Friday, 11 December 2015

Τριλοβίτες, Breece D'J Pancake (1983)

Πριν από χρόνια, την Ημέρα των Πεσόντων, ο πατέρας μου και άλλοι βετεράνοι παρήλαυναν φορώντας τα στρατιωτικά τους χιτώνια. Εγώ έπαιζα στην μπάντα. Διασχίσαμε συντεταγμένοι το χωριό και φτάσαμε στο νεκροταφείο. Έβρεχε. Απ' τη θέση μου χάζευα τους οπλίτες που εκτελούσαν τα παραγγέλματα αγέρωχοι και καμαρωτοί. Τα διαστήματα ανάμεσα στις βολές ήταν χρονομετρημένα στην εντέλεια· τέσσερις φορές άστραψαν τα όπλα τους και άλλες τόσες αντήχησε ο ουρανός. Η βροχή μύριζε απ' την αψάδα των πυρών και απ' το νοτισμένο μαλλί των στολών μας. Έγινε ησυχία, ο μαέστρος ξερόβηξε. Έκανα ένα βήμα μπροστά και άρχισα να παίζω -κάπως παράφωνα είν' η αλήθεια- κι ένα παιδί στον απέναντι λόφο απάντησε στα σαλπίσματά μου. Τέλειωσα πρώτος και κατέβασα την σάλπιγγα. Μόλις έσβησε στην ομίχλη η τελευταία νότα, ένιωσα ένα τίναγμα και -μα το θεό- άκουσα τα ακρωτηριασμένα χέρια του Έντι να χτυπούν μέσ' από το φέρετρο για να πάψουμε.
Breece D'J Pancake, Τριλοβίτες (1983),
μτφρ. Γιάννη Παλαβού για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2015)

Thursday, 19 November 2015

Αυτοπροσωπογραφία

Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ κάνω μπάνιο, είναι μια συνήθεια που έχω από παιδί και την διατηρώ χωρίς διακοπή δεκαετίες. Το μπάνιο που μου ετοίμαζε η μητέρα μου ήταν πάντα χλιαρό, με σαπουνάδα που μύριζε πικραμύγδαλο, ενώ αυτό που ετοιμάζω μόνη μου είναι καυτό και άοσμο. Το ότι οι περισσότερες μυρωδιές με αηδιάζουν δεν το εκλαμβάνω ως κάτι το παθολογικό, ούτε καν ως πρόβλημα. Δεν φοβάμαι τις αρρώστιες. Εδώ και κάποια χρόνια έχω την πεποίθηση ότι θα έχω έναν βίαιο θάνατο, πιθανότατα στις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Τα αντικείμενα που είναι διακοσμημένα με γκλίττερ μου προκαλούν θλίψη, όπως και οι γιορτές των Χριστουγέννων και τα παιδικά παιχνίδια με φωτισμό. Αν και δεν διαθέτω ιδιαίτερο χιούμορ, οι άνθρωποι συχνά γελάνε με τις κουβέντες μου. Μου αρέσουν τα μάτια μου, το δέρμα μου, αλλά όχι και τα μαλλιά μου. Έχω σταματήσει να φοράω κοσμήματα, με εξαίρεση ένα δακτυλίδι με δύο ζαφειράκια που μου είχαν χαρίσει όταν σπούδαζα στο Λονδίνο. Μία από τις απολαύσεις μου είναι να πίνω καφέ, πρωί Σαββάτου διαβάζοντας. Προτιμώ τα αστυνομικά αναγνώσματα στο μετρό, κυρίως αμερικανούς συγγραφείς, βαριέμαι την Αγκάθα. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το γκριζοπράσινο, αλλά τα περισσότερα ρούχα μου είναι μπλε. Δεν οδηγώ, παρόλο που έχω δίπλωμα, πρόκειται για κάποιου είδους φοβία, την οποία δεν ελπίζω ότι θα καταφέρω ποτέ να νικήσω. Πηγαίνω στον κινηματογράφο, σπάνια με συνεπαίρνει όσο το θέατρο. Το τηλέφωνό μου χρώματος μπεζ βρίσκεται στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι. Επιδιώκω να μην τρώω μπροστά σε άλλους γιατί νομίζω πως δεν αποτελώ ευχάριστο θέαμα και όταν με καλούν για φαγητό τις περισσότερες φορές αρνούμαι. Ούτε και για πότο πηγαίνω, μεθάω εύκολα κι έπειτα βάζω τα κλάματα και μου παίρνει μήνες να ξεπεράσω το περιστατικό. Έχω προσπαθήσει να γράψω ένα μυθιστόρημα-ποταμό, αλλά δεν μπορώ να περάσω τις ογδόντα εννέα σελίδες. Δεν έχω δείξει τα γραπτά μου σε κανέναν. Οι φίλοι μου είναι ελάχιστοι, κυρίως άντρες. Στο σχολείο δεν έκανα παρέα με αγόρια. Δεν έχω λογαριασμό στο Φέισμπουκ, το Τουίττερ ή κάποιο άλλο μέσο δικτύωσης. Όταν ξυπνώντας διακόπτω κάποιο ευχάριστο όνειρο, προσπαθώ να κοιμηθώ ξανά, για να το συνεχίσω. Το έχω πετύχει τουλάχιστον δύο φορές. Στο σχολείο, ήμουν καλή στα Νέα Ελληνικά και την Ιστορία. Δεν έδωσα Πανελλήνιες γιατί οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν για σπουδές στο εξωτερικό. Έχω ερωτευτεί τέσσερις φορές, με έχουν ερωτευτεί λιγότερες, πιθανότατα μόνο μία. Ο έρωτας με αρρωσταίνει και, τελικά, μου κόβει τα φτερά που μου έδωσε στο ξεκίνημά του. Δουλεύω σε ένα γραφείο στο κέντρο, οκτώ με τέσσερις ανεξαιρέτως. Βρίσκω τη νοσταλγία και την ενοχή συναισθήματα γοητευτικά, αλλά που πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία. Κάθε φορά που η μητέρα ξεκινάει μία πρόταση με το “θυμάμαι” καταλήγουμε σε καυγά. Ξέρω πως πρέπει να κάτσω πάνω σε ένα σηκωμένο πέος, προκειμένου να οδηγηθώ στην κορύφωση, αν και όχι πάντα απόλυτη. Το στοματικό και το πρωκτικό δε με ικανοποιούν. Πολλές φορές όταν κοιτάζω τα σύννεφα, ιδίως στην δύση, υποκρίνομαι ότι ζω στον ζωγραφιστό κόσμο του Μακότο Σινκάι. Το ίδιο νιώθω και όταν περπατάω στην βροχή κάτω από μία ομπρέλα. Μου αρέσει το λευκό κρασί, όμως πίνω πιο συχνά ροζέ. Πίνω βλέποντας τηλεόραση. Έζησα με έναν άντρα για οκτώ χρόνια και πέντε μήνες. Συχνά, πριν κοιμηθώ ανακαλώ μία ανάμνηση με εμένα πέντε χρονών και τον αδελφό μου στο νησί να κουβαλάμε φρεσκοψημμένο ψωμί κατεβαίνοντας μαρμάρινα σκαλιά και τον αέρα να μυρίζει καμένο ξύλο. Δεν έχω μείνει ποτέ έγκυος. Οι στίχοι των τραγουδιών ποπ της δεκαετίας του 1980 με συγκινούν υπερβολικά, καθώς έχω απόλυτη συνείδηση του πόσο επιφανειακοί είναι. Συχνά κάθομαι για ώρα στον καναπέ με σβηστά τα φώτα. Τις περιόδους που γράφω, φροντίζω να έχω ένα μπλοκάκι στην τσάντα μου, αλλά δεν έχει τύχει να το χρησιμοποιήσω ποτέ. Όταν με ρωτούν τι δουλειά κάνω, απαντώ ιδιωτική υπάλληλος. Η οσμή του βρεγμένου χώματος μετά τη βροχή με γεμίζει ζωντάνια, ενίοτε και αισιοδοξία. Θα μου άρεσε να είμαι καλλίφωνη. Δεν θέλω να θαφτώ, η προοπτική της καύσης είναι σαφώς πιο αποδεκτή. Δεν σχεδιάζω ταξίδια αναψυχής. Δεν αγοράζω εφημερίδες. Δεν υποχωρώ ποτέ, ακόμη κι όταν έχω άδικο. Δεν βρίζω. Δεν υψώνω τον τόνο της φωνής μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι μελαγχολούν Κυριακή απόγευμα. Πριν τέσσερις μήνες, μαγειρεύοντας δείπνο σε μια μισοσκότεινη κουζίνα, σκέφτηκα ότι η ωραιότερη μέρα της ζωής μου έχει περάσει.

