Thursday, 12 February 2009

And it rained all night, Thom Yorke (2006)

And it rained all night and washed the filth away
Down New York airconditioned drains
The click click clack of the heavy black trains
A million engines in neutral

The tick tock tick of a ticking timebomb
Fifty feet of concrete underground
One little leak becomes a lake
Says the tiny voice in my earpiece
So I give in to the rhythm
The click click clack
I'm too wasted to fight back
Tick tack goes the pendulum on the old grandfather clock

I can see you
But I can never reach you

And it rained all night and then all day
The drops were the size of your hands and face
The worms come out to see what's up
We pull the cars up from the river

It's relentless
Invisible
Indefatigable
Indisputable
Undeniable

So how come it looks so beautiful?
How come the moon falls from the sky?

I can see you
But I can never reach you

I can see you
But I can never reach you

And it rained all night

Saturday, 7 February 2009

Dumbo, Ben Sharpsteen (1941)

Το στοιχειωμένο μοναστήρι, Robert Van Gulik (1963)

Χαμηλότερα στην πλαγιά του βουνού, στο νότιο σύνορο του Χαν-γιουάν, εκείνη η βροχή έκανε τον Δικαστή Τι να σηκώσει το κεφάλι του προς την νεροποντή και να παρατηρήσει ανήσυχος το σκοτεινό, ανεμοδαρμένο ουρανό. Πίεσε το σώμα του στο πλάι του ψηλού, σκεπασμένου αμαξιού. Είχε σταματήσει κάτω από ένα βράχο, που προεξείχε πάνω από τον ορεινό δρόμο. Καθώς σκούπιζε τις σταγόνες της βροχής από τα μάτια του, είπε στους δύο αμαξάδες που στέκονταν μπροστά του, τυλιγμένοι με τους αχυρένιους, αδιάβροχους μανδύες τους:
"Αφού απόψε δεν μπορούμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας για το Χαν-γιουάν, ας διανυκτερεύσουμε εδώ, στο αμάξι μας. Νομίζω ότι θα μπορέσετε να φέρετε, από κάποιο γειτονικό αγρόκτημα, λίγο ρύζι για να δειπνήσουμε".
Ο μεγαλύτερος αμαξάς τράβηξε το κομμάτι του μουσαμά κοντά στο κεφάλι του, ενώ οι άκρες του πλατάγιζαν από τον δυνατό αέρα, και είπε στο δικαστή: "Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ, κύριε, δεν είμαστε ασφαλείς! Ξέρω πολύ καλά αυτές τις φθινοπωρινές καταιγίδες πάνω στα βουνά. Αυτό που βλέπετε είναι μόνο η αρχή, σε λίγο θα έχουμε πραγματική θύελλα. Μπορεί να αναποδογυρίσει το αμάξι, στην απέναντι μεριά του δρόμου".
"Είμαστε ψηλά στα βουνά", πρόσθεσε ο άλλος αμαξάς. "Δεν υπάρχει καλύβι, παρά μονάχα το παλιό μοναστήρι εκεί πάνω. Φυσικά δεν θα θέλατε να...".
Μια αστραπή φώτισε το άγριο ορεινό τοπίο. Ο Δικαστής Τι είδε για μια στιγμή τα ψηλά, άγρια βουνά που πρόβαλλαν ολόγυρα και τον κόκκινο όγκο του παλιού μοναστηριού που δέσποζε στην πλαγιά από πάνω τους, στην άλλη πλευρά του φαραγγιού. Ακούστηκε ο εκκωφαντικός ήχος της βροντής και όλα σκοτείνιασαν πάλι.
Ο δικαστής δίστασε. Έσπρωξε τη μακριά, μαύρη γενειάδα του βαθύτερα στις πτυχές του μουσκεμένου ταξιδιωτικού του μανδύα. Έπειτα πήρε την απόφασή του.
"Εσείς οι δύο τρέξτε στο μοναστήρι", είπε κοφτά, "και πείτε ότι ο επίτροπος της περιοχής βρίσκεται εδώ κοντά και επιθυμεί να διανυκτερεύσει εκεί. Να στείλουν μια ντουζίνα υπηρέτες μοναχούς με κλειστά φορεία για να μεταφέρουν εκεί τις συζύγους μου, τις υπηρέτριες και τις αποσκευές". Ο γηραιότερος αμαξάς θέλησε να πει κάτι, αλλ' ο Δικαστής Τι του μίλησε απότομα. "Φύγετε!".
Ο άντρας ανασήκωσε καρτερικά τους ώμους του. Οι δύο αμαξάδες απομακρύνθηκαν τρέχοντας με μικρά βήματα. Οι λάμπες θυέλλης από διαφανές χαρτί που κρατούσαν φαίνονταν σα δύο φωτεινά σημάδια που χοροπηδούσαν στο σκοτάδι.

Robert Van Gulik, Το στοιχειωμένο μοναστήρι (1963),
μτφρ. Ντ. Ζάχου για τις εκδόσεις Θεμέλιο (2000)

Miracle in the rain, Rudolph Mate (1956)

Monday, 2 February 2009

Ο Asterix στους Βρετανούς, Rene Goscinny & Albert Uderzo (1966)





View of rain from a pub

Rainy day, Columbus Circle, Paul Cornoyer

Plaza after the rain, Paul Cornoyer (1910)



Bell tower in rain, Okayama, Hashui Kawase (1947)

Kyu Homaru (Edo Castle), Yoshida Hiroshi (1929)

Πέφτουν της βροχής οι στάλες, Βασίλης Τσιτσάνης (1947)

Πέφτουν της βροχής οι στάλες,
και 'γώ κάθομαι στις σκάλες.
Θα 'θελα να μπω, σαν πρώτα,
μα κρατάς κλειστή την πόρτα.

Τι την θέλεις, και την κλείνεις;
να 'μπω μέσα δε μ' αφήνεις.
Είναι συννεφιά και μπόρα,
και τι θ΄απογίνω τώρα;

Απορώ τι σου χω φταίξει,
άνοιξε, άνοιξε, θα βρέξει.
Πέφτουν της βροχής οι στάλες,
και 'γω κάθομαι στις σκάλες.

Πέφτουν της βροχής οι στάλες από Πόλυ Πάνου και Γιώργο Ζαμπέτα

Σιγανοψιχάλισμα, Χαράλαμπος Βασιλειάδης (1958)

Σιγανοψιχάλισμα, σιγανοψιχάλισμα,
δάκρυ-δάκρυ πέφτουνε της βροχής οι στάλες.
Πού να είσαι χάθηκες, να με σκάσεις βάλθηκες,
έχω λίγες συμφορές, θα μου φέρεις κι άλλες,
με χτυπούν στο πρόσωπο σιγανοψιχάλες.

Η βροχή δυνάμωσε, η βροχή δυνάμωσε
για ποιο λόγο άργησες δεν καταλαβαίνω,
μήπως ξελογιάστηκες, μ΄αλλη αγάπη πιάστηκες,
έχω σου τ΄ομολογώ το μυαλό χαμένο,
άρχισα ν' ανησυχώ και σε περιμένω.

Ειν΄η ώρα εννιάμισι, ειν΄η ώρα εννιάμισι,
αν και πέφτει η βροχή, περιμένω ακόμα,
πού να λησμονήθηκες και δε με λυπήθηκες,
η αγωνία μου ΄φερε την ψυχή στο στόμα,
ειν΄η ώρα εννιάμισι μα περιμένω ακόμα.