Saturday, 7 February 2009

Το στοιχειωμένο μοναστήρι, Robert Van Gulik (1963)

Χαμηλότερα στην πλαγιά του βουνού, στο νότιο σύνορο του Χαν-γιουάν, εκείνη η βροχή έκανε τον Δικαστή Τι να σηκώσει το κεφάλι του προς την νεροποντή και να παρατηρήσει ανήσυχος το σκοτεινό, ανεμοδαρμένο ουρανό. Πίεσε το σώμα του στο πλάι του ψηλού, σκεπασμένου αμαξιού. Είχε σταματήσει κάτω από ένα βράχο, που προεξείχε πάνω από τον ορεινό δρόμο. Καθώς σκούπιζε τις σταγόνες της βροχής από τα μάτια του, είπε στους δύο αμαξάδες που στέκονταν μπροστά του, τυλιγμένοι με τους αχυρένιους, αδιάβροχους μανδύες τους:
"Αφού απόψε δεν μπορούμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας για το Χαν-γιουάν, ας διανυκτερεύσουμε εδώ, στο αμάξι μας. Νομίζω ότι θα μπορέσετε να φέρετε, από κάποιο γειτονικό αγρόκτημα, λίγο ρύζι για να δειπνήσουμε".
Ο μεγαλύτερος αμαξάς τράβηξε το κομμάτι του μουσαμά κοντά στο κεφάλι του, ενώ οι άκρες του πλατάγιζαν από τον δυνατό αέρα, και είπε στο δικαστή: "Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ, κύριε, δεν είμαστε ασφαλείς! Ξέρω πολύ καλά αυτές τις φθινοπωρινές καταιγίδες πάνω στα βουνά. Αυτό που βλέπετε είναι μόνο η αρχή, σε λίγο θα έχουμε πραγματική θύελλα. Μπορεί να αναποδογυρίσει το αμάξι, στην απέναντι μεριά του δρόμου".
"Είμαστε ψηλά στα βουνά", πρόσθεσε ο άλλος αμαξάς. "Δεν υπάρχει καλύβι, παρά μονάχα το παλιό μοναστήρι εκεί πάνω. Φυσικά δεν θα θέλατε να...".
Μια αστραπή φώτισε το άγριο ορεινό τοπίο. Ο Δικαστής Τι είδε για μια στιγμή τα ψηλά, άγρια βουνά που πρόβαλλαν ολόγυρα και τον κόκκινο όγκο του παλιού μοναστηριού που δέσποζε στην πλαγιά από πάνω τους, στην άλλη πλευρά του φαραγγιού. Ακούστηκε ο εκκωφαντικός ήχος της βροντής και όλα σκοτείνιασαν πάλι.
Ο δικαστής δίστασε. Έσπρωξε τη μακριά, μαύρη γενειάδα του βαθύτερα στις πτυχές του μουσκεμένου ταξιδιωτικού του μανδύα. Έπειτα πήρε την απόφασή του.
"Εσείς οι δύο τρέξτε στο μοναστήρι", είπε κοφτά, "και πείτε ότι ο επίτροπος της περιοχής βρίσκεται εδώ κοντά και επιθυμεί να διανυκτερεύσει εκεί. Να στείλουν μια ντουζίνα υπηρέτες μοναχούς με κλειστά φορεία για να μεταφέρουν εκεί τις συζύγους μου, τις υπηρέτριες και τις αποσκευές". Ο γηραιότερος αμαξάς θέλησε να πει κάτι, αλλ' ο Δικαστής Τι του μίλησε απότομα. "Φύγετε!".
Ο άντρας ανασήκωσε καρτερικά τους ώμους του. Οι δύο αμαξάδες απομακρύνθηκαν τρέχοντας με μικρά βήματα. Οι λάμπες θυέλλης από διαφανές χαρτί που κρατούσαν φαίνονταν σα δύο φωτεινά σημάδια που χοροπηδούσαν στο σκοτάδι.

Robert Van Gulik, Το στοιχειωμένο μοναστήρι (1963),
μτφρ. Ντ. Ζάχου για τις εκδόσεις Θεμέλιο (2000)

No comments:

Post a Comment