Ακούω τη βροχή που χτυπά το τζάμι. Μισοσκόταδο. Μίλα μου. Ανατριχιάζω σύγκορμη, αγάπη μου. Να ακούω τη φωνή σου. Βαθιά, δυνατή, παραπονιάρικη. Στα δυνατά ακόρντα του Τζον. Τινάζεις την ξανθιά σου χαίτη και σβήνω. Κάν’ το ξανά. Σε κοιτάζω. Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά. Δεν τα κλείνω καθόλου. Με πονάνε. Σε λατρεύω. Θέλω να γίνω το παιχνίδι σου. Μωρό μου. Στα χέρια σου. Να με κάνεις ό, τι θέλεις. Να σε περιμένω στο καμαρίνι. Να έρχεσαι ξαναμμένος, λουσμένος στον ιδρώτα. Να λάμπεις. Να μιλάς δυνατά. Να γελάς με εκείνη τη λυσσασμένη που σου έδειχνε τα βυζιά της όλο το βράδυ. Να σου βάζω δυνατά ποτά. Να μου δίνεις να πιω από το ποτήρι σου. Να με φιλάς πολλή ώρα. Να σου χτυπάνε την πόρτα, και να αδιαφορείς. Από το διάδρομο να ακούγεται φασαρία. Άνθρωποι πολλοί. Ανυπόμονες γυναικείες φωνές. Να με σφίγγεις, να με δαγκώνεις, να με γδέρνεις. Να με χαϊδεύεις. Να με κρατάς στην αγκαλιά σου σα μωρό. Να με κοιτάς με υγρά μάτια. Να μου τραγουδάς ψιθυριστά. Να βλέπω το δέρμα σου να στραφταλίζει κάτω από τα δάχτυλα μου. Σ’ αγαπώ. Που είσαι τώρα;
Σέρνεται, ένα κουβάρι από σάρκες χωρίς κόκκαλα, ναι, σέρνεται, κυλιέται χάμω, απόψε που βρέχει δυνατά, δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, τα νιώθει σαν πέτρες, βαρίδια μεγάλα σαν βουνά, ασήκωτες κοτρώνες, τεράστια μπλοκ, δεν μπορεί καθόλου να τα κουνήσει, είναι υπερβολικά βαριά, σέρνεται σαν το σκουλίκι, το γυμνοσάλιαγκα, το φίδι το κολοβωμένο, σέρνεται στο πάτωμα, στριφογυρίζει, το σώμα του κυρτώνει και μετά τεντώνεται απότομα, σαν το σκουλίκι, το βρωμοσκούλικο, εκεί, στα νερά και τους εμετούς, εκεί σέρνεται, με τα μάτια κλειστά, σάλια στα μάγουλα, στόμα φαρμάκι, δηλητήριο, ξινίλα κάθε φορά που καταπίνει τον μπαγιάτικο αέρα, μόνο να σέρνεται μπορεί, με τα βλέφαρα πρησμένα από τα κλάμματα, τα μαλλιά μουσκεμένα, τις μακριές μπούκλες σαν γλιτσιασμένα φύκια κολλημένα στο μέτωπο, το λαιμό, τους ώμους, να σέρνεται ακούγοντας τον θόρυβο που κάνει το ιδρωμένο κορμί του καθώς τρίβεται στο γυαλισμένο παρκέ, θόρυβο ενοχλητικό, θόρυβο αηδιαστικό, θόρυβο διαπεραστικό τόσο που δεν τον αφήνει να ακούσει τα τηλέφωνα που χτυπάνε μανιασμένα εδώ και μισή ώρα, κουδουνίζουν σαν τρελλά, χαλάνε τον κόσμο, όμως και να τα ακούσει, δεν θα μπορέσει να απαντήσει, θα είναι εντελώς αδύνατο, παντελώς απίθανο, αφού η φωνή του έχει σβήσει, έχει αφανιστεί, έχει κυλήσει ορμητικά στο στομάχι από τον γδαρμένο του λάρυγγα και τα γεμάτα πολύχρωμα τατουάζ μπράτσα του δεν έχουν τη δύναμη να σηκώσουν το ακουστικό, είναι νεκρά, κείτονται παραλυμένα, απλωμένα στα πλάγια, σαν ξεσκισμένα σεντόνια, κλαριά ξεβρασμένα από την θάλασσα σε μια γυμνή ακτή μέσα στον άγριο χειμώνα.
