Μια καταιγίδα μπορεί να προμηνύει ο,τιδήποτε, ευελπιστούσε. Προμηνύει ψύχρα, ζέστη, μια μέρα που η διαύγεια του φωτός της σε παρασύρει ώρα με την ώρα. Και τότε άρχισε να βρέχει. Βροχή ραγδαία έπεφτε στις φυλακές και σε εκείνο το μέρος του κόσμου. Μα κράτησε μόνο δέκα λεπτά. Και τότε η βροχή, η μπόρα κίνησε ευτυχώς προς τον Βορρά και αστραπιαία, φευγαλέα, εκείνη η βαριά και έντονη μυρωδιά που γεννά η βροχή πέταξε ψηλά και έφτασε εκεί που βρισκόταν ο Φάραγκατ, στο σιδερόφραχτο παράθυρό του. Ανέκαθεν αντιδρούσε με τη μεγάλη -μεγάλη, ναι- μύτη του, σε αυτή τη διαπεραστική οσμή οπουδήποτε κι αν βρισκόταν - φωνάζοντας, κουνώντας τα χέρια, πίνοντας ένα ποτό. Τώρα φάνηκε μόνο ένα ίχνος, μια μνήμη αυτής της αρχέγονης έξαψης, μα επισκιάστηκε βασανιστικά από τα κάγκελα. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε ακούγοντας το νερό να στάζει από τις υπερυψωμένες σκοπιές.
John Cheever, Φάλκονερ (1975)
μτφρ. Ιλαέιρα Διονυσοπούλου για τις εκδόσεις Καστανιώτη (2014)