Friday, 25 December 2020

The road, Raymond Carver (1985)

What a rough night! It's either no dreams at all,
or else a dream that may or may not be
a dream portending loss. Last night I was dropped off
without a word on a country road.
A house back in the hills showed a light
no bigger than a star.
But I was afraid to go there, and kept walking.

Then to wake up to rain striking the glass.
Flowers in a vase near the window.
The smell of coffee, and you touching your hair
with a gesture like someone who has been gone for years.
But there's a piece of bread under the table
near your feet. And a line of ants
moving back and forth from a crack in the floor.
You've stopped smiling.

Do me a favor this morning. Draw the curtain and come
   back to bed.
Forget the coffee. We'll pretend
we're in a foreign country, and in love.  

[from Where water comes together with other water (1985)]




Thursday, 24 December 2020

Δίψα, Amélie Nothomb (2019) - 2

Η καταιγίδα θα ξεσπάσει. Ο κόσμος λαχταρά τον θάνατό μου. Είναι πια γελοίος αυτός ο δίχως τέλος σπαραγμός. Κι εγώ ο ίδιος θα ‘θελα να πεθάνω μια ώρα αρχύτερα. Μα δεν είναι στο χέρι μου να επισπεύσω τούτο τον χαμό.

Τα ουράνια σκίζονται στα δύο – βροντές, αστραπές, χαλάζι. Το πλήθος σκορπίζει δυσαρεστημένο, ευτυχώς το θέαμα ήταν δωρεάν, κι αυτός επάνω στον σταυρό ούτε καν πέθανε, σαν να μη συνέβη τίποτα.

Δεν έχω τη δύναμη να τεντώσω τη γλώσσα για να πιάσω τη βροχή, μα οι στάλες μου υγραίνουν τα χείλη, και νιώθω αυτήν τη δίχως όνομα χαρά, το ότι ανασαίνω άλλη μια φορά το ωραιότερο άρωμα του κόσμου, που μια μέρα θα λάβει το εξαίσιο όνομα πετριχώρ.

Η Μαγδαληνή είναι ακόμη εδώ, μπροστά μου, ο θάνατος θα ΄τέλειος, βρέχει, κι έχω τα μάτια καρφωμένα στα μάτια της αγάπης μου.

[Amélie Nothomb (2019), Δίψα, μτφρ. Α. Κορτώ για τις εκδόσεις Στερέωμα (2020)]


Wednesday, 23 December 2020

Νερό που κυλάει, ποτάμι τη νύχτα

Τώρα που η νύχτα πύκνωσε και γέρνει το φεγγάρι
πο
υ ένα αγόρι ξαγρυπνάει για το χατήρι σου,
πο
υ το σκοτάδι η γης φορεί κι ο ουρανός τη χάρη,
έβγα φεγγαροπρόσωπη στο παραθύρι σου.

Ερχόταν τα καλοκαίρια. Δεν έμενε πολύ καιρό. Μέτραγε εικοσιένα μπάνια κι έφευγε. Δεν ήθελε να γίνεται βάρος. Αυτό απαντούσε κάθε φορά που τη ρωτούσα γιατί δεν καθόταν περισσότερο. Σαν τον αέρα έφευγαν οι εικοσιμία μέρες. Κι απόμεναν τα σεντόνια της, να μοσχοβολάνε μοναχά τους.

Αγόρι μου, εσύ. Ντελικανή μου. Άντρα μου όμορφε.

