Sunday, 24 November 2013

Πάντα βρέχει

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
(αργά το βράδυ, γύρω στις τρεις, όρθιοι μπροστά στην πόρτα ενός νυχτερινού κέντρου, χορευτική μουσική ακούγεται πνιχτά)
Αυτή: Τι όμορφα που είναι.
Αυτός: Όμορφα, ναι.
Αυτή: Δε συμφωνείς ότι είναι πολύ όμορφα;
Αυτός: Είναι όμορφα που είμαστε μαζί.
Αυτή: Ναι, είναι. Και ψιλοβρέχει κιόλας. Ακόμα πιο όμορφα, συμφωνείς, έτσι δεν είναι;
Αυτός: Μα ναι, σου είπα, είναι πολύ όμορφα.
Αυτή: Μου αρέσει η μυρωδιά της βροχής στο χώμα. Και που είμαστε μαζί. Και ο ήχος της βροχής μου αρέσει, έτσι όπως θα χτυπάει στα τζάμια του αυτοκινήτου σε λίγο.
Αυτός: Έλα πιο κοντά μου.
Αυτή: Πραγματική ομορφιά.
Αυτός: Έλα πιο κοντά.
Αυτή: Μου αρέσει να περπατάω κάτω από τη βροχή και να έχω κάποιον σαν εσένα στο πλάι μου, να με κρατάει, να μην γλιστρήσω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο.
Αυτός: Έλα να σε κρατήσω.
Αυτή: Να περπατάω κάτω από τη βροχή χωρίς ομπρέλα με εσένα στο πλάι μου, να με κρατάς από το μπράτσο, να μην γλιστρήσω στα μουσκεμένα χαλίκια.
Αυτός: Σε κρατάω.
(σχετικά μεγάλη παύση)
Αυτός: Μήπως κουράστηκες; Το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο τρία στενά πιο πάνω.
Αυτή: Δε με πειράζει να περπατάω κάτω από τη βροχή, δίπλα σου, να με κρατάς μήπως γλιστρήσω στη λάσπη του δρόμου.
(παύση)
Αυτός: Να σταματήσουμε εδώ; Θέλω να σε αγκαλιάσω για δύο λεπτά.
Αυτή: Μπορώ να περπατάω έτσι μέχρι το πρωί, με τον ήχο της βροχής στα κλειστά πατζούρια.
Αυτός: Άσε με να σε αγκαλιάσω δύο λεπτάκια.
(παύση)
Αυτός: Θέλω να σε αγκαλιάσω τώρα. Το θέλω πολύ, αυτή τη στιγμή. Γιατί δεν έρχεσαι λίγο πιο κοντά;
Αυτή: Πως μυρίζει το χώμα…
Αυτός: Μόνο δύο λεπτά, κοριτσάκι μου.
Αυτή: Τι ομορφιά κι αυτή απόψε!
Αυτός: Το πώς σφίγγεσαι πάνω μου με κάνει να ανατριχιάζω.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
(καθισμένοι αντικριστά σε τραπέζι κουζίνας που είναι εντελώς άδειο, χαμηλός φωτισμός)
Αυτός: Ώστε έτσι λοιπόν.
Αυτή: Έτσι ακριβώς. Όπως σου τα είπα, ακριβώς.
Αυτός: Τα είπες όλα δηλαδή.
Αυτή: Ναι, όλα. Γιατί ρωτάς;
Αυτός: Άρα, θέλεις να μου πεις ότι δεν έχεις κάτι άλλο να πεις.
Αυτή: Μα ναι, αυτό θέλω να πω, ναι. Που το πας επιτέλους;
Αυτός: Απλά πράγματα. Θέλω να μάθω αν υπάρχει κάτι ακόμα.
Αυτή: Κάτι ακόμα.
Αυτός: Ναι, κάτι ακόμα.
(παύση)
Αυτός: Έπιασε βροχή.
Αυτή: Είναι και κάτι ακόμα.
Αυτός: Α, έχει κι άλλο δηλαδή.
Αυτή: Ναι, έχει κι άλλο. Δεν το περίμενες;
Αυτός: Δεν ξέρω.
Αυτή: Το ξέρω.
Αυτός: Δεν ξέρω τι άλλο να περιμένω από εσένα. Ούτε όλα αυτά τα περίμενα.
(μεγάλη παύση)
Αυτός: Θα μουλιάσουμε πάλι. Για πες και το άλλο τώρα.
Αυτή: Να το πω. Αφού θες να το ακούσεις. Τα γόνατά σου.
Αυτός: Τα ποια;
Αυτή: Τα γόνατά σου. Είναι μυτερά.
