Tuesday, 25 January 2022

Άσσος Export

Περιμένουν ώρες χωμένοι στα πιθάρια, και οι σαράντα. Υπομονή. Μα όσο κι αν στυλώνω τα μάτια μου στους ιριδισμούς που κάνει το φως στο ταβάνι έτσι όπως το αντανακλούν τα στολίδια στην μπλούζα μου, δεν καταφέρνω να αγνοήσω αυτήν την αίσθηση. Είναι σαν ένα φτερούγισμα, έτσι όπως σβήνει η χαρά που με πλημμύριζε πρωτύτερα. Είπε ότι πάει να καπνίσει. Έχει περάσει σχεδόν μισή ώρα και νιώθω κάτι σαν καθήκον, μπορεί κι ανάγκη, να πάω να τον ψάξω στο κατάστρωμα. Αν το κάνω, θα χάσουμε τις θέσεις που με μεγάλο κόπο κατάφερε να βρει όταν επιβιβαστήκαμε. Θα μπορούσα να ζητήσω από το διπλανό ζευγάρι να μας τις φυλάξουν, αλλά οι σκούρες στάμπες στις μασχάλες του πουκαμίσου του άντρα με απωθούν. Όπως και πριν, που μου χαμογέλασε κι εγώ υποκρίθηκα ότι κοιμόμουν, αλλά τα μάτια μου δεν ήταν εντελώς κλεισμένα. Στεκόμουν στο κέντρο της σπηλιάς θαμπωμένη από το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες. Εκείνος δεν δίστασε καθόλου, έγειρε προς το μέρος μου και ρώτησε αν με πείραζε το σακ βουαγιάζ που είχε σπρώξει κάτω από το τραπεζάκι. Είπε: κυρία, μήπως σας ενοχλεί η τσάντα μου; Αναγκάστηκα να ανοίξω τα μάτια μου και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Ρώτησε: Είστε σίγουρη; Πρόσεξα ότι η γυναίκα που τον συνόδευε στεκόταν στην άλλη άκρη του σαλονιού, στην ουρά που είχε σχηματιστεί στο μπαρ. Έκλεισα ξανά τα μάτια δίχως να απαντήσω κι ο άντρας δεν επέμεινε. Σαράντα καβαλάρηδες άγριοι, άπλυτοι κι οπλισμένοι ως τα δόντια. Τώρα με αγνοεί αποφεύγοντας συστηματικά το βλέμμα μου, πράγμα που αποκλείει την πιθανότητα να τους ζητήσω να προσέχουν να μη μας πάρουν τις θέσεις. Το πλοίο είναι τόσο γεμάτο, που κάποιοι κάθονται οκλαδόν σε πετσέτες θαλάσσης στρωμένες στο πάτωμα. Πίσω μου δύο αγόρια καυγαδίζουν για ένα περιοδικό. Είναι αδύνατο να συνεχίσω να αγνοώ την απουσία του. Το αριστερό μου μάτι τσούζει, σαν να έχει μπει σκόνη μέσα. Σε λίγο θα αρχίσει να τρέχει. Η αλήθεια είναι ότι τα τσιγάρα του μπαμπά έχουν δημιουργήσει πολλές φορές τέτοια προβλήματα, ακόμη και καυγάδες. Όπως τότε στην Ανάβυσσο, που είχαμε αναγκαστεί να φύγουμε από μία ψαροταβέρνα γιατί του είχαν ζητήσει να σβήσει το τσιγάρο. Ίσως αποφάσισε να καπνίσει δύο τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο, μπορεί και τρία. Μου έχει πει ότι ο καπνός έχει πιο ωραία γεύση στη θάλασσα. Μπορεί να βρήκε καμιά θέση στο κατάστρωμα κι αποφάσισε να