Λέτε ότι δεν έχετε δεχτεί περισσότερες συγνώμες από άλλον άνθρωπο στον κόσμο, ότι απολογούμαι συνεχώς, συμφωνώ, μη φαντάζεστε ότι με παρασύρει το πάθος, έχω απόλυτη συνείδηση του πράγματος, ποιο πάθος εδώ που τα λέμε, τόσα χρόνια έχουν περάσει και τώρα που το σκέφτομαι λογικό θα το έβρισκε κανείς που την ιστορία σας την έχω πει τόσες πολλές φορές μέσα σε ένα τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, πράγματι έτσι είναι, μα κάθε φορά που τη λέω είναι σαν χθες, απολογούμαι κύριέ μου, είδατε, το έκανα ξανά, όπως προχθές, και την περασμένη εβδομάδα κι όλες αυτές τις φορές. Σας ζητώ συγνώμη, αλλά τέτοιες μέρες δεν μπορώ να μην θυμηθώ, ακόμη μία φορά, το πρόσωπο εκείνης στην υποδοχή, όταν, προπαραμονή Χριστουγέννων, ζήτησα να καθίσω μια-δυο ώρες παραπάνω, κι εκείνο το φρύδι, το σηκωμένο ως την κορυφή του μετώπου, που μου απάντησε ότι αν ήθελα να παραμείνω στον χώρο πέραν του ωραρίου μου έπρεπε να αποδεχτώ και να αναλάβω ο ίδιος την ευθύνη του κλειδώματος της κεντρικής εισόδου, της φύλαξης των κλειδιών και της ενεργοποίησης του συναγερμού, πράγμα που δεν είχα κάνει ποτέ πριν. Κατάλαβα πού το πήγαινε, έτσι είναι όταν ζητάς, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να δώσεις, πάντοτε δούναι και λαβείν, η δεσποινίς της βραδινής βάρδιας θα έφευγε στις επτά και θα έμενα μόνος στον όροφο, τα κλειδιά ήταν η προϋπόθεση, κι εμένα με είχε καβαλήσει ο διάβολος, ήθελα να μείνω το δίχως άλλο, ήμουν βέβαιος, με μία σιγουριά ακλόνητη, ότι εκείνο το βράδυ ήταν το ιδανικό για να τακτοποιήσω κάποιες συγκεκριμένες εκκρεμότητες που μεταφέρονταν από μέρα σε μέρα, μία στοίβα χαρτιά με πίνακες και καταστάσεις σε μια κυκλική, φαινομενικά αδιατάρακτη πορεία, στην οποία απέδιδα την αϋπνία που με ταλαιπωρούσε εκείνον τον καιρό, ενώ η χρονιά είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος της. Σε αυτήν την κατάσταση, που θα μπορούσε να ονομαστεί και φαύλος κύκλος, αποδίδω και το τηλεφώνημα που δεν έκανα, καθώς και στη βεβαιότητα, πιο πολύ στη βεβαιότητα, ότι εκείνη ήταν κομμάτι μου, με ήξερε καλύτερα από τον καθένα, γνώριζε τα πάντα, όπως τότε με την άλλη, αυτήκοος μάρτυς αναστεναγμών και βραδινών στριφογυρισμάτων δεν είχε ανάγκη ενημέρωσης, δεν τηλεφώνησα, όταν τα πράγματα είναι δεδομένα δεν τηλεφωνούμε, ούτε όταν έχουμε την πεποίθηση, όπως εγώ τότε, ότι δεν χρειάζεται κάποια συσκευή για να μεταφέρει τις σκέψεις και τις αποφάσεις μας στον άλλο, σοβαρολογώ.
Μετά την συναίνεσή μου στις απαιτήσεις της υποδοχής και με αξιοσημείωτη πνευματική διαύγεια, παρά το βάρος της ευθύνης που μου είχαν φορτώσει, τελείωσα σε λιγότερο από δύο ώρες εκείνα τα τρομερά κατάστιχα, που είχα υπολογίσει ότι θα μου έπαιρναν δύο ολόκληρες μέρες, μέσα σε μια σιωπή διόλου δυσάρεστη, λες κι η μικρή λίμνη φωτός γύρω από την επιτραπέζια λάμπα με γέμιζε ενέργεια, σαν η ακτινοβολία αυτή να εκπορευόταν από κάποια πηγή ζωτικότητας, αόρατη σε μένα, αλλά καμιά φορά, σπανίως όμως, δεν έχω ανάγκη να δω για να πιστέψω. Κι όμως, ποτέ μέχρι τώρα δεν κατάφερα να εξηγήσω εκείνο το απροσδόκητο ζωντάνεμά μου, αν και βάσει των γεγονότων που ακολούθησαν θα μπορούσα να το αποδώσω μόνο σε κάποια δαιμονική αντι-διαίσθηση, στο αντίθετο του προαισθήματος, σε ό,τι θα μπορούσε να αποκοιμίσει το ένστικτο, και αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι η αποτελεσματικότητά μου, μετά από συνολικά εννιά ώρες εκεί μέσα ήταν τόσο μεγάλη, που αποφάσισα να επιμηκύνω τη διαμονή μου, αφιερώνοντας ακόμη περισσότερο χρόνο, για να τελειώσω και τον φάκελο, για τον οποίο ο αρχιλογιστής είχε πει την προηγούμενη ημέρα ότι έπρεπε να έχει χαθεί από τα μάτια του πριν μια εβδομάδα.
