Saturday, 2 November 2013

Ο κολυμβητής, John Cheever (1964)

Ξαφνικά άρχισε να σκοτεινιάζει. Ήταν η στιγμή που τα πουλιά έδειχναν να οργανώνουν το τραγούδι τους σε ένα είδος διορατικής αναγνώρισης της επερχόμενης καταιγίδας. Ακουγόταν ένας υπέροχος ήχος τρεχούμενου νερού από τα κλαδιά μιας οξιάς πίσω του, λες και είχε ανοίξει μια κάνουλα. Έπειτα ο θόρυβος συντριβανιών ακούστηκε από τα κλαδιά όλων των ψηλών δέντρων. Γιατί λάτρευε τις καταιγίδες, τι σήμαινε ο ενθουσιασμός του όταν άνοιγε διάπλατα η πόρτα και ο άνεμος της βροχής ανέβαινε απότομα τα σκαλοπάτια, γιατί η απλή πράξη του κλεισίματος των παραθύρων ενός παλιού σπιτιού έμοιαζε αρμόζουσα και επείγουσα, γιατί οι πρώτες υγρές νότες μιας καταιγίδας για εκείνον ηχούσαν σαν την ολοφάνερη μελωδία καλών μαντάτων, χαράς, ευχάριστων ειδήσεων; Τότε ακούστηκε μια έκρηξη, η μυρωδιά άκαπνου μπαρουτιού, και η βροχή μαστίγωσε τα γιαπωνέζικα φανάρια που είχε φέρει η κυρία Λίβι από το Κιότο πρόπερσι.
John Cheever, Ο κολυμβητής (1964)
μτφρ. Κ. Καλογρούλη για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2013)

No comments:

Post a Comment