καπνίσει δυο τσιγάρα στον θαλασσινό αέρα. Δεν είναι ότι με πειράζει που με άφησε μόνη, ούτε φοβάμαι με τόσο κόσμο τριγύρω, αν και οι ματιές του διπλανού έχουν αρχίσει να γίνονται επίμονες. Ο μπαμπάς ρεμβάζει ακουμπισμένος στην κουπαστή κι εγώ επιχειρώ να μαγευτώ από τον ήχο που κάνουν τα πετράδια μέσα στο σεντούκι όταν χτυπάνε το ένα πάνω στο άλλο καθώς τα αναδεύει ανθρώπινο χέρι. Ο μπαμπάς χαμογελάει και υπόσχεται. Θα πάμε και φέτος να μαζέψουμε θυμάρι. Το λεπτό σαν κοσκινισμένο χώμα μέσα στα πέδιλά μου δεν θα με ενοχλεί, καθώς θα σκαρφαλώνω στις ξερολιθιές με το σουγιαδάκι του στο χέρι. Θα τρίβει το χέρι του στα μοβ ανθάκια και θα μου το δίνει να το μυρίσω. Αναρωτιέμαι πόση ώρα απομένει ακόμα μέχρι να φτάσουμε κι αν θα προλάβει να μου το πει. Η αβεβαιότητα δε μου επιτρέπει να κλείσω τα βλέφαρά, ώστε να γλυτώσω από τις ιδρωμένες μασχάλες. Κάποιο παιδί πέφτει με φόρα στην πλάτη της πολυθρόνας μου και την τραντάζει. Σηκώνομαι και πηγαίνω προς την έξοδο δίχως να πω τίποτα σε κανέναν. Δεν ρίχνω ούτε μία ματιά πίσω μου. Πίσω από το θολό τζάμι ο ήλιος δύει. Καλύτερα έτσι. Στραμμένο προς την πρύμνη, θα τον βρω στο τρίτο κατάστρωμα, το πιο ψηλό, με τον γιακά του μπουφάν σηκωμένο. Θα δω την καύτρα του τσιγάρου του από μακριά να κάνει σινιάλα. Θα με βάλει να καθίσω στον αριστερό του μηρό και θα περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου για να με προστατεύσει από τη βραδινή δροσιά. Κι ανάμεσα σε βαθιές ρουφηξιές καπνού θα ξεκινήσει να μου διηγείται την ιστορία του ξυλοκόπου Αλή που ένα απόγευμα στο δάσος, καθώς φόρτωνε τα γαϊδουράκια του με ξύλα, άκουσε ποδοβολητό σαράντα αλόγων. Η γη έτρεμε σαν να γινόταν σεισμός. Την ώρα που θα λέει: αχ, συμφορά μου, με φωνή τσιριχτή, τη φωνή του Αλή, θα με σφίξει πάνω του και θα μπορώ να μυρίζω την τσιγαρίλα στα ρούχα του. Επιταχύνω το βήμα μου για να προλάβουμε, η ιστορία είναι μεγάλη. Σπρώχνω με τον ώμο την βαριά σιδερόπορτα μισοκλείνοντας προκαταβολικά τα μάτια γιατί έχει νυχτώσει καταμεσής της θάλασσας. Βγάζω το δεξί πόδι έξω από την πόρτα κι η σόλα μου κάνει ένα ήχο ξερό και σχετικά ευχάριστο καθώς έρχεται σε επαφή με την τσιμεντένια πλάκα του πεζοδρομίου. Παρόλο που δεν φοράω ρολόι, ξέρω ότι είμαι καθυστερημένη. Μετακινώ τον ιμάντα της τσάντας μου στον ώμο γιατί έχει αρχίσει να με κόβει, έτσι βαριά που είναι. Πίσω από την τζαμαρία που έχει αρχίσει να τη στιγματίζει η βροχή βλέπω την Ελένη να μου γνέφει.