Saturday, 19 September 2015

Περί ηρώων και τάφων, Ernesto Sabato (1961)

Ο Μαρτίν δεν απάντησε.
Όταν βγήκε έξω είχε νυχτώσει.
Ο παγωμένος σκοτεινός ουρανός έμοιαζε να στροβιλίζει την ψυχή του. Έπεφτε μια ψιλή βροχή που την στροβίλιζε εκείνος ο νοτιοανατολικός άνεμος· ο άνεμος που (έλεγε ο Μπρούνο) κάνει ακόμα πιο βαθιά τη μοναξιά και τη θλίψη του κατοίκου του Μπουένος Άιρες που, κοιτάζοντας από το βρώμικο παράθυρο ενός καφενείου, ψιθυρίζει “τι κωλόκαιρος”, ενώ βαθύτερα μέσα του σκέφτεται “τι απέραντη θλίψη”.
Νιώθοντας την παγωμένη βροχή στο πρόσωπό του, βαδίζοντας άσκοπα, με συνοφρυωμένο ύφος, κοιτάζοντας επίμονα μπροστά του, σαν να είχε συγκεντρώσει την προσοχή του σ' ένα πελώριο αίνιγμα, ο Μαρτίν επαναλάμβανε τρεις λέξεις: Αλεξάνδρα, Φερνάντο, τυφλοί.
Ernesto Sabato, Περί ηρώων και τάφων
μτφρ. Μανώλης Παπαδολαμπάκης για τις εκδόσεις Εξάντας (1986)
 
 

Sunday, 12 July 2015

Το ανδαλουσιάνικο σάλι και άλλες ιστορίες, Elsa Morante (1963)

Ξαφνικά αισθάνθηκε να την παρασέρνει το πλήθος, που στο τέλος της λειτουργίας συνωθούνταν γύρω από το αγιασματάριο. Για μια στιγμή είδε ξανά τη γριά και ένιωσε πάνω της το εξεταστικό και απειλητικό βλέμμα της· aλλά αμέσως χάθηκε μαζί με το γιο της στο πλήθος. Η εκκλησία άδειασε και ο κόσμος σκορπίστηκε στα δρομάκια· τα άλογα απομακρύνθηκαν καλπάζοντας ήσυχα. Τώρα τον ήλιο, που είχε ανέβει ψηλά, τον πίεζε ένα μαύρο σύννεφο και οι ακτίνες πέφτοντας επάνω σε αυτή τη σκιά που προμήνυε καταιγίδα, αντανακλούσαν εκτυφλωτικά και έσπαγαν στην κοιλάδα. Η Έλενα άνοιξε το βήμα της, προσβλέποντας βροχή. Σχεδόν χωρίς προσπάθεια, αβίαστα, βρήκε το δρόμο να επιστρέψει. Μόλις είχε φτάσει στην καγκελόπορτα, όταν ο σκοτεινιασμένος και μαζί αστραποβόλος αέρας γύρισε σε θύελλα και η σκόνη, ανάμεικτη με νερό, στροβιλίστηκε ολόγυρα. Και έβρεξε με τυφλή μανία.
Elsa Morante, Το ανδαλουσιάνικο σάλι και άλλες ιστορίες (1963),
μτφρ. Χαράς Σαρλικιώτη για τις εκδόσεις Άγρα (2004)