Αυτός: Τα γόνατά μου είναι μυτερά.
Αυτή: Ναι, είναι μυτερά, με τρυπάνε έτσι που τα λυγίζεις, όταν κοιμάσαι.
(σύντομη παύση)
Αυτή: Έτσι που ξαπλώνεις με το πλάι και κολλάς πίσω μου, με τρυπάνε, είναι σαν..., σαν..., δεν ξέρω και εγώ με τι να τα παρομοιάσω. Σε ακουμπάω τυχαία μέσα στη νύχτα και πονάω. Γιαυτό τραβιέμαι στην άκρη του κρεβατιού.
Αυτός: Ειλικρινά, κάτι τέτοιο δεν το περίμενα
Αυτή: Τόσα χρόνια δε με κατηγορείς ότι μαζεύομαι στην άκρη, ότι τραβιέμαι; Τι, ψέμματα λέω;
Αυτός: Πως να σου απαντήσω, έχω χάσει τα λόγια μου, δεν το περίμενα αυτό.
Αυτή: Εσύ ούτε ήξερες, ούτε περίμενες, που ζεις εσύ τέλος πάντων;
(παύση)
Αυτός: Τα γόνατα αυτουνού είναι στρογγυλά;
Αυτή: Στρογγυλά;
Αυτός: Δε σε τρυπάνε όταν ξαπλώνει δίπλα σου;
(παύση)
Αυτός: Για πες μου, δεν μαζεύεσαι στην άκρη του κρεβατιού, όταν κοιμάστε μαζί;
Αυτή: Ναι, τα γόνατά του είναι στρογγυλά.
Αυτός: Στρογγυλά. Ο κύριος διαθέτει στρογγυλά γόνατα.
Αυτή: Και δεν λέει θα μουλιάσουμε πάλι. Με κρατάει αγκαλιά κι ακούμε τη βροχή στη στέγη. Δε μιλάμε, μόνο ακούμε. Είναι σαν να ακούμε μουσική.
Αυτός: Οκτώ χρόνια ζευγάρι και πρώτη φορά μου λες ότι τα γόνατά μου είναι μυτερά.
Αυτή: Δε στο είπα νωρίτερα για να μη σε στενοχωρήσω.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
(όρθιοι, μέσα στην είσοδο πολυκατοικίας, πρωί, γύρω στις εννιά, ο ουρανός κατάμαυρος, βρέχει δυνατά)
Αυτός: Ξέχασα την ομπρέλα, πετιέμαι να την φέρω.
Αυτή: Περίμενε, πάω εγώ.
Αυτός: Μπα, άστο, δεν πειράζει, έχω παρκάρει απέξω.
Αυτή: Βιάζεσαι.
Αυτός: Τι κάνω, βιάζομαι;
Αυτή: Ναι, είναι ολοφάνερο ότι βιάζεσαι.
Αυτός: Σε βεβαιώνω πως κάνεις λάθος, αυτό που λες δεν ισχύει, δεν βιάζομαι καθόλου. Απλά, δεν υπάρχει λόγος να καθυστερώ.
Αυτή: Εννοείς πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραμείνεις.
Αυτός: Όχι βέβαια, δεν υπάρχει κανένας απολύτως. Δε συμφωνείς;
Αυτή: Συμφωνώ.
Αυτός: Είδες που έχω δίκιο; Απόλυτο δίκιο.
Αυτή: Ναι, είδα.
(παύση)
Αυτή: Γιαυτό σκοτώθηκες να μαζέψεις τα πράγματά σου. Άρον άρον. Άφησες πίσω τόσα ρούχα. Τόσα αντικείμενα.
Αυτός: Δεν τα χρειάζομαι.
Αυτή: Το σπίτι είναι γεμάτο από τα πράγματά σου. Είναι φίσκα με πράγματα.
Αυτός: Λυπάμαι. Δεν χρειάζομαι τίποτα από αυτά.
Αυτή: Να τα πετάξω δηλαδή;
Αυτός: Κάντα ό,τι θες, δώστα κάπου, όπου θέλεις, δεν τα χρειάζομαι, δε με νοιάζει για τα ρούχα και τα αντικείμενα αυτά.
Αυτή: Εντάξει, θα τα πετάξω.
Αυτός: Μα σου λέω, το ζήτημα αυτό δε με αφορά πλέον.
Αυτή: Ωραία, θα τα δώσω στην εκκλησία.
(παύση)
Αυτή: Καλύτερα να φύγεις τώρα, η βροχή δυναμώνει.
Αυτός: Ναι, θα ρίξει πολύ νερό, καθώς φαίνεται.
Αυτή: Τον είδες τον κεραυνό;
Αυτός: Θα πνιγεί κοσμάκης πάλι, έτσι που το πάει.
(ακούγεται η βροντή μετά τον κεραυνό)
Αυτή: Λέω να πάω, να σου φέρω την ομπρέλα.