 

Wednesday, 12 January 2022

[19:00-23:14]

Λέτε ότι δεν έχετε δεχτεί περισσότερες συγνώμες από άλλον άνθρωπο στον κόσμο, ότι απολογούμαι συνεχώς, συμφωνώ, μη φαντάζεστε ότι με παρασύρει το πάθος, έχω απόλυτη συνείδηση του πράγματος, ποιο πάθος εδώ που τα λέμε, τόσα χρόνια έχουν περάσει και τώρα που το σκέφτομαι λογικό θα το έβρισκε κανείς που την ιστορία σας την έχω πει τόσες πολλές φορές μέσα σε ένα τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, πράγματι έτσι είναι, μα κάθε φορά που τη λέω είναι σαν χθες, απολογούμαι κύριέ μου, είδατε, το έκανα ξανά, όπως προχθές, και την περασμένη εβδομάδα κι όλες αυτές τις φορές. Σας ζητώ συγνώμη, αλλά τέτοιες μέρες δεν μπορώ να μην θυμηθώ, ακόμη μία φορά, το πρόσωπο εκείνης στην υποδοχή, όταν, προπαραμονή Χριστουγέννων, ζήτησα να καθίσω μια-δυο ώρες παραπάνω, κι εκείνο το φρύδι, το σηκωμένο ως την κορυφή του μετώπου, που μου απάντησε ότι αν ήθελα να παραμείνω στον χώρο πέραν του ωραρίου μου έπρεπε να αποδεχτώ και να αναλάβω ο ίδιος την ευθύνη του κλειδώματος της κεντρικής εισόδου, της φύλαξης των κλειδιών και της ενεργοποίησης του συναγερμού, πράγμα που δεν είχα κάνει ποτέ πριν. Κατάλαβα πού το πήγαινε, έτσι είναι όταν ζητάς, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να δώσεις, πάντοτε δούναι και λαβείν, η δεσποινίς της βραδινής βάρδιας θα έφευγε στις επτά και θα έμενα μόνος στον όροφο, τα κλειδιά ήταν η προϋπόθεση, κι εμένα με είχε καβαλήσει ο διάβολος, ήθελα να μείνω το δίχως άλλο, ήμουν βέβαιος, με μία σιγουριά ακλόνητη, ότι εκείνο το βράδυ ήταν το ιδανικό για να τακτοποιήσω κάποιες συγκεκριμένες εκκρεμότητες που μεταφέρονταν από μέρα σε μέρα, μία στοίβα χαρτιά με πίνακες και καταστάσεις σε μια κυκλική, φαινομενικά αδιατάρακτη πορεία, στην οποία απέδιδα την αϋπνία που με ταλαιπωρούσε εκείνον τον καιρό, ενώ η χρονιά είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος της. Σε αυτήν την κατάσταση, που θα μπορούσε να ονομαστεί και φαύλος κύκλος, αποδίδω και το τηλεφώνημα που δεν έκανα, καθώς και στη βεβαιότητα, πιο πολύ στη βεβαιότητα, ότι εκείνη ήταν κομμάτι μου, με ήξερε καλύτερα από τον καθένα, γνώριζε τα πάντα, όπως τότε με την άλλη, αυτήκοος μάρτυς αναστεναγμών και βραδινών στριφογυρισμάτων δεν είχε ανάγκη ενημέρωσης, δεν τηλεφώνησα, όταν τα πράγματα είναι δεδομένα δεν τηλεφωνούμε, ούτε όταν έχουμε την πεποίθηση, όπως εγώ τότε, ότι δεν χρειάζεται κάποια συσκευή για να μεταφέρει τις σκέψεις και τις αποφάσεις μας στον άλλο, σοβαρολογώ.