Έτσι δεν έφυγα στις εννέα, αλλά περασμένες έντεκα, έντεκα και δεκατέσσερα για να είμαι ακριβής, όπως είδα ότι έγραφε στον μικρό φωτεινό πίνακα δίπλα στους διακόπτες του συναγερμού, ελαφρύς σαν το πούπουλο, με αυτήν την αίσθηση πληρότητας που φέρνει η απουσία της εκκρεμότητας και χωρίς να έχω κάνει κανένα τηλεφώνημα. Κατέβηκα στην είσοδο του κτιρίου με τον ανελκυστήρα, πέρασα μέσα από τον μισοσκότεινο διάδρομο όπου αναβόσβηναν λευκά φωτάκια μπλεγμένα στα κλαδιά ενός συνθετικού έλατου, και βγήκα στο φαρδύ πεζοδρόμιο υπό τον ήχο των βημάτων μου, που πρόδιδαν με σαφήνεια την αποτίναξη της ευθύνης, κάτω από αστέρια χωρίς φεγγάρι και υπερσύγχρονες πολυκατοικίες, θαμπωμένος από τη γυαλάδα του βρεγμένου οδοστρώματος και τις γραμμές κόκκινου φωτός που άφηναν πίσω τους τα αυτοκίνητα, καθώς με προσπερνούσαν. Σήκωσα τα μάτια για να μετρήσω πόσα φωτισμένα παράθυρα είχαν απομείνει στο απέναντι κτίριο, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αφού είδα ότι ήταν τρία, έχωσα βιαστικά το χέρι στην τσέπη, ενώ ο ένας τυχαίος περαστικός που θα με συναντoύσε τότε, να βαδίζω στον παράδρομο της Συγγρού μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα, με το κινητό τηλέφωνο στο αυτί και το στόμα σφιγμένο πιθανότατα θα με χαρακτήριζε πανικόβλητο. Οι κλήσεις έμειναν αναπάντητες, εννέα φορές, δεν είμαι σίγουρος αν θα είχε δίκιο ο άγνωστος περαστικός, ίσως η λέξη προβληματισμένος θα ήταν πιο ταιριαστή, διότι το θέμα που τίθεται εδώ έχει να κάνει με τον βαθμό, σκεφτείτε το, πρόκειται για ένα σαφώς μαθηματικό ζήτημα, καθώς όλες οι ανθρώπινες διαφωνίες ξεκινούν από μια διαφοροποίηση στον βαθμό, απλά και ξεκάθαρα.
Ο πανικός θα ήταν αναμφίβολα πιο ταιριαστός ως έννοια για να περιγράψει την αμέσως επόμενη φάση, κατά την οποία έψαχνα ταξί, ενώ τα αυτοκίνητα με προσπερνούσαν χωρίς να ελαττώνουν στο ελάχιστο την ταχύτητά τους, μάλιστα κάποιοι έμοιαζαν να πατούν ακόμη περισσότερο το γκάζι μόλις με έβλεπαν να τεντώνω το χέρι αφήνοντάς με τυφλωμένο από τους προβολείς να προσπαθώ να διακρίνω το επόμενο, μέχρις ότου μπήκα στο ταξί του Χρήστου, που είπε μη σε νοιάζει, που να πετάξει να πάει τέτοια ώρα το πουλάκι, μα τότε δεν πίστευα σε προαισθήματα. Μετά από δεκαέξι λεπτά, κατά τα οποία με κοιτούσε από τον καθρέφτη τόσο έντονα, ώστε πίστεψα ότι τα χοντρά γυαλιά που φορούσε του επέτρεπαν να δει εκείνη τον σκληρό όγκο που είχε φράξει το λαιμό μου, έφτασε στον δρόμο του σπιτιού, που φεγγοβολούσε από το γαλάζιο φως του φάρου ενός ασθενοφόρου. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πλησίασα τον κόσμο, που ήταν μαζεμένος μπροστά στην εξώπορτα της πολυκατοικίας μου, γύρω από μια άμορφη μάζα μεταξύ δύο γονατισμένων τραυματιοφορέων, έσπρωξα με τους αγκώνες για να προχωρήσω, οι άνθρωποι γύριζαν και με κοίταζαν, μάτια ορθάνοιχτα-στόματα σφραγισμένα, άνοιγαν δίοδο να περάσω, εκτός από τον περιπτερά που πριν το τελευταίο βήμα με άρπαξε από το χέρι και ξεστόμισε τσιρίζοντας μια φράση, που ήσουνα κυρ Νίκο, τρία τέταρτα νωρίτερα να ερχόσουνα θα την πρόφταινες, που έμελλε να ακούσω αμέτρητες φορές μέχρι σήμερα, το ίδιο κι εσείς. Και πάλι σας ζητώ να με συγχωρέσετε αν σας κούρασα.
No comments:
Post a Comment