Sunday, 28 July 2019

Something strange across the river, Nagai Kafu (1937)

A man in a white half-jacket ran barreling down the street and ducked into an oden shop, hollering “It’s gonna pour!” as he pushed back the curtain. A secondlater the aproned women and people passing in the streets fell into an uproar rushing into shops and under cover. I had only a moment to wonder what the fuss was about before a sudden wind blew heavily down the street, carrying signs and fabrics with it. There was a sudden, great cacophony of things crashing to the ground. All the papers and garbage of the town were swept up in the sudden gust and rushed down the street like a monster. Shortly after came a sharp flash of lightning, a strobe in the distance, then the soft, rolling thunder came, and finally the heavy, large drops of rain. It had been so clear all day, only to change in an instant.
   A habit has come to me over the years. I never leave the house without an umbrella. No matter how clear the sky may have looked when I stepped from my house, it was the rainy season and so, in keeping with my custom, I was carrying both an umbrella and a handkerchief that day. I was not surprised by the sudden downpour. I simply opened my umbrella and looked out at the sky and town from under its lip. I was making my way down the street, among the crashing globes of rain, when suddenly, from behind me, “Good sir! Won’t you let me under there?” A woman, her neck powdered pure white, thrust her head under my umbrella. The scent of oil made clear that her high, Japanese-styled chignon had been freshly dressed. It was decorated with thin cords of silver. I recalled passing a hairdresser’s shop, its glass doors had stood open.
   The wind howled and brought sheets of rain down the street. There was something pitifully tragic about the thin silver cord coming loose from her neatly tied bun, so I held out my umbrella to her and said, “Go on—I’m in a suit so it doesn’t matter if I get wet.”
   In truth, I was embarrassed to be seen sharing an umbrella with her there, in the light of the shops for all to see. 
 “Oh? Thank you! It’s just over there,” she said taking the handle of the umbrella. She rolled up the bottom of her robe and sleeves from the pooling puddles of rain.
Something strange across the river, Nagai Kafu 1937
(μτφρ. G. Anderson για τις εκδόσεις One Piece Books, 2013)



 

Friday, 19 July 2019

Ψαράς της Ισλανδίας, Pierre Loti (1886) Β'

... Καταρρακτώδης βροχή, κάτω από βαρύ και κατάμαυρο ουρανό – η Ινδία. Δεν είχε προλάβει να πατήσει το πόδι του σ' αυτή τη χώρα ο Συλβέστρ κι έτυχε να τον επιλέξουν στο πλοίο για να συμπληρώσει τον εξοπλισμό ενός φαλαινοθηρικού.
Μέσα από τα παχιά φυλλώματα, δεχόταν τη χλιαρή βροχή και κοίταζε γύρω του πρωτόφαντα πράγματα. Όλα ήταν εκπληκτικά πράσινα· τα φύλλα των δέντρων έμοιαζαν με γιγάντια φτερά, οι περαστικοί είχαν μεγάλα βελούδινα μάτια που έμοιαζαν να κλείνουν υπό το βάρος των βλεφάρων τους. Ο αέρας που έσπρωχνε αυτή τη βροχή μύριζε μόσχο και λουλούδια.

Pierre Loti, Ψαράς της Ισλανδίας, 1886
(μτφρ. I. Μποτουροπούλου για τις εκδόσεις Στερέωμα, 2019)


Saturday, 13 July 2019

Ψαράς της Ισλανδίας, Pierre Loti (1886)

Έξω, πρέπει να υπήρχε η θάλασσα και η νύχτα, η ατέλειωτη θλίψη σ' αυτά τα μαύρα και βαθιά νερά. Ένα μπρούτζινο ρολόι, κρεμασμένο στον τοίχο, έδειχνε έντεκα, έντεκα το βράδυ σίγουρα· και από το ξύλινο ταβάνι ακουγόταν ο θόρυβος της βροχής.
Συζητούσαν πολύ χαρούμενα μεταξύ τους ζητήματα γάμου – αλλά χωρίς να λένε ατιμίες. Όχι, ήταν σχέδια για όσους ήταν ανύπαντροι, ή αστείες ιστορίες που συνέβησαν στον τόπο τους στη διάρκεια γαμήλιων τελετών. Καμιά φορά, πετούσαν ανάμεσα σε γέλια κάποιο λιγάκι τολμηρό υπαινιγμό στην ηδονή του έρωτα. Αλλά ο έρωτας, όπως τον εννοούν άνδρες βρεγμένοι ως το κόκκαλο, είναι πάντα κάτι υγιές, και μέσα στην ωμότητά του παραμένει σχεδόν αγνός.

Pierre Loti, Ψαράς της Ισλανδίας, 1886
(μτφρ. I. Μποτουροπούλου για τις εκδόσεις Στερέωμα, 2019)

Monday, 8 July 2019

Στην ίδια πόλη υπό βροχή, Paco Ignacio Taibo II (1989)

Ο Έκτορ παραδέχτηκε την ήττα του και πήγε στο γραφείο του να δει τη βροχή καθισμένος στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα.
Έβρεχε με ιδιαίτερη μανία, ο άνεμος κοπανούσε πάνω στο παράθυρο το νερό που θαρρείς και θα έσπαγε το κρύσταλλο. Ο δρόμος ήταν άδειος, τα αυτοκίνητα είχαν παραδοθεί στην ανελέητη επίθεση της μπόρας. Κατά κάποιο τρόπο ο Έκτορ το απολάμβανε, ενώ άναβε το χιλιοστό τσιγάρο του. Η βροχή σε κλείνει μέσα στον εαυτό σου, δημιουργεί μια πυκνή κουρτίνα «απ' έξω», σε καλεί στην υπομονή και στο τζάκι, στη μοναξιά και το διάβασμα, στις ευχάριστες αναμνήσεις.

 Paco Ignacio Taibo II, Στην ίδια πόλη υπό βροχή, 1989
(μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλου για τις εκδόσεις Άγρα, 2007)