Άνοιξες
με τα μούτρα κατεβασμένα. Απ' όξω φωνάζανε
εκείνα τ' αγριοκόπελα που 'χεις για
φίλους. Ίσα-ίσα που ακούγονταν μέσα στις
βροντές. Στάθηκες στην θύρα. Σα να ΄τανε
λεπτά ολάκερα που στεκόσουνα εκεί, το
πάτωμα γέμισε νερά, σα να μην ήθελες να
μπεις. Δεν έτρεξα να σου πάρω την κάπα,
που ήτανε μούσκεμα. Ούτε να σου βγάλω
τις μπότες. Σε κοίταζα από το κρεβάτι,
κάτω από τα χράμια. Κι έπειτα, βουβός,
με βαριά περπατησιά βρέθηκες στην μέση
της κάμαρης. Άκουγα την ανάσα σου να
δυναμώνει. Ώσπου ήρθες απάνω απ' το
κρεβάτι και τράβηξες τα σκεπάσματα. Μ'
άρπαξες απ' τον αγκώνα, το χέρι σου
μέγγενη. Να με σηκώσεις με το στανιό
γρυλίζοντας σαν μαύρος χοίρος· κι έπειτα
να αρχίσεις να σκληρίζεις, να με ρωτάς,
να με έχεις αρπάξει από τους ώμους και
να με τινάζεις πέρα δώθε· κι εγώ αφημένη
στα χέρια σου αδειανό σακί με πρόσωπο
πασαλειμμένο από τα σάλια σου. Δε μίλησα,
τσιμουδιά, κιχ. Τέτοια είμ' εγώ. Περίμενα
την ώρα, τη στιγμή τη σίγουρη, όταν με
παράτησες κι έπεσα στις πλάκες ζαλισμένη
κι εσύ σύρθηκες στο τζάκι με τα χέρια
δεμένα πίσω από το σβέρκο. Τότε ήταν που
άνοιξα το στόμα μου το φαρμακωμένο.
Δυνατά, να με ακούεις, μην τυχόν και
σβήσει την κουβέντα μου η αντάρα που
'κανε τα φύλλα της μουριάς να χτυπιούνται
σαν μανιασμένα κοτσύφια. Και ξαλάφρωσα.
Ναι.
Αλήθεια είναι. Εγώ ήμουνα που τριβόμουνα
όλη νύχτα με τα χορτάρια. Τσίτσιδη, με
το πετσί πρασινισμένο, έβλεπα τα σύννεφα
να μαζεύονται πάνω από την αυλή. Ο αέρας
μύριζε θειάφι, τα μάτια μου τρέχανε κι
έψελνα τραγούδια ατελείωτα, σκοπούς
δικούς μου, η γλώσσα μου πήγαινε μονάχη
της, το λαρύγγι μου έβγαζε φωτιά· για
την κυρά Μαρίνα στο πηγάδι, που μου ’πε
πως η κοιλιά μου όλο πλάκα είναι και δε
λέει να φουσκώσει· την Μαρίκα που όλο
κουνιέται σαν περνάει από το σιδεράδικο·
την Σοφία με τα μεταξωτά πουκάμισα· την
προεδρίνα με τις βεράντες που τις
σκεπάζει η μπουκαμβίλια και ήλιος δεν
τις βλέπει· τα πουτανάκια της κυρά Μάρως
με τη μέση δαχτυλίδι· την Γιαννούλα που
‘χει απόνα μωρό στο κάθε βυζί· και πιο
πολύ απ’ όλες τις καριόλες, την δικιά
σου, που παρατάει το μούλικο στην μάνα
της, για να ’ρθει να πλαγιάσετε στις
θυμωνιές, πίσω από τον μιτάτο του πατέρα
μου· κάθε απόγεμα που κυλιέται στα σανά
φρενιασμένη, που σε παρακαλάει να της
τον βάλεις, όλο και πιο βαθιά που τον
ζητάει η σκύλα και κόβεται η ανάσα της.