Μετά την συναίνεσή μου στις απαιτήσεις της υποδοχής και με αξιοσημείωτη πνευματική διαύγεια, παρά το βάρος της ευθύνης που μου είχαν φορτώσει, τελείωσα σε λιγότερο από δύο ώρες εκείνα τα τρομερά κατάστιχα, που είχα υπολογίσει ότι θα μου έπαιρναν δύο ολόκληρες μέρες, μέσα σε μια σιωπή διόλου δυσάρεστη, λες κι η μικρή λίμνη φωτός γύρω από την επιτραπέζια λάμπα με γέμιζε ενέργεια, σαν η ακτινοβολία αυτή να εκπορευόταν από κάποια πηγή ζωτικότητας, αόρατη σε μένα, αλλά καμιά φορά, σπανίως όμως, δεν έχω ανάγκη να δω για να πιστέψω. Κι όμως, ποτέ μέχρι τώρα δεν κατάφερα να εξηγήσω εκείνο το απροσδόκητο ζωντάνεμά μου, αν και βάσει των γεγονότων που ακολούθησαν θα μπορούσα να το αποδώσω μόνο σε κάποια δαιμονική αντι-διαίσθηση, στο αντίθετο του προαισθήματος, σε ό,τι θα μπορούσε να αποκοιμίσει το ένστικτο, και αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι η αποτελεσματικότητά μου, μετά από συνολικά εννιά ώρες εκεί μέσα ήταν τόσο μεγάλη, που αποφάσισα να επιμηκύνω τη διαμονή μου, αφιερώνοντας ακόμη περισσότερο χρόνο, για να τελειώσω και τον φάκελο, για τον οποίο ο αρχιλογιστής είχε πει την προηγούμενη ημέρα ότι έπρεπε να έχει χαθεί από τα μάτια του πριν μια εβδομάδα.

Έτσι δεν έφυγα στις εννέα, αλλά περασμένες έντεκα, έντεκα και δεκατέσσερα για να είμαι ακριβής, όπως είδα ότι έγραφε στον μικρό φωτεινό πίνακα δίπλα στους διακόπτες του συναγερμού, ελαφρύς σαν το πούπουλο, με αυτήν την αίσθηση πληρότητας που φέρνει η απουσία της εκκρεμότητας και χωρίς να έχω κάνει κανένα τηλεφώνημα. Κατέβηκα στην είσοδο του κτιρίου με τον ανελκυστήρα, πέρασα μέσα από τον μισοσκότεινο διάδρομο όπου αναβόσβηναν λευκά φωτάκια μπλεγμένα στα κλαδιά ενός συνθετικού έλατου, και βγήκα στο φαρδύ πεζοδρόμιο υπό τον ήχο των βημάτων μου, που πρόδιδαν με σαφήνεια την αποτίναξη της ευθύνης, κάτω από αστέρια χωρίς φεγγάρι και υπερσύγχρονες πολυκατοικίες, θαμπωμένος από τη γυαλάδα του βρεγμένου οδοστρώματος και τις γραμμές κόκκινου φωτός που άφηναν πίσω τους τα αυτοκίνητα, καθώς με προσπερνούσαν. Σήκωσα τα μάτια για να μετρήσω πόσα φωτισμένα παράθυρα είχαν απομείνει στο απέναντι κτίριο, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αφού είδα ότι ήταν τρία, έχωσα βιαστικά το χέρι στην τσέπη, ενώ ο ένας τυχαίος περαστικός που θα με συναντoύσε τότε, να βαδίζω στον παράδρομο της Συγγρού μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα, με το κινητό τηλέφωνο στο αυτί και το στόμα σφιγμένο πιθανότατα θα με χαρακτήριζε πανικόβλητο. Οι κλήσεις έμειναν αναπάντητες, εννέα φορές, δεν είμαι σίγουρος αν θα είχε δίκιο ο άγνωστος περαστικός, ίσως η λέξη προβληματισμένος θα ήταν πιο ταιριαστή, διότι το θέμα που τίθεται εδώ έχει να κάνει με τον βαθμό, σκεφτείτε το, πρόκειται για ένα σαφώς μαθηματικό ζήτημα, καθώς όλες οι ανθρώπινες διαφωνίες ξεκινούν από μια διαφοροποίηση στον βαθμό, απλά και ξεκάθαρα.

