Thursday, 22 August 2019

Hotel Savoy, Joseph Roth (1956)

Κάτι εορταστικό πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Αν χτυπούσαν οι καμπάνες, κανείς δεν θ' απορούσε.
Αν ξαφνικά κάποιος με γέμιζε δώρα, δεν θα μου φαινόταν παράξενο. Τέτοιες μέρες έπρεπε να παίρνει κανείς δώρα.
Κι όμως – έξω έβρεχε. Μία ψιλή βροχή, φορτωμένη καρβουνόσκονη. Επίμονη, ασταμάτητη βροχή, κρεμόταν πάνω από τον κόσμο σαν ασάλευτη κουρτίνα. Οι άνθρωποι τσούγκριζαν τις ομπρέλες τους, είχαν σηκωμένους τους γιακάδες των παλτών τους.
Τέτοιες βροχερές μέρες η πόλη παρουσιάζεται με το πραγματικό της πρόσωπο. Η βροχή είναι η στολή της. Είναι μια πόλη βροχερή, μια πόλη απαρηγόρητη.
Τα ξύλινα πεζοδρόμια σαπίζουν, τα σανίδια τους τρίζουν όταν τα πατάς, σαν βρεμένες τρύπιες σόλες.
Ο κίτρινος, νωθρός πολτός στα αυλάκια αραιώνει και κυλάει λίγο πιο ζωηρά.
Κάθε στάλα βροχής κουβαλάει μέσα της χιλιάδες κόκκους καρβουνόσκονη, που πιάνονται και μένουν πάνω στα πρόσωπα και στα ρούχα των ανθρώπων.
Αυτή η βροχή τρυπώνει μέσα κι από τα πιο χοντρά πανωφόρια. Στον ουρανό είχαν γενική καθαριότητα και πετούσανε τις βρομιές τους στη γη.

Joseph Roth, Hotel Savoy, 1956
(μτφρ. Μ. Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα, 2017)

Thursday, 15 August 2019

Ουάινσμπεργκ, Οχάιο, Sherwood Anderson (1919)

Έβρεχε το βράδυ που συναντήθηκαν· ήταν μια σιγανή Οκτωβριανή βροχή. Η νύχτα θα έπρεπε κανονικά να είχε φεγγάρι, καθαρό ουρανό και τσουχτερή παγωνιά, αλλά δεν ήταν έτσι. Έβρεχε και μικρές λακούβες γυάλιζαν κάτω από τις λάμπες της Οδού Μέην. Στα σκοτεινά δάση, πέρα από το Φέαρ Γκράουντ, τα μαύρα δέντρα έσταζαν. Τα φύλλα τους στοιβάζονταν στις ρίζες που εξείχαν από το έδαφος. Οι πίσω κήποι των σπιτιών στο Ουάινσμπεργκ ήταν γεμάτοι πατατιές. Όσοι ετοιμάζονταν για βραδινή έξοδο το μετάνιωναν κι έμεναν μέσα. Ο Τζωρτζ Ουίλλαρντ περιφερόταν μέσα στη βροχή· ήταν χαρούμενος που έβρεχε. Έμοιαζε με τον Ήνοκ Ρόμπινσον που έβγαινε τα βράδια από το δωμάτιό του και περιφερόταν στους δρόμους. Μόνο που ο νεαρός είχε μεγαλώσει και δεν θεωρούσε ανδρικό να κλαίει και να σαχλαμαρίζει κανείς. Εδώ κι ένα μήνα η μητέρα του ήταν σοβαρά άρρωστη, γεγονός που του προξενούσε μελαγχολία, δίχως όμως να είναι η κύρια αιτία της. Σκεφτόταν τον εαυτό του και τέτοιες σκέψεις πάντα προκαλούν θλίψη στους νέους.

Sherwood Anderson, Ουάινσμπεργκ, Οχάιο, 1919
(μτφρ. A. Αποστολίδη για τις εκδόσεις Μέδουσα, 1991)