Wednesday, 17 June 2015

Για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι

Οι ταράτσες των σπιτιών υψώνονται επάλληλες στο παράθυρο της κουζίνας μπροστά στον κλειστό ουρανό. Σκύβει για να δέσει τα κορδόνια του. Το φλιτζανάκι του καφέ στον άδειο νεροχύτη. Ησυχία. Φοράει το σακάκι. Ανοίγοντας η εξώπορτα, αφήνει να μπει στο σπίτι ψυχρός αέρας και ο θόρυβος της βροχής στα φύλλα των δέντρων.  Στον μικρό κήπο στέκεται δίπλα στη μουριά. Για λίγο. Κλείνει τα μάτια με τα χέρια στις τσέπες. Στην δεξιά ο φάκελος με την σκισμένη άκρη. Χοντροί κόκκοι άμμου χώνονται στα νύχια του. Ο δρόμος ξετυλίγεται γυαλιστερός μπροστά του και το χώμα βρεγμένο μυρίζει βαριά. Ο άνεμος που σηκώνεται φέρνει κάτι σαν παιχνίδισμα από τις άκρες των μαλλιών της στο πρόσωπό του.
Τα φύλλα θροΐζουν στροβιλιζόμενα στο μακρύ πεζοδρόμιο της κυκλωμένης από βουνά πόλης.
Το νέο φως αφήνει μια ψυχρή απόχρωση στις επιφάνειες του άδειου γραφείου. Από το μπαλκόνι, η καθαρίστρια κουνάει το χέρι. Κάνει μία μικρή υπόκλιση προς την κατεύθυνσή της. Προχωράει στο διάδρομο. Κλείνοντας την πόρτα, η λάμπα που ανάβει φωτίζει το ανοιχτό ντοσιέ. Τακτικά αραδιασμένα ιδεογράμματα σε σειρές. Σε λίγο θα αρχίσει να τις ακολουθεί, μία-μία. Ένα πράσινο λαμπάκι ανάβει στον σκοτεινό και μακρόστενο όγκο του υπολογιστή, που αρχίζει να βουίζει. Στο παράθυρο μόνο γκρίζα σύννεφα
Απόλυτα συγκεντρωμένος εδώ και δύο ώρες, ίσως και περισσότερο. Πληκτρολογεί χωρίς θόρυβο. Ρυθμός σταθερός και ράχη ολόισια. Μακρινές φωνές, βήματα στο διάδρομο, η βροχή στο τζάμι. Κάπου χτυπάει ένα τηλέφωνο. Ο δίπλα κροταλίζει τις αρθρώσεις των δακτύλων του στην μεσοτοιχία. «Σύσκεψη σε δύο ώρες» φωνάζει. Εκείνος κουνάει το κεφάλι χωρίς να τραβήξει τα χέρια από το πληκτρολόγιο. Σαν να ξεχνάει ότι ο άλλος δεν βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο. Στην ησυχία που θα επικρατήσει αργότερα θα του φανεί ότι άκουσε το κρώξιμο ενός περαστικού γλάρου.
Το μεσημεριανό διάλειμμα στον παγωμένο αέρα, που γδέρνει τα μάγουλα και το λαιμό. Δεν βρέχει πια. Περπατάει ως το πάρκο. Οι φυλλωσιές γυαλίζουν μουσκεμένες. Κάθεται σε ένα παγκάκι στα αριστερά της κεντρικής αλέας. Στο διπλανό μία νεαρή γυναίκα με μπλε παλτό, όλα τα υπόλοιπα άδεια. Κοιτάζει το μικρό κομμάτι ουρανού ανάμεσα στις κορυφές των δέντρων. Λεύκες, πλατάνια και ψηλές νεραντζιές. Ανασαίνει. Θα ήθελε να υπάρχει μία μικρή λίμνη με νούφαρα κάπου εκεί. Κι ένα ρυάκι τριγύρω στο πάρκο. Το χώμα στα πόδια του είναι σκληρό και ξασπρισμένο. Κάθε φορά που έρχεται εδώ κάνει τις ίδιες σκέψεις. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή, όσο κι αν έχει προσπαθήσει, είναι ανίκανος να πάψει να αναζητά πράσινες σκιές σφενδάμων κι ένα περίπτερο με εξαγωνική στέγη.
Ένα κορίτσι πλησιάζει. Είναι γύρω στα πέντε και κρατάει ένα κορδόνι με ένα ξύλινο σκύλο στην άκρη του. Αντί για πόδια, ο σκύλος έχει ρόδες. Τον κοιτάει αμίλητη. Της κουνάει το χέρι με τα νύχια τα γεμάτα άμμο. Του απαντάει γνέφοντας, στέλνοντας του μία αέρινη ριπή που μυρίζει αλμύρα. Χαμόγελο αποχαιρετισμού, ο θόρυβος που κάνουν τα πέλματά του παιδιού συνθλίβοντας μικρά λευκορόδινα κοχύλια, καθώς απομακρύνεται τρεχάτο με το παιχνίδι να σέρνεται λασπωμένο πίσω του. Εκείνη ήταν που δεν ήθελε παιδί. Ένα βράδυ, στο στενό μπαλκόνι είχε μετρήσει το πάθος, που θα τους αφάνιζε και δεν θα άφηνε τίποτα για τον απόγονο. Ήταν μια απόφαση αδιαμφισβήτητη. Σιωπηλός εκείνος συνέχισε να τρίβει τις μελαψές τις γάμπες, τις κουρασμένες από τον χορό και τον έρωτα. Δεν είχε βρει κάποια κουβέντα που να ταιριάζει με την δική της σε βαρύτητα. Σηκώνεται. Το παντελόνι του είναι υγρό. Τελικά, η Έιμυ έκανε ένα κοριτσάκι. Το έμαθε πριν δύο χρόνια. Τώρα θα είχε την ηλικία της μικρής με τον ξύλινο σκύλο. Για πολλούς μήνες φανταζόταν το πως θα τον κοίταζε, για ώρα πολλή, χωρίς να μιλάει, όταν θα την συναντούσε, ίσως στην στάση του λεωφορείου ή σε κάποιο πολυκατάστημα του κέντρου με το καροτσάκι. Το μωρό θα είχε μεγάλα μαύρα μάτια κι εκείνη θα στεκόταν αγέρωχη στις γόβες τις. Αέρας. Το κύμα σκάει αφρίζοντας παγωμένο. Πνίγει τα βήματά της επιστροφής κατά μήκος μιας έρημης ακτής.
Στο γραφείο πάλι. Οι σειρές ιδεογραμμάτων δίπλα στο χοντρό σημειωματάριο, κάτω από το ηλεκτρικό φως. Δουλεύει σιωπηλά. Νιώθει σε ολόκληρο το σώμα του το βάρος του φακέλου στην τσέπη του σακακιού του, του κρεμασμένου στον καλόγερο. Οι σελίδες στο ντοσιέ λιγοστεύουν. Μία ώρα πριν το σχόλασμα, το κεφάλι του δίπλα εμφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας. Λέει «πάμε για ποτό απόψε». Προφασίζεται αδιαθεσία. Μούσκεψε το παντελόνι του στο πάρκο, μάλλον την άρπαξε. Ο άλλος απαντάει «καλά, εντάξει». Τον κλείνει για την επόμενη Παρασκευή «οπωσδήποτε». Δεν φέρνει αντίρρηση και επιστρέφει στο πληκτρολόγιο.
Έξω έχει σχεδόν  σκοτεινιάσει. Η βροχή χτυπά το τζάμι ρυθμικά, χωρίς εξάρσεις και αυξομειώσεις. Τεντώνεται προς τα πίσω και συνεχίζει να γράφει με απλωμένους βραχίονες και φρύδια ελαφρώς σμιγμένα. Σιγά-σιγά, ο χτύπος του σφυγμού πίσω από την μεσόφρυα ρυτίδα  μετατρέπεται σε πόνο. Ο ανοιγμένος φάκελος πλάι στο αριστερό του χέρι. Λίγοι κόκκοι άμμου λερώνουν τη γυάλινη επιφάνεια του γραφείου. Στο Χοκάιντο χιόνισε. Πριν από ένα μήνα. Αποκλείστηκαν στο σπίτι για δύο ημέρες. Τις πέρασαν διαβάζοντας και τρώγοντας την ξηρά τροφή, με την οποία η Σατόκο είχε γεμίσει τα ντουλάπια πριν ξεσπάσει η κακοκαιρία. Το βράδυ ξάπλωναν σε φουτόν γύρω από το τζάκι, όλοι μαζί, γιατί έκανε τόσο κρύο, που οι θερμάστρες δεν κατάφερναν να ζεστάνουν τα δωμάτια του πάνω ορόφου. Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα είχαν καταφέρει να κοιμηθούν. Ξαπλωμένοι, με τις σκιές της φωτιάς να παίζουν στα πρόσωπά τους, έλεγαν ιστορίες από τα καλοκαίρια, όταν μαζεύονταν όλοι στο νησί. Ο μεγάλος αδελφός τους πήγαινε τα απομεσήμερα βόλτα με τη βάρκα μέχρι την ακτή Σιμαμούι, για να ψαρέψουν γατόψαρα.  Η λειασμένη επιφάνεια του κουπιού στο χέρι του. Εκείνου. Του μεγάλου αδελφού.
Η λάμπα σβήνει.
Οι σόλες του χτυπάνε στο πλαστικό δάπεδο του διαδρόμου κι έπειτα στο πεζοδρόμιο. Την ώρα που σκύβει να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά ακόμη ένα άγριο κύμα πίσω του. Το φως των αδύναμων φαναριών τρεμοπαίζει διαθλώμενο στις σταγόνες που κυλάνε στα τζάμια. Οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονται στριγκλίζοντας ρυθμικά και το ραδιόφωνο σιγεί. Ο αέρας μέσα στο αυτοκίνητο είναι υγρός και μυρίζει καθαριστικό. Κρυώνει. Αναριγεί και πατάει το γκάζι. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου νιώθει το αυτοκίνητο να γλιστρά εκτός πορείας στην άσφαλτο. Ο δρόμος άδειος και σκοτεινός.
Το σπίτι μυρίζει κλεισούρα. Η Έιμυ άφηνε το παράθυρο του καθιστικού ανοιχτό, ό,τι καιρό κι αν είχε. Οι περισσότερες οσμές την ενοχλούσαν. Η μούχλα,  ο ιδρώτας, η ναφθαλίνη, ο καφές. Όταν μύριζε σκόρδο, σόγια ή τηγανισμένο ψάρι αρρώσταινε. Μαγείρευε μόνο μακαρόνια και σαλάτες. Δεν ήθελε να δέχονται επισκέπτες γιατί έφερναν μαζί τους μυρωδιές που την αηδίαζαν. Μόλις έφευγαν άνοιγε όλα τα παράθυρα. Τα άφηνε έτσι για ώρες. Του ζητούσε να κάνει ντους, να λούζει τα μαλλιά του, να πλένει τα χέρια του. Συνέχεια. Λίγο πριν φύγει δεν άντεχε ούτε το άρωμά της και σταμάτησε να το φοράει. Πλενόταν αποκλειστικά με πράσινο σαπούνι και κοιμόταν σε χωριστό κρεβάτι, μόνη της. Μαζί πέρναγαν μόνο λίγες ώρες το βράδυ, μετά τη δουλειά. Πολλές φορές καβγάδιζαν για τις μυρωδιές ή άλλες αφορμές. Εκείνος λιγόλογος, σχεδόν βουβός. Θυμωμένη του φώναζε βρισιές προσπαθώντας να τον κάνει να ξεσπάσει. Η συμφιλίωση αργούσε και δεν ήταν ποτέ ολοκληρωτική. Πάντα έλειπε ένα κομματάκι. Ακόμη ένα κάθε φορά.
Βγάζει τα παπούτσια και το σακάκι, γεμίζει τη ρυζιέρα και ξεφλουδίζει ένα κρεμμύδι. Στο άνοιγμα της πόρτας τα κύματα λυσσομανούν. Τελικά του είπε «δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα». Στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα με μία βαλίτσα στο χέρι. Φόραγε την κόκκινη καμπαρντίνα που αντηχούσε νότες τάνγκο στις στροφές. Με τα μυτερά της τακούνια θρυμμάτισε αμέτρητα λευκορόδινα κοχύλια, βαδίζοντας  ανυπόμονη. Χωρίς διόλου έλεος, τα στιλέτο της βεβήλωσαν την ακτή, όπου είχαν περάσει εκείνο το πρωινό, τρεις μήνες μετά που την πρωτοείδε στο Σελέκτ. Τα μάλλινα πουλόβερ κοκκίνιζαν το δέρμα στα μπράτσα τους, όσο εκείνοι καλοδέχονταν, με δάκρυα στα μάτια, το ανεμόβροχο που γέμιζε τον ουρανό με τα μαλλιά της και άγρια αρμύρα.
Το Χοκάιντο της είχε φανεί πληκτικό. Είπε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε εβδομάδα εκεί. Το σπίτι ήταν μικρό, οι δρόμοι επαρχιακοί, το φαγητό βρωμερό, οι άνθρωποι κλεισμένοι στον εαυτό τους, η ησυχία υπερβολική. Η φύση έπνιγε τα πάντα, και το κάθε τι έμοιαζε να αποδιώχνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Τις επτά μέρες που έμειναν εκεί, τις πέρασε ξαπλωμένη, στήνοντας καβγάδες μαζί του με κάθε ευκαιρία. Την κουβέντα του πατέρα ότι αν ήθελαν να μείνουν εκεί ήταν ευπρόσδεκτοι, την κράτησε για τον εαυτό του. Του είχε απαντήσει ότι θα βάδιζε στο δρόμο που είχε διαλέξει. Πάντα δίπλα της. Ο πατέρας είπε «θα το μετανιώσεις, γιε μου». Κι όμως, ο πατέρας ήξερε καλά πως η μετάνοια δεν έρχεται ποτέ όταν της κρατάς την πόρτα κλειστή, μανταλωμένη. Ακόμη κι αν, μπλεγμένος στις αλυσίδες που την σφραγίζουν ερμητικά, δυσκολεύεσαι να πάρεις ανάσα. Όλα τα ήξερε ο πατέρας, που τον έσφιξε στην αγκαλιά του ώρα πολλή, μπροστά στο ταξί με την αναμμένη μηχανή. Μύριζε τον καπνό στο δέρμα του προσπαθώντας να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στην πατρική αγκαλιά. Τον διέκοψε η κόρνα του αυτοκινήτου, προτού τα καταφέρει. Δίπλα στην πόρτα, η μητέρα έσφιγγε ένα μαντήλι μέσα στην αριστερή της χούφτα.
Η βροχή αντηχεί στο κρύο πεζοδρόμιο. 
Κλείνει το παράθυρο του καθιστικού, σερβίρει φαγητό σε ένα πιάτο και ανάβει την τηλεόραση.
 