Το χάλι που είχε προχτές, όταν ήρθε να τον βάψω, μα το Χριστό, δεν το έχω ξαναδεί. Το πετσί του ξερό και κίτρινο σαν του χτικιάρη, οι μαλλούρες του σαν άχυρα, τα χέρια να τρέμουνε συσπασιόν. Εντάξει, πολλές φορές μου έρχεται φτιαγμένος, όλο χαζόγελα και τραγουδάκια, να παραπατάει και να μου χώνει δεκαδόλαρα στην κωλότσεπη να του κάνω τη μούρη πιτσούλα, να τον βλέπουν οι μουνίτσες να λυσσάνε. Την τελευταία φορά, όμως, ήταν σκατά. Δεν του έπαιρνες κουβέντα, σκέτη μούγκα, τα μάτια του βασιλεμένα, ούτε έβλεπε τι έκανα, ούτε κοίταζε τη φάτσα του στον καθρέφτη καθόλου. Εγώ το έπιασα ότι ο τύπος ήταν αλλού, η φάση είχε χοντρύνει. Αυτός ο άλλος, τι φρούτο να είναι άραγε; Δεν πιστεύω να είναι κανένας ξενέρωτος φλώρος, και μου τα πρήξει; Δεν ξέρεις τι έχω τραβήξει με δαύτους αδερφάκι μου, ο ένας το κοντό του, ο άλλος το μακρύ του. Ούτε γκόμενες να ήτανε. Με αυτόνα τα είχαμε βρει, ήξερα τι ήθελε, ήταν κουλαριστό άτομο, δε με ζάλιζε. Κρίμα από το θεό, όμως, είναι και ταλεντάρα, η φωνή του χώνεται στα σώψυχά σου, αφού κι εμένα που έχω φάει τις συναυλίες του στη μάπα τόσους μήνες, ώρες-ώρες μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο.
Φρονώ πως ουδέν νόημα ευρίσκεται εις το να περιπλέκωμεν την κατάστασιν τοιουτοτρόπως. Ειλικρινώς, αδυνατώ να κατανοήσω την επιμονήν υμών. Κατ’ εμέ το θέμα θεωρείται λήξαν. Δεν αντιλαμβάνομαι ποίος ο λόγος της περαιτέρω εμβαθύνσεως, όπως θα έλεγε και ο καλλίκωμος αοιδός, τον οποίον υποστηρίζετε με τόσον πάθος· πάθος, το οποίον έχουν προφανώς εμπνεύσει οι περιπαθείς στίχοι του μεγάλου τούτου καλλιτέχνου. Μολονότι αντιλαμβάνομαι την δυσκολίαν, την οποίαν το αίτημά μου εμπεριέχει, ικετεύω την αγαπητήν ομήγυριν, όπως διαφοροποιηθεί των νεαρών κορασίδων, αι οποίαι ξεσχίζουν τα υποκάμισά των άμα τη εμφανίσει του υπέρτατου αστέρος. Παρακαλώ, κύριοι, καταβάλετε την μεγίστην δυνατήν προσπάθεια υπέρ της πρόοδου και ευδοκίμησεως της εταιρείας ημών, ήτις δεν αποτελεί φιλόπτωχον ταμείον ή άλλον τινά φιλανθρωπικόν φορέαν. Διά τον λόγον τούτον, προτείνω την άμεσον διακοπήν του συμβολαίου και την αντικατάστασιν του εν λόγω κυρίου υπό του νέου ερμηνευτού, δια τον οποίον ομίλησα προ ολίγου και δύναμαι να βεβαιώσω υμάς ότι θα ανταπεξέλθει υποδειγματικώς εις τας ομολογουμένως αυξημένας απαιτήσεις της θέσεως ταύτης. Πρόκειται για άτομον εξαιρετικώς ταλαντούχον, το οποίον, καίτοι τυγχάνει κώμης σαφώς αραιοτέρας, είμαι βέβαιος ότι θα κατορθώσει να διατηρήσει εαυτόν αλώβητον από πάσης φύσεως καταχρήσεις, καθώς και την Melodic Sound από οιονδήποτε διασυρμόν και δυσφήμισην. Εξάλλου, επιθυμώ να υπενθυμίσω έτι μία φοράν εις τους παρευρισκομένους ότι το πλούσιον τριχωτόν αποτελεί το πλέον ιδανικόν προσάναμμαν διά μίαν μεγαλειώδην, εξόχως φονικήν πυρκαγιάν.