Saturday, 2 November 2013

Ο κολυμβητής, John Cheever (1964)

Ξαφνικά άρχισε να σκοτεινιάζει. Ήταν η στιγμή που τα πουλιά έδειχναν να οργανώνουν το τραγούδι τους σε ένα είδος διορατικής αναγνώρισης της επερχόμενης καταιγίδας. Ακουγόταν ένας υπέροχος ήχος τρεχούμενου νερού από τα κλαδιά μιας οξιάς πίσω του, λες και είχε ανοίξει μια κάνουλα. Έπειτα ο θόρυβος συντριβανιών ακούστηκε από τα κλαδιά όλων των ψηλών δέντρων. Γιατί λάτρευε τις καταιγίδες, τι σήμαινε ο ενθουσιασμός του όταν άνοιγε διάπλατα η πόρτα και ο άνεμος της βροχής ανέβαινε απότομα τα σκαλοπάτια, γιατί η απλή πράξη του κλεισίματος των παραθύρων ενός παλιού σπιτιού έμοιαζε αρμόζουσα και επείγουσα, γιατί οι πρώτες υγρές νότες μιας καταιγίδας για εκείνον ηχούσαν σαν την ολοφάνερη μελωδία καλών μαντάτων, χαράς, ευχάριστων ειδήσεων; Τότε ακούστηκε μια έκρηξη, η μυρωδιά άκαπνου μπαρουτιού, και η βροχή μαστίγωσε τα γιαπωνέζικα φανάρια που είχε φέρει η κυρία Λίβι από το Κιότο πρόπερσι.
John Cheever, Ο κολυμβητής (1964)
μτφρ. Κ. Καλογρούλη για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2013)