Τώρα
η βουή έπαψε. Τα σύννεφα τραβήχτηκαν
και ο ουρανός άνοιξε. Είμαι ψόφια. Η
κεφαλή μου πάει να σπάσει. Τώρα μιλάς
ελόγου σου, οι κουβέντες σου ποτάμι
αφρισμένο. Ξαπλώνεις δίπλα μου, κατάχαμα,
μα δε με ακουμπάς. Με μαλώνεις. Τι με
νοιάζει τι κάνουν οι άλλες, καμιά δεν
μπαίνει μαζί μου, τόσες φορές μου το
’χεις πει. Εσύ εμένα αγαπάς, την άλλη
την πηδάς γιατί σε παρακαλάει, σέρνεται
στα πόδια σου. Όταν το παρακάνω δε με
θες, δεν μπορείς ούτε να με βλέπεις
μπροστά σου. Μου 'ρχεται να βάλω τα
κλάματα και σφίγγομαι. Άμα κλάψω, θα με
πονέσει πιο πολύ το κεφάλι μου. Άμα
πονάω, ζαλίζομαι, καμιά φορά βλέπω
φωτάκια και μετά όλα γίνονται μαύρο
σκοτάδι και χάνομαι. Τι πάει να πει το
παράκανα; Μίλα ντε, άνοιξε το βουβό σου,
πες μου. Δεν καταλαβαίνω γρι σου λέω.
Μπαίνει μέτρο στην λύσσα; Έχει ζύγι για
την αγάπη;
«Θήρα,
18 Σεπτεμβρίου 1883
Ραγδαιοτάτη
και ασυνήθης βροχή κατέπεσεν εν Θήρα
τη 18 τρέχοντος περί την πρωΐαν, ώραν
περίπου διαρκέσασα, και επήνεγκεν
ανυπολογίστους ζημίας, απερίγραπτον
ιδίως είναι το ραγδαίον και φοβερόν
αυτής πρωτίστως μεν εν τη περιφερεία
του χωρίου Εμπορείου, κατά δεύτερον δε
λόγον εν τη του χωρίου Γωνιάς και
Βουρβούλου. Η θέσις του χωρίου Εμπορείου
παριστά θέατρον καταστροφής, μεταβληθείσα
εις λίμνην πλωτήν, εκπέμψασαν εκ των
διαφόρων σημείων αυτής, ποταμούς οίτινες
αγρίως και ορμητικώς κατελθόντες
παρέσυρον παν το πρόστυχον διά των
αμπελώνων και των αγρών. Εν τη θέσει
ταύτη λίθινα περιτοιχίσματα παρεσύρθησαν
άρδην, συκαί και ρίζαι των αμπέλων
εκριζωθείσαι ήχθησαν εις την θάλασσαν˙
και πού μεν αύται βαθέως ηυλακώθησαν,
που δε υπεσκάφθησαν, εδώ μεν εγένοντο
εκχώσεις, εκεί δε επιχώσεις κτλ.,
δισδιάκριτά δε όλως εισί τα σημεία και
αι περιοχαί ταύτης.»
Ζούμπαγα
τα νεροχόρταρα στην κοιλιά και τα μπούτια
μου ώρες ατέλειωτες. Να ‘μαι σίγουρη.
Σηκώνεσαι. Μου γυρνάς την πλάτη. Στέκεις
μπροστά στο παραθύρι. Κοιτάς τα σύννεφα
που φεύγουν προς το νοτιά. Έχεις θυμώσει
και, όπως λες, το φταίξιμο είναι δικό
μου. Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Εσύ
φταις που γίνομαι έτσι, εσύ με κάνεις
να αλυχτάω σαν το σκυλί μέρα-νύχτα, να
φτύνω τις κυράδες και να βρίζω τα
κοπελούδια σαν ξετσίπωτη. Πάρ’ το
χαμπάρι ντε, για σένα έγινε. Για σένα
μόνο. Κι έπειτα, δεν το κάνω κέφι το
τσιρ-τσιρ, το ξέρεις κι αυτό. Κάνει τα
κόκαλά μου να πονάνε. Εσύ φταις που το
’κανα. Αλήθεια. Να μην ξημερωθώ άμα λέω
ψέματα.
«Δυστυχώς
ποιμήν παρασυρθείς μετά του εξ 150
αιγοπροβάτων ποιμνίου του ήχθη νεκρός
εις την θάλασσαν, και άλλα τοιαύτα και
ημίονοι τινές παρεσύρθησαν˙»
Ούτε
που γυρνάς να με κοιτάξεις. Τσάμπα μιλάω.
Καλύτερα να το κλείσω, ώρα είναι να
΄ρθεις να μου αστράψεις και καμία
καταπρόσωπο. Τρομάζω έτσι που μουγκρίζεις
απ’ τη γωνιά. Πρωτύτερα, που κυλιόμαστε
καψωμένοι στα σεντόνια ήτανε καλά, όμως.