Ο πανικός θα ήταν αναμφίβολα πιο ταιριαστός ως έννοια για να περιγράψει την αμέσως επόμενη φάση, κατά την οποία έψαχνα ταξί, ενώ τα αυτοκίνητα με προσπερνούσαν χωρίς να ελαττώνουν στο ελάχιστο την ταχύτητά τους, μάλιστα κάποιοι έμοιαζαν να πατούν ακόμη περισσότερο το γκάζι μόλις με έβλεπαν να τεντώνω το χέρι αφήνοντάς με τυφλωμένο από τους προβολείς να προσπαθώ να διακρίνω το επόμενο, μέχρις ότου μπήκα στο ταξί του Χρήστου, που είπε μη σε νοιάζει, που να πετάξει να πάει τέτοια ώρα το πουλάκι, μα τότε δεν πίστευα σε προαισθήματα. Μετά από δεκαέξι λεπτά, κατά τα οποία με κοιτούσε από τον καθρέφτη τόσο έντονα, ώστε πίστεψα ότι τα χοντρά γυαλιά που φορούσε του επέτρεπαν να δει εκείνη τον σκληρό όγκο που είχε φράξει το λαιμό μου, έφτασε στον δρόμο του σπιτιού, που φεγγοβολούσε από το γαλάζιο φως του φάρου ενός ασθενοφόρου. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πλησίασα τον κόσμο, που ήταν μαζεμένος μπροστά στην εξώπορτα της πολυκατοικίας μου, γύρω από μια άμορφη μάζα μεταξύ δύο γονατισμένων τραυματιοφορέων, έσπρωξα με τους αγκώνες για να προχωρήσω, οι άνθρωποι γύριζαν και με κοίταζαν, μάτια ορθάνοιχτα-στόματα σφραγισμένα, άνοιγαν δίοδο να περάσω, εκτός από τον περιπτερά που πριν το τελευταίο βήμα με άρπαξε από το χέρι και ξεστόμισε τσιρίζοντας μια φράση, που ήσουνα κυρ Νίκο, τρία τέταρτα νωρίτερα να ερχόσουνα θα την πρόφταινες, που έμελλε να ακούσω αμέτρητες φορές μέχρι σήμερα, το ίδιο κι εσείς. Και πάλι σας ζητώ να με συγχωρέσετε αν σας κούρασα.

Sunday, 9 January 2022

It rains, Edward Thomas (1979)

It rains, and nothing stirs within the fence 
Anywhere through the orchard's untrodden, dense 
Forest of parsley. The great diamonds
Of rain on the grassblades there is none to break, 
Or the fallen petals further down to shake. 
 
And I am nearly as happy as possible 
To search the wilderness in vain though well, 
To think of two walking, kissing there, 
Drenched, yet forgetting the kisses of the rain: 
Sad, too, to think that never, never again, 
 
Unless alone, so happy shall I walk 
In the rain. When I turn away, on its fine stalk 
Twilight has fined to naught, the parsley flower 
Figures, suspended still and ghostly white, 
The past hovering as it revisits the light.
 

 

Wednesday, 5 January 2022

Rain, Don Paterson (2008)

I love all films that start with rain:
rain, braiding a windowpane
or darkening a hung-out dress
or streaming down her upturned face;

one long thundering downpour
right through the empty script and score
before the act, before the blame,
before the lens pulls through the frame

to where the woman sits alone
beside a silent telephone
or the dress lies ruined on the grass
or the girl walks off the overpass,

and all things flow out from that source
along their fatal watercourse.
However bad or overlong
such a film can do no wrong,

so when his native twang shows through
or when the boom dips into view
or when her speech starts to betray
its adaptation from the play,

I think to when we opened cold
on a rain-dark gutter, running gold
with the neon of a drugstore sign,
and I’d read into its blazing line:

forget the ink, the milk, the blood—
all was washed clean with the flood
we rose up from the falling waters
the fallen rain’s own sons and daughters

and none of this, none of this matters.

(The New Yorker, 26.05.2008)