούω, θα μείνω εδώ ξαπλωμένος και—

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω.

ΑΝΤΡΑΣ: Να φύγεις;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω!

ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! Θα πιάσω δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα με ψεύτικο όνομα

ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: ΆνναΤζόουνς… Η καμαριέρα θα είναι μια μικρόσωμη ηλικιωμένη κυρία που θα έχει έναν εγγονό, για τον οποίο θα μιλάει… Θα κάθομαι στην καρέκλα, όσο η γριούλα θα στρώνει το κρεβάτι, τα χέρια μου θα κρέμονται στα πλάγια—η φωνή της θα είναι—γαλήνια… Θα μου λέει τι έφαγε ο εγγονός της για μεσημεριανό!—ταπιόκα και—κρέμα… Το δωμάτιο θα είναι σκιερό, δροσερό, και γεμάτο με το μουρμουρητό της

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.

ΑΝΤΡΑΣ: Και;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αναστάτωση θα—περάσει!

ΑΝΤΡΑΣ: Ναι...

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μετά από από λίγο η γριούλα θα πει, το κρεβάτι σας είναι έτοιμο Μις, κι εγώ θα πω—Σε ευχαριστώ… Πάρε ένα δολάριο από το πορτοφόλι μου. Η πόρτα θα κλείσει. Και θα μείνω ξανά μόνη. Τα παράθυρα θα είναι ψηλά με μπλέ μακριά παντζούρια και θα είναι εποχή βροχής—βροχής—βροχής… Η ζωή μου θα είναι σαν το δωμάτιο, δροσερή—σκιερή και—γεμάτη με το μουρμουρητό της—

ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής

[...]



 

όντε βροντά και βρέχει

Βάστα καρδιά μου δυνατά, μα το κορμί αντέχει

ως νταγιαντούνε τα βουνά όντε βροντά και βρέχει



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Να ‘ταν η θάλασσα στεριά, τον δρόμο δεν φοβούμαι

να βρέχει και με τη βροχή να ‘ρθω ν’ ανταμωθούμε



 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βρέχει βροχή και βρέχομαι, βρέχει και θα βρεχτούμε

και σαν βρεχτούμε μάτια μου να δω πού θα χωστούμε

 

Wednesday, 10 March 2021

Joseph Roth, Η ομολογία ενός δολοφόνου - μέσα σε μια νύχτα (1936)

Όταν βγήκα στον δρόμο, παραπατώντας, χάραζε ήδη το γλυκό χειμωνιάτικο πρωινό. Έβρεχε μαλακά, σιγανά, όπως βρέχει σε μας στη Ρωσία μόνο τον Απρίλη. Αυτό κι η ζάλη μου μαζί μ’ έκαναν για μια στιγμή να τα χάσω – να μην ξέρω πού βρίσκομαι. Ξαφνιάστηκα, τρόμαξα σχεδόν, όταν είδα τη δουλικότητα με την οποία με χαιρέτησαν οι υπηρέτες του ξενοδοχείου. Χρειάστηκε να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει για να θυμηθώ ότι ήμουν ο πρίγκιπας Κραπότκιν.

Το θυμήθηκα λίγα λεπτά αργότερα, όταν με χτύπησε στο πρόσωπο η δροσερή πρωινή ψιχάλα. Λες κι αυτή η απαλή κρύα βροχούλα της αυγής με είχε μόλις αναγορεύσει πρίγκιπα. Έναν Παριζιάνο πρίγκιπα Κραπότκιν. Που στα μάτια μου τότε ήταν πολύ σπουδαιότερος από έναν Ρώσο.

Ο ουρανός του Παρισιού έβρεχε σιγανά, καλοσυνάτα, σαν να χάιδευε το γυμνό μου κεφάλι, τους κουρασμένους ώμους μου. Στάθηκα κάμποσο έξω από την είσοδο του ξενοδοχείου. Στην πλάτη μου ένιωθα καρφωμένα τα δουλικά, επιτηδευμένα αδιάφορα και συνάμα –όπως με ειδοποιούσε το επαγγελματικό μου ένστικτο– καχύποπτα βλέμματα του υπηρετικού προσωπικού. Μου έκαναν καλό αυτά τα βλέμματα. Μου έκανε καλό αυτή η βροχούλα. Ο ουρανός του Παρισιού μου έδινε την ευλογία του.