 

Tuesday, 26 May 2015

Μέγαιρα [«Βροχή εν Θήρα» (1)]

Άνοιξες με τα μούτρα κατεβασμένα. Απ' όξω φωνάζανε εκείνα τ' αγριοκόπελα που 'χεις για φίλους. Ίσα-ίσα που ακούγονταν μέσα στις βροντές. Στάθηκες στην θύρα. Σα να ΄τανε λεπτά ολάκερα που στεκόσουνα εκεί, το πάτωμα γέμισε νερά, σα να μην ήθελες να μπεις. Δεν έτρεξα να σου πάρω την κάπα, που ήτανε μούσκεμα. Ούτε να σου βγάλω τις μπότες. Σε κοίταζα από το κρεβάτι, κάτω από τα χράμια. Κι έπειτα, βουβός, με βαριά περπατησιά βρέθηκες στην μέση της κάμαρης. Άκουγα την ανάσα σου να δυναμώνει. Ώσπου ήρθες απάνω απ' το κρεβάτι και τράβηξες τα σκεπάσματα. Μ' άρπαξες απ' τον αγκώνα, το χέρι σου μέγγενη. Να με σηκώσεις με το στανιό γρυλίζοντας σαν μαύρος χοίρος· κι έπειτα να αρχίσεις να σκληρίζεις, να με ρωτάς, να με έχεις αρπάξει από τους ώμους και να με τινάζεις πέρα δώθε· κι εγώ αφημένη στα χέρια σου αδειανό σακί με πρόσωπο πασαλειμμένο από τα σάλια σου. Δε μίλησα, τσιμουδιά, κιχ. Τέτοια είμ' εγώ. Περίμενα την ώρα, τη στιγμή τη σίγουρη, όταν με παράτησες κι έπεσα στις πλάκες ζαλισμένη κι εσύ σύρθηκες στο τζάκι με τα χέρια δεμένα πίσω από το σβέρκο. Τότε ήταν που άνοιξα το στόμα μου το φαρμακωμένο. Δυνατά, να με ακούεις, μην τυχόν και σβήσει την κουβέντα μου η αντάρα που 'κανε τα φύλλα της μουριάς να χτυπιούνται σαν μανιασμένα κοτσύφια. Και ξαλάφρωσα.

Ναι. Αλήθεια είναι. Εγώ ήμουνα που τριβόμουνα όλη νύχτα με τα χορτάρια. Τσίτσιδη, με το πετσί πρασινισμένο, έβλεπα τα σύννεφα να μαζεύονται πάνω από την αυλή. Ο αέρας μύριζε θειάφι, τα μάτια μου τρέχανε κι έψελνα τραγούδια ατελείωτα, σκοπούς δικούς μου, η γλώσσα μου πήγαινε μονάχη της, το λαρύγγι μου έβγαζε φωτιά· για την κυρά Μαρίνα στο πηγάδι, που μου ’πε πως η κοιλιά μου όλο πλάκα είναι και δε λέει να φουσκώσει· την Μαρίκα που όλο κουνιέται σαν περνάει από το σιδεράδικο· την Σοφία με τα μεταξωτά πουκάμισα· την προεδρίνα με τις βεράντες που τις σκεπάζει η μπουκαμβίλια και ήλιος δεν τις βλέπει· τα πουτανάκια της κυρά Μάρως με τη μέση δαχτυλίδι· την Γιαννούλα που ‘χει απόνα μωρό στο κάθε βυζί· και πιο πολύ απ’ όλες τις καριόλες, την δικιά σου, που παρατάει το μούλικο στην μάνα της, για να ’ρθει να πλαγιάσετε στις θυμωνιές, πίσω από τον μιτάτο του πατέρα μου· κάθε απόγεμα που κυλιέται στα σανά φρενιασμένη, που σε παρακαλάει να της τον βάλεις, όλο και πιο βαθιά που τον ζητάει η σκύλα και κόβεται η ανάσα της.

