Monday 4 November 2024

Ενηλικίωση

Πράγματα ασήμαντα που μόλις τα προσέξαμε και γρήγορα τα ξε-

χάσαμε,

η μυρωδιά ενός μουσκεμένου κήπου,το βλέμμα ενός περαστικού,

μια ραγισμένη φωνή γυναίκας από κάποιο παράθυρο

τα ξεχάσαμε, αλλά κάποτε θα τα θυμηθούμε και θα νιώσουμε σα να

εγκαταλείψαμε εκεί στη μέση του δρόμου

την πιο ωραία μας τύχη, ή έναν αγαπημένο νεκρό.

Αλλά τώρα τί μπορώ να κάνω; Τουλάχιστον ας παραδεχτώ

την ηλικία μου.

[Τάσου Λειβαδίτη, Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου (1990)]

 


 

 

Wednesday 12 June 2024

Γόβες στο χρώμα του μελανιού

Φλερτάροντας στο σούπερ μάρκετ, έτσι σκέφτεσαι να το πας από εδώ και πέρα. Γιατί όχι, δηλαδή; Ανάλαφρη πάνω στις μπαλαρίνες σου, πεταρίζεις από ράφι σε πάγκο μοιράζοντας χαμόγελα και ματιές σε υπαλλήλους και πελάτες. Συχνά-πυκνά πιάνεις κουβέντα, που τις περισσότερες φορές κόβεται απότομα, μόλις εμφανιστεί η συμβία φορτωμένη τυριά και μορταδέλες. Στο ταμείο δεν καθυστερείς, κρατάς πάντα μικρό καλάθι. Δεν είσαι και τόσο του φαγητού.

Τρεις μέρες τώρα, τρως το ίδιο. Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Τέσσερις μερίδες βγάζει το κοτόπουλο. Καλά την έχεις, μαγείρεμα μεθαύριο πάλι. Στην δουλειά δεν καταναλώνεις τίποτα άλλο, μόνο καφέδες. Ο πρώτος στις έντεκα, ο δεύτερος στις δύο κι ο τελευταίος στις τέσσερις, όταν το κουζινάκι έχει ερημώσει. Καλύτερα να τον κόψεις τον τελευταίο, εκτός από την υγεία υποψιάζεσαι ότι σου χαλάει και τα κέφια.

Στο διπλανό γραφείο λένε ότι καταλαβαίνουν πότε έρχεσαι και πότε φεύγεις. Γνωρίζουν, λέει, το περπάτημά σου. Τους πιστεύεις. Από τα εικοσιπέντε σέρνεις τα πόδια σου. Τακούνια δεν φοράς ποτέ. Το να βρίσκεται το μισό σου πέλμα στον αέρα σε ανακατώνει. Ούτως ή άλλως, τα χαμηλά παπούτσια σε βολεύουν πολύ. Χρησιμοποιείς τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας καθημερινά και σπάνια βρίσκεις κάθισμα. Δεν οδηγείς, ας πρόσεχες.

Κάθε φορά που μπαίνεις στο μετρό, όσο στέκεσαι στην κυλιόμενη σκάλα, οι παλμοί σου ανεβαίνουν. Το είπε και το χόλτερ. Η έξοδος, όμως, σε αποζημιώνει χίλια τα εκατό, ιδίως το ρεύμα αέρα που έρχεται και σε αρπάζει λίγο πριν φτάσεις στην επιφάνεια. Και το φως, καμιά φορά και κάτι ακόμη. Προχθές, ας πούμε, όταν ένα κεράκι αφτούμενο εκράτιες κ’ ήσβησέ σου. Ρίγησες σύγκορμη, μέσα κι έξω. Δεν ήταν η φωνή της νεαρής τραγουδίστριας που στεκόταν δίπλα στην έξοδο, ούτε το λάγνο βλέμμα που σου έριξε ο λυράρης. Ήταν ο γερο-παππούς σου που σιγοτραγουδούσε μια στροφή και η γιαγιά σου, που του απαντούσε τραγουδιστά την επόμενη· ξαπλωμένοι, στην κάμαρά του ο καθένας, δίπλα στο παραθυράκι που είχαν ανοίξει στη μεσοτοιχία που τους χώριζε. Τον παππού δεν τον πρόλαβες, αλλά οι ιστορίες της γιαγιάς ήταν η πρώτη σου επαφή με αυτό που οι άνθρωποι λένε «έρωτα».