[Joseph Roth, Η ομολογία ενός δολοφόνου – μέσα σε μια νύχτα (1936), μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2017)]

 

 

Thursday, 4 March 2021

Συγγρού & Κράτητος γωνία

Δεν ήταν πάντα το ποτό η παρηγοριά της. Όχι ότι υπήρχε κάποια φάση στη ζωή της Ρίτσας που δεν χρειαζόταν παρηγοριά, μα την έβρισκε αλλού. Σε διάφορα μέρη. Από μικρή ήξερε πού να στραφεί κάθε φορά και πάντα κατάφερνε να παρηγοριέται. Στο διάβασμα, για παράδειγμα. Αυτό πιο πολύ στις αρχές της εφηβείας, με βιβλία δανεισμένα από τη δημοτική βιβλιοθήκη και ξενύχτια καθημερινές και σχόλες. Κυρίως εκείνα τα βράδια που παρίστανε πως δεν άκουγε τον καβγά που γινόταν κάτω από τα καλοσιδερωμένα σεντόνια, στο παραδίπλα δωμάτιο. Διάβαζε τα πάντα, αστυνομικά, περιπέτειες, λογοτεχνία του φανταστικού, ακόμη και ρομάντζα, ό,τι έπεφτε στα χέρια της. Στο φως ενός γαλάζιου πορτατίφ που έκανε την κάμαρα να μοιάζει με ενυδρείο. Σχεδόν μέχρι το πρωί, όταν έπρεπε να σηκωθεί για το σχολείο. Τα μεσημέρια γύριζε σπίτι κατάκοπη. Η μητέρα την περίμενε με το τραπέζι στρωμένο. Έτρωγαν οι δυο τους. Από τότε που ο πατέρας είχε πάει να δουλέψει στο πολυκατάστημα ερχόταν στο σπίτι δύο ώρες μετά τη Ρίτσα κι έτρωγε μοναχός. Μαζί με ανάλατο φαγητό, η μητέρα την τάιζε και ιστορίες για αδικίες που είχε υποστεί ως παντρεμένη γυναίκα. Της έδινε συμβουλές για το μέλλον, για όταν θα ερχόταν κι εκείνης η ώρα. Η ιστορία με τις νυχτερινές κουβέντες κράτησε πάνω-κάτω τρία χρόνια. Έπειτα, τα πράγματα καταλάγιασαν και η ησυχία βασίλεψε στο μικρό, καλοσυγυρισμένο τριάρι της Καλλιθέας. Εκείνα τα μεσημέρια, όμως, μπουκιά τη μπουκιά, το παιχνίδι μοιράστηκε κι οι ομάδες φτιάχτηκαν. Κι ήταν, όπως αποδείχτηκε, για πάντα. Σαν την συνήθειά της να διαβάζει πριν κοιμηθεί. Ακόμα κι αν είχε μπροστά της ελάχιστες ώρες ύπνου, πράγμα εξαιρετικά συνηθισμένο κατά την τρίτη, αλλά και την τέταρτη δεκαετία της ζωής της. Περίπου μέχρι εκεί που τελειώνουν τα νιάτα.

Εκείνα τα μεσημέρια ήταν που την έκαναν, πολλά χρόνια αργότερα, να πιάσει το ποτό. Μαζί με άλλα φαινόμενα και περιστατικά. Και κάποιες καταστάσεις. Όπως το γεγονός ότι για πάνω από μια δεκαετία μοιραζόταν ένα γραφείο με δυο γυναίκες με ενδιαφέροντα, όπως προέκυπτε από τις αέναες συζητήσεις τους, αποκλειστικά προσανατολισμένα στην φροντίδα των παιδιών τους. Ένα γραφείο δίχως παράθυρο, όπου η Ρίτσα, χωρίς κανένα παιδί να την περιμένει στο σπίτι για να διαβάσουν μαζί τη γεωγραφία, έβαζε σφραγίδες σε αιτήσεις συνταξιοδότησης υπαλλήλων του δημοσίου. Προτιμούσε το κρασί, πιο πολύ το σιράζ, που τη μάγευε καθώς φέγγιζε σκουροκόκκινο μέσα στο ποτήρι-τουλίπα. Τις περισσότερες φορές, όμως, δεν ήταν επιλεκτική. Δηλαδή, εκείνο το πρωινό που είχε πάρει τηλέφωνο η μητέρα για να της πει ότι βρήκε τον «μπαμπά στο πάτωμα», το ούζο που είχε στο ψυγείο χρησιμοποίησε τελικά. Δεν της βρισκόταν σιράζ, δεν είχε προνοήσει. Το συμβάν ήταν εντελώς απρόσμενο, ο πατέρας μόλις εξήντα δύο. Αυτός ήταν κι ο λόγος που η Ρίτσα δεν είχε προλάβει να του πει όλα εκείνα που σκεφτόταν τις νύχτες, μεταξύ βιβλίου και ύπνου. Όλα εκείνα που σκεφτόταν μέχρι και σήμερα πίνοντας το σιράζ της ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού. Συνήθως γύρω στις τρεις με τέσσερις το πρωί, τις βροχερές βραδιές ίσως και πιο αργά.

