Thursday, 11 April 2019

Η χαμένη γειτονιά, Patrick Modiano (1984)

Έφτασα στην άκρη της πλατείας Κονκόρντ, που την αυλάκωναν με βραδύτητα νεκροφόρας ζωηρόχρωμα τουριστικά πούλμαν. Τα φανάρια και τα συντριβάνια με τα φωτεινά νερά, μ' έκαναν να κλείνω τα μάτια. Δεξιά, πάνω στο κιγκλίδωμα του Κεραμεικού, κυλούσαν σκιές: το βαποράκι του Σηκουάνα. Οι προβολείς του διαπερνούσαν τις φυλλωσιές των δέντρων, από την άλλη πλευρά της λεωφόρου Σανς Ελυζέ, κι εγώ ήμουν ολομόναχος μέσα σ' έμα θέαμα ήχου και φωτός που δινόταν σε μια νεκρή πόλη. Μα υπήρχαν στ' αλήθεια επιβάτες μέσα στα πούλμαν αυτά και πάνω στο κατάστρωμα αυτού του βαποριού;
Μια αστραπή έλαμψε στον ουρανό, πάνω απ' τον Κεραμεικό, κι ακούστηκε μετά το απόμακρο τροχαλητό της βροντής. Έχωσα ανάμεσα στο σακκάκι και στο πουκάμισό μου το ντοσιέ που μου είχε δώσει η Γκίτα Βατιέ κι έμεινα εκεί, καθιστός σ' ένα πάγκο, περιμένοντας τις πρώτες σταγόνες της βροχής.

Patrick Modiano, Η χαμένη γειτονιά, 1984
(μτφρ. Μπάμπη Λυκούδη για τις εκδόσεις Χατζηνικολή, 1986)

Monday, 1 April 2019

Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ, Γιόζεφ Ροτ (1932)

Την εβδομάδα που τους έμενε ως τη γιορτή δεν έβρεξε. Οι γιρλάντες έμειναν στις θέσεις τους, το ίδιο και τα λαμπιόνια. Κάποιες φορές μακρινές βροντές τρόμαξαν τον υπαξιωματικό και τους τέσσερις άντρες που φυλούσαν σκοπιά στην άκρη του δάσους, παραμονεύοντας τον ορίζοντα προς τα δυτικά, απ' όπου περίμεναν τον ουράνιο εχθρό. Κάποιες φορές μια αδύναμη αστραπή φώτιζε την γκρίζα ομίχλη του σούρουπου και τα σύννεφα που πύκνωναν γύρω από τον κόκκινο ήλιο την ώρα της δύσης του.
Μακριά απο δω, σαν σε κόσμο άλλο, οι καταιγίδες ξεσπούσαν. Στα βουβά πευκοδάση, έτριζαν οι στεγνές βελόνες κι οι ξεραμένες φλούδες των κορμών. Κουρασμένα και νυσταγμένα σφύριζαν τα πουλιά. Το μαλακό αμμώδες έδαφος ανάμεσα στις ρίζες έκαιγε. Και μπόρα δεν ήρθε. Οι γιρλάντες έμειναν στις θέσεις τους.
Γιόζεφ Ροτ, Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ (1932),
μτφρ. Μαρίας Αγγελίδου για τις εκδόσεις Άγρα (2009)