Μια φορά να μην κουβαληθεί, καημό τo ‘χω. Κι ο άλλος να ρωτάει τι σου κάνει μωρέ η καημένη, πόσο τόπο πιάνει. Κάθε χρόνο οι ίδιες κουβέντες. Τίποτα δε μου κάνει, μήτε το φαγί μου παίρνει, μπουκιά δεν βάζει στο στόμα της, μήτε το σπίτι μου βρωμίζει, όλο δουλειές ζητάει να κάνει, θέλει λέει να με αλαφρώνει που έχω πολλά στο κεφάλι μου. Τίποτα δε μου κάνει. Πάντα έρχεται φορτωμένη δώρα για τα παιδιά. Και για μας. Μόνο που δεν μπορώ να τήνε βλέπω. Με τα μάτια γλαρωμένα από το πρωί, τα λεπτά πουκαμισάκια που φεγγίζουν, τα πόδια ξυπόλητα μέρα-νύχτα, σάμπως και δεν έχει παπούτσια. Και τον μικρό να κρέμεται απ το φουστάνι της. Να μην έχει ξεκολλημό. Καλά που έρχεται μόνο καλοκαίρι, αλλιώς θα παράταγε και το σχολειό αυτός έτσι που δεν την αφήνει λεπτό. Πρέπει να της τα κόψω τα πολλά-πολλά με το παιδί, για θα με πιάσει καμιά ώρα και δεν ξέρω ποιος θα βρεθεί σιμά να με βαστάξει.

-------

Έβγα και γλυκοπότισε λουλούδια μαραμένα,
κι
αν έχεις στάλα πονεσιά μες την καρδούλα σου,
λυπήσου με, καὶ δόστηνα σ
ε χείλη διψασμένα,
ν᾿
αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.

Όταν ήμουν μικρός, με έπαιρνε μαζί της στην πλατεία. Έλεγε πως ήμουν ο πιο όμορφος καβαλιέρος που είχε ποτέ. Με κέρναγε παγωτό. Εκείνη έπαιρνε βυσσινάδα. Μου διηγούνταν ιστορίες για τους μαθητές της, που ήταν πάντα αδιάβαστοι κι όλο έκαναν γκάφες. Της έλεγα πως αν ήμουν στη θέση τους θα ήμουνα ο πιο καλός μαθητής της τάξης. Του σχολείου ολόκληρου. Γελούσε μαζί μου. Γελούσε γάργαρα, χωρίς σταματημό. Από τα δίπλα τραπέζια γύρναγαν και μας κοιτούσαν. Ίσιωνα τους ώμους περήφανος. Μετά, γύρω στα δεκατέσσερα πρέπει να ήμουν, σταμάτησε να μου ζητάει να τη συνοδεύσω. Ένα μεσημέρι που καθόμασταν οι δυο μας στην αυλή βρήκα το θάρρος να ζητήσω εξηγήσεις. Μου είπε πως είχα μεγαλώσει. Θα βαριόμουν μαζί της. Καλύτερα να πήγαινα με τους φίλους μου στην πλατεία. Έτσι είπε.

Καλέ εσύ τον ξεπέρασες τον πατέρα σου στο μπόι. Κοίτα που δε φτάνω σε φιλήσω.

Τώρα που μεγάλωσε το αγόρι μου, μαζεύτηκε κι αυτή. Εντάξει, δεν είπα πως είναι τόσο ξετσίπωτη που να ξελογιάσει τον ίδιο της τον ανεψιό. Τον αγαπάει πολύ, λέει, γιατί έχει αδυναμία στον πατέρα του. Λες και δεν την έχω καταλάβει, όλο αδυναμίες και γλύκες είναι. Ήρθε προχτές και μού πιασε κουβέντα την ώρα που πότιζα. Φοβήθηκε, μου φαίνεται, μη τυχόν και την παρεξηγήσω για τον μικρό, μα και για τον μεγάλο. Με τον άντρα μου ήτανε πολύ δεμένοι, λέει. Αυτός βέβαια ήταν πολύ πιο μεγάλος, αλλά την είχε από δίπλα, τήνε πρόσεχε καθώς ήταν μοναχοπαίδι κι ορφανή από πατέρα. Το παιδί μου είναι ίδιο ο άντρας μου όταν ήτανε παλικαράκι και της θυμίζει τα μικράτα της.