Πριν πολλά χρόνια είχες αγοράσει ένα ζευγάρι ψηλές γόβες στο χρώμα του μελανιού. Δεν θυμάσαι την περίσταση, για την οποία τις πήρες. Κάποιος γάμος θα ήταν, ένας από τους πολλούς που σε κάλεσαν και δεν αξιώθηκες να πας. Δεν τις φόρεσες ποτέ έξω. Όταν τις ανακάλυψε στο βάθος της ντουλάπας, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Είπε ότι ήταν «σκέτη κάβλα» και κάθε φορά που ερχόταν σου ζητούσε να τις φορέσεις στο κρεβάτι. Αρνιόσουν για καιρό, μα ήταν επίμονος και κατάφερε με παρακάλια να σε πείσει οκτώ μήνες αργότερα. Παρόλο που οι σόλες τους δεν είχαν πατήσει ποτέ κάτω, η αίσθηση ότι ακουμπούσαν τα σεντόνια σου σε αποσυντόνιζε. Εκείνος δεν το πήρε ποτέ χαμπάρι αυτό. Οι γόβες τον αφιόνιζαν.

Από εσένα αγαπούσε μόνο τα ελαττώματά σου. Να τα ξετρυπώνει, να τα ανατέμνει και να ρίχνει λάδι στη φωτιά τους. Δε σου είχε πει ποτέ «σ’ αγαπώ», αλλά ίσως κάτι τέτοιο να εννοούσε κάθε φορά που που έλεγε πόσο προβληματική περίπτωση είσαι. Όπως τότε που σε πέτυχε να κατουράς στην μπανιέρα, την ώρα που έκανες ντους. Γουστάρεις να κατουράς όρθια, τι κάνουμε τώρα; Δύο ώρες και βάλε κράτησε το κήρυγμά του με σκοπό να σου αποδείξει πόσο ανθυγιεινό ήταν αυτό που έκανες και σε τι κίνδυνο τον είχες εκθέσει τον παπάρα.

Μια βραδιά στα τέλη του προπερασμένου Οκτώβρη αποχώρησε οριστικά. Το σπίτι ολόκληρο βούιζε από τη βροχή. Σηκώθηκε κι έπιασε να ντύνεται χωρίς κουβέντες· τα μάτια του στο πάτωμα. Ήξερες ότι δεν θα ερχόταν ξανά. Όταν βγήκε από το δωμάτιο, δεν έτρεξες πίσω του. Τα πόδια σου είχαν πρηστεί μέσα στις ψηλοτάκουνες γόβες και δεν μπορούσες να κάνεις βήμα.

Η μητέρα λέει ότι με τα χαμηλά παπούτσια περπατάς σαν πάπια και αποκλείεται να «φτουρήσεις» άντρα έτσι. Δεν της έχεις πει τίποτα για τις γόβες, ούτε και για αυτόν. Κάθε Κυριακή απόγευμα που την επισκέπτεσαι, ρουφάς δυνατά το τσάι που σου σερβίρει και μπουκώνεσαι μπαγιάτικα μπισκότα. Υποκρίνεσαι πως την ακούς με προσήλωση, όσο μαγνητίζεσαι από τις κόρες των ματιών τις που διαστέλλονται αργά. Σου λέει ιστορίες από το χωριό και τα νιάτα της, όταν την κυνηγούσαν τσούρμο οι γαμπροί, αλλά εκείνη την πάτησε και παντρεύτηκε τον πατέρα σου. Λίγη σημασία έχει ένα στραβοπάτημα, λέει και προσπερνάει την ήττα της. Αυτό που μετράει είναι η περπατησιά, το λίκνισμα, οι μακριές γάμπες που σου φτιάχνουν τα δωδεκάποντα. Να σταυρώνεις τα πόδια κι ο άλλος να ζαλίζεται. «Αχ, σε τίποτα δε μου έμοιασες», λέει με παράπονο η μαμά.

Σηκώνεις τους ώμους.

Σου αρέσει να βολτάρεις με τα ίσια παπούτσια σου, αυτό είναι όλο.