Τώρα η βουή έπαψε. Τα σύννεφα τραβήχτηκαν και ο ουρανός άνοιξε. Είμαι ψόφια. Η κεφαλή μου πάει να σπάσει. Τώρα μιλάς ελόγου σου, οι κουβέντες σου ποτάμι αφρισμένο. Ξαπλώνεις δίπλα μου, κατάχαμα, μα δε με ακουμπάς. Με μαλώνεις. Τι με νοιάζει τι κάνουν οι άλλες, καμιά δεν μπαίνει μαζί μου, τόσες φορές μου το ’χεις πει. Εσύ εμένα αγαπάς, την άλλη την πηδάς γιατί σε παρακαλάει, σέρνεται στα πόδια σου. Όταν το παρακάνω δε με θες, δεν μπορείς ούτε να με βλέπεις μπροστά σου. Μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα και σφίγγομαι. Άμα κλάψω, θα με πονέσει πιο πολύ το κεφάλι μου. Άμα πονάω, ζαλίζομαι, καμιά φορά βλέπω φωτάκια και μετά όλα γίνονται μαύρο σκοτάδι και χάνομαι. Τι πάει να πει το παράκανα; Μίλα ντε, άνοιξε το βουβό σου, πες μου. Δεν καταλαβαίνω γρι σου λέω. Μπαίνει μέτρο στην λύσσα; Έχει ζύγι για την αγάπη;

«Θήρα, 18 Σεπτεμβρίου 1883
Ραγδαιοτάτη και ασυνήθης βροχή κατέπεσεν εν Θήρα τη 18 τρέχοντος περί την πρωΐαν, ώραν περίπου διαρκέσασα, και επήνεγκεν ανυπολογίστους ζημίας, απερίγραπτον ιδίως είναι το ραγδαίον και φοβερόν αυτής πρωτίστως μεν εν τη περιφερεία του χωρίου Εμπορείου, κατά δεύτερον δε λόγον εν τη του χωρίου Γωνιάς και Βουρβούλου. Η θέσις του χωρίου Εμπορείου παριστά θέατρον καταστροφής, μεταβληθείσα εις λίμνην πλωτήν, εκπέμψασαν εκ των διαφόρων σημείων αυτής, ποταμούς οίτινες αγρίως και ορμητικώς κατελθόντες παρέσυρον παν το πρόστυχον διά των αμπελώνων και των αγρών. Εν τη θέσει ταύτη λίθινα περιτοιχίσματα παρεσύρθησαν άρδην, συκαί και ρίζαι των αμπέλων εκριζωθείσαι ήχθησαν εις την θάλασσαν˙ και πού μεν αύται βαθέως ηυλακώθησαν, που δε υπεσκάφθησαν, εδώ μεν εγένοντο εκχώσεις, εκεί δε επιχώσεις κτλ., δισδιάκριτά δε όλως εισί τα σημεία και αι περιοχαί ταύτης.»

Ζούμπαγα τα νεροχόρταρα στην κοιλιά και τα μπούτια μου ώρες ατέλειωτες. Να ‘μαι σίγουρη. Σηκώνεσαι. Μου γυρνάς την πλάτη. Στέκεις μπροστά στο παραθύρι. Κοιτάς τα σύννεφα που φεύγουν προς το νοτιά. Έχεις θυμώσει και, όπως λες, το φταίξιμο είναι δικό μου. Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Εσύ φταις που γίνομαι έτσι, εσύ με κάνεις να αλυχτάω σαν το σκυλί μέρα-νύχτα, να φτύνω τις κυράδες και να βρίζω τα κοπελούδια σαν ξετσίπωτη. Πάρ’ το χαμπάρι ντε, για σένα έγινε. Για σένα μόνο. Κι έπειτα, δεν το κάνω κέφι το τσιρ-τσιρ, το ξέρεις κι αυτό. Κάνει τα κόκαλά μου να πονάνε. Εσύ φταις που το ’κανα. Αλήθεια. Να μην ξημερωθώ άμα λέω ψέματα.

«Δυστυχώς ποιμήν παρασυρθείς μετά του εξ 150 αιγοπροβάτων ποιμνίου του ήχθη νεκρός εις την θάλασσαν, και άλλα τοιαύτα και ημίονοι τινές παρεσύρθησαν˙»

Ούτε που γυρνάς να με κοιτάξεις. Τσάμπα μιλάω. Καλύτερα να το κλείσω, ώρα είναι να ΄ρθεις να μου αστράψεις και καμία καταπρόσωπο. Τρομάζω έτσι που μουγκρίζεις απ’ τη γωνιά. Πρωτύτερα, που κυλιόμαστε καψωμένοι στα σεντόνια ήτανε καλά, όμως. Έτσι δεν μου ‘λεγες; Μες το αυτί μου έχωνες τη γλώσσα σου, να σ’ ακούσω καλά-καλά. Τότε με ήθελες. Εσύ δηλαδή πως την μετράς την κάψα; πως την ζυγίζεις την αγάπη;

«γυναικός τινός εκ Βουρβούλου εξερχομένης της υπερπληρωθείσης ύδατος οικίας της ο κατερχόμενος ορμητικώς χείμαρρος αφήρεσεν από της αγκάλης αυτής το ατυχές τετραετές τέκνον της, όπερ επίσης εφέρθη νεκρόν εις την θάλασσαν˙»

Έσφιγγες με τις χερούκλες σου τη μέση μου. Όλο μελανιές μ’ έκανες. Σ’ άρεσε. Να με παίρνεις από πίσω, σα να ‘μαστε ζώα. Εσύ το σφυρί, κι εγώ τ’ αμόνι. Και οι στάλες τις βροχές να χτυπάνε τις στεγόπλακες. Αυτά είχα κατά νου, την ώρα που τριβόμουνα με τα χόρτα. Και το πετσί μου μύριζε σαν βρεγμένο χώμα. Έχασα τα λογικά μου με τη μυρωδιά. Τριβόμουνα αφηνιασμένη. Ούτε και θυμάμαι πόση ώρα την έκανα αυτήν την δουλειά. Για σένα ήτανε. Να σου δώσω φχαριστιά. Αχάριστε.

«επί των αμπελώνων και αγρών της τε Γωνίας και Βουρβούλου παραπλήσιαι των του Εμπορίου εγένοντο ζημίαι˙ πλείσται όσαι οικίαι των διαληφθέντων χωρίων επληρώθησαν υδάτων, άτινα εξελθόντα βιαίως, παρέσυραν και εξηφάνισαν πολλάς ζωοτροφάς των πτωχών οικοδεσποτών. Πανικός κατέλαβε και κατέχει έτι τους κατοίκους αυτής, γοεράς αφίσαντας κραυγάς και ικέτιδας υψωσαντας χείρας κατά την στιγμήν της φοβεράς θεομηνίας˙ αληθώς δ’ ειπείν τοιούτος κατακλυσμός μετά ανεμοστροβίλου επελθών παρήγαγε βοήν εμπνέουσαν φρίκην, οιναποθηκών τινών εκείσε πληρωθεισών ύδατος˙ τα οινοδοχεία έπλευσαν, δύο τούτων καταπεσούσαι συνέτριψαν τα οινοδοχεία˙ αι αγροτικαί οδοί εισίν άβατοι˙ ην ευτυχώς πρωΐα άλλως τε πολλά η νήσος θα εθρήνει θύματα».