Wednesday, 23 October 2013

Rain in Hong Kong, Christophe Jacrot






Πέντε όνειρα

Όλη μέρα σέρνω τα δάχτυλα μου, τα περνάω πάνω από επίπεδα, τραπέζια και τοίχους, κάδρα, πλάτες πολυθρονών, ακόμα και πατώματα, σε όλο το σπίτι. Απαλά, αλλά μερικές φορές με δύναμη, είναι στιγμές που τα σπρώχνω, τα πιέζω μέχρι να ασπρίσουν οι άκρες, τα τρίβω κοιτάζοντας τα λευκά σημάδια στα νύχια. Τα τρίβω στο κρύσταλλο της τουαλέτας που είναι άγριο. Όρθιος μπροστά στον καθρέφτη, κοιτάζω την χρυσόμαυρη κορνίζα του. Ακουμπάω τα δάχτυλα στο κρύο γυαλί που είναι τραχύ και θαμπό. Σέρνω τα δάχτυλα μου σε αυτήν την επιφάνεια, πάνω-κάτω, χωρίς να δίνω σημασία στο είδωλό μου. Στέκομαι ώρες εκεί, γιατί το γνωρίζω καλά, η βεβαιότητά μου μοιάζει με συμπαγές κίτρινο αέριο. Όταν καθαρίσω τον καθρέφτη και το κρύσταλλο από τη λακ, με προσοχή στη λεπτομέρεια κι επίμονα, οι επιφάνειές τους θα γίνουν πάλι γυαλιστερές, λαμπερές, σα μετάξι κάτω από τα δάχτυλα. Προχθές, που στεκόμουνα μπροστά στον καθρέφτη με πονεμένα γόνατα, είχες φορέσει τα σκουλαρίκια με τα μαργαριτάρια και έμοιαζαν με μικρές λάμπες. Δύο φωτεινές σφαίρες μέσα στο γυαλί, μισοκρυμμένες μέσα στα μαλλιά σου αναβόσβηναν με το που τα βούρτσιζες. Σκεφτόμουνα, πόσο κρίμα, η λακ θα τους πάρει τη γυαλάδα κι άπλωνα τα δάχτυλά μου ανάμεσα στις ζεστές ρίζες των λευκών σου μαλλιών.

Το φως του μεσημεριού έμπαινε σε δυνατές ρίγες μέσα από τη γρίλια, έγειρα στον καναπέ, με το απλωμένο χέρι να σχεδιάζει κύκλους στο τραπεζάκι και ο δείκτης, όλα τα δάχτυλα μου γέμισαν σκόνη. Ήταν μία σκόνη γκρίζα σαν στάχτη και τόσο παχιά που έχασα τελείως την αίσθηση της αφής, δεν τα ένιωθα πια τα δάχτυλά μου. Η έλλειψη αυτή εξουθένωνε, όσο το φεγγαρόφωτο έλουζε το σαλόνι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Ορθάνοιχτα όλα, ακόμα και η εσωτερική πόρτα, κι εσύ σκυμμένη πάνω από την κουζίνα. Κολλημένος πίσω σου παρατηρούσα την κουτάλα στο λευκό σου χέρι με τις λεπτές ζαρωματιές. Σφίχτηκα πάνω σου, με έσπρωξες με την ράχη και δεν κουνήθηκα ρούπι, με τα λυτά σου μαλλιά δροσερά στο στέρνο μου. Έβλεπα το λευκό χέρι να ανακατεύει τη σούπα. Η μυρωδιά της ερχόταν μέσα από τα μαλλιά σου, όσο εσύ ανακάτευες χωρίς σταματημό, μέχρι τη στιγμή που ένα παχουλό μπαρμπούνι πετάχτηκε από την κατσαρόλα. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου στάθηκε στον αέρα, έπειτα έκανε μία σβέλτη τούμπα και βούτηξε στην κατσαρόλα χωρίς να τινάξει ούτε σταγόνα. Στην επιφάνεια της σούπας φάνηκαν ομόκεντροι κύκλοι που άπλωναν ως τα τοιχώματα της κατσαρόλας, τι με σφίγγεις, ρώτησες, αφού το ξέρεις πως όταν δεις ψάρι στον ύπνο σου είναι μεγάλη λαχτάρα, άσε με, άντε φύγε.