Wednesday 17 April 2024

Λευκός θόρυβος

Πέντε λεπτά μετά το χτύπημα του ξυπνητηριού, αποφάσισα να μην πάω στη δουλειά. Έλειπε η διάθεση, μα και το κουράγιο. Είχα περάσει τη νύχτα άγρυπνη, μετρώντας τις ρίγες του φεγγαρόφωτου στον τοίχο. Γύρω στις δέκα, το ενδιαφέρον του προϊσταμένου με έκανε να σκεφτώ ξανά εκείνα τα πράγματα. Όσο άκουγα τη φωνή του, με το ακουστικό σφηνωμένο ανάμεσα στον λαιμό και το αυτί, αυτά σκεφτόμουν. Κάπως έτσι μιλάνε οι ερωτευμένοι, είπα από μέσα μου. Ο ένας νοιάζεται, κι άλλος χαίρεται με την έγνοια. Μπορεί και αύριο να μην πάω στο γραφείο. Απόψε έχει πανσέληνο. Μπορεί να πάρει ξανά τηλέφωνο, ακόμη και να προσφερθεί να μου φέρει ένα καρβέλι ψωμί. Σε αυτήν την περίπτωση, θα του ζητήσω και κρασί.

Ο καφές βγήκε γλυκός, βαρύς, με τρεις φουσκάλες μάτια. Τον ήπια καυτό, για να σταματήσουν να με κοιτάζουν. Έγδαρα τον λαιμό μου. Μα μόλις γύρισα το φλιτζάνι, να τα πάλι. Δύο μαύρα μάτια και μια μεγάλη πόρτα. Μέρες τώρα, δύο μαύρα μάτια. Και η πόρτα, πύλη ολόκληρη. Το βλέπω ολοκάθαρα: τα μάτια είναι δικά μου, γουρλωμένα, με μαύρους κύκλους που φτάνουν μέχρι τα μάγουλα.

Μαγείρεψα ιμάμ μπαϊλντί. Ίδιο της μαμάς το πέτυχα. Μόνο που έφτιαξα πολλές μελιτζάνες, έτσι που με έκανε το χρώμα τους να χάσω τα μυαλά μου. Έβαλα τέσσερις σε ένα πιάτο και χτύπησα το κουδούνι της διπλανής. Δεν ήξερα πώς την έλεγαν, αλλά δεν ξαφνιάστηκε όταν με βρήκε στην πόρτα της. Με κάλεσε μέσα. Την ακολούθησα σε ένα σκιερό σαλόνι. Ήπιαμε τσίπουρο και μιλήσαμε για νησιά. Όταν σηκώθηκα να φύγω, είπε να το επαναλάβουμε. Δεν απάντησα. Είχα βρει τον κυματισμό της γαλάζιας ρόμπας της, καθώς εκείνη περπατούσε ξυπόλητη στο μωσαϊκό, δυσοίωνο.

Το απόγευμα, πήγα για ψώνια. Ήταν μια απόφαση της στιγμής, κάτι το όχι συνηθισμένο. Δεν χρειαζόμουν τίποτα, απλώς ένιωθα μια ανάγκη. Το σήμα το έδωσε η πνοή που μου δρόσισε το πρόσωπο στην είσοδο του καταστήματος. Κάτι μπλε, ένα μπλε φόρεμα και μια χοντρή ζώνη με αγκράφα. Σαν κλεψύδρα, να μετράω τον χρόνο. Μια κοπέλα μου έδειξε το δοκιμαστήριο με ένα νεύμα. Αντέγνεψα και πήγα στο ταμείο. Ο καθρέφτης στην κάμαρα μου άστραψε.

Το λάθος ήταν ότι αποδέχτηκα την πρόσκλησή τους. Λάθος μου, όπως κάθε φορά που με παρακούω. Μίλαγαν τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να ακούσω το κρασί, το πώς μοσχοβολούσε μέσα στα γυάλινα ποτήρια. Γέλαγαν όλοι μαζί, ούτε μία πρόταση δεν κατάφερα να τελειώσω. Τα χείλη μου είχαν μουδιάσει από τα χαμόγελα, κι έτσι φεύγοντας δεν κατάφερα να τους πω να μη με καλέσουν ξανά.