Φεύγεις. Για που; Τον Μανωλάκη δεν μπορείς να τονε φέρεις πίσω. Ούτε την πουτάνα σου. Και νά ’θελα, ούτε εγώ θα μπορούσα. Που πας; Μη μου φεύγεις. Έλα. Εδώ είμαι. Κάνε ό,τι θες. Έλα να με πάρεις πάλι. Σε παρακαλώ. Κοίτα με πως σπαρταράω. Όλη δική σου. Έλα πάλι, θα μου βγει η ψυχή. Τι, δε θες; Έλα, πάλι έλα, πάλι. Εμένα δε μ’ αρέσει η ψιχάλα, θέλω τον ήλιο εγώ. Έλα, να χαρείς ό,τι αγαπάς. Τώρα που φύγανε τα σύννεφα. Γύρνα πίσω. Δε με βλέπεις που τρέμω ολόκληρη; Άτιμε, έλα να με σκίσεις. Θέλω ξανά. Μη με αφήνεις έτσι. Μη φεύγεις. Σκύλε.

Αν δεν ήξερα πόση χαρά σου δίνει η βροχή, θα το ’πνιγα πέρα για πέρα το βρωμόνησο σου. 

(1) Μη χάνεσαι, τ. 4, αρ. 575 (18 Σεπτεμβρίου 1883)

Tuesday, 19 May 2015

Μιντνάιτ μπλου

Το πλαστικό ρολόι πάνω από την πόρτα είναι σταματημένο. Εδώ και αρκετά λεπτά ψάχνει μάταια να βρει το κινητό τηλέφωνό της μέσα στην τσάντα της, ελέγχει τσέπες, ανοίγει φερμουάρ, ψαχουλεύει πτυχώσεις. Ούτε και η μακιγιέζ φοράει ρολόι. Το να πληροφορηθεί τι ώρα είναι αποβαίνει τελικά εντελώς αδύνατον. Στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει να μάθει είναι το πόση ώρα ακριβώς βρίσκεται καθισμένη σε αυτήν την πολυθρόνα με τον αυχένα τεντωμένο και τα πόδια χωμένα στην γαριασμένη προβιά-μοκέτα χρώματος σπασμένου ζαχαρί. «Μην κουνιέστε πληζ» λέει η Ραμόνα με παιδική φωνή και, αφού πετάξει με επιδεξιότητα την τσάντα στον απέναντι πάγκο, κάθεται μαλακά στα πόδια της, ώστε να φθάνει ευκολότερα το πρόσωπό της. Με αυτό το μικρό, αλλά εξαιρετικά μυώδες σώμα βολεμένο στην ποδιά της, δεν μπορεί να δει την αντανάκλασή της στον καθρέφτη, καθώς σχεδόν ολόκληρο το οπτικό της πεδίο καταλαμβάνεται από την πλούσια αλογοουρά της μακιγιέζ. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην παλέτα που κρατούν τα κοντόχοντρα δάκτυλα· «ξέρεις, δεν συνηθίζω τόσο έντονες σκιές στα μάτια» λέει με αποφασιστικότητα. Η νάνος, χωρίς να σταματήσει να απλώνει Μιντνάιτ Μπλου απ' άκρη σ' άκρη στο αριστερό της βλέφαρο, απαντά ότι ο φωτισμός στο στούντιο 3 είναι διαφορετικός από αυτά που έχει συνηθίσει, κάπως πιο αδύναμος θα μπορούσε να πει κανείς, και τα χρώματα πρέπει να είναι οπωσδήποτε πιο έντονα. Νιώθει το αριστερό στήθος της Ραμόνας να τρίβεται στον ώμο της και, παρόλο που προσπαθεί να αποδιώξει την σκέψη, αναρωτιέται αν τελικά θα τηρήσουν την αρχική συμφωνία ή θα της τα γυρίσουν. Είχε γίνει εξήγηση καθαρή, κι όταν είχε διαβάσει τους όρους είχε νιώσει απόλυτα ικανοποιημένη, αφού δεν είχε κατορθώσει να εντοπίσει τις συνήθεις ενδείξεις έλλειψης σεβασμού, που ξετρύπωνε συχνά συγκαλυμμένες ανάμεσα σε λέξεις αραδιασμένες σε εναμισάρι διάστιχο. Εξάλλου, το είπε κι ο Πωλ, θα ήταν πολύ καλό να κάνει μία εμφάνιση ασυνήθιστη και, ει δυνατόν, πρωτοποριακή, έξω από τα τετριμμένα και τις βολές της, ώστε το κοινό να ξαφνιαστεί ευχάριστα. Κι όμως, υπάρχει κάτι σε αυτήν την παχιά, όλο κόμπους μάσκαρα σε μπλε ελεκτρίκ που την κάνει να αποστρέφει το πρόσωπό της. «Ελάτε, μην το σκέφτεστε τόσο πια, ξέρετε πόσο πηγαίνει το ελεκτρίκ στα καστανά μάτια;» Από την αρχή αυτής της ιστορίας, από την στιγμή που η Ραμόνα σκαρφάλωσε στο σκαμνί για να ξεκινήσει το μακιγιάζ της περνώντας μία υπερβολικά σκούρα βάση σε ολόκληρο το πρόσωπο, θεώρησε ότι το να παρουσιάσει ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο λίγο πριν τα Χριστούγεννα θα ήταν μία κίνηση εντελώς άτοπη, αν όχι κακόγουστη. «Μα τι λέτε, η βάση είναι μίντιουμ, θα είναι μια χαρούλα πάνω σας. Μη φοβάστε καλέ. Πρέπει να την βάλουμε, θέλετε να βγείτε σαν πτώμα;» Όσο το σκέφτεται, τόσο το θέμα γίνεται και πιο σαφές. Δεν χωράει καμία αμφιβολία. Ο φόβος ότι μπορεί το πράγμα να στραβώσει είναι μεγάλος και το φιάσκο μάλλον αναπόφευκτο. Δεν είχαν μπει καν στον κόπο να της δώσουν την λίστα με τις ερωτήσεις της συνέντευξης. Είπαν ότι δεν χρειάζεται καμία προετοιμασία, μόνο να είναι ο εαυτό της. Αυτό μόνο. Ο εαυτός της. Ούτε σκαλέτα, ούτε σημειώσεις, ούτε τίποτα. Σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει με τα άδεια χέρια της. Στη θέα του σκουροκόκκινου ρουζ στο πλακέ κουτί τινάζεται απότομα, κάνοντας την μακιγιέζ να χάσει την ισορροπία της τραβώντας την γραμμή του αϊλάινερ μέχρι το αυτί της. «Αχ, σας παρακαλώ, μη μου κουνιέστε. Κοιτάξτε τι γκάφα έκανα. Καθίστε ήσυχη τώρα, να φτιάξουμε και το άλλο ματάκι. Τουλάχιστον να είναι όμοια». Να πάρει την τσάντα της και να την κάνει. Να γίνει καπνός, κι άσε τα τηλέφωνα να βροντάνε. Ρίχνει μια ματιά προς τον πάγκο στα δεξιά της. Η Ραμόνα της γυρίζει το κεφάλι προς την μεριά της με μία κάπως απότομη κίνηση. Δεν ζητάει συγνώμη για αυτό. Μία δυνατή βροντή κάνει τα φώτα να τρεμοσβήσουν, ακριβώς εκείνη την στιγμή που το παχύ πινέλο του ρουζ χαϊδεύει το μάγουλό της. «Ελάτε λοιπόν, μόνο τα χειλάκια μείνανε. Τα καταφέραμε τελικά, έτσι δεν είναι καλή μου;» Το κραγιόν έχει χρώμα κατακόκκινο και λαμποκοπάει γεμάτο γκλίττερ. Η απόφαση ελήφθη, επιστροφή επιτέλους στην σιγουράντζα, και είναι αμετάκλητη. Η μακιγιέζ σφίγγει με τα γόνατα τις λαγόνες της και της σκουπίζει απαλά τα χείλη με ένα χαρτομάντηλο. «Η βροχή δυνάμωσε. Ακούτε, ε; Πάντως νο πρόμπλεμ, θα σας πάω εγώ στο στούντιο» λέει η Ραμόνα και κατεβαίνει από πάνω της υποβοηθούμενη από το σκαμνί. Ανοίγει ένα χαμηλό ντουλάπι και βγάζει μία πολύχρωμη ομπρέλα γιγαντιαίων διαστάσεων κοιτώντας την με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, σχεδόν αυταρέσκειας. Εκείνη σκύβει, η μακιγιέζ απλώνει το χέρι στον ώμο της και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της. Την πιάνει γερά από την μέση και σπρώχνει την πόρτα με το πόδι. Κάνοντας μερικά βήματα στην τσιμεντένια αυλή, μυρίζει το βρεγμένο χώμα ηδονικά. Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, η Ραμόνα ανοίγει την ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια τους.