Πριν το αλκοόλ, ήταν οι άντρες. Στην πραγματικότητα, αυτοί ήταν που έφεραν το κρασί και τα άλλα ποτά στην ιστορία, από κοινού με την μοιρασιά που είπαμε πιο πριν. Τα ποτά που η Ρίτσα έπινε τα βράδια στα μπαράκια. Τις βότκες με πορτοκάλι, τα μανχάταν και τα σκρουντράιβερ που την κέρναγαν. Γιατί ήταν πολύ όμορφο κορίτσι και οι άντρες την κυνηγούσαν. Είχε πολλές κατακτήσεις. Αυτές οφείλονταν στο αγγελικό της πρόσωπο, μα, κυρίως, στην ικανότητά της να λέει αντίο με την ίδια ευκολία που έλεγε ευχαριστώ στον σερβιτόρο που της έφερνε το ποτό. Δονούμενη από την μουσική, άφηνε τον εαυτό της να γίνει ο στόχος των βλεμμάτων που έφθαναν πάνω από τα τραπέζια. Ένας καλοβαλμένος νεαρός θα ξέκοβε από την παρέα του για να έρθει να της μιλήσει. Να την ρωτήσει πώς τη λένε κι αν θα ήθελε να πήγαιναν κάπου αλλού. Εκείνη πότε έλεγε ναι, πότε όχι. Οι απαντήσεις αυτές δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία. Έτσι ήταν τα πράγματα πριν γνωρίσει τον Μάνο, που την ερωτεύτηκε δυνατά, αλλά του πέρασε απότομα. Πάνω που εκείνη είχε αποφασίσει να του πει πολλά και διάφορα. Κι έπειτα ήρθε ο Άλλος. Με κεφαλαίο το άλφα. Που με την επιμονή του, το διαβολικό αυτό χαρακτηριστικό που έχουν ορισμένοι άνθρωποι, κατάφερε να της τα γκρεμίσει όλα. Όλα, μα όλα. Ό,τι είχε καταφέρει να χτίσει από τον καιρό που κουβέντιαζε με την μητέρα στην κουζίνα. Δεν του πήρε παρά μόνο τέσσερα χρόνια.

Παρόλο που δεν μπορούσε να προφέρει το όνομά του πια, τα καστανά του μάτια έρχονταν συχνά στο μυαλό της. Ίσως γιατί ήταν ένα αρκετά κοινό χρώμα ματιών στην Ελλάδα. Καστανά, ας πούμε, είναι τα μάτια του άντρα που στέκεται απέναντι της. Τώρα δα. Που το λεωφορείο-φυσαρμόνικα στρίβει αργά στη Συγγρού. Σχεδόν χωρίς να σκεφτεί στρέφει το κεφάλι της προς το Φάληρο. Ο ουρανός στο βάθος έχει αρχίσει να κοκκινίζει, τα φώτα στους δρόμους έχουν ανάψει. Μα ο ήλιος φέγγει ακόμα. Είναι αυτή η ενδιάμεση κατάσταση. Ο άντρας, ακολουθώντας το βλέμμα της, χαζεύει το δειλινό πίσω από το σκονισμένο τζάμι. Μοιάζει πολύ μικρότερός της. Σκέφτεται ότι απόψε η όρεξή της τραβάει ένα παλαιωμένο ουίσκι. Αρκετά με τα κρασιά. Πρέπει να προλάβει τον μπάρμαν, να του πει να μην της βάλει νερό. Θα το χαλάσει. Κι όταν της πει «ό,τι θες Ρίτσα, κοπελάρα μου» να του θυμίσει πως τη λένε Ελευθερία. Και πως έτσι θέλει να την φωνάζουν. Εκεί μέσα.