Η κούραση δεν έφερε ύπνο, έτσι αβάσταχτη που ήταν. Αργά το βράδυ, πέτυχα στην τηλεόραση τη Μαγκάνο. Πίκρα και πόθος. Κοιμήθηκα στον καναπέ, μέχρι να με ξυπνήσουν κραυγές λάγνων πουλιών. Δεν πήγα στο κρεβάτι, που ήταν στρωμένο με σεντόνια λινά, ξεπλυμένα με νερό λεβάντας. Απόμεινα εκεί, με τα μάτια ανοιχτά.

Τώρα, χωμένη στο κουκούλι που έχει υφάνει γύρω μου ο λευκός θόρυβος της βροχής, γράφω.

Saturday 13 April 2024

Μαρία Λαϊνά, Απόγευμα (1979)

Αυτό το μέρος της γης είχε μια μικρή βροχή·

έγιναν όλα με μια ήσυχη επιμονή.

Ανεβαίνοντας η σκιά μέχρι

το στραγγισμένο χρώμα του βουνού

ανάσανε φρεσκολουσμένη.

(από τη συλλογή Σημεία στίξεως, 1979)

Saturday 23 March 2024

恋の予感

Koi no yokan, the premonition of love; not love at first sight, but the sense that one can have upon meeting another person that the two of them are going to fall in love


Wednesday 21 February 2024

Μετά την Αποκριά

Ο ήλιος γέρνει αργά μέσα στη συννεφιά, που σε αφήνει να τον κοιτάζεις χωρίς να σου πονάει τα μάτια. Τα τακούνια σου σφυροκοπούν το πεζοδρόμιο, πλάι σε μία γραμμή παρκαρισμένων αυτοκινήτων χωρίς αρχή και τέλος. Στο έρημο στενό μυρίζει καμένο λίπος κι αλμύρα. Από κάποια παράθυρα που έχουν ξεχαστεί μισάνοιχτα ακούγονται μαχαιροπίρουνα, πιατικά και μουσική, λαϊκά, μοντέρνα, σκυλάδικα, γέλια κονσέρβα από τηλεοράσεις. Όσο βαδίζεις προς τη δύση, τόσο πιο έντονα οσμίζεσαι τη θάλασσα, ώσπου, κάποια στιγμή αναγκάζεσαι να σηκώσεις το κεφάλι και να κοιτάξεις ψηλά. Δεν βλέπεις ένα ζευγάρι γλάρων να διασχίζει τον ουρανό ερωτοτροπώντας, μόνο σύννεφα έτοιμα να ξεσπάσουν, κι αντί για κρώξιμο μια καμπάνα χτυπάει τέσσερις. Ρίχνεις ένα βλέμμα στον αριστερό σου καρπό που είναι κενός, κι έπειτα άλλο ένα στην τζαμαρία απέναντι, πίσω από την οποία δύο γνωστοί σου παίζουν τάβλι. Στο κατόπι σου βαδίζει μια θεόρατη σκιά, μα οι παίκτες με τα ζάρια καρφωμένα στα μάτια τους δεν σε παίρνουν είδηση, ούτε αντιλαμβάνονται πως δεν επιβραδύνεις τον βηματισμό σου, καθώς περνάς μπροστά από το άδειο καφενείο. Στρίβεις αριστερά, διασχίζεις τον δρόμο και φτάνεις στην πλατεία με τις βαθιά κλαδεμένες μουριές γύρω από το συντριβάνι. Επικρατεί τέτοια ησυχία, που το κελάρυσμα του νερού αντηχεί στους τοίχους των γύρω πολυκατοικιών κι αντιλαμβάνεσαι πως τα βήματα σου πια δεν ακούγονται, γιατί πόδια σου είναι χωμένα σε ένα παχύ στρώμα κομφετί.