-----

Η θάλασσα τη γης φιλάει και τις ιτιές τ᾿ αγέρι,
κι
εγώ μονάχα δε φιλώ τα δυο χειλάκια σου,
μ
ε χίλια αστέρια ο ουρανός, κι εγώ χωρίς αστέρι,
σκοτάδι
η γης, κι εγώ χωρίς τα δυο ματάκια σου!

Μια βραδιά την είχα δει με τα μαλλιά λυτά. Έφταναν ίσαμε τη μέση της. Την κρυφοκοίταγα πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Ήταν μαύρα και γυαλιστερά. Σαν νερό που κυλάει. Ποτάμι τη νύχτα. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τη χαραμάδα. Καθόταν στο σκαμνί και χτενιζόταν. Σιγοτραγουδούσε. Πρώτη φορά άκουγα εκείνο το τραγούδι. Είχε μια μελωδία διαφορετική. Αλλόκοτη. Κι έτσι όπως έβγαινε από τα μισάνοιχτα χείλια της, χαράχτηκε στην ψυχή μου. Στεκόμουν έξω από την κάμαρά της για ώρα. Μέχρι που ακούστηκαν τα βήματα της μάνας στα σκαλιά.

Εσύ μάτια μου έγινες άντρας με τα όλα σου. Πώς το λένε το κορίτσι σου; Τι κοκκινίζεις βρε, αφού έχεις...

Άλλο μας βρήκε φέτος, μην πάει και ησυχάσω λιγάκι. Ένα πράμα, σκέτη τρέλα. Είμαι για να κρεπάρω. Από τότε που μας ήρθε η λεγάμενη, ο δικός μου λες κι ήπιε το αμίλητο νερό. Με το ζόρι του παίρνεις κουβέντα. Μόνο ναι-όχι λέει. Χάνεται τα πρωινά, χάνεται τα μεσημέρια, τ’ απογεύματα, πάλι καλά που κοιμάται και σπίτι δηλαδή. Δεν τρώει, δεν πίνει, καλά καλά ούτε νερό. Θα ρέψει το παιδάκι μου. Μα ούτε και σε αυτήν μιλάει, σε κανέναν. Ο πατέρας του δεν ξέρει τι να τον κάνει, θέλει να τόνε πιάσει να του τα πει ένα χεράκι, μα βλέπω πως δεν το αποφασίζει. Σαν να μπερδεύει τα λόγια του, σαν να μην ξέρει τι να πει. Σαν να δειλιάζει. Μάγια μας έχουν κάνει, Θε μου σχώρα με, κι έχουνε χάσει όλοι τα λογικά τους εδώ μέσα; Μόλις μας αδειάσει τη γωνιά θα φέρω τον παπά να κάνει ευχέλαιο.

---

Κατέβα και περπάτησε, νεράιδα μες τα σκότη,
κα
ι μίλησε μου να θαρρώ πως αναστήθηκα,
π
ες μου τα λόγια τα γλυκα που πρωτολέει η νιότη,
κι
ας αποθάνω ακούγοντας πως αγαπήθηκα.

Εκείνον τον Αύγουστο ήρθε με ένα ασημένιο δαχτυλίδι στο αριστερό της χέρι. Ο πατέρας την αγκάλιασε. Εκείνη χαμογέλαγε, μα έμοιαζε θλιμμένη. Μόνο εγώ το καταλάβαινα. Δε μου έκανε καρδιά να μένω μακριά της. Όπως την άλλη χρονιά. Λαχταρούσα να μπορούσα να διώξω αυτά που της έφεραν λύπη. Την τριγύριζα συνέχεια. Της έπιανα κουβέντα. Προσπαθούσα να πηγαίνω μαζί της, όταν έβγαινε. Γινόμουνα επίμονος. Ήταν στιγμές που πίστευα πως με απέφευγε.