Έτσι δεν μου ‘λεγες; Μες το αυτί μου
έχωνες τη γλώσσα σου, να σ’ ακούσω
καλά-καλά. Τότε με ήθελες. Εσύ δηλαδή
πως την μετράς την κάψα; πως την ζυγίζεις
την αγάπη;
«γυναικός
τινός εκ Βουρβούλου εξερχομένης της
υπερπληρωθείσης ύδατος οικίας της ο
κατερχόμενος ορμητικώς χείμαρρος
αφήρεσεν από της αγκάλης αυτής το ατυχές
τετραετές τέκνον της, όπερ επίσης εφέρθη
νεκρόν εις την θάλασσαν˙»
Έσφιγγες
με τις χερούκλες σου τη μέση μου. Όλο
μελανιές μ’ έκανες. Σ’ άρεσε. Να με
παίρνεις από πίσω, σα να ‘μαστε ζώα. Εσύ
το σφυρί, κι εγώ τ’ αμόνι. Και οι στάλες
τις βροχές να χτυπάνε τις στεγόπλακες.
Αυτά είχα κατά νου, την ώρα που τριβόμουνα
με τα χόρτα. Και το πετσί μου μύριζε σαν
βρεγμένο χώμα. Έχασα τα λογικά μου με
τη μυρωδιά. Τριβόμουνα αφηνιασμένη.
Ούτε και θυμάμαι πόση ώρα την έκανα
αυτήν την δουλειά. Για σένα ήτανε. Να
σου δώσω φχαριστιά. Αχάριστε.
«επί
των αμπελώνων και αγρών της τε Γωνίας
και Βουρβούλου παραπλήσιαι των του
Εμπορίου εγένοντο ζημίαι˙ πλείσται
όσαι οικίαι των διαληφθέντων χωρίων
επληρώθησαν υδάτων, άτινα εξελθόντα
βιαίως, παρέσυραν και εξηφάνισαν πολλάς
ζωοτροφάς των πτωχών οικοδεσποτών.
Πανικός κατέλαβε και κατέχει έτι τους
κατοίκους αυτής, γοεράς αφίσαντας
κραυγάς και ικέτιδας υψωσαντας χείρας
κατά την στιγμήν της φοβεράς θεομηνίας˙
αληθώς δ’ ειπείν τοιούτος κατακλυσμός
μετά ανεμοστροβίλου επελθών παρήγαγε
βοήν εμπνέουσαν φρίκην, οιναποθηκών
τινών εκείσε πληρωθεισών ύδατος˙ τα
οινοδοχεία έπλευσαν, δύο τούτων
καταπεσούσαι συνέτριψαν τα οινοδοχεία˙
αι αγροτικαί οδοί εισίν άβατοι˙ ην
ευτυχώς πρωΐα άλλως τε πολλά η νήσος θα
εθρήνει θύματα».
Φεύγεις.
Για που; Τον Μανωλάκη δεν μπορείς να
τονε φέρεις πίσω. Ούτε την πουτάνα σου.
Και νά ’θελα, ούτε εγώ θα μπορούσα. Που
πας; Μη μου φεύγεις. Έλα. Εδώ είμαι. Κάνε
ό,τι θες. Έλα να με πάρεις πάλι. Σε
παρακαλώ. Κοίτα με πως σπαρταράω. Όλη
δική σου. Έλα πάλι, θα μου βγει η ψυχή.
Τι, δε θες; Έλα, πάλι έλα, πάλι. Εμένα δε
μ’ αρέσει η ψιχάλα, θέλω τον ήλιο εγώ.
Έλα, να χαρείς ό,τι αγαπάς. Τώρα που
φύγανε τα σύννεφα. Γύρνα πίσω. Δε με
βλέπεις που τρέμω ολόκληρη; Άτιμε, έλα
να με σκίσεις. Θέλω ξανά. Μη με αφήνεις
έτσι. Μη φεύγεις. Σκύλε.
Αν
δεν ήξερα πόση χαρά σου δίνει η βροχή,
θα το ’πνιγα πέρα για πέρα το βρωμόνησο
σου.
(1) Μη
χάνεσαι, τ. 4,
αρ. 575 (18 Σεπτεμβρίου 1883)