Σαν σταγόνες δυνατής βροχής θα είχαν χωθεί στα μαλλιά, σε κάθε πτυχή της καμπαρτίνας, στα αυτιά, ακόμα και στο στόμα σου αν είχες ακολουθήσει το μπουλούκι που γέμισε τους δρόμους χθες βράδυ, με νταούλια και ιαχές. Τους προσπέρασες σπρώχνοντας, απώθησες τα χέρια που προσπάθησαν να τυλιχτούν στην μέση σου κι άρχισες να τρέχεις, να περνάς τον ένα δρόμο μετά τον άλλο, ο ανθρώπινος βόμβος που ξεχυνόταν από την πλατεία γινόταν ολοένα και πιο απόμακρος, έτρεχες πάνω σε ψηλοτάκουνα με γάμπες σφιγμένες, χωρίς να σταματάς στα φανάρια. Στο λιμάνι, το πλοίο με τα χλωμά φώτα είχε σηκώσει τον καταπέλτη κι απομακρυνόταν μέσα σε αφρισμένα νερά, ενώ μια ψηλόλιγνη φιγούρα σου έγνεφε αντίο από το κατάστρωμα. Ανέβασες την κουκούλα σου κι άρχισες να περπατά κατά μήκος της αποβάθρας, γρήγορα και με τα χέρια στις τσέπες για πολύ ώρα, μέχρι που είδες δύο κόκκινες φωτοβολίδες να υψώνονται από το πλοίο στα βαθιά. Στράφηκες προς τη μεριά της πόλης, πάνω από την οποία αιωρούνταν ένα φωσφορίζον σύννεφο ατμού που έμοιαζε να καταπνίγει κάθε ήχο, ενώ τα φώτα είχαν σβήσει με εξαίρεση λίγους φανοστάτες διάσπαρτους γύρω από την πλατεία. H επιστροφή ήταν αργόσυρτη, συχνά-πυκνά σκόνταφτες σε χαρτόκουτα, άδειες βαλίτσες και κουβαριασμένα ρούχα. Οι αραιοί διαβάτες, που βρίσκονταν στον δρόμο σου, έμοιαζαν να προχωρούν με ευκολία, προσπερνώντας με κινήσεις αέρινες τα εμπόδια που σε έκαναν να σέρνεσαι, μέχρι που χτύπησες το γόνατό σου στο κράσπεδο. Απόμεινες πεσμένη εκεί μέχρι να φανεί το πρώτο φως, όσο οι φασματικοί ατμοί στροβιλίζονταν πάνω από τα τσιμέντα και μούσκευαν το πρόσωπο και τα μαλλιά σου, όπως κάνει η άχνα της θάλασσας μεσοπέλαγα.

Το χαλί από κομφετί μοιάζει τόσο αφράτο που επιτέλους βγάζεις τις γόβες που φορούσες τρεις μέρες και νύχτες χωρίς διακοπή, και χώνεις μέσα του τα πόδια σου με τα δάχτυλα τεντωμένα, αφήνεσαι γεμάτη εμπιστοσύνη στην τρυφερότητά του. Τα βήματα τώρα γίνονται πιο ανάλαφρα, οι αστράγαλοι ξεπρήζονται, οι γάμπες χαλαρώνουν και η πορεία αποκτά νέο παλμό. Τρέχεις, χοροπηδάς, χορεύεις μπαλέτο ανάμεσα στις μουριές, αγκαλιάζεις τους κορμούς λαχανιασμένη, σκαρφαλώνεις πάνω τους, κι όταν ξαφνικά, αμέσως μετά την εξαφάνιση της τελευταίας αχτίδας του ήλιου, στα κουτσουρεμένα κλαδιά ανάβουν πλήθος λευκά λαμπιόνια, δεν καταφέρνεις να συγκρατήσεις μία κραυγή θαυμασμού. Χαμένη σε αυτό το πυκνό δάσος από μουριές, ξαπλώνεις ανάμεσα στις ρίζες σε στάση εμβρυακή, νιώθεις τα ρούχα σου να φαρδαίνουν όσο το σώμα σου μικραίνει, αναζητώντας την οσμή του αμνιακού υγρού.

Sunday 28 January 2024

Jack Kerouac, On the road (1957)

I wish I could remember back to every rainy night I’ve ever known. There are a few.

Like that time we drove back from that stupid dive bar you love so much. You know the one. In that sad excuse for a city smack dab in the center of ol’ Virginny. Back to your house, over the undulating roads and the way you pulled in the circular driveway making some awful drunken attempt at “offroading” in your compact car. I can still laugh at loud at the thought of your hands on your head as we watched the tow truck driver pull your wedged vehicle from the muck the next morning. I can almost feel the same amount of warmth in my gut that I did that day as I write this. I remember trying desperately not to burst out laughing, all the while, secretly adoring you for how silly you could be sometimes.