Έφυγα, μαζί φύγαμε, κάναμε εκείνη τη μεγάλη βόλτα, όσο τα μαλλιά σου ήταν ακόμα ξανθά. Ξεκινήσαμε από τον αμαξωτό δρόμο, και λίγο-λίγο φτάσαμε στην αποβάθρα κάτω από τα γκρίζα σύννεφα, που ήταν χαμηλή, για μικρές βάρκες και παιδιά που ψαρεύουν. Αργά το απόγευμα μπροστά στην ακύμαντη θάλασσα ανασαίναμε βαθιά ο ένας δίπλα στον άλλο για πολλή ώρα. Οι ώμοι μας ενώνονταν κι αλμύρα τέντωνε το δέρμα μας. Με το λίγο που στράφηκα προς τα αριστερά ένα φίδι κουλουριασμένο, το είδες κι εσύ, χοντρό με καστανές βούλες, αλλά δεν σε πρόλαβα. Άρχισες να φωνάζεις, όχι λέξεις, μόνο κραυγές, και εκείνο όρμησε και τυλίχτηκε τρεις φορές γύρω από τη μέση σου. Το γράπωσες από το λαιμό, σφάδαζε με ανοιχτό στόμα, βοήθησέ με είπες, και το κεφάλι να τινάζεται παντού, που να βάλω το χέρι μου. Έκανα δύο βήματα και το είδα που ακούμπαγε τα μακριά δόντια στο δεξί σου στήθος, και φώναξα δυνατά, γιατί νόμισα πως η λάκ είχε φράξει τα ρουθούνια μου και δεν μπορούσα να πάρω αναπνοή. 
 
Έγειρες πάνω μου για παρηγοριά κι άκουσα το ψιλόβροχο στη στέγη. Ήσουνα ζεστή όταν έβαλες το χέρι στο μάγουλό μου και είπες να σηκωθώ, έπρεπε να πάμε στη μάνα σου που ήθελες να της κόψεις τα μαλλιά. Έχεις ψαλίδι, ρώτησα, κι έβγαλες ένα από την τσέπη σου, έμοιαζε με πουλί με μακρύ ράμφος. Φύσηξε ένας δυνατός αέρας, μια ριπή από σταγόνες βροχής, κι έπιασες να κόβεις με το πελαργίσιο ράμφος που ανοιγόκλεινε ολοένα και πιο γρήγορα. Έκλεινε τα μάτια, για να ακούσει το τσικ-τσακ και το θόρυβο που έκαναν οι μακριές τούφες πέφτοντας στο πάτωμα από πατημένο χώμα, στην αυλή, μέσα στον υγρό ίσκιο της μουριάς. Όταν πέταξες μακριά το ψαλίδι, γονάτισες και ακούμπησες το κεφάλι σου στα γόνατά της, μανούλα μου είπες, κι εκείνη, με τα μάτια ακόμα κλειστά, έπιασε να σε χαϊδεύει. Γονάτισα δίπλα σου, έβαλα το κεφάλι μου στο αριστερό της γόνατο, χούφτωσα το χέρι στο κεφάλι σου και με ανοιχτό στόμα κατάπια την αναπνοή σου που μύριζε ψωμί. Το χώμα ήταν μουσκεμένο.

Η βροχή λυσσομανάει στην ταράτσα. Τα μαλλιά σου πέφτουνε στο πάτωμα, όσο γυρίζεις τους διαδρόμους του σπιτιού. Βαδίζεις γρήγορα, δεν μπορώ να σε δω, ακολουθώ το τρίχινο μονοπάτι και το σβήνω με μια αναμαλλιασμένη σκούπα. Δε φοράω παπούτσια, ούτε παντόφλες, ούτε κάλτσες, οι τρίχες κολλάνε στις γυμνές πατούσες μου και τις προστατεύουν από τις κρύες πέτρες. Όσο παχαίνει το στρώμα από τρίχες, τόσο πιο αργά περπατάω, τα βήματα μου βαραίνουν και αναγκάζομαι να στηρίξω τις παλάμες μου στους άγριους τοίχους για να σπρώξω μπροστά το κορμί μου. Δε σε ακούω πια, γιατί τα βήματά σου έσβησαν και ρωτάω φωναχτά, πόσο μακριά είσαι. Δεν ακούω τη φωνή μου, μόνο το ανεμοβρόχι, μέχρι τη στιγμή που ο αντίλαλος της βαριάς πόρτας ξεκινά την ταλάντωση των άδειων τοίχων.