Wednesday, 29 April 2015

Στην εποχή μας, Ernst Hemingway (1925)

Εκτέλεσαν τους έξι υπουργούς στις έξι και μισή το πρωί στον τοίχο του νοσοκομείου. Στην αυλή είχαν σχηματιστεί λίμνες με νερό. Το λιθόστρωτο της αυλής ήταν σκεπασμένο με νεκρά φύλλα. Έβρεχε πολύ. Όλα τα παραθυρόφυλλα στο νοσοκομείο ήταν ερμητικά κλειστά. Ένας από τους υπουργούς ήταν άρρωστος με τύφο. Δύο στρατιώτες τον μετέφεραν κάτω και τον έβγαλαν έξω στην βροχή. Προσπάθησαν να τον κρατήσουν όρθιο στον τοίχο, αλλά τα γόνατά του λύγιζαν και καθόταν κάτω, μέσα σε μία λίμνη που είχε σχηματίσει η βροχή. Οι άλλοι πέντε στέκονταν πολύ ήσυχα δίπλα στον τοίχο. Τελικά, ο αξιωματικός είπε στους στρατιώτες ότι δεν υπήρχε λόγος να προσπαθούν να τον κρατήσουν όρθιο. Όταν έριξαν την πρώτη ριπή, καθόταν μέσα στο νερό με το κεφάλι στα γόνατα.
Ernst Hemingway, Στην εποχή μας (1925), 
μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2008)

Tuesday, 20 January 2015

Το ακέφαλο γεράκι, Truman Capote (1946)

Ήταν η ώρα του βραδυνού και, μην ξέροντας που να φάει, κοντοστάθηκε κάτω από ένα φανοστάτη, απ' όπου άνθισε ξαφνικά ένα λουλούδι από φως κι έπεσε ριπιδωτό στο καλντερίμι· κι ενώ περίμενε εκεί, μια βροντή ακούστηκε, και σ' όλο το δρόμο κάθε πρόσωπο έξω από δύο, το δικό του και της κοπέλας, κοίταξε ψηλά. Μια ριπή ποταμίσιου αέρα σκόρπισε το γέλιο των παιδιών που, πιασμένα αγκαζέ, χοροπηδούσαν σαν ξύλινα αλογάκια σε λούνα παρκ, και παρέσυρε τη φωνή της μαμάς, που, σκυμμένη από ένα παράθυρο, φώναξε: Βροχή, Ρέιτσελ, βροχή· θα βρέξει, θα βρέξει! Και το αμαξάκι του ανθοπώλη, το γεμάτο κισσούς και γλαδιόλες, τινάχτηκε απότομα καθώς ο γυρολόγος, με το ένα μάτι στραμμένο προς τον ουρανό, έσπευσε να βρει καταφύγιο. Ένα γεράνι φυτεμένο σε γλάστρα έπεσε, και τα κοριτσάκια μάζεψαν τα λουλούδια και τά 'βαλαν στ' αυτί. Τρεχάτα πόδια και σταγόνες βροχής ήχησαν στα πεζοδρόμια σαν μουσική παιγμένη γοργά σε ξυλόφωνο, πόρτες βρόντηξαν, παράθυρα έκλεισαν κι ύστερα τίποτε, μόνο σιωπή... και βροχή. Τώρα, με αργά βήματα και σέρνοντας τα πόδια της, ήρθε κάτω από το φανοστάτη να σταθεί δίπλα του, και ήταν λες και ο ουρανός ήταν καθρέφτης ραϊσμένος απ' τους κεραυνούς, γιατί η βροχή έπεφτε ανάμεσά τους σαν παραπέτασμα από θραύσματα γυαλιού.
Truman Capote, Όλα τα διηγήματα (1943-1982)
μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2006)

Tuesday, 6 January 2015

Το σπίτι στη βροχή

Η μυρωδιά του καφέ γέμισε την ευρύχωρη κουζίνα, όπου επικρατούσε μία ευχάριστη θαλπωρή, παρά τον καυγά που είχε προηγηθεί. Της είχε πάρει αρκετή ώρα να ανάψει τη φωτιά. Δεν είχε καταφέρει να βρει αρκετό προσάναμμα και τα ξύλα της είχαν φανεί λιγοστά. Η αδερφή της είχε σχεδόν καταργήσει το τζάκι, θερμαινόταν με φορητά καλοριφέρ πια. Έπλεξε τα δάχτυλά της γύρω από το φλιτζάνι, για να τα ζεστάνει. Ήταν μακριά και λεπτά, κάποτε ολόλευκα, νιφούλες τα έλεγε ο Τάκης γιατί ήταν πάντα κρύα, τώρα γεμάτα καφετιά στίγματα. Με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι αφουγκραζόταν τον θόρυβο που έκανε η βροχή χτυπώντας τα φύλλα της μουριάς και το τζάμι του παραθύρου. Οι φωνές της αδελφής της έμοιαζαν πολύ μακρινές, σαν να μην είχαν ακουστεί ποτέ μέσα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και σκέφτηκε ότι ένιωθε ευτυχισμένη. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, όπως είχε γείρει πάνω από το τραπέζι, με την χοντρή ζακέτα που μύριζε ναφθαλίνη ριγμένη στους ώμους, μέσα στο άδειο σπίτι, την κυρίευσε μία ευτυχία. Η φωτιά τριζοβολούσε λαμπερή. Πήγαιναν πολλά χρόνια που το είχε καταλάβει, δεν είχε καλά-καλά τελειώσει το γυμνάσιο όταν συνειδητοποίησε πως το να αναζητάει κανείς την ευτυχία δεν είχε νόημα. Απολύτως κανένα νόημα. Επρόκειτο για μία μάταιη και εξαιρετικά κουραστική διαδικασία. Ευτυχία ως κατάσταση μόνιμη και αδιάσπαστα σταθερή δεν υπήρχε. Όποιος την κυνηγούσε ήταν καταδικασμένος να αποτύχει. Η ευτυχία δεν ήταν παρά στιγμές, μικρές χρονικές νησίδες διασπαρμένες στο βίο των ανθρώπων. Στόχος του καθενός θα έπρεπε να είναι το να μπορεί να τις αναγνωρίζει και, ακολούθως, να τις απολαμβάνει. Η πεποίθηση αυτή παρέμενε απαράλλακτη μέσα της πολλά χρόνια, από εκείνο το βράδυ στην παραλία της Δελφίνας, με το φεγγαρόφωτο που έκανε τα βρεγμένα βότσαλα να γυαλίζουν. 
 