Or in a less specific sort of way, how could I forget walking home through the District’s sad excuse for a Chinatown on a rainy evening? It was usually after working my second job of the day in retail. I begrudgingly left that place with a hatred for humanity after almost every shift, but there was always something so peaceful and quiet on the nights I walked home in the rain. After getting over the initial irritation of inclement weather and the accepting of the fact that I wouldn’t melt, I would then plug in my headphones and begin the journey home. There is nothing more beautiful than a rainy city at night. How it empties out as its contents (its residents) file indoors. The stoplights keep shuffling; the reds, yellows, and greens glimmering off the rain-soaked roads. And then that song comes on and all of a sudden, you’re overwhelmed with a new, exciting intimacy with this city you’ve come to call home.

I will never allow myself to forget the importance of moving slowly on a rainy day. I will always remember to mind the myth of a rainy night–past, present, and future.


 

 


 

Wednesday 15 November 2023

ΑΡΓΩ

Μπροστά της βρισκόταν ένα πιάτο με μεζέδες, σχεδόν ανέγγιχτο. Μόνο το χταπόδι της είχε αρέσει, σκληρό και ξυδάτο, όπως το έφτιαχναν στο σπίτι. Το μεσημεριάτικο φως έδινε κάτι το χαρμόσυνο στην ατμόσφαιρα, που ήταν γεμάτη καπνό και χαμηλόφωνες κουβέντες. Αν και δεν πεινούσε, έβαλε στο στόμα της ένα κομμάτι χταπόδι ακόμη. Το θυμάρι της κόλλησε στον ουρανίσκο. Ήπιε ένα σφηνάκι γέρνοντας το κεφάλι πίσω. Από την οροφή κρέμονταν δίχτυα και ψάθινα φαναράκια. Καθώς αναζητούσε τον σερβιτόρο, πήρε το μάτι της, σε ένα γωνιακό τραπέζι, τον άντρα με το δερμάτινο σακάκι. Καθόταν κι εκείνος μόνος του. Την είδε να τον κοιτάει και σήκωσε το ποτήρι του προς το μέρος της. Δεν ανταπόδωσε τη χειρονομία, παρόλο που είχαν μιλήσει δύο φορές την προηγούμενη μέρα.

Η πρώτη ήταν στις έντεκα το πρωί, την ώρα που στάθηκε στη γωνία Αναλήψεως και Καρτάλη για να ελέγξει τον χάρτη. Εκείνος βρισκόταν ήδη εκεί, καπνίζοντας ένα πούρο. Την πλησίασε και, χωρίς να συστηθεί, της είπε ότι το σπίτι που έψαχνε είχε κατεδαφιστεί προ δεκαετίας. Έπειτα αποχώρησε χωρίς να απαντήσει σε καμία από τις ερωτήσεις της. Δεν τον ακολούθησε γιατί δεν ήθελε μπελάδες, αλλά η δεύτερη συνάντησή τους δεν της φάνηκε καθόλου τυχαία. Έγινε στην ερημική ακροθαλασσιά της Αγριάς, αργά το απόγευμα. Ανάσαινε βαθιά τον αλμυρό αέρα εξετάζοντας την ακτογραμμή, όταν άκουσε πίσω της τα βότσαλα να κροταλίζουν. Γύρισε και τον είδε, μα δεν ένιωσε καμία έκπληξη. Κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή και φορούσε ένα δερμάτινο σακάκι, μαύρο σουέντ, ολόιδιο με εκείνο του μπαμπά. Ο άντρας πλησίασε, τη χαιρέτησε και είπε ότι αν ήθελε να την φωτογραφήσει στο σωστό σημείο, έπρεπε να κάνει δεκαπέντε βήματα προς τα αριστερά. Μετακινήθηκε στο σημείο που της υπέδειξε και κάθισε στα βότσαλα με το ένα πόδι διπλωμένο κάτω από τον μηρό της και το άλλο απλωμένο μπροστά. Αυτός ρύθμισε τον φακό της μηχανής και τράβηξε τρεις φωτογραφίες, ζητώντας της, πριν από κάθε κλικ, να τον κοιτάζει. Μετά έκλεισε τον φακό κι έκανε μεταβολή. Αυτήν τη φορά δεν του έκανε καμία ερώτηση. Έμεινε βουβή, με τα μέλη της ακριβώς στην ίδια θέση που είχαν σε εκείνη την ασπρόμαυρη φωτογραφία πριν από τέσσερις δεκαετίες, να βλέπει το δερμάτινο σακάκι να απομακρύνεται.