Την παραμονή της Παναγίας, φόρεσε ένα γαλάζιο φουστάνι. Έφυγε δίχως να πει τίποτα. Στενοχωρήθηκα. Πιο μετά την πέτυχα στο πανηγύρι. Καθόταν με τρεις γυναίκες, πιο μεγάλες, που δεν τις είχα ξαναδεί. Μόλις με είδε, σηκώθηκε. Φεύγει, σκέφτηκα, μην τυχόν και μου μιλήσει. Μα έκανα λάθος. Πλησίασε και μου έπιασε το χέρι. Μπήκαμε στον χορό. Έπαιζαν έναν γρήγορο μπάλο. Τα πόδια της, χωρίς παπούτσια, δεν πάταγαν κάτω. Το δέρμα της λευκό, σαν να με φώτιζε κάθε φορά που έστρεφε προς τη μεριά μου. Κι όσο ο ρυθμός γινόταν πιο γρήγορος, τόσο πιο κοντά ερχόταν. Μύρισα τον δυόσμο στην ανάσα της. Ένιωσα το στήθος της να με ακουμπά φευγαλέα στο μπράτσο. Παραπάτησα.

Θες να χορέψουμε; Μου αρέσει η μουσική, μα δεν ξέρω τα βήματα. Θα μου τα δείξεις;

Κι έξαφνα, η μουσική σταμάτησε. Μαζί της χάθηκαν οι φωνές, κι όλοι οι άλλοι ήχοι. Εκτός από το θρόισμα των φύλλων. Έφερα ένα γύρο το βλέμμα, τους είδα όλους ακίνητους. Όλους, εκτός από εμάς τους δύο. Τους μουσικούς, τους χορευτές, τον κόσμο. Αγάλματα αραδιασμένα γύρω από μία σκηνή με εμένα κι εκείνη στο κέντρο. Στεκόμασταν αντικριστά. Ούτε μισό μέτρο δε μας χώριζε. Είχε σταματήσει να χορεύει. Με τα μπράτσα απλωμένα, σαν έτοιμη να με πάρει στην αγκαλιά της. Ανοιγόκλεισε τις παλάμες νεύοντάς μου, όπως στα μωρά. Σαστισμένος, έκανα ένα βήμα. Την επόμενη στιγμή, την ένιωσα κολλημένη στο κορμί μου. Έκλεισα τα μάτια και γονάτισα μαζί της στο πλακόστρωτο. Έγειρε πίσω και με τράβηξε πάνω της. Μια κίνηση γεμάτη οικειότητα. Δεν ξέρω πόσο μείναμε εκεί, ανάμεσα στα πόδια των χωριανών μου. Ο έρωτας που κάναμε ξεδιπλώθηκε στον χρόνο, σαν νούφαρο που ανοίγει τα πέταλα μετά από τη βροχή. Τινάζοντας τις στάλες μία-μία. Δεν ήξερα πια τι ώρα ήταν. Το φεγγάρι έμοιαζε καρφωμένο στο κέντρο του ουρανού. Σηκώθηκε πρώτη, τίναξε το φόρεμά της και μου έδωσε το χέρι. Ορθώθηκα με δυσκολία. Χαμογελούσε. Χαμογελούσα κι εγώ, με τα μάτια κατεβασμένα, όσο προσπαθούσα να τακτοποιήσω τα ρούχα μου. Όταν τα ξανασήκωσα, ήταν άφαντη. Ο αέρας δονούνταν από τις δοξαριές και τα νταούλια. Η βοή των ανθρώπων μου πήρε τ’ αυτιά. Ζαλίστηκα. Τόσο που παραλίγο να με παρασύρουν οι χορευτές που έρχονταν λικνιστοί κατά πάνω μου.