Η Ελευθερίτσα, επιτυχημένη αρχιτέκτων, σύζυγος ιατρού και μητέρα τριών καλοσπουδασμένων και καλοπαντρεμένων κοριτσιών, δεν πίστευε ότι ένα όμορφο σπίτι, μία μεγάλη, καλοκουρδισμένη οικογένεια ή ένας φουσκωμένος τραπεζικός ήταν ικανά να φέρουν την ευτυχία, γιατί αυτή ήταν κάτι πολύ πιο απλό. Σαν και αυτό που ένιωθε τώρα δα, σε αυτό σπίτι το φτιαγμένο από πέτρα και χώμα που, αν και άδειο, την γέμιζε ενεργητικότητα. Έριξε μια ματιά τριγύρω τους τοίχους που είχαν πρασινίσει ψηλά, κοντά στην οροφή, και θαύμασε την συμμετρία του σχεδίου που είχε φτιάξει η μούχλα. Όταν ήταν μικρή, συνήθιζε να ακουμπάει το αυτί της στα χοντρά ντουβάρια, για να ακούσει τον θόρυβο που έκαναν, καθώς ανάσαιναν. Τα αδέλφια της την κορόιδευαν κι εκείνη πεισμωμένη περνούσε πολλή ώρα κολλημένη στον τοίχο. Η μάνα την μάλωνε και την έστελνε σε θελήματα, για να φεύγει από το σπίτι. Όταν γύριζε από τις θειάδες ή τον μπακάλη, της είχε πάντα έτοιμη μία φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα κυδώνι. Μικρό παιδί τότε, δεν είχε ακόμη συλλάβει την σημασία των ευτυχισμένων στιγμών, για να τις βιώσει με συνειδητή απόλαυση. Εκ των υστέρων, όμως, είχε αντιληφθεί ότι όλες εκείνες οι φορές που έμπαινε στην αυλή σέρνοντας μια σακούλα και έβλεπε τη μάνα να την περιμένει στην πόρτα της κουζίνας με τη φέτα στο χέρι, θα έπρεπε να τοποθετηθούν στην κορυφή του καταλόγου των ευτυχισμένων στιγμών της ζωής της.

Η μάνα συνήθιζε να κάθεται σε μία χαμηλή καρέκλα, δίπλα στο τζάκι. Εξαιτίας της αρθρίτιδας που την βασάνιζε από πολύ νέα, απέφευγε να σηκώνεται και ζητούσε από όποιον βρισκόταν εκεί κοντά να της φέρνει ό,τι χρειαζόταν. Η Ελευθερίτσα, το μικρό τους, γυρόφερνε στην κουζίνα, έτοιμη να πεταχτεί στο ερμάρι και να της προσπορίσει μακαρόνια, λάδι, ελληνικό καφέ, ζάχαρη, σπίρτα, παλιές εφημερίδες για προσάναμμα. Το μαγερειό ήταν ο στίβος της, όπου έτρεχε ολημερίς με τα μικρά της πόδια, μέχρι να πέσει ψόφια στο κρεβάτι το βράδυ. Και πιο μετά, τα καλοκαίρια που ερχόταν από την Αθήνα, εκεί ακριβώς, κάτω από την μαυρισμένη καμινάδα, κάθονταν με τη μάνα κι έπιναν τον καφέ. Κάθε απόγευμα, όταν γύριζε αποκαμωμένη από την θάλασσα κι εκείνη την μπούκωνε τις φέτες με το βούτυρο κατηγορώντας την πως ήταν αδύνατη σαν τσίχλα. Με το λευκό της χεράκι τσιμπούσε μαλακά το μπούτι της Ελευθερίτσας και την ρώταγε πως θα γύρναγε να την κοιτάξει άντρας, έτσι κοκαλιάρα που είχε γίνει. Εκεί μέσα ήταν που της είπε για τον Τάκη και την ρώτησε αν ήθελε να κάνουν το γάμο στο χωριό. Η μάνα την αγκάλιασε συγκινημένη κι αυτή ακούμπησε το μάγουλό της στον άσπρο λαιμό που μύριζε σαν μωρού συνειδητοποιώντας, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι ζούσε μία ευτυχισμένη στιγμή. Έτσι, έμεινε ακίνητη, για να την κάνει να διαρκέσει όσο περισσότερο γινόταν. Διότι το κύριο χαρακτηριστικό των ευτυχισμένων στιγμών ήταν ότι ήταν αδύνατον να επαναληφθούν. Ήταν μοναδικές και έφευγαν χωρίς επιστροφή.

Το παλιό σπίτι έμοιαζε να της προσφέρει ανείπωτη ευφορία, που όσο την ένιωθε να τονώνει τον υποτασικό της παλμό, τόσο πιο παρανοϊκή φαινόταν η ιδέα της αδερφής της να το πουλήσουν. Δεν ήταν βέβαια οι τοίχοι που της προκαλούσαν την κατάσταση αυτή, αλλά η ενέργεια με την οποία τους είχαν ποτίσει όλες αυτές οι ευτυχισμένες στιγμές, που είχαν βιώσει οι ένοικοί του, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλα αυτά τα χρόνια. Αμέτρητες στιγμές ευτυχίας, σαν λαμπερή ουσία συσσωρευμένη στις κόχες και τα σοβατεπιά, ενεργοποιημένη από τη σιγανή βροχή που χτύπαγε τα φύλλα της μουριάς και το τζάμι του παραθύρου. Ξαφνικά ένιωσε το στομάχι της να την τραβάει, πεινούσε και σηκώθηκε να δει αν ερχόταν η Μαρία. Ο κήπος, φρεσκοπλυμένος από την βροχή, έδειχνε αρκετά περιποιημένος, αλλά η μεγάλη ελιά πίσω από την αυλόπορτα έλειπε. Θυμήθηκε ότι πριν από τρία χρόνια η Μαρία της είχε τηλεφωνήσει για να την ενημερώσει ότι το δέντρο είχε προσβληθεί από σηψιρριζία και είχαν αναγκαστεί να το κόψουν. Είχε συναινέσει χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, της το είχαν παρουσιάσει ως αναγκαίο κακό. Δεν είχε δει, όμως, το ασύμμετρο κενό που είχε αφήσει πίσω του, ούτε και τη ρηχή λακκούβα που είχε απομείνει στο έδαφος, όταν έσκαψαν για να αφαιρέσουν τις βαθιές του ρίζες. Γυρνώντας την πλάτη της στο παράθυρο, είδε ότι το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Κάποια από τα ξύλα θα πρέπει να ήταν βρεγμένα, η Μαρία της είχε πει ότι δεν έλεγε να σταματήσει να βρέχει εδώ και μία ολόκληρη εβδομάδα. Είχαν μουλιάσει τα πάντα. Κάθισε ξανά, ο καφές είχε κρυώσει. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, ακουμπώντας το μάγουλο στον σκονισμένο τοίχο, που ήταν παγωμένος και σιωπηλός. Σουβλιές διαπερνούσαν το αριστερό της γόνατο, την ώρα που στην εξώπορτα ακούστηκε το κουδούνισμα κλειδιών και η στραφταλιστή ουσία των ευτυχισμένων στιγμών πίσω από τις πόρτες άρχισε να ξεχύνεται από τις χαραμάδες σαν πηχτό μελάνι βιολετί χρώματος.