Αποφάσισε να αφήσει τα χρήματα στο τραπέζι, πήρε την τσάντα της και βγήκε από την πλαϊνή πόρτα του μαγαζιού. Περπάτησε βιαστικά στην προκυμαία μέχρι το αυτοκίνητο, που είχε καταφέρει να παρκάρει στην Ιάσωνος. Πριν βάλει μπροστά, κοίταξε στον καθρέφτη, αλλά δεν είδε κανέναν. Μέχρι να στρίψει στον δρόμο για τα χωριά, ο ήλιος την τύφλωνε. Ανηφορίζοντας, το αυτοκίνητο χάθηκε κάτω από τις οξιές αφήνοντας πίσω του τη μέρα που τελείωνε. Γύρω στις έξι, λίγο πριν φτάσει στην Τσαγκαράδα, ακούστηκαν στο ράδιο τα πρώτα ακόρντα από το Παποράκι και θυμήθηκε αυτό που έλεγε η Ελένη για τη σημασία της στιγμής. Άφησε το αυτοκίνητο πάνω από την πλατεία και πήρε τον δρόμο προς την άλλη άκρη του χωριού. Μύριζε καμένο ξύλο και όλα τα παράθυρα τριγύρω ήταν φωτισμένα. Θα μπορούσε να βρίσκεται σε χειμερινό θέρετρο της βόρειας Ευρώπης, μα το σπίτι με τις ροδιές ήταν κατασκότεινο. Η σιδερένια αυλόπορτα ήταν ασφαλισμένη με χοντρή αλυσίδα κι ο κήπος χορταριασμένος. Στο μισοσκόταδο ξεκουφωμένα ρόδια ετών αχνοκοκκίνιζαν στα κλαδιά. Ένα σκυλί γρύλιζε πίσω από τον διπλανό φράχτη. Ότι ο ιδιοκτήτης είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν το ήξερε. Η γυναίκα του έπαιρνε που και που τηλέφωνο στο σπίτι. Ήταν φίλες με τη μαμά παλιά. Έκαναν παρέα όσο ζούσαν στον Βόλο, έβγαιναν και ζευγάρια με τους άντρες τους. Μετά την εγκατάστασή της οικογένειάς της στην Αθήνα, το πράγμα ατόνησε. Το κρατούσαν όμως, κάθε Άυγουστο στην πέτρινη βιλίτσα. Όλοι μαζί, όπως τα βράδια που περίμεναν να ανατείλει το φεγγάρι πίνοντας τσίπουρο με πάγο. Τσούγκριζαν τα ποτήρια με θόρυβο, ακόμη και μ’ εκείνη, που ήταν η μόνη στην παρέα που έπινε γκαζόζα, γιατί η φίλοι των γονιών της δεν είχαν παιδιά. Όταν πια σταμάτησαν να πηγαίνουν, η μαμά είχε πει ότι οι φιλίες ξεφτίζουν από μακριά.

Γύρισε με ταχύ βήμα στην πλατεία. Είχε πιάσει κρύο και τα πόδια της είχαν ξυλιάσει παρά τον ποδαρόδρομο. Ήθελε να ξαναδεί τις λεοντοκεφαλές στην κρήνη, αλλά είχε νυχτώσει για τα καλά. Μπήκε σε ένα μπαράκι. Παρόλο που ήταν ασφυκτικά γεμάτο, τον εντόπισε αμέσως, καθισμένο σε έναν πάγκο δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Εκείνος είχε ήδη αντιληφθεί την παρουσία της και κοιτούσε χαμογελαστός. Χωρίς να τον πλησιάσει, του έκανε νεύμα κουνώντας το κεφάλι προς την πόρτα πίσω της. Ο άντρας με το δερμάτινο σακάκι σηκώθηκε, πέρασε ανάλαφρος σαν φάσμα μέσα από το πλήθος, έφτασε στην πόρτα και την άνοιξε. Την περίμενε να βγει, κι έπειτα άρχισε να περπατάει πίσω της. Τα βήματά τους, σχεδόν συντονισμένα, αντηχούσαν στις πέτρινες πλάκες σαν σφυριά.