Εγώ τα είδα τα ψάρια στον ύπνο μου, μα παραμονή της Παναγία αδύνατο να μην πάω στον εσπερινό. Αλλά και να μην είχα πάει, δεν θα τη γλίτωνα τη λαχτάρα. Έβαλα το φουστάνι που μού ‘χε φέρει η προκομμένη, κουτί μου ήρθε, στολίστηκα κατά πώς ήταν ταιριαστό και πήρα τον άντρα μου αγκαζέ να πάμε να προσκυνήσουμε. Βγαίνοντας από την εκκλησιά, είδα πως όλο το χωριό είχε μαζευτεί στην πλατεία, τα βιολιά είχανε αρχινήσει και του είπα να πάμε κι εμείς να κάτσουμε με τους άλλους. Βρήκαμε θέση κοντά στο ηρώον, σκοτωμός γινότανε, μα φανήκαμε τυχεροί κι από ‘κει που ήμασταν βλέπαμε τον χορό και τα όργανα. Όλη η νεολαία στο ποδάρι, ξεσηκωμένοι από τις μουσικές αγόρια-κορίτσια, μόνο ο δικός μου με δυο φίλους του πήγαινε γύρω-γύρω στην πλατεία με τα χέρια στις τσέπες. Τον πήρε το μάτι μου μια στιγμή, περπάταγε σκυφτός σαν γέρος, έκανα πως δεν τον είδα, ούτε κι είπα στον πατέρα του τίποτα. Και την άλλην την είδα, καθόταν κάτω από το πλατάνι με τρεις μεσόκοπες που δεν τις ήξερα. Πέρασε η ώρα, είχαν έρθει και τα ξαδέλφια μου, λέγαμε ιστορίες, οι άντρες είχαν πιάσει τα πολιτικά, φωνάζαμε, γελούσαμε, πώς αλλιώς να κάναμε με τόσα καραφάκια που πήραμε. Κι εκεί που έβαζα με το νου μου πόσο καιρό είχαμε να κάνουμε τέτοιο κέφι, το βιολί έπιασε έναν σκοπό άγνωστο, λίγο παραπονιάρικο, κι ακούστηκε μια αντρική φωνή να τραγουδά λόγια πρωτάκουστα, παράξενα πολύ. Όμως δεν ήταν τα λόγια που έκαναν την πέτσα μου να σηκωθεί, μα η φωνή η ίδια που ήταν αντρίκια και παιδική μαζί, σοβαρή και γλυκιά, λυπημένη και χαρούμενη την ίδια στιγμή. Απόμεινα με το ποτήρι στο χέρι να τον ακούω, λιγώθηκα, ένας κόμπος μου έκατσε στον λαιμό και, δίχως να το καταλάβω, έπιασα να κλαίω. Σαν σηκώθηκα όρθια, είδα πως ο τραγουδιστής ήταν ο γιος μου, το αγόρι μου το μικρό. Το βλαστάρι μου. Το μωρό μου. Το μαντήλι που μούχωσε ο άντρας μου στη χούφτα το πέταξα κάτω, στο χώμα

Saturday, 19 December 2020

Dark Edinburgh











 

https://www.darkedinburgh.co.uk/

Δίψα, Amélie Nothomb (2019)

Πάντα μ’ άρεσε να στέκω κάτω από ένα υπόστεγο την ώρα που η βροχή δυναμώνει. Εξαίσια αίσθηση. Τη συσχετίζουμε, κατά τι βλακωδώς, με τη γαλήνη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία κατάσταση ηδονής. Η βροχή μεταχειρίζεται τις στέγες σαν ηχεία: το να βρίσκεσαι κάτω από μία τέτοια στέγη, είναι η καλύτερη θέση για ν’ απολαύσεις τη συναυλία. Λαχταριστή παρτιτούρα, με ανεπαίσθητες παραλλαγές, ραψωδική χωρίς να γίνεται κραυγαλέα, κάθε βροχή έχει και κάτι από ευλογία.

[Amélie Nothomb (2019), Δίψα, μτφρ. Α. Κορτώ για τις εκδόσεις Στερέωμα (2020)]